“Αν όλα καταστρέφονταν και έμενε μόνο αυτός, θα συνέχιζα να ζω. Αν όμως χανόταν αυτός και παρέμεναν όλα τα άλλα άθικτα, τότε ο κόσμος ολόκληρος θα ήταν ξένος για μένα και θα ένιωθα σαν παρείσακτη.”
Δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους ζουν με πάθος ένα έρωτα θυελλώδη, αλλά καταδικασμένο. Θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τον εγωισμό και τα κοινωνικά “πρέπει”; Ο λόγος για την Κάθριν και τον Χίθκλιφ και το έργο “Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights)”, ένα μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ.
Για την Έμιλι Μπροντέ
Πριν επιχειρήσει να ασχοληθεί κανείς με τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», το κλασσικό αυτό δημιούργημα μιας ιδιαίτερα γόνιμης, πλούσιας, ωστόσο κλειστής και παράξενης φαντασίας, της Έμιλυ Μπροντέ, θα πρέπει να ψηλαφίσει καλά και πολύ προσεκτικά την ίδια και τον ιδιαίτερο ψυχισμό της. Πρόκειται για μια ποιήτρια –πρώτα απ’ όλα– που καταπιάστηκε με ζέση για ένα χρόνο περίπου, από το 1845 μέχρι το 1846, με το να συγγράψει και να παραδώσει το έργο αυτό, που κατά πολλούς σήμερα θεωρείται ως ένα αριστούργημα του 19ου αιώνα. Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» αποτελούν το ένα και μοναδικό της μυθιστόρημα που μας παραδόθηκε απ’ αυτήν και στην εποχή της –Βικτωριανή– αναστάτωσε, δίχασε και μπέρδεψε κοινό και κριτικούς Χρειάστηκε να παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτού του αριστουργήματος, που αν και τραχύ, δεν είναι απλά ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, αλλά μια ιστορία αγάπης επανασταστική, και αν μη τι άλλο, ρεαλιστική.
Από τα βιογραφικά στοιχεία της Έμιλυ Μπροντέ που έχουν σωθεί γνωρίζουμε πως γονείς της ήταν ο Πάτρικ Μπροντέ και η Μαρίας Μπράνγουελ, είχε πέντε αδέρφια, μία εξ αυτών η συγγραφέας Σαρλότ Μπροντέ. Το θέμα που αφορά στην ίδια, είναι όσα στοιχεία εξ αυτών μαρτυρούν πάρα πολλά και δεν έχουν αξιοποιηθεί ή δεν έχουν λάβει τη σημασία που θα καταστήσει κατανοήσιμη τη διαδρομή της φαντασίας της στο εν λόγω πόνημα κι εκεί θα επικεντρωθεί όλη η προσοχή. Για την ιστορία όμως αξίζει να αναφερθεί πως γεννήθηκε 30 Ιουλίου 1818 στο Θόρντον του Γιορκσάιρ και πέθανε 30 χρόνων από φυματίωση στις 19 Δεκέμβρη 1848, στο Χάουγουορθ του Γιορκσάιρ. Η μητέρα της πέθανε όταν η ίδια ήταν τριών ετών. Δυο στοιχεία στο ψυχισμό της πρέπει να θεωρηθούν σημαντικά: δεν είχε ποτέ ερωτική εμπειρία και ήταν εξαιρετικά κλειστό, μοναχικό άτομο που όταν βρισκόταν με κόσμο στο σπίτι, καθότανε μονάχη στο δωμάτιό της και διάβαζε κι όταν χρειαζότανε κάποιο βιβλίο, κατέβαινε σιωπηλά, έμπαινε στο σαλόνι, έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν κι εξαφανιζόταν επίσης σιωπηλά, χωρίς καν να κοιτάξει τους παρισταμένους, κι όσο μπορούσε πιο αθόρυβα. Αυτά τα δυο σε συνδυασμόμε το γεγονός πως είχε μικρή εμπειρία σε συναναστροφές και μεγάλες πόλεις κι ήταν κι αντικοινωνικό άτομο, προσφέρει κάμποση σκέψη γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν δίνοντας πολλά στοιχεία για το στήσιμο του έργου, που θα φανούν στη πορεία.
Για το Μυθιστόρημα
Ξεκινώντας το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», τραβά τη προσοχή ο τίτλος, που είναι άλλωστε η ονομασία του αρχοντικού και που λαμβάνει χώρα, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Η περιοχή δε, που βρίσκεται το αρχοντικό, είναι γυμνή, ερημική κι άγονη, σε κάποιο υψόμετρο μάλιστα, πράγμα που σημαίνει πως είναι φυσικά εκτεθειμένη στα διάφορα στοιχεία της φύσης. Και όπως το σπίτι εκτίθεται στα καιρικά φαινόμενα, έτσι και οι ήρωες είναι ευάλωτοι σε δύσκολες καταστάσεις που θα λάβουνε χώρα στην πορεία της αφήγησης.
Το αμέσως επόμενο που συναντά ο αναγνώστης στη πορεία, είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας στο πόνημα, το διηγείται η οικονόμος Νέλλυ. Πράγμα που δημιουργεί εύλογα απορίες, όσο κι αν δείχνει αδιάφορο, δεν είναι διόλου, τουναντίον. Αν δεχτεί κανείς πως η ίδια η Έμιλι θα ήθελε να παρευρίσκεται στο βιβλίο σε μιαν ηρωίδα της, δεν θα μπορούσε να είναι η κεντρική, η Κάθριν, γιατί όπως προανεφέρθη, δεν είχε και δεν εμφανίζεται στα λίγα στοιχεία του βίου της, μια ερωτική σχέση και δεν έδειξε καν το ενδιαφέρον –κι από τα ποιήματά της– να έχει μια τέτοια. Ωστόσο, πιθανότατα εντάσσοντας και τον έρωτα στα… απειλητικά στοιχεία της φύσης που απειλούν τον άνθρωπο. ήθελε να διηγηθεί έναν, να περιγράψει έναν τέτοιο και μάλιστα τραχύ, τραγικό και καταστροφικό σχεδόν.
Η επιλογή της αφήγησης από την Νέλλυ, έχει κι άλλη μια πρόσθετη εξήγηση. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας της και της συστολής της, όπως ήδη ειπώθηκε, η ‘Εμιλυ Μπροντέ δεν είχε εμπειρίες ζωής από μεγάλες πόλεις –εξόν από ένα σχετικά σύντομο ταξίδι με τη μεγάλη της αδελφή Σάρλοτ, στις Βρυξέλλες που άλλωστε δεν της προκάλεσαν το ενδιαφέρον και την έκαναν να επιστρέψει σύντομα, πίσω. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να στήσει τη φυγή του Χίθκλιφ, τον οποίο και παρουσιάζει απότομο, απόμακρο κι ολιγομίλητο κι έτσι αφήνει τη Νέλλυ να διηγηθεί μόνον όλα όσα είδε κι όχι τα λοιπά που δεν υπέπεσαν στην αντίληψή της. Η Νέλλυ λοιπόν είναι η ίδια, η σχετικά απούσα Έμιλυ, στο μυθιστόρημά της.
Υπόθεση-Περίληψη
Συνοπτικά το μυθιστόρημα ξεκινά με έναν ένοικο που νοίκιασε το «Το Αγρόκτημα Στο Σταυροδρόμι Της Τσίχλας» για ένα χρόνο κι αφού γνωρίζεται με τον ιδιοκτήτη Χίθκλιφ και του φαίνεται πολύ παράξενος ζητά από την οικονόμο, να του πει την ιστορία για τα «Ύψη». Εκείνη ξεκινά κι όλη η ιστορία -εκτός από ένα κομμάτι λίγο πριν το τέλος- βγαίνει από τα χείλη της. Ο αρχικός ιδιοκτήτης κύριος Έρνσο, είχε 2 παιδιά, τον Χίντλεϋ και την Κάθριν, αλλά υιοθετεί ένα φτωχό τσιγγανάκι και το ονομάζει Χίθκλιφ. Ο γιος του τον εχθρεύεται από ζήλια, ενώ η μικρή κάνει θαυμάσια παρέα μαζί του. Ο Χίθκλιφ ερωτεύεται την Κάθριν και το εξωτερικεύει όπως μπορεί, μα εκείνη ενώ νιώθει το ίδιο είναι συγκρατημένη. Πεθαίνουν οι γονείς τους κι αναλαμβάνει σαν κληρονόμος ο μεγάλος, βάσει του τότε ισχύοντος νόμου και για εκδίκηση διατάζει τον Χίθκλιφ να αναλάβει καθήκοντα υπηρέτη. Από το «Σταυροδρόμι» ο γιος φλερτάρει με την Κάθριν, αυτή δείχνει θετική, ο Χίθκλιφ ζηλεύει κι όταν κρυφακούει μισή συζήτηση της Κάθριν με την οικονόμο Νέλλυ, φεύγει κρυφά νευριασμένος κι ορκίζεται να επιστρέψει για εκδίκηση.
Επιστρέφει μετά 3 χρόνια –άγνωστο πως– έχοντας γίνει κύριος μεγάλος και τρανός, αγοράζει τα χρεωκοπημένα «Ύψη» από τον άσωτο και μέθυσο Χίντλεϋ κι εγκαθίσται εκεί. Έπειτα για να εκδικηθεί το γιο τον ποτίζει και με περισσότερο αλκοόλ και για να εκδικηθεί την Κάθριν νυμφεύεται την αδελφή του άντρα της ενώ δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Ο Χίντλεϋ πεθαίνει κι αφήνει ορφανό το γιο του Έρτον. Η Κάθριν πεθαίνει στη γέννα ενός κοριτσιού, της Κάθι κι η γυναίκα του Χίθκλιφ φέρνει στον κόσμο τον Λίντον, αλλά επειδή κακοποιείται από τον σύζυγο, τον παίρνει και φεύγουν στο Λονδίνο. Πεθαίνει εκεί κι ο Χίθκλιφ ξαναφέρνει το παιδί στα «Ύψη». Μετά το θάνατο της Κάθριν δε, βασανίζεται από τύψεις κι από το φάντασμά της. Ο Λίντον με τη προτροπή και πιέσεις του Χίθκλιφ νυμφεύεται την Κάθι κι όταν πεθαίνει κι ο άντρας της Κάθριν τελειώνει κι η διήγηση της Νέλλυ. Ο νοικάρης Λόκγουντ αποφασίζει να επιστρέψει στο Λονδίνο για να ξαναγυρίσει οκτώ μήνες μετά και να βρει και τον Χίθκλιφ νεκρό, γιατί είχε καταπέσει πολύ από όλο αυτό και δεν άντεξε. Επισκέπτεται τους τάφους της οικογένειας και το μυθιστόρημα κλείνει με την είδηση πως το νεαρό ζευγάρι, ο Λίντον κι η Κάθι σκέπτονται να μετακομίσουν οριστικά στο «Σταυροδρόμι» και να παρατήσουν στη φθορά, τα ήδη μισοχαλασμένα «Ύψη».
Η Έμιλυ Μπροντέ, έσπειρε με την πέννα της μπόλικο θάνατο, απομάκρυνε κατά κάποιο τρόπο το ρυπαρό, κράτησε ανοιχτή την ελπίδα, με το νεαρό ερωτευμένο πλέον ζεύγος κι αφήνει και τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» να φθαρούν και να περάσουνε στη λήθη. Οι επιλογές κι οι βιαστικές συνεπεία οργής, αποφάσεις, κλόνισαν ολόκληρο το δόμημα τριών οικογενειών κι αυτό ήθελε να στηλιτεύσει.
Για το έργο αυτό έχουνε γραφτεί πολλά και διάφορα, έχει επίσης παιχτεί σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, ραδιόφωνο, έχουν γραφτεί δοκίμια, μελέτες κ.λπ. Και πώς δε θα μπορούσε ένα τέτοιος έρωτας να εμπεύσει όλες τις τέχνες;
Εσύ, με τη θέλησή σου, εσύ το έκανες. Δεν ράγισα εγώ τη καρδιά σου, εσύ τη ράγισες. Και ραγίζοντάς τη ράγισες και τη δική μου.’
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μετάφραση Βασίλη Καζαντζή από τις εκδόσεις Κάκτος και μπορείτε να το προμηθευτείτε εδώ.
Πηγές
https://frapress.gr/2015/01/kapios-pligoni-kapion-allios-ta-anemodarmena-ipsi/
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%B4%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1_%CE%8E%CF%88%CE%B7
*Τα σχέδια που συνοδεύουν το άρθρο, ανήκουν στον καλλίτεχνη Fernando Vicente.