Οι παλαιότερες ξυλογραφίες που σώζονται, βρέθηκαν στην Κίνα και τοποθετούνται χρονολογικά στην εποχή της δυναστεία των Τανγκ, μεταξύ 618-905 μ.Χ.. Οι ξυλογραφίες αυτές ήταν μονόχρωμες και είχαν σκοπό να αναπαραχθούν σε αυτές πολλές εικόνες θρησκευτικών θεμάτων. Οι αρχαιότερες από αυτές χρονολογούνται από το 868 μ.Χ. και ανακαλύφθηκαν το 1907 από τον Άουρελ Στάϊν μέσα σε σπηλιές όπου γινόταν η λατρεία του Βούδα εν Τουν Χουάγκ του Κινεζικού Τουρκεστάν.
«Δε θέλω παρά να εκφράσω την αγάπη και τον ενθουσιασμό μου προς τη ζωή. Κάθε στιγμή που μου ανήκει, δεν θα ήθελα να είναι παρά ένας χαιρετισμός προς αυτήν. Να εκφράσω την αγάπη μου προς τον άνθρωπο και τη δικιά του ζωή, με τις χαρές, τα βάσανα και το μόχθο της. Προσπαθώ να εκφραστώ με τον πιο σαφή τρόπο. Αυτό το κάνω γιατί έτσι νιώθω. Με ενδιαφέρει να ‘ρθω σε όσο γίνεται πληρέστερη επικοινωνία με τους ανθρώπους, να μιλήσω με τη γλώσσα τους. Αυτό είναι η πιο μεγάλη καταξίωση ενός καλλιτέχνη. Δε διαλέγω ορισμένα θέματα, μα βιώματα. Και αυτά μπορεί να έρχονται είτε από τη χώρα που ζεις είτε απ’ έξω, φτάνει να είναι ανθρώπινα».
Σαν σήμερα το 1914 ήρθε στη ζωή η Βάσω Λεονάρδου-Κατράκη, η «κορυφαία ερμηνεύτρια της ανθρώπινης τραγωδίας». Υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, η σημαντικότερη Ελληνίδα χαράκτρια, που υπηρέτησε την ελληνική Χαρακτική με αφοσίωση, ήθος και αξιοπρέπεια. Οι ξυλογραφίες της χαρακτηρίστηκαν υποδειγματικές· ήταν από τους λίγους χαράκτες που δούλεψαν λιθογραφίες σε ψαμμίτη, γεγονός που της χάρισε διεθνή φήμη. Μετέφερε στην πέτρα όλα τα θεμελιώδη θέματα, το ιδεώδες της ελευθερίας και του σοσιαλισμού. Ήταν μαχήτρια στους κοινωνικούς αγώνες, και αυτό εκφράστηκε με ειλικρίνεια στη δουλειά της. Δημιούργησε έργα κοινωνικές μαρτυρίες, σπαράγματα μνήμης, θρήνους και ελεγείες γι’ αυτούς που έπεσαν στον αγώνα.
Η Βάσω Λεονάρδου-Κατράκη γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1914 στο Αιτωλικό Μεσολογγίου και από πολύ μικρή να γίνει ζωγράφος. Η ίδια, μάλιστα, σημειώνει: «Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ η ποίηση. Κοντά στ’ αδέλφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο άπιαστα μεγάλο, που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει το μυαλό μου. Ό,τι έβλεπα έλεγα: “Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω”. Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ότι άλλο πράμα ήταν η τέχνη. Και μια μέρα σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα “Kι αν γίνω ζωγράφος;” Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου κι έχασα τον κόσμο. Από τότε δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου νύχτα μέρα…».
Έτσι, στα 22 της χρόνια, το 1936, αφού ξεπέρασε αρκετά εμπόδια, ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στην ΑΣΚΤ, στο εργαστήριο ζωγραφικής με τον Παρθένη –όπου, όπως η ίδια ομολογεί, «ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα ότι ένα σχέδιο έχει φως και σκιά με μία γραμμή μόνο»– και χαρακτικής με τον Κεφαλληνό, που την εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή. Κι αυτό γιατί πέρα από την εξαιρετική διδαχή και τη βαθιά παιδεία του θαύμαζε το φιλελεύθερο πνεύμα του, που έκανε θραύση στην ΑΣΚΤ επί δικτατορίας Μεταξά.
Κοντά στον Κεφαλληνό ασκήθηκε η Βάσω στην ξυλογραφία, τη χαλκογραφία και τη λιθογραφία, στην τέχνη του βιβλίου και στην τυπογραφία. Από την αρχή ταγμένη η Κατράκη ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά, προσχώρησε στην Αριστερά, ενστερνίστηκε στη συνέχεια τα ιδεώδη της Εθνικής Αντίστασης και, μαζί με τον άντρα της, το γιατρό και αγωνιστή Γιώργο Κατράκη, την υπηρέτησε διττά. Κι αυτό, γιατί πέρα από τις προσωπικές διασυνδέσεις και το νοητικό μέρος βοήθησε με την τέχνη της στο πληροφοριακό έντυπο υλικό.
Οι δημιουργίες της Κατράκη χωρίζονται σε δύο περιόδους από την άποψη της τεχνικής. Στα πρώτα δεκαπέντε, περίπου, χρόνια της σταδιοδρομίας της χάραζε στο ξύλο και μετά το 1950 στην ίδια την πέτρα επί τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Τεχνική που πέρα από το ότι απελευθέρωσε τη χαρακτική από τους καταναγκασμούς της τυπογραφίας και της διαφήμισης, έφερε το έργο της, σε ό,τι αφορά το ύφος και την τεχνοτροπία, πιο κοντά στις αρχέγονες προϊστορικές μορφές και συνθέσεις. Την προτίμησή της στο πρωτογενές υλικό, την πέτρα, την επεξηγεί η ίδια επιγραμματικά: «Πάντα μου άρεσε ένα πράγμα. Να μιλάει το υλικό μόνο του τη δική του γλώσσα». Κι σε αυτό το σημείο ακριβώς, καίριοι είναι οι συσχετισμοί που έχουν γίνει από την επιμελήτρια Μ. Τόλη ανάμεσα στα κυκλαδικά ειδώλια και τις μορφές της Κατράκη.
Στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της σταδιοδρομίας της η Κατράκη είχε υιοθετήσει στις ξυλογραφίες της μια με έκδηλες προσωπικές αποκλίσεις παραστατική γραφή. Γραφή με την οποία σφυγμομετρούσε μέσ’ από τη σιγουριά της χάραξης το καθημερινό της περιβάλλον, τα τοπία της Αιτωλοακαρνανίας, τη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού, τους ψαράδες που θα αποτελέσουν ένα επίλεκτο θέμα σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, την αγροτική ζωή.
Πηγή έμπνευσης στην ίδια πάντοτε περίοδο ήταν και η μυθολογία και η ιστορία. Σε αυτή πάντοτε τη φάση, η ανθρώπινη μορφή, που δεν απουσιάζει ποτέ από τα έργα της καλλιτέχνιδος, εντάσσεται στο τοπίο και στο κυρίως θέμα ειδικότερα. Ανάμεσα στα έργα της ίδιας πάντοτε περιόδου, οι ξυλογραφίες από τη λιμνοθάλασσα όπως και τα τοπία από το Μεσολόγγι έχουν τα σκήπτρα. Ακολουθούν, στην ίδια πάντοτε περίοδο, οι ξυλογραφίες με θέμα τα τραγικά χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Χρόνια κατά τα οποία η στρατευμένη στην Αριστερά Βάσω –πρώτα στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και μετά το 1942 στο ΕΑΜ– θα βιώσει άμεσα τη φρίκη, το θάνατο, τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, την πείνα, τις πάσης φύσεως βιωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες. Καταστάσεις που θα αποθανατίσει στις ξυλογραφίες που άφησαν εποχή, όπως, «Κηδεία στην Κατοχή», «Πείνα», «Ο Κρεμασμένος», «Διαδήλωση στην Κατοχή» κ.ά.
Η συγκρατημένη αλλά τόσο εύγλωττη τραγικότητα, η ερημία, η μοναξιά, η εγκατάλειψη, ο ψυχικός πόνος, η αφοσίωση και η μεγαλοψυχία της μάνας έχουν χαρισματικά αποκρυπτογραφηθεί στις εξαιρετικά λιτές και συνάμα τραγικά εύγγλωττες μορφές. Μορφές υπερήφανες, με αλύγιστο τον αυχένα ακόμη και σε περίπτωση που το κεφάλι γέρνει στα γόνατα, όπως στη «Μοναξιά». Μορφές που επικοινωνούν με εμάς σε περισσότερα από ένα επίπεδα για να μας προσφέρουν ανεξίτηλες από το χρόνο ψυχικές εμπειρίες. Μορφές συνοδευμένες, πολλές φορές, από τα επίλεκτα στοιχεία-σύμβολα της Βάσως: τον ήλιο, τα περιστέρια.
Η Βάσω Κατράκη που τόσο εμπνευσμένα έκανε καθημερινό βίωμα τη ρήση της «Η τέχνη δεν είναι παιχνίδι γι’ αργόσχολους. Είναι αστραπή, είναι πόνος, είναι γέννα», κατόρθωσε κάτι ιδιαίτερα δύσκολο αν όχι ανέφικτο, εικαστικά: Να υποβάλει αυτή καθεαυτή την «Ιδέα» του πόνου, του μαρτυρίου, της εγκατάλειψης, της κακουχίας, της ερημίας και του θανάτου με μια εξαιρετική εικαστική πειθώ. Πειθώ που, πέρα από το ό,τι καθιστά τα έργα της διαχρονικά και συνάμα σύγχρονα αρχέτυπα συνιστά, την υπέρτατη επαλήθευση του πλατωνικού ορισμού για την τέχνη. Ότι, δηλαδή, για να είναι αυθεντική πρέπει να εκφράζει μια Ιδέα και όχι να αποτελεί μια μίμηση.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!