Μετά τις διθυραμβικές κριτικές και την θριαμβευτική νίκη στην περσινή απονομή των βραβείων Όσκαρ στην κατηγορία “Καλύτερης Ταινίας” ο Μπονγκ Τζουν-χο με τα “Παράσιτα” μας κρούει τον κώδωνα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Την στιγμή που το Hollywood παρελθοντολογεί και επαναλαμβάνεται, ο ασιάτικος κινηματογράφος και δη αυτός της Νότιας Κορέας πρωτοπορεί, ανοίγοντας νέους φιλμογραφικούς ορίζοντες. Σε αυτό το ρεύμα, στην φετινή απονομή κάνει την εμφάνισή της κερδίζοντας την υποψηφιότητα, μεταξύ άλλων και για την κατηγορία “Καλύτερης Ταινίας” το Minari σε σενάριο και σκηνοθεσία του Λι Άιζακ Τσουνγκ.
Έχοντας ήδη κερδίσει το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και αποσπάσει τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, η νέα αριστουργηματική ταινία της Κλόι Ζάο αποτελεί το μεγαλύτερο φαβορί στην κατηγορία της καλύτερης (και όχι μόνο) ταινίας στην 93η τελετή απονομής βραβείων Όσκαρ. Στο παρόν αφιέρωμα, θα παρουσιαστούν μερικοί από τους παραγόντες που (ίσως) καθιστούν το Nomadland την καλύτερη ταινία της χρονιάς.
Η δεκάχρονη Τσιχίρο Όγκινο και οι γονείς της μετακομίζουν με το αυτοκίνητο στο νέο τους σπίτι. Ο πατέρας της όμως παίρνει μια λάθος στροφή και έτσι καταλήγουν έξω από ένα τούνελ. Από περιέργεια οι γονείς της αποφασίζουν να δουν που οδηγεί. Καταλήγουν σε μια έρημη πόλη γεμάτη εστιατόρια, η οποία φαίνεται τελικά ότι είναι ένας κόσμος όπου κυριαρχεί η μαγεία. Οι γονείς της Τσιχίρο πιστεύουν ότι μάλλον βρίσκονται σε ένα εγκαταλελειμμένο πάρκο, και αρχίζουν να τρώνε σα γουρούνια από ένα πάγκο γεμάτο φαγητά. Παράλληλα, η κόρη τους περνά μια γέφυρα και ανακαλύπτει μια επιχείρηση εξαιρετικών λουτρών, όπου ένα νεαρό αγόρι, ο Χακού, την προειδοποιεί να φύγει πριν το επικείμενο ηλιοβασίλεμα. Σαν τρελή, η Τσιχίρο επιστρέφει στους γονείς της, μόνο και μόνο για να δει ότι έχουν κυριολεκτικά μεταμορφωθεί σε γουρούνια. Προσπαθεί να φύγει από την πόλη, αλλά το σημείο απ’όπου ήρθε έχει εξαφανιστεί και βυθιστεί στη θάλασσα.
Μόνη και τρομαγμένη, παρατηρεί τον κόσμο που αποκαλύπτεται ότι είναι ένα πολυτελές μέρος όπου αναζωογονούνται τα πνεύματα. Τελικά τη βρίσκει ο Χακούκαι την προτρέπει να βρει τον Καμάτζι, τον υπεύθυνο της θέρμανσης του νερού των λουτρών, και να απαιτήσει δουλειά από αυτόν. Ο Καμάτζι αποκαλύπτεται ότι είναι ένα αραχνοειδές πλάσμα που αναλαμβάνει τις προετοιμασίες για τις θεραπείες των επισκεπτών. Ο Καμάτζι και η Λιν, μία από τους υπαλλήλους εκεί, στέλνουν την Τσιχίρο στη Γιουμπάμπα, την κακή και τυραννική ιδιοκτήτρια των λουτρών, ώστε να βρει δουλειά. Αρχικά, αυτή αρνείται να βρει δουλειά της Τσιχίρο αλλά τελικά δέχεται, και την προσλαμβάνει με ένα μαγικό συμβόλαιο, με αντάλλαγμα το όνομά της. Το νέο όνομα της Τσιχίρο είναι Σεν.
Ο Χακού την πηγαίνει στο στάβλο όπου βρίσκονται πια οι γονείς της, και της επιστρέφει τα ρούχα της. Μέσα στα ρούχα της βρίσκει την αποχαιρετιστήρια κάρτα της όπου είναι γραμμένο το πραγματικό της όνομα, Τσιχίρο. Ο Χακού της αποκαλύπτει ότι η μάγισσα Γιουμπάμπα ελέγχει τους ανθρώπους παίρνοντας το όνομά τους και πως αν η ίδια ξεχάσει το όνομά της, θα παγιδευτεί στον κόσμο των πνευμάτων, όπως έπαθε και αυτός.
Την ώρα της δουλειάς, η Σεν αφήνει να μπει στα λουτρά ένα σιωπηλό μασκαρεμένο πλάσμα με το όνομα Απρόσωπος, νομίζοντας πως είναι πελάτης. Έπειτα καταφτάνει ένα “πνεύμα βρώμας” και οι αηδιασμένοι ανώτεροι της Σεν αναθέτουν σ’αυτή την φροντίδα του. Η Σεν ανακαλύπτει πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ισχυρό πνεύμα-προστάτη ενός μολυσμένου ποταμού. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που τον καθάρισε, το πνεύμα δίνει στη Σεν ένα μαγικό πιτάκι και οι συνεργάτες της τής δίνουν συγχαρητήρια. Αργότερα, όταν οι περισσότεροι υπάλληλοι κοιμούνται, ο Απρόσωπος παραπλανεί έναν εργάτη με χρυσάφι. Αυτός πιάνει το δόλωμα και τότε τον καταπίνει ολόκληρο. Μεταλλάσσεται και το μόνο που αποζητά είναι φαγητό, και το παίρνει παραπλανώντας το αφελές προσωπικό με ψεύτικο χρυσάφι. Όταν οι εργάτες τον περικυκλώνουν έχοντας ελπίδες να πάρουν χρυσό, αυτός καταπίνει άλλους δύο και μεγαλώνει.
Η Σεν βλέπει ένα σμήνος χάρτινων πλασμάτων να επιτίθενται σε ένα δράκο, και καταλαβαίνει πως ο δράκος είναι ο Χακού μεταμορφωμένος. Ένα από τα πλάσματα μένει μαζί της. Ο βαριά πληγωμένος Χακού πέφτει στο ρετιρέ της Γιουμπάμπα και η Σεν τον ακολουθεί. Το πλάσμα που κρύφτηκε πάνω της αποκαλύπτεται ότι είναι η Ζενίμπα, δίδυμη αδερφή της Γιουμπάμπα. Μεταφορφώνει τον Μπο -το μωρό της Γιουμπάμπα- σε ποντίκι, το πουλί της -Γιου- σε ένα μικροσκοπικό πουλί, και τα τρία κεφάλια σε ένα ψεύτικο Μπο. Η Ζενίμπα λέει στη Σεν ότι ο Χακού της έκλεψε μια μαγική χρυσή σφραγίδα και την προειδοποιεί ότι κουβαλά μια θανατηφόρα κατάρα. Η Σεν του δίνει με το ζόρι να φάει λίγο από το πιτάκι που της έδωσε το πνεύμα-φύλακας και αυτός κάνει εμετό, βγάζοντας τη σφραγίδα και ένα μαύρο γυμνοσάλιαγκα, τον οποίο η Σεν πατάει με το πόδι της σκοτώνοντάς τον.
Όσο ο Χακού είναι αναίσθητος, η Σεν επιστρέφει τη σφραγίδα στην μάγισσα και ζητά συγγνώμη από μέρους του. Πριν φύγει από τα λουτρά, η Σεν συναντά τον τεράστιο πια Απρόσωπο και τον ταΐζει με το υπόλοιπο πιτάκι. Αυτό την κυνηγά έξω από τα λουτρά, συνεχώς ξερνώντας όσους είχε φάει, με αποτέλεσμα να γυρίσει στην αρχική του μορφή. Η Σεν, ο Απρόσωπος, ο Μπο και ο Γιου ταξιδεύουν με το τραίνο για να βρουν τη Ζενίμπα. Η Γιουμπάμπα κατηγορεί τη Σεν για τις ζημιές που προκάλεσε ο Απρόσωπος, επειδή εξ αρχής τον προσκάλεσε να μπει στο κτήριο και δίνει διαταγή να σφαχτούν τα γουρούνια-γονείς της. Όταν ο Χακού της αποκαλύπτει ότι ο Μπο εξαφανίστηκε, υπόσχεσαι να τον βρει, με αντάλλαγμα να ελευθερώσει τη Σεν και τους γονείς της.
Η Σεν, ο Απρόσωπος, ο Μπο και ο Γιου φτάνουν στο σπίτι της πλέον καλοσυνάτης Ζενίμπα. Αυτή αποκαλύπτει ότι η αγάπη της Σεν για τον Χακού έσπασε την κατάρα της και πως ο μαύρος γυμνοσάλιαγκας που σκότωσε η Σεν ήταν ο τρόπος της Γιουμπάμπα να ελέγχει τον Χακού. Καταφθάνει ο Χακού ως δράκος και γυρίζει στα λουτρά της Σεν, τον Μπο και το Γιου. Ο Απρόσωπος μένει πίσω και γίνεται βοηθός της Ζενίμπα. Στο δρόμο της επιστροφής, η Σεν θυμάται μία ανάμνηση από τα παιδικά της χρόνια: είχε πέσει στον ποταμό Κοχάκου προσπαθώντας να πάρει το παπούτσι της που είχε πέσει μέσα, και την έσυρε ο ποταμός στη στεριά απαλά και με ασφάλεια. Μαντεύοντας ότι στην πραγματικότητα ο Χακού είναι το πνεύμα του ποταμού Κοχάκου και έτσι αποκαλύπτοντάς του το πραγματικό του όνομα, ο Χακού είναι πλέον ελεύθερος από τον έλεγχο της Γιουμπάμπα.
Όταν φτάνουν στα λουτρά η Γιουμπάμπα λέει στη Σεν ότι για να σπάσει την κατάρα των γονιών της, πρέπει να τους αναγνωρίσει ανάμεσα σε μια ομάδα γουρουνιών. Η Σεν λέει πως οι γονείς της δεν είναι κανένα από τα γουρούνια που ήταν εκεί, σπάζοντας την κατάρα τους και το συμβόλαιό της μαζί της. Ο Χακού την οδηγεί στην είσοδο της πόλης και της υπόσχεται πως θα τη δει ξανά στο μέλλον. Η Τσιχίρο ξαναβρίσκει τους γονείς της, οι οποίοι δεν θυμούνται τίποτε απ’ όσα συνέβησαν. Όλοι μαζί επιστρέφουν στο αυτοκίνητό τους, καλυμμένο πια με φύλλα δέντρων και σκόνη, και ξεκινούν πάλι για το νέο τους σπίτι.
Νοήματα πίσω από την ταινία
Πολλοί χρήστες της ιαπωνικής γλώσσας έχουν επισημάνει ότι υπάρχουν οπτικές ενδείξεις στην ταινία που δεν γίνονται κατανοητές από όσους δεν μιλούν ιαπωνικά. Όταν οι πρωταγωνιστές πλησιάζουν το καταραμένο πάρκο με την αγορά στην αρχή της ταινίας, σε ένα καρέ βλέπουμε τον ιαπωνικό χαρακτήρα-κάντζι狗, που σημαίνει σκυλί, ο οποίος, όμως, παραπέμπει και στο ομόηχο «kuniku», το οποίο κυριολεκτικά σημαίνει πικρό κρέας και σηματοδοτεί κάτι που απαιτεί προσωπική θυσία. Ένας άλλος χαρακτήρας που σημαίνει «κόκαλο» μοιάζει να κάνει μια αναφορά στην ιδιωματική φράση «hone-nashi», που σημαίνει «κάποιος που στερείται ηθικού σθένους». Όταν ο πατέρας βαδίζει λαίμαργα κάτω από μια αψίδα, ένας Ιάπωνας θεατής θα πρόσεχε ότι κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι γραμμένοι ανάποδα, κάτι που επιβεβαιώνει την ανησυχία της Chihiro. Μερικοί θεατές έχουν τονίσει την επανάληψη των χαρακτήρων «yu» και «me» στην ταινία, καθώς η λέξη «yume» σημαίνει όνειρο στα ιαπωνικά.
Τα ονόματα από μόνα τους λειτουργούν ως σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας σε όλη την ταινία. Το όνομα της Chihiro σημαίνει στην κυριολεξία «χίλια», αλλά και «κάνω ερωτήσεις» και «ψάχνω/αναζητώ». Όταν η Yu-baaba δανείζεται ένα χαρακτήρα από το όνομα της Chihiro για να αλλάξει βάναυσα το όνομά της και να τη βάλει να υπογράψει το συμβόλαιο που δηλώνει ότι το κορίτσι της ανήκει, το νέο όνομα της Chihiro, Sen, σημαίνει απλώς «χίλια». Της στερεί τις υπόλοιπες σημασίες κι έτσι η Chihiro είναι μεν ο εαυτός της, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του απουσιάζει. Και τα υπόλοιπα ονόματα των χαρακτήρων έχουν συνεκδοχικές έννοιες. Boh σημαίνει «μικρό αγόρι» ή «γιος», Kamaji σημαίνει «γέρος θερμαντήρας νερού», Yu-baaba σημαίνει «λουτρά», «γριά γυναίκα» ή «μάγισσα» και Zeniiba σημαίνει «μάγισσα των χρημάτων».
Όπως με κάθε ταινία που αποκτά φανατικό κοινό, μπορεί κανείς να μπλεχτεί σε ένα λαβύρινθο με θεωρίες για το Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων. Κάποιος ισχυρίζεται ότι όλη η ταινία είναι μια αλληγορία για την παιδική πορνεία, προσδίδοντας στα λουτρά σκοτεινά υπονοούμενα. Ο Miyazaki κάποτε είχε πράγματι πει ότι η ιαπωνική κοινωνία είχε μετατραπεί σε βιομηχανία του σεξ. Μια άλλη ανάγνωση είναι ότι ο κόσμος των πνευμάτων αντιπροσωπεύει την παλιά Ιαπωνία˙ μια Ιαπωνία που αγκομαχάει πλάι στη νέα, τον «πραγματικό» δηλαδή κόσμο της Chihiro και της οικογένειάς της. Σε αυτή την περίπτωση, το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι, όπως και η Chihiro, η Ιαπωνία πρέπει να μάθει ότι μπορεί να συνυπάρξει ο κόσμος του παρελθόντος με εκείνον του παρόντος, όμως θα πρέπει να υπάρξει προσαρμογή και αλλαγή. Κάποιοι διακρίνουν τις αντίθετες δυνάμεις του καπιταλισμού και της πνευματικότητας στην ταινία. Η Chihiro μετακομίζει σε άλλη πόλη γιατί ο πατέρας της βρήκε καινούργια δουλειά. Όταν πλησιάζουν το θεματικό πάρκο, ο μπαμπάς της σχολιάζει ότι επρόκειτο να έβαζαν ένα ποτάμι εκεί, όμως τελικά δεν το έκαναν – αντ’ αυτού επένδυσαν σε ένα αποτυχημένο εγχείρημα με την ελπίδα να τους επιφέρει χρήματα. Τις προάλλες κάποιος ρώτησε με ένα tweet το Studio Ghibli ποιος ήταν ο συσχετισμός ανάμεσα στους γονείς της Chihiro και τα γουρούνια στα οποία μεταμορφώθηκαν. Απάντησαν ότι η μεταμόρφωση αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε γουρούνια στα χρόνια της οικονομικής φούσκας της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1980, τα οποία ακολούθησε το κραχ του 1991. Είπαν πως όταν κάποιος γίνεται γουρούνι, αποκτά σταδιακά «το σώμα και την ψυχή ενός γουρουνιού», το οποίο δεν είναι κάτι που «ισχύει μόνο στον κόσμο του φανταστικού».
Αυτό που πρέπει να μείνει από το Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων, ανεξάρτητα από την ηλικία του, είναι η σημασία της ισορροπίας. Δεν υπάρχει κάποιος κακός χαρακτήρας, παρόλο που υπάρχουν δόλια κίνητρα. Όλοι έχουν και μια καλή πλευρά ή την προοπτική να γίνουν καλοί – ακόμα και η Yu-baaba, όπως απεικονίζεται μέσω της δίδυμης αδερφής της. Το τέρας της λάσπης δεν είναι τελικά κακό, αλλά ένα kama no kami: ένας θεός του ποταμού. Το αντίθετο της ισορροπίας είναι η υπερβολή και, όπως αποδεικνύεται με τους γονείς που καταβροχθίζουν τα πάντα ώσπου γίνονται γουρούνια και με την απληστία και τον πλούτο που επιδεικνύεται στα λουτρά, τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει από αυτή.
Αυτά τα ευαίσθητα, πνευματικά και συναισθηματικά μηνύματα που περνάει το Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων το έκαναν την ταινία με τις υψηλότερες εισπράξεις στην ιστορία της Ιαπωνίας. Κέρδισε βραβεία σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου ενός Όσκαρ – μια εκδήλωση στην οποία ο Miyazaki αρνήθηκε ευγενικά να συμμετάσχει γιατί ήταν ενάντια στη συμμετοχή της Αμερικής στον πόλεμο του Ιράκ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η ταινία μύησε χιλιάδες ανθρώπους στις ταινίες του Studio Ghibli, οι οποίοι μπορεί να μην είχαν ανακαλύψει αυτό τον οίκο του animation σε διαφορετική περίπτωση.
Τι είναι όμως εν τέλει το Spirited Away; Το Spirited Away είναι περισσότερα από μια ταινία anime. Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τον ηθικοπλαστικό της χαρακτήρα, τα συναισθήματα που προκαλεί στον θεατή, την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων της, με τα πάθη τους και τα χαρίσματά τους… Πολλοί λάτρεις του Studio Ghibli αναφέρουν συχνά: «Οι ταινίες της Disney αγγίζουν την καρδιά, όμως οι ταινίες του Studio Ghibli αγγίζουν την ψυχή». Και έχουν δίκιο…. Και το Spirited Away είναι η απόδειξη…
Ο κύριος Όβε (πρωτότυπος τίτλος: En man som heter Ove) είναι σουηδική κωμική-δραματική ταινία που κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στη Σουηδία στις 25 Δεκεμβρίου 2015. Το σενάριο και η σκηνοθεσία της ταινίας είναι του Χάνες Χολμ και βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του 2012 του συγγραφέα Φρέντρικ Μπάκμαν. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Όβε είναι ο Ρολφ Λάσγκαρντ.
Ο Όβε είναι ένας 59άχρονος συνταξιούχος, γκρινιάρης, εριστικός, καταθλιπτικός, μίζερος τύπος, ο οποίος έχει χάσει πριν από λίγο καιρό τη γυναίκα του Σόνια. Έχει αυστηρές αρχές, σιδερένια πειθαρχία και ελάχιστη κατανόηση, πιστεύει ότι περιβάλλεται από ηλίθιους και δεν διστάζει να τους το πει κατάμουτρα.
Παλιότερα, ήταν ο διαχειριστής ενός οικισμού με όμορφα σπιτάκια και λιθόστρωτα μονοπάτια, αλλά αργότερα, οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες τον καθαίρεσαν. Εκείνος όμως δεν το παίρνει απόφαση και φυσικά το θεωρεί ύψιστη προδοσία εκ μέρους τους.
Γι’ αυτό και όταν δεν προσπαθεί ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει, ο Όβε περνάει τη μέρα του παρακολουθώντας τους γείτονές του, μαλώνοντας και κάνοντάς τους συνεχώς υποδείξεις.
Κανείς δεν τον αντέχει και τον αποκαλούν «ο γείτονας από την κόλαση», αλλά αυτό που κανείς δεν γνωρίζει είναι ότι πίσω από τη δύστροπη συμπεριφορά κρύβεται μια συγκινητική ιστορία.
Όλα αλλάζουν όταν στο διπλανό σπίτι μετακομίζει μια καινούργια και φασαριόζικη οικογένεια με παιδιά, που κατά λάθος χαλάνε το γραμματοκιβώτιο του Όβε. Δεν αλλάζει πρόσωπο μόνο ο οικισμός, αλλά και ο ίδιος ο Όβε, που έκπληκτος θα δημιουργήσει μια αναπάντεχη και τρυφερή φιλία.
«Ο κύριος Όβε» είναι μια ποιητική και γλυκόπικρη ταινία για τους παραιτημένους ανθρώπους και τον σημαντικό αντίκτυπο που η ζωή τους μπορεί να έχει στις ζωές των άλλων.
Στα 51α βραβεία Guldbagge το 2016, η ταινία προτάθηκε για έξι βραβεία, κερδίζοντας δύο. Στα 89α βραβεία Όσκαρ ήταν υποψήφια στις κατηγορίες Kαλύτερης Ξενόγλωσσης Tαινίας και Καλύτερου Μακιγιάζ. Επίσης, κέρδισε το βραβείο καλύτερης κωμωδίας στα 29α Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.
17ος αιώνας, Ολλανδία. Ένας καλλιτέχνης αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας μετά από πρόταση του συζύγου της. Οι δύο νέοι, όμως, ερωτεύονται και αποφασίζουν να επενδύσουν στο εμπόριο τουλίπας, το οποίο τότε ήταν φοβερά επικερδές, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να χτίσουν ένα μέλλον μαζί. Η μοιραία τους απόφαση θα αλλάξει τις ζωές τους, αλλά και εκείνες των γύρω τους.
Πόθος, πάθος, έρωτας, αλλά και προδοσία. «Ο Πυρετός της Τουλίπας» του σκηνοθέτη Τζάστιν Τσάντγουικ (“Η άλλη ερωμένη του βασιλιά”), μια ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ντέμπορα Μόργκαν, καλλιεργεί τον έρωτα ανάμεσα στην Αλίσια Βικάντερ και τον Ντέιν Ντε Χάαν, σε μία ταινία εποχής με σπουδαίο καστ (Τζούντι Ντεντς, Κρίστοφερ Βάλτς, Τομ Χόλαντερ κ.ά.).
Βρισκόμαστε στο Άμστερνταμ του 1634 και η πτωχή Σοφία βρίσκεται με συνοικέσιο στην αγκαλιά του Κορνίλιους, μεγαλέμπορα που έχασε την γυναίκα και το παιδί και θέλει να αναπληρώσει άμεσα το κενό δημιουργώντας ξανά μια οικογένεια. Αλλά η Σοφία δεν καταφέρνει να αποκτήσει ένα παιδί και η απειλή του χωρισμού πλανάται πάνω από το κεφάλι της.
Η εμφάνιση του νεαρού ζωγράφου Γιαν που δέχεται την παραγγελία του Κορνίλιους για ένα πορτρέτο του ζεύγους ανατρέπει την ηρεμία του οίκου των Σάντβουρτ, καθώς η Σοφία αποπλανά τον Γιαν, ενώ παράλληλα εξελίσσεται και η ερωτική σχέση της υπηρέτριάς της, η οποία ονειρεύεται να αλλάξει ζωή, αφού ο αγαπημένος της μεγαλοπιαστεί ασχολούμενος με το εμπόριο βολβών τουλίπας, που ανθεί τη συγκεκριμένη περίοδο και αφήνει τεράστια κέρδη.
«Είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να το συμπτύξω, αλλά αυτή ήταν και η πρόκληση για εμένα, να καταφέρω να τα βάλω όλα στο σενάριο. Είναι μία υπέροχη ιστορία αγάπης, που στην ουσία της υπάρχει μία μεταφορά πάνω στην αγάπη, τον πόθο και το πάθος. Οι πιο ακριβές τουλίπες ήταν αυτές που είχαν δυο χρώματα και ρίγες. Εκείνη την εποχή δεν γνώριζαν ότι ο λόγος που αυτές οι τουλίπες ήταν τόσο διαφορετικές ήταν εξαιτίας ενός ιού. Εντελώς ειρωνικά, λοιπόν, οι πιο ακριβές τουλίπες ήταν οι άρρωστες τουλίπες, αυτές που κουβαλούσαν μέσα τους την ασθένεια και στο τέλος σάπιζαν. Και αυτό είναι μία εξαιρετική μεταφορά πάνω στον παράνομο έρωτα που ζουν οι δύο πρωταγωνιστές: Είναι αυτή η θαυμάσια αγάπη, αυτό το μεγάλο πάθος, αλλά επειδή είναι μια παράνομη αγάπη, φέρει επίσης τους σπόρους της αυτοκαταστροφής» – Άλισον Όουεν
Το φιλμ διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ, τόσο στους πρωταγωνιστικούς όσο και στους δεύτερους ρόλους. Το λάθος του όμως είναι ότι δεν τους δίνει αρκετό χώρο για να αναπτύξουν τον χαρακτήρα τους. Η διαδικασία αγοραπωλησίας της τουλίπας διαρκεί περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε και αποσυντονίζει τον θεατή, αδικώντας το τελικό αποτέλεσμα και την πιστότητα της ατμόσφαιρας του φιλμ που μας μεταφέρει στην Ολλανδία του 17ου αιώνα.
Η Αλίσια Βικάντερ ξεχωρίζει άνετα στον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε αντίθεση με τον ανερχόμενο νεαρό ηθοποιό, Ντέιν Ντε Χάαν – ο οποίος πρωταγωνιστεί και στο αξιόλογο φιλμ επιστημονικής φαντασίας του Λικ Μπεσόν: «Ο Βαλέριαν και η Πόλη με τους Χίλιους Πλανήτες». Ο Κριστόφ Βαλτς είναι ικανοποιητικός στον ρόλο του, ενώ η καταξιωμένη Τζούντι Ντεντς και ο ταλαντούχος Τζακ Ο’ Κόνελ, εμφανίζονται δυσανάλογα λίγο, ώστε να μπορούν να κριθούν σωστά. Τις εντυπώσεις κερδίζει και η ανερχόμενη Βρετανίδα ηθοποιός Χόλιντεϊ Γκρέιντζερ, στον ρόλο της υπηρέτριας Μαρία (The Borgias: 2011 – 2013, Jane Eyre – 2011).
Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν εννέα (9) βδομάδες και πραγματοποιήθηκαν στο Έσσεξ, το Nόρφολκ και το Σάφολκ της Αγγλίας. Ενώ προκειμένου να αποδοθεί πιστά το ύφος του πίνακα για τον οποίο ποζάρει η Σοφία, έπρεπε να βρεθεί ένας σύγχρονος ζωγράφος, που το στιλ του να θυμίζει την ολλανδική τέχνη της εποχής εκείνης. Ο Τζέιμι Ρούτλει (Jamie Roultley) αποδείχτηκε η ιδανική επιλογή.
Ο άντρας, ο οποίος έκανε σε άλλους «προσφορές που δεν μπορούσαν να αρνηθούν» κάποτε αρνήθηκε την υψηλότερη τιμή της Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ο Μάρλον Μπράντο, εκτός από πολύ μεγάλος αστέρας του Χόλιγουντ, υπήρξε κι ένας σπουδαίος άντρας. Υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υποστηρικτής των αυτοχθόνων της Αμερικής, επιφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη στην οργανωτική επιτροπή της Ακαδημίας Κινηματογράφου των ΗΠΑ.
Το 1973, ο Μάρλον Μπράντο απέρριψε το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για την εντυπωσιακή ερμηνεία του Βίτο Κορλεόνε στο «Νονό». Αντί αυτού εμφανίστηκε σαν σήμερα στις 27 Μαρτίου, η Σατσίν Λιτλφέδερ, μία Ινδιάνα για να παραλάβει το βραβείο για λογαριασμό του Μάρλον Μπράντο και διάβασε μία επιστολή, στην οποία έλεγε ότι “Εκπροσωπώ το Μάρλον Μπράντο απόψε και μου ζήτησε να σας πω… ότι είναι ευγνώμων, αλλά λυπάται που δεν μπορεί να παραλάβει αυτό το γενναιόδωρο βραβείο. Και η αιτία είναι η συμπεριφορά της βιομηχανίας του κινηματογράφου στους Αμερικανούς Ινδιάνους.”
Ο παραγωγός της ταινίας «Νονός», Άλμπερτ Ρούντι, την απείλησε ότι θα συλληφθεί, αν την διαβάσει ολόκληρη ή αν μιλήσει παραπάνω από ένα λεπτό. Η Σατσίν, τελικά ανέβηκε στο πόντιουμ, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο από τον έκπληκτο Ρότζερ Μουρ και τη Σουηδέζα συμπαρουσιάστριά του, Λιβ Ούλμαν. Με εξαίρεση μια μικρή μειοψηφία, που την αποδοκίμασε, η Ινδιάνα κέρδισε τη συμπάθεια των παρευρισκόμενων, οι οποίοι την χειροκρότησαν θερμά.
Το 1973, οι ιθαγενείς Αμερικανοί είχαν ελάχιστοι εκπροσώπηση στη βιομηχανία του Κινηματογράφου και οι περισσότεροι σχετικοί ρόλοι δίνονταν σε λευκούς ηθοποιούς.
Την επόμενη της βραδιάς των Όσκαρ, οι New York Times δημοσίευσαν ολόκληρη την επιστολή του Μάρλον Μπράντο, η οποία είχε εν τω μεταξύ ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων.
Ωστόσο, ο σπουδαίος ηθοποιός έδωσε στους Ινδιάνους για πρώτη φορά στην ιστορία τους ένα εντυπωσιακό βήμα για να εκφράσουν τη θέση τους.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!