Το έργο «Όφις και Κρίνο» είναι το πρώτο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Φέρεται να γράφτηκε γύρω στο 1905, ενώ δημοσιεύτηκε την επόμενη χρονιά. Το γεγονός ότι ως έτος κυκλοφορίας αναγράφεται το 1907 οφείλεται σε μια παλιά συνήθεια, σύμφωνα με την οποία όσα βιβλία τυπώνονταν στο τέλος ενός έτους έφεραν την ημερομηνία του ερχόμενου. Εκείνη την περίοδο, ο Καζαντζάκης τελείωσε τις νομικές σπουδές του λαμβάνοντας και διδακτορικό τίτλο με άριστα. Δεν κυκλοφόρησε βέβαια με το όνομά του, αλλά με το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε, δηλαδή Κάρμας Νιρβασάμης. Εκτός από αυτό υπέγραφε ως Ακρίτας ή ως Ν..
Το βιβλίο γραμμένο σαν ημερολόγιο αφηγείται έναν ολόκληρο σχεδόν χρόνο ενός ερωτευμένου καλλιτέχνη που πάλλεται ανάμεσα στην αγάπη και το σαρκικό πάθος. Τι δίπολο που ανάγεται στο κεντρικό θέμα του έργου αποτυπώνεται ήδη στον τίτλο του. Περιττό να αναφερθούν οι επιμέρους συμβολισμοί. Το πλατωνικό, παρθενικό συναίσθημα αντιπαραβάλλεται με την λαγνεία, τη ηδονολατρεία όπως και η ζωή με τον θάνατο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν στα πλαίσια μιας προσωπικής εξομολόγησης που θα έμοιαζε και με ερωτική επιστολή, με προσευχή ή με ιεροτελεστία. Ο λόγος γλαφυρός, άλλοτε στάζει μέλι άλλοτε φαρμάκι με ελάχιστο κρητικό ιδίωμα. Οι λεκτικοί συνδυασμοί που αξιοποιεί ο συγγραφέας είναι μοναδικοί, αξεπέραστοι και από την αρχή κατακτούν τον αναγνώστη, πετυχαίνοντας να τον μεταφέρουν στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Σ’ όλο το ανάγνωσμα είναι εμφανέστατη η ευρυμάθεια του Καζαντζάκη που απλώνεται από την ελληνική μυθολογία εώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, την ελληνική παράδοση αλλά και μυθολογίες άλλων χωρών (χαρακτηριστική η αναφορά της Λορελάης, πλάσματος της γερμανικής μυθολογικής παράδοσης που ο Χάινριχ Χάινε σε ένα ποίημα του μεταφέρει στον λογοτεχνικό κόσμο).
Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές και από την αρχή κιόλας ο αναγνώστης παρασύρεται από τον ερωτικό χείμαρρο και μαγεύεται από την διάχυτα παθιασμένη ατμόσφαιρα. Άλλωστε, το βιβλίο προσφέρεται για αυτούς τους λόγους και δεν προσιδιάζει το μεταγενέστερο συγγραφικό έργο του Καζαντζάκη. Ήδη κανείς , βέβαια, σε κάποια σημεία διακρίνει πρώιμα στίγματα της φιλοσοφίας του, αλλά όχι ιδιαίτερα ευαγή. Αν και ο ίδιος είχε κάψει όσα αντίτυπα διατηρούσε από το βιβλίο αυτό, ζητώντας προηγουμένως την μεταφορά τους από την Αίγινα στην Νότια Γαλλία, όπου ζούσε, το συμπεριέλαβε στην λίστα που υπέβαλε στα βραβεία Νόμπελ όσο και στην Ακαδημία Αθηνών. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό είχε δωρίσει τόσο στον Παλαμά όσο και στον Ψυχάρη, ο οποίος το είχε μελετήσει σε βάθος, όπως διακρίνει κανείς από τις σημειώσεις του.
Μυστήριο μένει η γυναίκα στην οποία είναι αφιερωμένο το έργο, διότι η αφιέρωση «Στη Τοτώ μου» δεν αρκούσε για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Πολλοί, επηρεασμένοι από την αναφορά στην θεά Γαλάτεια, πίστεψαν πως αφορούσε την πρώτη σύζυγό του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού κατά τη συγγραφή του δεν είχαν ακόμα γνωριστεί και ακόμα και να είχαν, δεν είχαν συνάψει ερωτικές σχέσεις, αφού η Γαλάτεια ήταν σε αρκετά νεαρή ηλικία. Επικρατέστερη είναι η εικασία που κάνει λόγο για μια Ιρλανδή ονόματι Kathleen Fordbild, δασκάλα Αγγλικών στο Ηράκλειο και κόρη πάστορα, με την οποία ο συγγραφέας είχε σχέσεις από το καλοκαίρι προτού ξεκινήσει τις σπουδές του εώς ένα καλοκαίρι πριν αποφοιτήσει, ήτοι για τέσσερα περίπου έτη. Οι υποθέσεις αυτές βασίζονται και σε όσα ο ίδιος εκμυστηρεύεται στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Το τέλος της σχέσης του μένει άγνωστο. Κατά μια άποψη, εκείνη φαίνεται να εξαφανίστηκε. Κατά άλλη, αυτός τερμάτισε την επαφή τους. Σε κάθε περίπτωση, ένας έρωτας τέτοιος μας χάρισε αυτό το μικρό αριστούργημα που αν και δεν ανήκει στα κορυφαία έργα του Κρητικού, έχει σίγουρα την δική του λογοτεχνική αξία.
Διαβάζεται εύκολα, γρήγορα και σε οδηγεί να ερωτευτείς την ιδέα του έρωτα είτε αυτή συνεπάγεται την δημιουργία είτε την αυτοκαταστροφή. Αν δεν το έχετε στα αναγνωριστικά πλάνα σας, είναι καιρός να το εντάξετε!