«Με απασχολεί το φορτίο και η ομορφιά της καθημερινότητας»
Το βασικότερο θέμα της ενήλικης επιστημονικής φαντασίας, λογοτεχνικής και κινηματογραφικής, ήταν ανέκαθεν αυτό του ορισμού της ανθρώπινης υπόστασης, ο οποίος με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης αποδεικνύεται όλο και περιπλοκότερος. Από το εμβληματικό “Εγώ, το ρομπότ” του Ισαάκ Ασίμοφ μέχρι την πρόσφατη “Εκπνοή” του Τεντ Τσιάνγκ, η συνάντηση ηθικής και βιοτεχνολογίας μοιάζει να απασχολεί πλέον την καλλιτεχνική κοινότητα το ίδιο έντονα με την επιστημονική, καθώς τα ερωτήματα όλων πολλαπλασιάζονται. Ο Αμερικανός συγγραφέας Αλεξάντερ Γουαϊνστάιν έθεσε μια σειρά από αυτά στη συλλογή διηγημάτων του “Children of the new world” (2016), από την οποία ο Νοτιοκορεάτης/Αμερικανός σκηνοθέτης Κογκονάντα διάλεξε να διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη το “Saying goodbye to Yang”. Σε αυτό το φουτουριστικό δημιούργημα με τίτλο “Μετά τον Γιανγκ” (“After Yang”) πρωταγωνιστούν οι Κόλιν Φάρελ, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Τζάστιν Μιν, και Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών στα πλαίσια του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα, ενώ ξεχώρισε και στο Φεστιβάλ Σάντανς.
Το χωρισμένο σε 8 πυκνά μέρη αριστούργημα του Τολστόι «Αννα Καρένινα» (το οποίο ονόμασαν ως «αψεγάδιαστο έργο τέχνης» οι Ντοστογιέφσκι, Φόκνερ και Ναμπόκοφ) έχει από το 1920 πολλές φορές προκαλέσει φιλόδοξους σκηνοθέτες να το μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη όπως του αρμόζει – συμπυκνωμένο, αλλά μεστό, εύστοχο, άρτιο. Εχθρός τους η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και ο βαθύς φιλοσοφικός στοχασμός για την ίδια την ανθρώπινη φύση, τον έρωτα, την πίστη, την τόλμη, τη συνήθεια, την φθορά, τη ζήλια. Είναι σχεδόν αδύνατον να επιτύχει κανείς μία ακέραιη σεναριακή διασκευή που να επικοινωνεί την τραγωδία των ηρώων μέσα σε ένα κινηματογραφικό δίωρο.
Και εδώ έρχεται ο Τζο Ράιτ, μοναδικός εικονοπλάστης και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης ταινιών περιόδου, και υπογράφει την τολμηρή, κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι Άννα Καρένινα σε διασκευή του βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου Τομ Στόπαρντ. Την οργάνωση παραγωγής, έχει η τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ Σάρα Γκρίνγουντ, τη χαρακτηριστική Μουσική, υπογράφει ο Ντάριο Μαριανέλι, ενώ τα υπέροχα κοστούμια εποχής, επιμελήθηκε η δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ Ζακλίν Ντουράν. Και έτσι, η αυτοκρατορική Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα αναβιώνει ολοζώντανα στη μεγάλη οθόνη με αφορμή μια ιστορία ερωτικής προδοσίας, ενός σαρωτικά μεταμορφωτικού παράνομου έρωτα, εικονογραφώντας μοναδικά μια διαχρονική μελέτη στην ανθρώπινη ηθική.
Στην αριστοκρατική Ρωσία του 1874, η Αννα Καρένινα, ενώ είναι παντρεμένη με μεγαλύτερό της, εξέχοντα πολιτικό, τον Αλεξέι Καρένιν, ερωτεύεται έναν νεαρό αξιωματικό του στρατού, τον Κόμη Βρόνσκι, και αποφασίζει να αψηφήσει τις συμβάσεις της ρωσικής αστικής τάξης: εγκαταλείπει τον σύζυγο και τον γιο της για να ζήσει με τον εραστή της. Ομως, η κοινωνική απομόνωση, απότελεσμα της απαξίωση της αριστορκατικής κοινωνίας, συνδυάζεται με την ίσως παράλογη ζήλια που αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα της για τον αγαπημένο της Βρόνσκι, και τότε η ηρωίδα αρχίζει να βυθίζεται στην κατάθλιψη. Καθώς η ζήλια και η εμμονή αποδεικνύονται πιο ισχυρές από τον έρωτα, η Άννα Καρένινα σταδιακά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή και στο τραγικό της τέλος.
Η παρεξήγηση ετών που ήθελε την Καρένινα θύμα των ανδρών, της οικογένειας και της κοινωνίας, μια γυναίκα που υποφέρει απο τη συνομωσία εναντίον της, εδώ διαλύεται. Την βλέπουμε να αγαπάει, να ποθεί χωρίς όρια, να σοκάρεται απο την ορμή της, να ταλαντεύεται βίαια ανάμεσα στο πάθος για τον εραστή και τη διαφυγή απο τη μια, και απο τη αγάπη της για το γιο της απο την άλλη. Η Καρένινα αν και θα έπρεπε να είναι απωθητική ως μοιχαλίδα, ως γυναίκα που παρατά το παιδί της για χάρη ενός έρωτα, ως μια γυναίκα που κατασπαταλά επιδεικτικά τόσα χρήματα, σκιαγραφείται με τόση αγάπη, που τελικά προκαλεί τον οίκτο αντί την αποστροφή. Είναι μια γυναίκα βαθύτατα διαταραγμένη, που δεν μπορεί να ακολουθήσει την κοινωνική σύμβαση- ο Καρένιν είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να μην ατιμαστούν, να δεχτεί τον εραστή, να αναγνωρίσει το παιδί του εραστή ως δικό του- με μοναδικό όρο να τηρούνται τα προσχήματα. Η Άννα όμως δεν μπορεί να γίνει κάτι που δεν είναι. Θα ακολουθήσει την καρδιά της, θα τα δώσει όλα για τον έρωτα και στιγματίζεται γι’αυτό. Απόδειξη το υπέροχο τελικό πλάνο που καταφέρνει να προσδώσει έναν ανεπαίσθητο οπτισμό στην ταινία, μετουσιώνοντας την τραγική πράξη της Καρένινα σε θυσία, δίνοντας την υπόσχεση μίας ελαφρώς καλύτερης κοινωνίας, δίνωντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Επίσης, η σημαντική παράλληλη ιστορία του Λέβιν και της Κίτι (που εξηγεί και συμπληρώνει την οπτική περί αισθημάτων του βιβλίου) αναδεικνύεται, εκεί που στα περισσότερα μελοδράματα ερωτικού τριγώνου του παρελθόντος, είχε αποσιωπηθεί, για λόγους ευκολίας παρά οικονομίας. Μάλιστα, είναι τόσο όμορφα σκιαγραφημένη που κάποιες φορές επισκιάζει την ιστορία της Άννας και φέρνει ανισσοροπία στην πλοκή και την ροή του έργου.
Οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές, καθώς οι δύο πρωταγωνιστές είναι πολύ καλοί στους ρόλους τους κανείς δεν κάνει την υπέρβαση. Την Κίρα Νάιτλι την έχουμε δει και σε καλύτερους ρόλους ενώ ο Άαρον Τζόνσον ταιριάζει στο ρόλο, αλλά ερμηνευτικά δύσκολα πείθει ως ενσάρκωση του απόλυτου έρωτα. Αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο εξαιρετικά μετρημένος Τζουντ Λο που δε δαιμονοποιεί τον χαρακτήρα του αλλά μας δίνει έναν ήρεμο, σχεδόν σπαραχτικό Καρένιν. Η ανελευθερία άλλωστε της Άννα, δεν είναι απλά αποτέλεσμα ενός «κακού» συζύγου αλλά ενός πολύπλοκου, συντηρητικού κοινωνικού ιστού που την κρατάει καθηλωμένη.
Ο Ράιτ φιλοτεχνεί με προσοχή και κατάνυξη μία ταινία που υποκλίνεται στο ρωσικό θέατρο. Αυτός είναι ο σκοπός του, πέρα και πάνω από την Καρένινα την ίδια. Μαγεμένος από τον τρόπο που τα επικά λογοτεχνικά μυθιστορήματα «χωρούσαν» σε ξύλινες σκηνές, μίκραιναν και μεγάλωναν με τις ανάσες των ηθοποιών, τις χορογραφίες των κομπάρσων, τις εναλλαγές των σκηνικών και την συνωμοτική αντίληψη των θεατών για την «αλήθεια» μίας φορμαλιστικής αφήγησης, κάνει και εκείνος το ίδιο.
Ενώ λοιπόν, η αποκλειστικά ρομαντική απόδοση των άλλων μεταφορών απλούστευε κυνικά τον Τολστόι, αυτή εδώ βλέπει την Καρένινα δυναμική, ατελή, λάγνα, σύνθετη, και επιτέλους ενδιαφέρουσα. Η συγκίνηση της ερωτικής ιστορίας, ο πόθος μίας γυναίκας να ζήσει ελεύθερη τα συναισθήματά της και να επαναστατήσει κατά της υποκρισίας των θεσμών δεν αποσιωπείται αλλά περνάει στο παρασκήνιο. Επιλέγοντας αυτήν την άδεια, παρηκμασμένη σκηνή θεάτρου απο την οποία η ταινία βγαίνει προς τον πραγματικό κόσμο και επιστρέφει για να συνδέσει τις σκηνές, καταδεικνύει την συνεχή “παράσταση” των πρωταγωνιστών, μια τεχνητή κατάσταση που υπενθυμίζει πως η ανώτερη αστική τάξη της εποχής μιμούταν την αριστοκρατία της Γαλλίας σε καλούς τρόπους και πρωτόκολλο, διατηρώντας σχιζοφρενικά τις βίαιες ρωσικές αντιδράσεις σε οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά. Έτσι, ο Τζο Ράιτ κερδίζει το στοίχημα μιας τολμηρής διασκευής σε ένα διαφορετικό ρεαλιστικό τοπίο που υποκλίνεται στην ιδιοφυΐα του Τολστόι και ταυτόχρονα την συμπληρώνει.
Ο Vladimir Nabokov, έχει χαρακτηρίσει την Άννα Καρένινα του Τολστόι «Mία από τις μεγαλύτερες ερωτικές ιστορίες στην παγκόσμια λογοτεχνία». Είναι πράγματι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι, όπως πιστεύεται. Το βιβλίο είναι ένας εμβριθής και σύνθετος στοχασμός πάνω στον παράφορο έρωτα και την ολέθρια απιστία, αλλά κι ένα συγκλονιστικό πανόραμα της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, με χαρακτήρες αληθινούς και τρομακτικά οικείους, σε προκαλεί, σε αγγίζει και σε συγκινεί. Αυτό που καταφέρνει η ταινία και είναι και το πιο σημαντικό είναι ότι μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη, με μικρές παραλείψεις και στερήσεις, όλα όσα σου προσφέρει το βιβλίο, όλη την παραστατικότητα και την επική πνοή που διακρίνει όλα τα έργα του Τολστόι. Και έτσι παίρνουμε μία γεύση από την απίστευτη ικανότητά του Ρώσου συγγραφέα να πλέκει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα με έναν αριστουργηματικό τρόπο. ‘Ωστε να καταλάβουμε την ίδια την πραγματικότητα, να αντιληφθούμε τις επιταγές της κοινωνίας, τον έλεγχο της πάνω μας. Ώστε να μάθουμε τι πάει να πει έρωτας, τι πάει να πει ελευθερία, τι πάει να πει θυσία. Ώστε να μάθουμε ποια πραγματικά ήταν η Άννα Καρένινα.
Βρισκόμαστε στο 1994, στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας, όπου η 24χρονη φιλόλογος Erin Gruwell θα διδάξει για πρώτη της φορά στην Γ’ Γυμνασίου στο Woodrow Wilson High School, στο οποίο ξεκίνησε πρόσφατα να υλοποιείται ένα πρόγραμμα εθελοντικής ένταξης. Η τάξη που αναλαμβάνει θεωρείται ‘χαμένη’ υπόθεση. Αποτελείται από 15χρονους “περιθωριακούς” μαθητές, με καθόλου καλές σχολικές επιδόσεις, κάποιοι από τους οποίους έχουν κάνει φυλακή, άλλοι είναι έξω με αναστολή, ενώ οι περισσότεροι είναι και μέλη συμμοριών. Ο πόλεμος μεταξύ αυτών των φυλετικών συμμοριών είναι καθημερινός και ασταμάτητος και μεταφέρεται φυσικά και μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας “203”.
Σε ένα σχολείο που η ρατσιστική αντιμετώπιση και τα περιστατικά βίας αποτελούν καθημερινότητα, Η Erin με μοναδικό της όπλο την πίστη στη δουλειά της ρίχνεται στη μάχη της εκπαίδευσης και της ένταξης αυτών των εφήβων στο κοινωνικό σύνολο, χωρίς να έχει στο πλευρό της κανέναν σύμμαχο. Οι συνάδελφοί της δεν έχουν καμία διάθεση να την βοηθήσουν. Ο σύζυγός της κάνει απλά υπομονή (χωρίς να πολυπιστεύει το εγχείρημα) ενώ ακόμη και ο πατέρας της εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις. Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές της δεν την αποδέχονται, είναι εριστικοί μαζί της και για αδιαφορούν για το μάθημα. Όμως εκείνη, με επιμονή και υπομονή, έψαξε παρ ’όλες τις διαφορές τους και τις διαφωνίες τους να βρει τα κοινά τους ενδιαφέροντα, τα κοινά τους βιώματα και εμπειρίες ώστε να τους βοηθήσει να καταλάβουν ότι είναι όλοι άνθρωποι, είναι μία και μόνο ομάδα. Με επικοινωνία και κατανόηση, το μάθημα θα μετατραπεί σταδιακά σε ζήτημα ζωής και οι «ανεπίδεκτοι μαθήσεως» έφηβοι, θα ανακαλύψουν την αξία της ανοχής και θα προσπαθήσουν να φτιάξουν τις κατεστραμμένες ζωές τους, αλλάζοντας ολοκληρωτικά τον κόσμο τους.
Ο Richard LaGravenese δημιούργησε μία ταινία για τα θύματα του υπερβάλοντος εθνικιστικού ζήλου σε σχέση με την φυλή και την ανθρωπολογική ιδιαιτερότητα που δεν μεταφράζεται παρά Ρατσισμός. Η Αμερική ξέρει καλά τι σημασία της λέξης αφού είναι η μοναδική χώρα που με τόσο ζήλο τον ενισχύει συνειδητά διαιωνίζοντας ξανά και ξανά ότι θα έπρεπε να έχει ξεχαστεί μέχρι σήμερα. Έδειξε όμως πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει αν δεν το θέλει ο ίδιος και πως η εκπαίδευση συμβάλλει στην αλλαγή αυτή, με την εμπιστοσύνη και την στήριξη του εκαπιδευτικού ως το πιο δυνατό εργαλείο. Η βραβεύμενη Χίλαρι Σουάν έδωσε μία συγκλονιστική ερμηνεία που απογείωσε το μήνυμα της ταινίας με την βοήθεια πολλών ταλαντούχων ηθοποιών ακόμα
Το πιο εκπληκτικό όμως είναι ότι πρόκειται για την αληθινή ιστορία της καθηγήτριας Αγγλικής Φιλολογίας Erin Gruwell. Η ταινία είναι βασισμένη στο μπεστ-σέλερ “The Freedom Writers Diary”. Το βιβλίο απαρτίζεται από συγγράμματα των ίδιων των μαθητών για το πώς βλέπουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Οι “χαμένοι” μαθητές της αποφοίτησαν όλοι, ενώ πολλοί από αυτούς προχώρησαν και σε κολέγια. Οι “Συγγραφείς της Ελευθερίας”, όπως ονομάστηκαν, δημιούργησαν το ομώνυμο ίδρυμα με σκοπό την επανάληψη του επιτυχημένου εγχειρήματος της “Αίθουσας 203” σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια. Γιατί υπάρχουν πάντα ανάμεσα μας εκείνοι που θα βρουν νόημα και ελπίδα εκεί που για τους άλλους η μάχη έχει χαθεί.
Η Ιρλανδέζα συγγραφέας Έμα Ντόναχιου διακρίθηκε με μια σειρά μυθιστορημάτων πάνω στην ενηλικίωση και την αναζήτηση της σεξουαλικότητας («Stir Fry», «Hood»), για να γίνει παγκόσμια γνωστή το 2010 με το «Room», το μπεστ σέλερ της που έφτασε ως τη λίστα των έξι του βραβείου Μπούκερ. Η Ντόναχιου εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα από την αληθινή ιστορία της Ελίζαμπεθ Φριτζλ από την Αυστρία. Η Φριτζλ κρατήθηκε φυλακισμένη σε ένα μπουντρούμι, από τον πατέρα της, για εικοσιτέσσερα χρόνια. Απέκτησε πολλά παιδιά, καρπούς αιμομιξίας, που πολλά από αυτά μεγάλωσαν μαζί της στη φυλακή της. Παίρνοντας το δρόμο για την οθόνη, το δύσκολο όσον αφορά στο θέμα του και απαιτητικό στη διασκευή του βιβλίο πέρασε στα χέρια ανεξάρτητου παραγωγού (του Εντ Γκίνεϊ του «Αστακού») και προσαρμόστηκε σεναριακά από την ίδια τη συγγραφέα. Η δημιουργική αυτή ομάδα υπό την επίβλεψη του Ιρλανδού σκηνοθέτη Λένι Άμπρααμσον υλοποίησε με φροντίδα την επίφοβη μεταφορά, μετατρέποντας ένα ιρλανδο-καναδέζικο δράμα στην οσκαρική έκπληξη του 2015.
Η υπόθεση της ταινίας είναι απλή αλλά σοκαριστική. Ο Τζακ και η μητέρα του ζουν κλεισμένοι στο «Δωμάτιο». Εκείνη την απήγαγαν 7 χρόνια πριν. Εκείνος, καρπός ενός συνεχόμενου βιασμού, δεν έχει γνωρίσει τίποτα άλλο πέρα από όσα βρίσκονται μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Ολα βρίσκονται μέσα σ’ ένα Δωμάτιο: η Καρέκλα, το Τραπέζι, η Γούρνα, ο Φωταγωγός, η Μαμά του που τον αγαπά και τον φροντίζει και του λέει ιστορίες και παίζει μαζί του. Μα παρά τις ευφάνταστες προσπάθειες της μητέρας του να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο για κείνον, η ζωή και των δύο είναι κάθε άλλο παρά φυσιολογική. Για να προστατεύσει την ψυχική του ισορροπία δεν αντιδρά, δεν φωνάζει, δεν διαμαρτύρεται. Ακόμα κι όταν ο άντρας τους επισκέπτεται τα βράδια, βάζει τον Τζακ να κρύβεται στην ντουλάπα. Φυλακίζει τις αντιστάσεις της, κρατά καλά κρυμμένα τα προσωπικά της αδιέξοδα, τον τυραννικό αποκλεισμό της από την έξω ζωή. Όμως, την ημέρα των πέμπτων γενεθλίων του μικρού, καθώς ετοιμάζουν το εορταστικό κέικ, αποφασίζει πως πρέπει το δωμάτιο να πάψει να είναι ο κόσμος τους, αποφασίζει ότι δεν θέλει ο γιος της να περάσει όλη του την ζωή στο Δωμάτιο. Ο Τζακ πρέπει να μάθει ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω.
Σκηνοθετημένο σαν ψυχολογικό θρίλερ το οποίο αποκαλύπτει με φειδώ τις πληροφορίες του, το πρώτο μέρος της ταινίας εστιάζει γύρω από τους δύο βασικούς χαρακτήρες και τη μεταξύ τους σχέση, χειριζόμενο με υποδειγματική αφηγηματική ισορροπία το μυστήριο, την ένταση, το συναισθηματικό ξέσπασμα και, στην κορυφαία σκηνή, το σασπένς. Στο δεύτερο μέρος, η «κανονική» ζωή επιβάλλει έναν πιο ράθυμο ρυθμό κι επιφυλάσσει πολύ λιγότερες εκπλήξεις, οι Ντόναχιου και Άμπρααμσον, όμως, καταφέρνουν να κρατούν ψηλά το ενδιαφέρον μας, βομβαρδίζοντάς μας διαρκώς με ερωτήματα. Η ταινία τολμά να αγγίξει και μάλιστα καταφέρνει να σου δώσει με τρόπο απόλυτα πιστό προς τη πραγματικότητα τους φόβους, τα ξεσπάσματα, τις ακραίες αντιδράσεις στα νέα δεδομένα. Η συγκινητική πρώτη επαφή του μικρού Τζακ με το περιβάλλον και τη ζωή, η σχέση αγάπης και μίσους που υπάρχει μεταξύ αυτού και της μητέρας του, οι κατηγορίες της τελευταίας προς τους δικούς της γονείς-φταίχτες αλλά και η αγωνιώδης προσπάθεια να ξαναβρούν τις ισορροπίες και τη θέση τους στο κόσμο σε μαγεύουν και σε αγγίζουν πραγματικά.
Το “Room” αποτελεί ύμνο στη σχέση μητέρας-γιου και εστιάζει τόσο προσεκτικά σε πτυχές της παιδικής και όχι μόνο ψυχοσύνθεσης που θα άφηνε ικανοποιημένους και τους πιο μεγάλους ψυχολόγους. Είναι από τις ελάχιστες ταινίες που μπορούν να προκαλέσουν δάκρυα από τα πρώτα της λεπτά και σε όλη την διάρκειά της. Ο λόγος είναι απλός: Το έργο θέτει σε αμφισβήτηση αξίες που όλοι μας θεωρούμε δεδομένες, όπως το να βλέπουμε τον ήλιο το πρωί, τον ουρανό, τα δέντρα, τα ζώα. Ο μικρός Jack τα θεωρεί «εξωγήινα» καθώς δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή μαζί τους, πέραν της τηλεόρασης. Η ιδέα αυτή είναι ασύλληπτη και φαντάζει εξωφρενική. Τα μικροπροβλήματα της ζωής μοιάζουν τόσο ασήμαντα, άμα σκεφτούμε πως θα μπορούσαμε να μην δούμε ποτέ τον ήλιο να ανατέλλει, να αγνοούμε πλήρως την ύπαρξή του ή να το θεωρούμε κάτι εξωπραγματικό. Ένα πραγματικό δράμα που κατακλύζεται από σοκαριστικές ιδέες και δύσκολες εικόνες που όμως καταφέρνει να σου αφήσει μια γλυκιά και καθαρή αίσθηση στο τέλος.
Ο μικρός Jacob Trembley, ακολουθώντας τις σαφείς σκηνοθετικές οδηγίες, με τον πηγαίο και αυθεντικό τρόπο του να εκφράζεται καταφέρνει να συνεπάρει τον θεατή από το πρώτο λεπτό. Συνδυάζει την παιδική αφέλεια με τη σοβαρότητα που απαιτεί ο ρόλος του φύλακα Άγγελου που έχει προς τη μητέρα του και κάνει την αποκάλυψη. Οξύθυμος, πεισματάρης, τρομαγμένος, γαλήνιος. δεκτικός, όλα εκεί που πρέπει και όσο πρέπει. Η ικανότητά του στην κατανόηση του έργου, πέρα από τις εκρηκτικές του στιγμές, φαίνεται περίτρανα από το φινάλε, εκεί όπου κλείνει ο κύκλος και λήγει το πένθος με τον αποχαιρετισμό του κελιού αλλά και του παρελθόντος.
Ο ρόλος της Μπρι Λάρσον είναι ένας από τους καλύτερους, πιο πολύπλοκους γυναικείους της τελευταίας δεκαετίας. Ένα νέο κορίτσι με βλέμμα που κυμαίνεται από την ανεξέλεγκτη οργή ως τη ματαιωμένη απογοήτευση και την μπερδεμένη ψυχή μιας μάνας χωρίς τη θέλησή της, αλλά με την αποφασιστικότητα του μητρικού ενστίκτου. Η Λάρσον έχει μία απαράμιλλη, νατουραλιστική εκφραστικότητα, την οποία χειρίζεται με χειρουργική ακρίβεια και πειθαρχία. Aναλαμβάνει και φέρνει εις πέρας αυτόν τον σπουδαίο ρόλο χωρίς θόρυβο, αλλά με αξιοθαύμαστο αυτοέλεγχο, κερδίζοντας τη συγκίνηση αντί να την εκβιάσει με ευκολίες και δίκαια κέρδισε την Χρυσή Σφαίρα και το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου το 2015.
Oι Joan Allen και William H. Macy, γονείς της Joy, μπαίνουν φυσικά στην ιστορία και γεμίζουν το ήδη πολύ δυνατό σκηνικό θυμίζοντας μας πως η κόρη τους και ο Jack δεν είναι τα μόνα θύματα της ιστορίας, καθώς και οι ίδιοι κατακλύζονται από θλίψη, ενοχές και αδυναμία μπροστά στην ανατροπή που έρχεται στη ζωή τους για μια ακόμη φορά.
Ο Εϊμπραμσον πετυχαίνει έναν μικρό θρίαμβο και δικαιολογημένα είδε την μικρή ταινία του στην τελική ευθεία της οσκαρικής κούρσας (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου και Α’ Γυναικείου Ρόλου) κερδίζοντας ένα Όσκαρ. Στο πρώτο μέρος, όταν η κάμερά του βρίσκεται κι εκείνη έγκλειστη με τον Τζακ, τη μαμά του κι όλους εμάς σ’ έναν ασφυκτικό χώρο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει το ακατόρθωτο. Οσο βλέπουμε το Δωμάτιο μέσα από τη φαντασία του αγοριού, κι εκείνο μοιάζει να ανοίγει καλειδοσκοπικά, μαγικά, σαν ακορντεόν που ξεδιπλώνεται με έξτρα ανάσες, με τον Εϊμπραμσον να ανακαλύπτει μονίμως ευφάνταστους τρόπους να κινηματογραφίσει τέσσερις μίζερους τοίχους. Στο δεύτερο μέρος, η σκηνοθετική αποστολή είναι ακόμα πιο δύσκολη. Χωρίς την ένταση του θρίλερ ο Εϊμπραμσον πρέπει να μας κοινωνήσει ένα ακόμα πιο σύνθετο, ψυχαναλυτικά αχαρτογράφητο κομμάτι: την ενηλικίωση (τόσο του παιδιού, όσο και της μαμάς που ήταν παιδί κι έγινε ξαφνικά μητέρα). Της αγάπης που μπορεί να είναι και βαθιά εγωιστική. Τον ρόλων μας στη ζωή που πάντα μας εγκλωβίζουν σε αόρατα δωμάτια. Κι εκεί, η κάμερά του παραμάνει διακριτική – τόσο που μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν απογειώνει τη δραματουργία.
Μια κινηματογραφική εμπειρία που κόβει την ανάσα, σηκώνει την τρίχα, φέρνει δάκρυα στα μάτια και δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό του θεατή. Κυρίως όμως, μοιάζει να αποτελεί ένα δημιούργημα που μπορεί να αλλάξει την οπτική της ζωής. Μετά την προβολή της ταινίας, δεν θα προβληματίζεστε έντονα για ανούσια θέματα που σας απασχολούσαν στο παρελθόν. Γιατί, πολύ απλά, θα έχετε συνειδητοποιήσει πως ανά πάσα στιγμή μπορείτε απλά να βγείτε έξω και να κοιτάξετε τον ουρανό… Και η ταινία καθιστά κατανοητό το γεγονός πως μεγαλύτερο και ομορφότερο δώρο από αυτό δεν υπάρχει.
To Just Mercy, το οποίο παίζεται στους κινματογράφους απο 26 Φεβρουαρίου, αποτελεί ένα νομικό δράμα/δικαστικό θρίλερ που έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά ταινιών, που εξιστορούν τους αγώνες των μαύρων των ΗΠΑ για ίσα δικαιώματα με τους λοιπούς συμπολίτες τους. Άλλη μία πραγματική ιστορία που μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη σε μία προσπάθεια να υπογραμμίσει τις φυλετικές διακρίσεις, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ανισότητα και την κατάφορη αδικία που συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
Η αληθινή ιστορία του νεαρού δικηγόρου Μπράιαν Στίβενσον και τη μάχη του με τη δικαιοσύνη, που άφησε ιστορία. Μετά την αποφοίτησή του από το Χάρβαρντ, ο Μπράιαν θα μπορούσε να είχε επιλέξει μία προσοδοφόρα επαγγελματική πορεία. Αντίθετα, κατευθύνεται στην Αλαμπάμα, τον τόπο δράσης της υπόθεσης του βιβλίου To Kill a Mockingbird (1960), μία από τις πιο συντηρητικές περιοχές των ΗΠΑ, προκειμένου να υπερασπιστεί όσους καταδικάζονται άδικα, έχοντας την υποστήριξη της δικηγόρου Εύα Άνσλεϊ. Μία από τις πρώτες και πιο εκρηκτικές υποθέσεις που αναλαμβάνει, είναι εκείνη του Γουόλτερ ΜακΜίλαν, που το 1987, καταδικάζεται σε θάνατο για την περιβόητη δολοφονία ενός 18χρονου κοριτσιού, παρά την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων που αποδεικνύουν την αθωότητά του και του γεγονότος ότι η μόνη μαρτυρία εναντίον του, ήταν από έναν εγκληματία που είχε κίνητρο να αποκρύψει την αλήθεια. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μπράιαν εμπλέκεται σε ένα λαβύρινθο νομικών και πολιτικών παρασκηνίων και απροκάλυπτου και αναίσχυντου ρατσισμού, καθώς παλεύει για τον Γουόλτερ και άλλους σαν αυτόν, με τις πιθανότητες – και το σύστημα – να είναι εναντίον τους.
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Destin Daniel Cretton αναλαμβάνει να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη μία συγκλονιστική ιστορία που συντάραξε την αμερικανική κοινή γνώμη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε ένα αντιρατσιστικό φιλμ που θίγει το πάντα επίκαιρο θέμα των φυλετικών διακρίσεων αλλά κι αυτό της θανατικής ποινής. Με κύρια συστατικά την δύναμη των συγκλονιστικών αληθινών γεγονότων και την καλοκουρδισμένη αφήγηση, το φιλμ αποκτά ρυθμό με τις εξελίξεις να κρατούν αμείωτη την ένταση μέχρι το φινάλε.
Ο Αγώνας για Δικαιοσύνη είναι μια ταινία που, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, η αλήθεια είναι δεν κρύβει καμία έκπληξη. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στην – διασκευασμένη – πραγματική ιστορία που μας παρουσιάζει. Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του μαύρου δικηγόρου και ακτιβιστή Μπράιαν Στήβενσον, βρεθηκε αντιμέτωπος με τον συστημικό ρατσισμό, την αλόγιστη βία της αστυνομίας και την εχθρότητα των λευκών κατοίκων της Αλαμπάμα απέναντι στους Αφροαμερικανούς, ξεσκέπασε το διεφθαρμένο πρόσωπο της δικαιοσύνης και ίδρυσε την οργάνωση ‘Ισότητα και Δικαιοσύνη για Όλους’ (Equal Justice Initiative) με σκοπό να παρέχει δωρεάν νομική βοήθεια στους θανατοποινίτες που είχαν καταδικαστεί άδικα, οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους μαύροι.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές (ανάμεσα σε ένα σπουδαίο καστ με υπέροχους δεύτερους ρόλους της Μπρι Λάρσον και του Τιμ Μπλέικ Νέλσον) είναι ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν που ερμηνεύει εξαιρετικά τον ρόλο του νέου φιλόδοξου σκηνοθέτη Μπραιαν Στηβενσον και φυσικά ο Τζέιμι Φοξ στο ρόλο του θανατοποινίτη, σε μια «οσκαρικού» μεγέθους ερμηνεία που είναι αδύνατον να μην συγκινήσει. Η χημεία μεταξύ τους είναι με τη σειρά της εύθραυστη, οικεία και ζεστή (σύμμαχος εδω τα υπέροχα κοντινά πλάνα του Cretton) – ενω βοήθησε και το γεγονός οτι οι δύο τους γνωρίζονται πολύ καλά και εκτός οθόνης , με τον Michael B. Jordan να δίνει ερμηνευτικά στόν Stevenson (του) , ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο μείγμα υπερηφάνειας, ελπίδας, θυμού και φόβου. Ο Jamie Foxx, όμως έχει μια ήσυχη “δύναμη” που την αισθάνεσαι σε κάθε γωνία του σώματός του, φέρνοντας μαζί του προσωπικές ιστορίες απο τις εμπειρίες του πατέρα του – φυλακίστηκε για επτά χρόνια για ένα μικρό έγκλημα – οπότε μια προσωπική οργή αποτυπώνεται στην ερμηνεία του με έναν πραγματικά αυθεντικό τρόπο.
Παρά τις αδυναμίες και τις συμβατικές προσεγγίσεις της ταινίας, η ιστορία έχει τέτοια δύναμη που στο τέλος δακρύζεις συγκινημένος από χαρά. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές και δικαιώνουν την σημασία της ιστορίας στο έπακρο. Λέγεται ότι το χειρότερο πράγμα που μπορείτε να δώσετε σε κάποιον που είναι στη πτέρυγα των μελλοθάνατων, είναι η ελπίδα. Αυτή η ελπίδα είναι ο “δρόμος” που οδηγεί το νομικό δράμα Just Mercy σε ένα άρτιο αποτέλεσμα με ένα δυνατό και αισιόδοξο τέλος. Αυτήν την ελπίδα θα εμφυσήσει η ταινία στις καρδιές των θεατών κατά την έξοδο τους από την κινηματογραφική αίθουσα, ότι πράγματι αυτός ο κόσμος έχει χίλια δυο κακά και είναι κατεστραμμένος, αλλά πάντοτε θα υπάρχουν οι Μπράιαν Στήβενσον να αντιπαλεύονται τις αδικίες που αποτελούν τα θεμέλια του και να δίνουν αγώνα για πραγματική ισότητα και δικαιοσύνη.
“The true measure of our character is how we treat the poor, the disfavored, the accused, the incarcerated, and the condemned.”
― Bryan Stevenson, Just Mercy: A Story of Justice and Redemption
Η Κλέφτρα των Βιβλίων (The book thief) είναι το μυθιστόρημα του Αυστραλού συγγραφέα Markus Zusak το οποίο εκδόθηκε στα αγγλικά το 2005. Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Book Sense Book of the Year – Children’s Literature της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοπωλών και το 2013 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Μπράιαν Πέρσιβαλ με ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Μουσικής το 2014.
Το μυθιστόρημα διηγείται την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Λίζελ Μέμινγκερ, που μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία. Όταν η δεκάχρονη Λίζελ φτάνει στο σπίτι των θετών γονιών της λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας χάσει την οικογένειά της, το μόνο που κρατάει στα χέρια της είναι το κλεμμένο εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη, το οποίο δεν μπορεί καν να διαβάσει, αφού δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση. Αυτή θα είναι και η αρχή της καριέρας της ως κλέφτρας. Τα βιβλία ήταν βέβαια δυσεύρετα εκείνη την εποχή και η οικογένεια της Λίζελ δεν μπορούσε να της τα αγοράσει, έτσι αυτή ξεκίνησε να κλέβει βιβλία προκειμένου να τα διαβάσει. Βιβλία που πετάνε οι ναζί στη φωτιά για να τα κάψουν, βιβλία από τη βιβλιοθήκη του δημάρχου, βιβλία που τη συντροφεύουν στις περιπέτειές της παρέα με το φίλο της, Ρούντι, στους δρόμους της πόλης, βιβλία που θα γεμίσουν τις ώρες του άλλου φίλου της, του κυνηγημένου Μαξ. Κι ενώ οι βόμβες των συμμάχων πέφτουν συνεχώς και οι σειρήνες ουρλιάζουν, η Λίζελ μοιράζεται τα βιβλία της με τους γείτονές της στα καταφύγια και βρίσκει σ’ αυτά παρηγοριά. Μέχρι που κάποια μέρα η σειρήνα θα αργήσει να σφυρίξει…
Αφηγητής της ιστορίας είναι ο θάνατος, πράγμα που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Μια ιδέα πρωτότυπη αλλά και συμβολική. Ποιος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος αφηγητής από τον παντεπόπτη θάνατο που εκείνη ειδικά την περίοδο ήταν πανταχού παρών; Ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο θάνατος παρακολουθεί τους χαρακτήρες του βιβλίου, αφηγείται τις ιστορίες τους και συχνά παρεμβαίνει με σχόλια. Δεν μοιάζει όμως με την συνηθισμένη απεικόνιση του σκοτεινού θανάτου με το δρεπάνι στο χέρι, όπως συνήθως τον φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του Ζούσακ είναι ευαίσθητος, λυπάται γι’ αυτούς που αναγκάζεται να μεταφέρει, συχνά τους παίρνει με θλίψη στοργικά στην αγκαλιά του.
“Πεντακόσιες ψυχές. Άλλες τις κουβάλησα με τα χέρια μου, σαν να κουβαλούσα βαλίτσες. Άλλες τις κουβάλησα στον ώμο μου. Μόνο τα παιδιά κουβαλούσα στην αγκαλιά μου”
Ο παντογνώστης θάνατος γνωρίζει και το μέλλον. Αυτή του η ιδιότητα συμβάλλει σε μια άλλη πρωτοτυπία του Ζούσακ. Συχνά η πρόβλεψη προτρέχει των γεγονότων, αόριστα και υπαινικτικά, όμως αυτό δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αντιθέτως εντείνει την αγωνία του.
Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου όμως είναι η Λίζελ. Από την αρχή διακρίνουμε τις δυσκολίες που έχει ζήσει κια θα συνεχίσει να ζει. Στο ταξίδι για το Μόλχινγκ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Μονάχου, όπου πάει για να συναντήσει τους θετούς γονείς της, ο μικρός εξάχρονος αδελφός της πεθαίνει. Μόνη πια, καταλήγει στην φτωχική οικογένεια των Χούμπερμαν. Στην οδό Χίμελ η Λίζελ θα βρει αγάπη και θα ανακαλύψει το πάθος της για τα απλά πράγματα που μπορούν να την διαφορά. Η μητέρα, η Ρόζα, είναι μια δυναμική, φαινομενικά σκληρή γυναίκα, που κρύβει την αγάπη και την ευαισθησία της κάτω από τις υβριστικές προσφωνήσεις. Ο πατέρας, ο Χανς, συνδέεται ιδιαίτερα με το κοριτσάκι και τα βράδια, όταν εκείνη ξυπνάει από εφιάλτες, κατεβαίνουν στο υπόγειο και της μαθαίνει ανάγνωση από το πρώτο της κλεμμένο βιβλίο.
Θα γνωρίσει τον γείτονα της, τον Ρούντι και θα αναπτύξει στενή φιλία μαζί του. Θα γίνει ο αχώριστος σύντροφός της στις περιπέτειές της αλλά και το μεγαλύτερο στήριγμα της. Μέσω ενός κυνηγημένου Εβραίου, του Μαξ, που η οικογένεια της υποθάλπτει, η μικρή Λίζελ θα μάθει τι θα πει φαντασία και πως να λέει αυτό που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι. Ακόμη και η γυναίκα του δημάρχου, μια θλιμμένη γυναίκα που είχε χάσει το γιο της στον πόλεμο, θα δεθεί με τη Λίζελ και αφήνει τη μικρή να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει.
“Υπήρχαν βιβλία παντού! Ράφια φίσκα στα βιβλία στόλιζαν τους τοίχους από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις το χρώμα των τοίχων. Υπήρχαν βιβλία όλων των ειδών και των μεγεθών, μαύρα, κόκκινα, γκρίζα, βιβλία σε όλες τις αποχρώσεις, με περίτεχνα γράμματα στις ράχες τους. Δεν είχε δει πιο όμορφο πράγμα στη ζωή της η Λίζελ Μέμινγκερ.“
Μέσα στο ναζιστικό παροξυσμό, την φτώχια και την ανέχεια λόγω του πολέμου θα κυνηγήσει την μεγάλη της αγάπη που δεν είναι άλλη από το διάβασμα βιβλίων. Η Λίζελ είναι δυνατή, γενναία, αληθινή και χαμογελαστή. Παρόλα τα άσχημα πράγματα που της συνέβησαν, πάντα έβρισκε ξανά την δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να ξανά χαμογελάσει. Πάντα διεκδικούσε αυτά στα οποία πίστευε και που ποτέ δεν άφηνε κανέναν να την πληγώσει. Δεν φοβήθηκε ποτέ για τον εαυτό της παρα μόνο ανησυχούσε για τους ανθρώπους που αγαπά. Οι λέξεις είναι η συντροφιά και η δύναμη της ακόμα κι όταν οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους και ο φόβος είναι παντού. Στο καταφύγιο θα διαβάζει στους άλλους για παρηγοριά και θα τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν στον αγώνα της ζωής παρά τις κακουχίες και την θλίψη.
“Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι της, αλλά μπορούσε να νιώσει τα φοβισμένα μάτια τους να κρέμονται από αυτήν καθώς ρουφούσε μέσα της τις λέξεις και τις φυσούσε πάλι έξω. Μια φωνή έπαιζε τις νότες. (…) είδε μόνο τη λειτουργία των λέξεων – να προσαράζουν στα χαρτί, να το χτυπούν ανελέητα για να περπατήσει εκείνη πάνω του”
Το βιβλίο είναι πολύ ατμοσφαιρικό και καλογραμμένο ενώ δεν παραλείπει να παρουσιάσει και την δυστυχία που προκαλεί στους απλούς Γερμανούς πολίτες ο πόλεμος. Οι κάτοικοι της ναζιστικής Γερμανίας έζησαν στερήσεις, πείνα, δυσκολίες και καταπίεση έτσι ώστε ο Χίτλερ να πετύχει τον σκοπό του. Ο Ζούσακ περιγράφει μια διαλυμμένη κοινωνία και εκείνους τους ανθρώπους της που δεν πίστευαν στα ιδεώδη του Χίτλερ και από φόβο ακολουθούσαν τις γραμμές που όριζε το απάνθρωπο φασιστικό κράτος.
Είναι ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο που λέει είναι ότι οι άνθρωποι δεν χαρακτηρίζονται από την καταγωγή τους ή το χρώμα τους ή οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι κρίνονται από τους χαρακτήρες τους και τις συμπεριφορές τους. Αυτό τονίζεται τόσο με τη βάναυση και τρομακτική αδικία των βασανιστηρίων των Εβραίων, αλλά και με τον ανθρωπισμό και την καλοσύνη κατοίκων της Γερμανίας που η ανέχεια και ο φόβος όχι μόνο δεν τους λύγισαν, αλλά τους έκαναν να σταθούν ακόμη πιο δυνατά στα πόδια τους για να υπερασπιστούν τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την περιγραφή του αφηγητή αυτές οι ψυχές ήταν πιο ελαφριές, πιο ήρεμες και ζωντανές όταν τον ακολουθούσαν.
Αλλά το μεγαλύτερο μήνυμα του είναι ενάντια στην φρίκη του πολέμου. Δίπλα στους βομβαρδισμούς, στην πείνα, στον διωγμό, στους νέους που χάνονται, στους πατέρες που επιστρατεύονται, στα παιδιά που φοβόνται, στους ανθρώπους που υποφέρουν ο συγγραφέας αντιπαραθέτει την αγάπη για τα βιβλία, τους οικογενειακούς δεσμούς, την πατρική στοργή, την αγάπη μίας μητέρας, την αληθινή φιλία, την υποδειγματική ανθρωπιά. Όλα αυτά που μπορούν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από την βίαιη φύση του και να τον οδηγήσουν στην ειρηνική συνύπαρξη. Μια αξέχαστη ιστορία για τη δύναμη της ανθρωπιάς, για τις ανατροπές της ζωής, αλλά και για την αστείρευτη γοητεία και δύναμη των βιβλίων.
“Οι καλύτεροι ήταν εκείνοι που καταλάβαιναν την αληθινή δύναμη των λέξεων. Ήταν εκείνοι που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν όσο πιο ψηλά γινόταν. Ανάμεσά τους κι ένα μικρό, κοκαλιάρικο κορίτσι. Ήταν πασίγνωστη στην περιοχή της, η καλύτερη απ’ όλους εκείνους που έριχναν τις λέξεις, επειδή ήξερε πόσο αδύναμος είναι ένας άνθρωπος Χωρίς τις λέξεις.”
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το φημισμένο Όριεντ Εξπρές ακινητοποιείται από μια χιονοθύελλα στη μέση του πουθενά. Το πρωί, ο εκατομμυριούχος Σάμιουελ Έντουαρντ Ράτσετ βρίσκεται μαχαιρωμένος στο κρεβάτι του. Η πόρτα του κουπέ του είναι κλειδωμένη από μέσα. Ο δολοφόνος του είναι ένας από τους συνταξιδιώτες του. Ο Ηρακλής Πουαρό, παγιδευμένος κι αυτός στο τραίνο, επιχειρεί να λύσει το μυστήριο. Ανάμεσα στους επιβάτες υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είχαν λόγους να μισούν τον Ράτσετ. Ποιος απ’ όλους είναι ο δολοφόνος; Άραγε σχεδιάζει να χτυπήσει ξανά;
Ο Ηρακλής Πουαρό, μετά από μια σειρά περιπετειών που έζησε στη Μέση Ανατολή, έχοντας συνταξιοδοτηθεί και αποσυρθεί, επιλύει την πιο ανατρεπτική υπόθεση της ζωής του. Μετά τις συναρπαστικές υποθέσεις που έλυσε στα μυθιστορήματα «Murder in Mesopotamia» (1936), «Death on the Nile» (1937) και «Appointment with death» (1938) τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δύσκολο αίνιγμα που η λύση του βασίζεται στη δικαίωση και τη νέμεση. Ο δολοφόνος βρίσκεται ανάμεσα τους.
“Ο δολοφόνος βρίσκεται εδώ, μαζί μας… Είναι στο τρένο αυτή τη στιγμή.”
Το βαγόνι του εστιατορίου στο Όριεντ Εξπρές
Παρ’ όλο που η εξιστόρηση, ειδικά στο δεύτερο μέρος με τις ανακρίσεις των επιβατών, επαναλαμβάνει, αν και με εντυπωσιακή ποικιλία και διάφορες οπτικές γωνίες, γεγονότα και στοιχεία για τον φόνο, ο αναγνώστης βρίσκεται παγιδευμένος σε μια περιπέτεια που φαίνεται να οδηγεί σε επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα κι όμως η γραφή και ο τρόπος με τον οποίο οι πληροφορίες εμφανίζονται σποραδικά και αναπάντεχα σε άσχετα σημεία της πλοκής, συγκροτούν σταδιακά τη λύση του γρίφου.
«Η όλη υπόθεση ήταν ένας πολύ έξυπνα σχεδιασμένος γρίφος, με τα κομμάτια του τοποθετημένα έτσι ώστε κάθε νέο στοιχείο που θα ερχόταν στο φως να δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τη λύση του όλου μυστηρίου»
Το πασίγνωστο και εμβληματικό μυθιστόρημα της Agatha Christie είναι η δέκατη περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό και κυκλοφόρησε σε Αγγλία και Αμερική το 1934, αν και οι περιπέτειες που προηγούνταν δημοσιεύθηκαν αργότερα, κάτι που για άλλη μια φορά προβληματίζει τους αναγνώστες ως προς τη διαφορά μεταξύ χρονικής και εκδοτικής αλληλουχίας.
Η Agatha Christie έγραψε αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα επηρεασμένη από τη φρίκη της τραγωδίας του αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ, που είχε διασχίσει το 1927 τον Ατλαντικό χωρίς στάση με το μονοκινητήριο αεροπλάνο του. Το 1932 απήχθη και δολοφονήθηκε ο μόλις είκοσι μηνών γιος του, μια τραγωδία που τον ανάγκασε να καταφύγει στην Ευρώπη λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Επιπλέον, χάρη στα ταξίδια που έκανε με τον δεύτερο σύζυγό της, αρχαιολόγο Μαξ Μαλόουαν, ταξίδεψε κι η ίδια με το πολυτελές αυτό τρένο-θρύλος, επομένως ήξερε πώς να αναπαραστήσει μια έξοχη ατμόσφαιρα ταξιδιού, αγωνίας και άνεσης.
Τοποθέτησε τον κλασσικό της, πλέον, ήρωα, σε ένα κλειστοφοβικό, ασφυκτικό περιβάλλον, στα όρια του οποίου πραγματοποιήθηκε ένα φρικτό έγκλημα, όπου πολλοί θα μπορούσαν να είναι οι δράστες, με τον καθέναν να έχει τους δικούς του λόγους και τα δικά του προσωπικά κίνητρα, αλλά που την ίδια στιγμή, κάθε πιθανότητα φαντάζει αδύνατη, αφού η πραγματοποίησή της ξεπερνά τα όρια της λογικής. Η αλήθεια βρίσκεται εκεί, μπροστά στα μάτια μας, μόνο που οι μηχανισμοί σκέψης μας είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι για να επεξεργαστούν τις πιο απλές πιθανότητες, ψάχνοντας τις απαντήσεις σε πιο δύσβατα μονοπάτια απ’ ότι θα έπρεπε.
«Είμαστε υποχρεωμένοι να βασιστούμε αποκλειστικά στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Αυτό για μένα καθιστά το ζήτημα πολύ περισσότερο ενδιαφέρον. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Τα πάντα είναι ζήτημα ευφυίας»
Φυσικά, όπως κάθε φορά, οι χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει η Agatha Christie είναι ανεπανάληπτοι. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ του, τόσο αθώοι και τόσο ένοχοι συνάμα. Τόσο αντικρουόμενα τα συναισθήματά μας απέναντί τους, μα και τόσο διχασμένο το ένστικτό μας απέναντι στις πιθανότητες ενοχής ή αθωότητάς τους, που νιώθεις το μυαλό και τη συνείδησή σου έτοιμα να ανατιναχτούν. Πέραν όμως της εγκληματικής κι ερευνητικής δράσης, αυτό που κάνει το βιβλίο αυτό να ξεχωρίζει είναι το υπόγειο, καυστικό κι ευφυέστατο χιούμορ του, μα και το ανθρώπινο, συναισθηματικό στοιχείο που μπορεί να μην συναντάμε σε όλα τα βιβλία της Christie, μα που όταν υπάρχει σε κάνει να αναιρείς ακόμα και τους δικούς σου κανόνες ηθικής.
‘Whatever people say, there is right, there is wrong. There is nothing in between.’
H Agatha Christie γεννήθηκε στο Τορκέ το 1890. Είναι κυρίως γνωστή για τα αστυνομικά της έργα -εξήντα έξι μυθιστορήματα και δεκατέσσερις συλλογές διηγημάτων-, πολλά από τα οποία έχουν ήρωα τον θρυλικό ντετέκτιβ Πουαρό ή τη μις Μαρπλ, ενώ έγραψε επίσης δύο αυτοβιογραφικά έργα, αισθηματικά μυθιστορήματα και θεατρικά, μεταξύ των οποίων το μακροβιότερο έργο στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, την Ποντικοπαγίδα.
Η Άγκαθα Κρίστι, που έχει τιμηθεί από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου με τον τίτλο της Dame για τη συνεισφορά της στη λογοτεχνία, ανήκει στους δημιουργούς που διαμόρφωσαν καταλυτικά την εξέλιξη του αστυνομικού μυθιστορήματος. Παράλληλα, είναι η δημοφιλέστερη συγγραφέας όλων των εποχών, καθώς οι πωλήσεις των έργων της έχουν ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα και άλλο ένα δισεκατομμύριο σε μεταφράσεις. Η “βασίλισσα του εγκλήματος”, όπως έχει ονομαστεί, πέθανε στις 12 Ιανουαρίου το 1976.
Το «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» θεωρείται ως ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα της Αγκάθα Κρίστι, αν όχι το πιο επιτυχημένο, με πολλαπλές θεατρικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές. Η πιο πρόσφατη είναι η χολιγουντιανή παραγωγή του 2017 στην οποία πρωταγωνίστησαν, μεταξύ άλλων, ο Κένεθ Μπράνα, o Τζόνυ Ντεπ, η Πενέλοπε Κρουζ και η Τζούντι Ντεντς. Δεν κατάφερε όμως να φτάσει ούτε την σειρά «Οι περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρό» με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Σάτσετ αλλά ούτε και την ταινία του 1974 με πρωταγωνιστές τους Αλμπερτ Φίνεϊ, Ινγκριντ Μπέργκμαν και Σον Κόνερι. Το κείμενο έχει επίσης διασκευαστεί σε δύο graphic novels. Αυτήν την περίοδο στην Ελλάδα παίζεται στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη μέχρι 2 Φεβρουαρίου και πρωταγωνιστούν οι Κάτια Δανδουλάκη, Δάνης Κατρανίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Μάρω Κοντού,Τάσος Χαλκιάς και πολλοί ακόμη.
Την ημέρα της πέμπτης επετείου του γάμου τους, ο Νικ Νταν επιστρέφει σπίτι και ανακαλύπτει ότι η σύζυγός του, η Έιμι, έχει εξαφανιστεί. Η εξαφάνισή της λαμβάνει ισχυρή κάλυψη από τον τύπο και τα μίντια καθώς η Έιμι ήταν η έμπνευση των γνωστών παιδικών βιβλίων Amazing Amy που έγραψαν οι γονείς της. Σύντομα οι υποψίες ότι έχει δολοφονηθεί πέφτουν πάνω στον Νικ και η αμήχανη συμπεριφορά του ερμηνεύεται από τα μίντια ως ψυχοπαθολογική. Οσο η εικόνα του τέλειου ευτυχισμένου ζευγαριού καταρρέει, όσο μυστικά και ψέματα θολώνουν την αντίληψή μας για το αθώο και το ένοχο, ανατριχιαστικές υποψίες στοιχειώνουν τις σκέψεις όλων: Σκότωσε ο Νικ τη γυναίκα του; Που εξαφανίστηκε το κορίτσι;
Αυτό είναι το θέμα του βιβλίου με τίτλο «Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» της Τζίλιαν Φλιν, το οποίο μετά τη δημοσίευσή του, το 2012, δεν άργησε καθόλου να μετατραπεί σε ένα σπουδαίο λογοτεχνικό φαινόμενο – ένα ακραία δημοφιλές, με ασταμάτητη κυκλοφορία, αγωνιώδες μπεστ σέλερ που κρατάει τον θεατή απορροφημένο στις σελίδες του. Επίσης εντελώς άκοπα μετατράπηκε σε απόλυτο θέμα συζήτησης, του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου, αναγκάζοντας ακόμη και τους μη παραδοσιακούς αναγνώστες να ασχοληθούν με τη μυστηριώδη εξέλιξη της ανθρώπινης, κατά τα άλλα, ιστορίας του.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φίντσερ με πρωταγωνιστή τον βραβευμένο με Όσκαρ Μπεν Άφλεκ και την εκπληκτική Ρόζαμουντ Πάικ.Το σενάριο της ταινίας υπογράφει η ίδια η συγγραφέας του βιβλίου, η οποία ακολουθεί τρεις διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές: ο Νικ μάς εισάγει στο μυστήριο του παρόντος και τον εφιάλτη που βιώνει, το ημερολόγιο της Εϊμι μας επιστρέφει στο παρελθόν, στην αρχή της ειδυλλιακής σχέσης και στη σταδιακή φθορά του γάμου, και, μετά όταν όλα ανατρέπονται, οι δυο φωνές συναντιούνται, ή μάλλον συγκρούονται μετωπικά, επιτρέποντάς μας να δούμε το σύνολο της τρομακτικής εικόνας.
Η Φλιν έχει υφάνει ένα τρομερό αστυνομικό μυστήριο γεμάτο αγωνία, έχει τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια μας με μία ευρηματική ανατροπή, έχει εισάγει κατάμαυρο χιούμορ στην προσέγγιση της διαδικής ευθύνης σ’ ένα γάμο και μάς έχει αφήσει παραζαλισμένους μπροστά σ’ ένα εγκεφαλικό παζλ που ακόμα προσπαθούμε να αποσαφηνίσουμε. Το φιλμ δεν κουράζει παρά τη μεγάλη του διάρκεια και αναδεικνύει τη Ρόζαμουντ Πάικ και το ομολογουμένως κρυμμένο ταλέντο της, σε αντίθεση με την εμφάνιση του Μπεν Άφλεκ. Η ταινία απέσπασε εξαιρετικά σχόλια από τους κριτικούς και έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία με τα συνολικά έσοδα να φτάνουν τα 368 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, μεταξύ των οποίων για Καλύτερη Σκηνοθεσία και Α’ Γυναικείου Ρόλου – Δράμα για την ερμηνεία της Πάικ, η οποία έλαβε επίσης υποψηφιότητα για BAFTA και Screen Actors Guild Award Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας σε Πρωταγωνιστικό Ρόλο και για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
“Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε” αποτελεί ένα απατηλό αστυνομικό θρίλερ που εξελίσσεται – μεταξύ άλλων – πάνω στην ανατομία του γάμου ως θεσμού στη σημερινή δυτική κοινωνία. Σε σχέση με την ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ το βιβλίο πλεονεκτεί στην κατανόηση της «Έιμι». Στο μυθιστόρημα η φωνή της είναι πιο ξεκάθαρη, τα κίνητρα της πιο κατανοητά, η τρέλα της πιο χειροπιαστή. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να καλύψει την συγκεκριμένη αδυναμία της ταινίας με ένα πιο οξύ κοινωνικό σχόλιο για τα media και τον κανιβαλισμό τους καθώς και μια απροσδόκητη αλλά τελικά πολύ έξυπνη επένδυση στο μαύρο χιούμορ και τον σαρκασμό. Το «Gone Girl» στον κινηματογράφο αγγίζει τα όρια της σάτιρας και κατορθώνει έτσι να αναδείξει τη φαρσική συνθήκη του γάμου των πρωταγωνιστών και ταυτόχρονα κάθε γάμου που απαιτεί την «εξαφάνιση» των εμπλεκομένων προσωπικοτήτων προκειμένου να πετύχει.
Όσο οι πτυχές του σεναρίου ξεδιπλώνονται, τόσο ο Φίντσερ δημιουργεί κάτι που ξεπερνά το παιχνίδι του μυαλού και εξελίσσεται σε ανατομία της ανθρώπινης φύσης, μελέτη των κοινωνικών συμβάσεων και ψυχολογική διατριβή: πώς μπορούμε να εξαφανιστούμε σ’ ένα γάμο, πώς μπορούμε να χάσουμε το δρόμο, τον εαυτό μας, την ευτυχία μας; Ο Φίντσερ μεταφέρει στο πανί όλη την αφηγηματική ένταση, την αγωνία και το σκοτεινό, πικρό σαρκασμό απέναντι στο ροζ αμερικανικό όνειρο. Παρ’όλα αυτά, σε ορισμένες στιγμές τραβάει λίγο παραπάνω το σχοινί του σαρκασμού και αγγίζει τα όρια της γελοιότητας στην προσπάθεια του να αποδώσει όλο το λογοτεχνικό μεγαλείο της Φλιν. Σε γενικές γραμμές όμως η ταινία είναι βίαιη, αστεία, απολαυστική και συγχρόνως καθηλωτική καθώς στροβιλίζεται σ’έναν κόσμο βυθισμένο στη ματαιοδοξία, την απληστία και τα ταπεινότερα κίνητρα. τη σύγχρονη Αμερική.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!