Μία φρέσκια ανάσα κινηματογραφικού θριάμβου ήρθε στον Netflix στις 4 Δεκεμβρίου για να μας κάνει να ξεχάσουμε τους δύσκολους καιρούς που περνάμε και να ταξιδέψουμε σε μία άλλη “χρυσή” εποχή. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ στην νέα του ταινία “Mank” μας αποκαλύπτει το αθέατο και βρώμικο Χόλιγουντ, την επιρροή των τιτάνων της κινηματογραφικής βιομηχανίας, τα υποχθόνια πολιτικά παιχνίδια προπαγάνδας από την οπτική ενός αφανούς και αδικημένου ήρωα, ο οποίος βρίσκεται πίσω από την συγγραφή του σεναρίου της κορυφαίας ταινίας όλων των εποχών (για την μεγάλη πλειοψηφία κοινού και κριτικών).
Ο σεναριογράφος Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς βρίσκεται σε ένα ράντσο στην Καλιφόρνια το 1940, όπου προσπαθεί να αναρρώσει από ένα τροχαίο ατύχημα, να απεξαρτηθεί (τουλάχιστον προς το παρόν) από το αλκοόλ και να ολοκληρώσει το σενάριο για την πρώτη ταινία του «παιδιού-θαύματος» 24χρονου Όρσον Ουέλς. Έχει 60 ημέρες για να τα καταφέρει. Θα πρέπει όμως πρώτα να παλέψει με τους προσωπικούς του δαίμονες: τον αλκοολισμό, τον τζόγο, την τάση του για αυτοκαταστροφή, την ορμή του να εισβάλει παντού σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, να λέει την γνώμη του χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες. Όμως το αυθεντικό του ταλέντο, οι ανεξάντλητες ιδέες του, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συντάσσει την ροή του κειμένου του, θα οδηγήσουν «στο καλύτερο σενάριο της ζωής του», αυτό που θα τον οδηγήσει στο Όσκαρ, αλλά και που τελικά θα καταστρέψει και την επαγγελματική του καριέρα.
Το σενάριο του Πολίτη Κέιν είναι σε όλους λίγο πολύ γνωστό. Είναι ουσιαστικά η βιογραφία ενός αυτοδημιούργητου μεγιστάνα του Τύπου με πολιτικές φιλοδοξίες και ερωμένη μια νεαρή τραγουδίστρια, σαφώς εμπνευσμένη από τον Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, επιχειρηματία, πανίσχυρο εκδότη και δυο φορές εκλεγμένο βουλευτή, αποτυχημένο υποψήφιο ως πρόεδρο της χώρας και δήμαρχο της Νέας Υόρκης. Ο Μάνκιεβιτς γνώριζε προσωπικά τον Χερστ, όπως φαίνεται και στην ταινία, που επιστρέφει μέσω συνεχόμενων flashbacks στο 1934, την εποχή που οι δυο τους συναντιόνταν στα πλατό και τις κοσμικές συγκεντρώσεις και τη χρονιά της μεγάλης εκλογικής μάχης για τη θέση του κυβερνήτη.
Η υπόθεση της ταινίας από την άλλη βασίζεται σε ένα αμφιλεγόμενο άρθρο που είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων την δεκαετία του 70. Συγκεκριμένα, το 1971 η διάσημη Αμερικανίδα κριτικός Πολίν Καέλ έγραψε ένα άρθρο 50.000 λέξεων στο New Yorker το οποίο σόκαρε την κινηματογραφική κοινότητα. Στο άρθρο, με τον πνευματώδη τίτλο «Raising Kane», περιέγραφε λεπτομερώς την περιπετειώδη δημιουργία του αριστουργηματικού «Πολίτη Κέιν», ο οποίος τόσο τότε όσο ακόμα και τώρα θεωρείται ίσως η σπουδαιότερη ταινία όλων των εποχών. Αναλύοντας εξονυχιστικά τα όσα προηγήθηκαν της πρεμιέρας του θρυλικού φιλμ την Πρωτομαγιά του 1941 στην Νέα Υόρκη, η Καέλ παίρνει σαφή θέση στην εκκρεμή διαμάχη για τη σεναριακή πατρότητα του «Κέιν», υποστηρίζοντας πως η ιδέα, η περίτεχνη δόμησή της, η πρωτοποριακή αφηγηματικά ανάπτυξή της και εντέλει το μοναδικό Όσκαρ της, αυτό του πρωτότυπου σεναρίου, ανήκουν όχι όπως οι περισσότεροι πιστεύουν κατά κύριο λόγο στον Όρσον Γουέλς, αλλά σχεδόν αποκλειστικά στο συνσεναριογράφο του Χέρμαν Μάνκιεβιτς. Άποψη που ξεκίνησε μια σειρά αντιπαραθέσεων γύρω από το ποιος είναι ο πραγματικός συγγραφέας, θέμα το οποίο δεν έχει απαντηθεί ξεκάθαρα μέχρι και σήμερα. Πάντως, με το πέρασμα του χρόνου αποδείχτηκε ότι το άρθρο περιείχε πολλές ανακρίβειες και απότελουσε κυρίως την άποψη της Κάελ πάνω στο θέμα.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος (αρχισυντάκτης στο Life) Τζακ Φίντσερ, πατέρας του διάσημου σκηνοθέτη Ντέιβιντ Φίντσερ, μελέτησε επισταμένα την ιστορία τού «Πολίτη Κέιν» και έγραψε τη δεκαετία του ’90 ένα σενάριο το οποίο εξιστορεί την ανάμιξη του Μάνκιεβιτς στην όλη ιστορία, υιοθετώντας απόλυτα τη θέση της Καέλ. Μετά το θάνατό του το 2003 ο Ντέιβιντ αποφάσισε να το μεταφέρει ο ίδιος στην οθόνη.
Ο ίδιος ο Mank βέβαια, αντίθετα από τον Όρσον Γούελς, ίσως να είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό. Αποτελεί ωστόσο ένα από τα σημαντικά ονόματα της Χρυσής Εποχής του Χόλυγουντ (δεκαετία του ’30). Παραγωγός και σεναριογράφος έχει επηρεάσει με την δημιουργική του παρουσία περισσότερες από 80 κλασικές και αγαπημένες ταινίες εκείνης της εποχής, στις περισσότερες βέβαια ως αφανής συνεργάτης. Ανάμεσα τους η Σούπα Πάπιας των αδερφών Μαρξ και ο Μάγος του Όζ. Παρά το ταλέντο του υπήρξε επίσης και αυτοκαταστροφικός. Ο αυθορμητισμός, η οξυδέρκεια, η ικανότητα του ως συγγραφέας, το πάθος του για το αλκόολ και τον τζόγο, η διάθεση αυτολύπησης και η διάχυτη μελαγχολία ήταν στοιχεία του χαρακτήρα του, που απεικονίζονται στην ταινία του Φίντσερ.
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ ακολουθεί τη διαδρομή μία λιγότερο επίσημης, λαμπερής εκδοχής όσον αφορά τη γέννηση ενός καλλιτεχνικού αριστουργήματος, για να ανακαλύψει τις ψυχολογικές αλήθειες και τα θεσμικά ψέματα που κινούν τον κόσμο. Γράφοντας την Ιστορία του πάντα από τη μεριά των νικητών, εκείνων δηλαδή που αξιοποίησαν ευκαιρίες, ισορροπίες, συγκυρίες και την ανθρωποφάγα δυνατότητα του αμερικανικού ονείρου.
Υπάρχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πινελιές στους χαρακτήρες και κυρίως βέβαια στον πρωταγωνιστή, πολυποίκιλες αναφορές σε θέματα ευρύτερης προσέγγισης και γενικότερα μια αντισυμβατική σκηνοθεσία που σε κάνει να ταυτίζεσαι με όσα γίνονται με την μουσική των Trent Reznor και Atticus Ross πετυχαίνει όλες τις σωστές νότες.
Λίγες ταινίες πλέον μπορούν να καθηλώσουν όπως κάνει η συγκεκριμένη στο οπτικό και ερμηνευτικό κομμάτι με μια σαρωτική ερμηνεία από τον Gary Oldman, σε μια υπέροχη προσπάθεια του Netflix που θυμίζει σινεμά παλαιότερων δεκαετιών και η αισθητική είναι αριστουργηματική. Η ταινία είναι γυρισμένη με απλό και ταυτόχρονα ανατρεπτικό τρόπο, με τον σκηνοθέτη να εστιάζει στο παρασκήνιο και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, με εντυπωσιακή φωτογραφία, close-ups, φανταστικός ήχος προσαρμοσμένος στην εποχή και τεχνικές που κάνουν όντως τον θεατή να έχει την εντύπωση πως γυρίστηκε τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.
Έτσι, μέσα από τα μάτια του Αμερικανού σεναριογράφου Mank, θα δούμε το Hollywood των 1930’s. Μία εποχή σπουδαία, γεμάτη σταρ και πάμφτωχους ηθοποιούς, μία εποχή που καθόρισε το μέλλον του κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, κάνει μία βουτιά στο παρελθόν, όμως τα νερά δεν είναι τόσο καθαρά. Συνήθως οι ταινίες εποχής βγάζουν μία όμορφη, νοσταλγική αίσθηση για τα χρόνια τα περασμένα, τα χρυσά, που όλα ήταν καλύτερα. Το σχεδόν παραμυθένιο και πάντα ηλιόλουστο Hollywood του Tarantinο για παράδειγμα, φαινόταν να βγάζει ακριβώς μία τέτοια αίσθηση, ακόμα κι αν η ίδια η ταινία καταλάβαινε πως ήταν ένα ψέμα. Το ‘Mank’ δεν είναι τέτοια ταινία όμως. Τα σκηνικά είναι όμορφα, τα κοστούμια εντυπωσιακά, τα ασπρόμαυρα πλάνα ένας φόρος τιμής στην παρθενογέννηση του σύγχρονου σινεμά.
Όμως, η βρώμα και η δολοπλοκία βρίσκονται ακριβώς πίσω από το φως του προβολέα. Τα μεγάλα κεφάλια που ξέρουν πως το σινεμά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, και γνωρίζουν ταυτόχρονα και πώς να το χρησιμοποιούν προς δικό τους όφελος, εδώ ξεσκεπάζονται. Ο Φίντσερ απογυμνώνει τον κινηματογράφο από το φανταχτερό του πέπλο και δείχνει τα δόντια του βιομηχανικού τέρατος όπως ήταν στις αρχές του, αιμοβόρο, αμείλικτο, αδηφάγο, και όπως είναι και σήμερα. H αποκαθήλωση του Χόλιγουντ και η αποθέωση του κινηματογραφού σε μία ταινία αριστούργημα.
Πηγές:
https://www.athinorama.gr/tv/article/to_mank_tou_nteibint_fintser_einai_ena_ormitiko_oso_kai_sximatiko_biopic-2545786.html
https://parallaximag.gr/agenda/mank-deka-pragmata-gia-tin-pio-anamenomeni-tainia-tis-chronias-pou-kanei-premiera-sto-netflix
www.cineramen.gr/kritiki-gia-tin-tainia-mank/
https://www.moveitmag.gr/home-cinema-streaming/mank/63674