Είναι πολλές οι φορές που η λογοτεχνία μπήκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας. Από τότε που «γεννήθηκε» ο γραπτός λόγος, κυβερνήσεις και ηγέτες ανά τον κόσμο έχουν προσπαθήσει πολύ για να κρατήσουν τις ιδέες και τις απόψεις των συγγραφέων υπό έλεγχο.
Πρέπει να πούμε πως η έννοια «απαγόρευση» στο βιβλίο παίρνει πολλές και διαφορετικές μορφές μέσα στα χρόνια. Μιλάμε για συνολική δικαστική απαγόρευση και περαιτέρω για δήμευση και καταστροφή των αντιτύπων, για επιμέρους διώξεις που αφορούν τις ανώμαλες πολιτικά εποχές (δικτατορίες, φονταμεταλισμος, φασισμός, κ.λπ.), για περιστασιακές αναστατώσεις υποκινούμενες από «κύκλους» (θρησκευτικούς, εθνικιστικούς κ.λπ.), για λογοκριτικές επεμβάσεις που αφορούν συγκεκριμένα κεφάλαια και παραγράφους βιβλίων κ.ο.κ.
Υπάρχουν ορισμένα βιβλία, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με οργή από τα συντηρητικά κομμάτια μιας κοινωνίας, επειδή «προσέβαλαν» τα ήθη, τις αξίες, το πολιτικό και κοινωνικό status quo, επειδή προκάλεσαν την ηθική. Αλλες πάλι φορές γιατί απλά οι συγγραφείς τους τόλμησαν να γράψουν όσα η κοινωνία δεν μπορούσε καν να φανταστεί ή δεν ήθελε να φανταστεί. Είναι πολλοί οι συγγραφείς που είδαν τις σελίδες που συνέγραψαν να καίγονται ολόσχερα.
Ας δούμε όμως μερικά από τα βιβλία αυτά που προκάλεσαν τους συντηρητικούς και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους.
Το χωρισμένο σε 8 πυκνά μέρη αριστούργημα του Τολστόι «Αννα Καρένινα» (το οποίο ονόμασαν ως «αψεγάδιαστο έργο τέχνης» οι Ντοστογιέφσκι, Φόκνερ και Ναμπόκοφ) έχει από το 1920 πολλές φορές προκαλέσει φιλόδοξους σκηνοθέτες να το μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη όπως του αρμόζει – συμπυκνωμένο, αλλά μεστό, εύστοχο, άρτιο. Εχθρός τους η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και ο βαθύς φιλοσοφικός στοχασμός για την ίδια την ανθρώπινη φύση, τον έρωτα, την πίστη, την τόλμη, τη συνήθεια, την φθορά, τη ζήλια. Είναι σχεδόν αδύνατον να επιτύχει κανείς μία ακέραιη σεναριακή διασκευή που να επικοινωνεί την τραγωδία των ηρώων μέσα σε ένα κινηματογραφικό δίωρο.
Και εδώ έρχεται ο Τζο Ράιτ, μοναδικός εικονοπλάστης και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης ταινιών περιόδου, και υπογράφει την τολμηρή, κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι Άννα Καρένινα σε διασκευή του βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου Τομ Στόπαρντ. Την οργάνωση παραγωγής, έχει η τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ Σάρα Γκρίνγουντ, τη χαρακτηριστική Μουσική, υπογράφει ο Ντάριο Μαριανέλι, ενώ τα υπέροχα κοστούμια εποχής, επιμελήθηκε η δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ Ζακλίν Ντουράν. Και έτσι, η αυτοκρατορική Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα αναβιώνει ολοζώντανα στη μεγάλη οθόνη με αφορμή μια ιστορία ερωτικής προδοσίας, ενός σαρωτικά μεταμορφωτικού παράνομου έρωτα, εικονογραφώντας μοναδικά μια διαχρονική μελέτη στην ανθρώπινη ηθική.
Στην αριστοκρατική Ρωσία του 1874, η Αννα Καρένινα, ενώ είναι παντρεμένη με μεγαλύτερό της, εξέχοντα πολιτικό, τον Αλεξέι Καρένιν, ερωτεύεται έναν νεαρό αξιωματικό του στρατού, τον Κόμη Βρόνσκι, και αποφασίζει να αψηφήσει τις συμβάσεις της ρωσικής αστικής τάξης: εγκαταλείπει τον σύζυγο και τον γιο της για να ζήσει με τον εραστή της. Ομως, η κοινωνική απομόνωση, απότελεσμα της απαξίωση της αριστορκατικής κοινωνίας, συνδυάζεται με την ίσως παράλογη ζήλια που αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα της για τον αγαπημένο της Βρόνσκι, και τότε η ηρωίδα αρχίζει να βυθίζεται στην κατάθλιψη. Καθώς η ζήλια και η εμμονή αποδεικνύονται πιο ισχυρές από τον έρωτα, η Άννα Καρένινα σταδιακά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή και στο τραγικό της τέλος.
Η παρεξήγηση ετών που ήθελε την Καρένινα θύμα των ανδρών, της οικογένειας και της κοινωνίας, μια γυναίκα που υποφέρει απο τη συνομωσία εναντίον της, εδώ διαλύεται. Την βλέπουμε να αγαπάει, να ποθεί χωρίς όρια, να σοκάρεται απο την ορμή της, να ταλαντεύεται βίαια ανάμεσα στο πάθος για τον εραστή και τη διαφυγή απο τη μια, και απο τη αγάπη της για το γιο της απο την άλλη. Η Καρένινα αν και θα έπρεπε να είναι απωθητική ως μοιχαλίδα, ως γυναίκα που παρατά το παιδί της για χάρη ενός έρωτα, ως μια γυναίκα που κατασπαταλά επιδεικτικά τόσα χρήματα, σκιαγραφείται με τόση αγάπη, που τελικά προκαλεί τον οίκτο αντί την αποστροφή. Είναι μια γυναίκα βαθύτατα διαταραγμένη, που δεν μπορεί να ακολουθήσει την κοινωνική σύμβαση- ο Καρένιν είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να μην ατιμαστούν, να δεχτεί τον εραστή, να αναγνωρίσει το παιδί του εραστή ως δικό του- με μοναδικό όρο να τηρούνται τα προσχήματα. Η Άννα όμως δεν μπορεί να γίνει κάτι που δεν είναι. Θα ακολουθήσει την καρδιά της, θα τα δώσει όλα για τον έρωτα και στιγματίζεται γι’αυτό. Απόδειξη το υπέροχο τελικό πλάνο που καταφέρνει να προσδώσει έναν ανεπαίσθητο οπτισμό στην ταινία, μετουσιώνοντας την τραγική πράξη της Καρένινα σε θυσία, δίνοντας την υπόσχεση μίας ελαφρώς καλύτερης κοινωνίας, δίνωντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Επίσης, η σημαντική παράλληλη ιστορία του Λέβιν και της Κίτι (που εξηγεί και συμπληρώνει την οπτική περί αισθημάτων του βιβλίου) αναδεικνύεται, εκεί που στα περισσότερα μελοδράματα ερωτικού τριγώνου του παρελθόντος, είχε αποσιωπηθεί, για λόγους ευκολίας παρά οικονομίας. Μάλιστα, είναι τόσο όμορφα σκιαγραφημένη που κάποιες φορές επισκιάζει την ιστορία της Άννας και φέρνει ανισσοροπία στην πλοκή και την ροή του έργου.
Οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές, καθώς οι δύο πρωταγωνιστές είναι πολύ καλοί στους ρόλους τους κανείς δεν κάνει την υπέρβαση. Την Κίρα Νάιτλι την έχουμε δει και σε καλύτερους ρόλους ενώ ο Άαρον Τζόνσον ταιριάζει στο ρόλο, αλλά ερμηνευτικά δύσκολα πείθει ως ενσάρκωση του απόλυτου έρωτα. Αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο εξαιρετικά μετρημένος Τζουντ Λο που δε δαιμονοποιεί τον χαρακτήρα του αλλά μας δίνει έναν ήρεμο, σχεδόν σπαραχτικό Καρένιν. Η ανελευθερία άλλωστε της Άννα, δεν είναι απλά αποτέλεσμα ενός «κακού» συζύγου αλλά ενός πολύπλοκου, συντηρητικού κοινωνικού ιστού που την κρατάει καθηλωμένη.
Ο Ράιτ φιλοτεχνεί με προσοχή και κατάνυξη μία ταινία που υποκλίνεται στο ρωσικό θέατρο. Αυτός είναι ο σκοπός του, πέρα και πάνω από την Καρένινα την ίδια. Μαγεμένος από τον τρόπο που τα επικά λογοτεχνικά μυθιστορήματα «χωρούσαν» σε ξύλινες σκηνές, μίκραιναν και μεγάλωναν με τις ανάσες των ηθοποιών, τις χορογραφίες των κομπάρσων, τις εναλλαγές των σκηνικών και την συνωμοτική αντίληψη των θεατών για την «αλήθεια» μίας φορμαλιστικής αφήγησης, κάνει και εκείνος το ίδιο.
Ενώ λοιπόν, η αποκλειστικά ρομαντική απόδοση των άλλων μεταφορών απλούστευε κυνικά τον Τολστόι, αυτή εδώ βλέπει την Καρένινα δυναμική, ατελή, λάγνα, σύνθετη, και επιτέλους ενδιαφέρουσα. Η συγκίνηση της ερωτικής ιστορίας, ο πόθος μίας γυναίκας να ζήσει ελεύθερη τα συναισθήματά της και να επαναστατήσει κατά της υποκρισίας των θεσμών δεν αποσιωπείται αλλά περνάει στο παρασκήνιο. Επιλέγοντας αυτήν την άδεια, παρηκμασμένη σκηνή θεάτρου απο την οποία η ταινία βγαίνει προς τον πραγματικό κόσμο και επιστρέφει για να συνδέσει τις σκηνές, καταδεικνύει την συνεχή “παράσταση” των πρωταγωνιστών, μια τεχνητή κατάσταση που υπενθυμίζει πως η ανώτερη αστική τάξη της εποχής μιμούταν την αριστοκρατία της Γαλλίας σε καλούς τρόπους και πρωτόκολλο, διατηρώντας σχιζοφρενικά τις βίαιες ρωσικές αντιδράσεις σε οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά. Έτσι, ο Τζο Ράιτ κερδίζει το στοίχημα μιας τολμηρής διασκευής σε ένα διαφορετικό ρεαλιστικό τοπίο που υποκλίνεται στην ιδιοφυΐα του Τολστόι και ταυτόχρονα την συμπληρώνει.
Ο Vladimir Nabokov, έχει χαρακτηρίσει την Άννα Καρένινα του Τολστόι «Mία από τις μεγαλύτερες ερωτικές ιστορίες στην παγκόσμια λογοτεχνία». Είναι πράγματι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι, όπως πιστεύεται. Το βιβλίο είναι ένας εμβριθής και σύνθετος στοχασμός πάνω στον παράφορο έρωτα και την ολέθρια απιστία, αλλά κι ένα συγκλονιστικό πανόραμα της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, με χαρακτήρες αληθινούς και τρομακτικά οικείους, σε προκαλεί, σε αγγίζει και σε συγκινεί. Αυτό που καταφέρνει η ταινία και είναι και το πιο σημαντικό είναι ότι μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη, με μικρές παραλείψεις και στερήσεις, όλα όσα σου προσφέρει το βιβλίο, όλη την παραστατικότητα και την επική πνοή που διακρίνει όλα τα έργα του Τολστόι. Και έτσι παίρνουμε μία γεύση από την απίστευτη ικανότητά του Ρώσου συγγραφέα να πλέκει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα με έναν αριστουργηματικό τρόπο. ‘Ωστε να καταλάβουμε την ίδια την πραγματικότητα, να αντιληφθούμε τις επιταγές της κοινωνίας, τον έλεγχο της πάνω μας. Ώστε να μάθουμε τι πάει να πει έρωτας, τι πάει να πει ελευθερία, τι πάει να πει θυσία. Ώστε να μάθουμε ποια πραγματικά ήταν η Άννα Καρένινα.
«Δέχονταν τις απολαύσεις του πρωινού, τον αστραφτερό ήλιο, το κυμάτισμα της θάλασσας και τον ευωδιαστό αέρα, όπως στο ξέγνοιαστο παρελθόν τους, όταν η ζωή ήταν γεμάτη, όταν η ελπίδα δεν χρειαζόταν και έτσι την ξεχνούσαν»
Πόσο συγκλονιστικό και πόσο σκληρό είναι να ζει κανείς σε μία κοινωνία που οι κανόνες και οι νόμοι κλίνουν προς το χάος και την πλήρη αναρχία; Πόσο άπληστο, κακεντρεχές και αχάριστο ζώον είναι ο άνθρωπος και πως γίνεται μόνον σε αυτόν να οφείλονται όλα τα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου;
Λιγότερα από δέκα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, ο Γουίλλιαμ Γκόλντινγκ ήταν ακόμα βαθιά απογοητευμένος από την αποτυχία του πολιτισμού να αποτρέψει την ανάδυση των χειρότερων ενστίκτων του ανθρώπου. Και έτσι έγραψε τον Άρχοντα των Μυγών, η θεματική του οποίου αφορούσε αυτήν παρατήρηση, πως τα ελαττώματα της κοινωνίας προέρχονται από τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης. Τα εγκλήματα του Τρίτου Ράιχ «δεν έγιναν από κάποιους κυνηγούς κεφαλών της Νέας Γουινέας ή από κάποια πρωτόγονη φυλή του Αμαζονίου. Έγιναν, περίτεχνα, ψυχρά, από μορφωμένους ανθρώπους, γιατρούς, δικηγόρους, από ανθρώπους με μια παράδοση πολιτισμού πίσω τους, προς πλάσματα όμοιά τους», γράφει στο δοκίμιό του Fable (Μύθος), που αφορά το παραπάνω βιβλίο του. «Όποιος έζησε εκείνα τα χρόνια χωρίς να καταλάβει πως ο άνθρωπος παράγει αχρειότητα όπως η μέλισσα το μέλι, πρέπει να ήταν τυφλός ή όχι καλά στα μυαλά του». Αυτό είναι που θέλει να δείξει στον Άρχοντα των Μυγών, ένα «συμβολικό βιβλίο», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος. Κυκλοφόρησε το 1954 και βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι αυτό το βιβλίο ενέπνευσε τους δημιουργούς της σειράς «Lost«, τον Stephen King και μάλλον και τον James Dashner, συγγραφέα του «The Maze Runner».
Η αφήγηση μας τοποθετεί εν μέσω ενός πυρηνικού πολέμου, όπου ένα αεροπλάνο πέφτει σε ένα μαγευτικό νησί, και τα παιδιά- οι επιβάτες του (ηλικίας 6-12 χρονών) καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Τα παιδιά συμφωνούν πως πρέπει να εκλέξουν αρχηγό – και διαλέγουν με συνοπτικές διαδικασίες τον Ραλφ γιατί κρατά το βούκινο που τους ένωσε – να οργανώσουν ομάδες κυνηγιού, να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά για να φαίνεται ο καπνός από μακριά, μπας και τους βρουν και να φτιάξουν καταλύματα. Στην αρχή όλα φαίνονταν ειδυλλιακά, αλλά εκεί, μες στο σχετικά φιλόξενο νησί που τους δίνει τους καρπούς του αφειδώς, έχει γουρούνια για κυνήγι και νερό άφθονο για να μην διψάσουν, αρχίζουν σιγά σιγά τα ανθρώπινα ένστικτα να εμφανίζονται.
Όταν ένα από τα μικρότερα φανερώνει τους φόβους του για ένα κτήνος που κρύβεται στο δάσος, ο Ράλφ τον αγνοεί, λέγοντας πως δεν υπάρχουν τέρατα. Ο ανταγωνιστής του ο Τζακ, όμως, έχοντας αναλάβει την ευθύνη της εύρεσης φαγητού μέσω του κυνηγιού, υπόσχεται να πάει στο δάσος και να το σκοτώσει. Κάπου εδώ είναι που αποκρυσταλλώνεται η αρχή των προβλημάτων που θα ακολουθήσουν στις σελίδες του Γκόλντινγκ. Οι φόβοι για το τέρας του ειδυλλιακού αλλά άγνωστου νησιού, μακριά από την επίβλεψη και προστασία ενηλίκων που προσέφερε στα παιδιά η κοινωνία όπου μεγάλωσαν, διογκώνονται και δίνουν τροφή για την ανάπτυξη παρανοϊκών συμπεριφορών. Τα πάντα μοιάζουν παιχνίδι εξουσίας, η φωνή της λογικής του Πίγκυ χάνεται μέσα σε γέλια για το βάρος και το άσθμα του καθώς ο Ράλφ χάνει τον έλεγχο και βρίσκεται σε πόλεμο με τον Τζακ για την αρχηγία. Οι ελπίδες για διάσωση λιγοστεύουν και τα παιδιά σταδιακά απομακρύνονται από την ιδέα του πολιτισμού που άφησαν πίσω. Η μέχρι πρότινος, μάλλον δημοκρατικά δομημένη ομάδα, μετατρέπεται σε άγρια φυλή. Η πλειοψηφία των παιδιών νικήθηκε από δεισιδαιμονίες κι έναν αόρατο εχθρό. Η δίψα για αίμα και βία επικρατούν. Καθώς όλο το επίχρισμα του πολιτισμού πέφτει αποπάνω τους, σαν φτηνό χρύσωμα, ξεπροβάλει μ’ όλη της τη σκληράδα η ζωώδης άγρια φύση του ανθρώπου, απαλλαγμένη από τις αναστολές που ίσως να διατηρούσαν. Καμία αθωότητα δε θολώνει αυτή την φυσική σκληρότητα που διακατέχει τις ψυχές των νεαρών αγοριών, που διακατέχει την ψυχή του ανθρώπου.
«Το δύσκολο του να είσαι αρχηγός είναι ότι πρέπει να σκέφτεσαι, να είσαι σοφός. Κι επειδή οι ευκαιρίες γλιστρούν και χάνονται τόσο εύκολα, πρέπει να παίρνεις τις αποφάσεις σου χωρίς το παραμικρό χασομέρι. Αυτό σε κάνει να σκέφτεσαι͘ γιατί η σκέψη είναι πολύτιμο πράγμα, που φέρνει αποτελέσματα…»
Αυτό που ο συγγραφέας κατορθώνει είναι να μας θυμίζει την απίστευτη και αδιάκοπη ροπή προς την βαναυσότητα ενώ βυθίζεται η καλοσύνη και η αγαθότητα. Στην ιστορία αυτή δεν πρωταγωνιστούν ενήλικες, δεν βρίσκονται σε πρώτο πλάνο κάποιοι άνθρωποι με ολοκληρωμένη προσωπικότητα αλλά παιδιά που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους και χτίζουν το μέλλον τους. Παιδιά που θα επιθυμούσαμε να είναι αγνά, αμόλυντα και μακριά από εγγενείς δυσλειτουργίες της ενήλικης ψυχής, παιδιά που ο αναγνώστης μπορεί να ονειρεύεται και να αφήνεται να πιστέψει πως με την αθωότητά τους μπορούν και καταφέρνουν να ξεχωρίσουν από την αγριότητα και την αντιπαλότητα που επιδεικνύουν οι «μεγάλοι». Κατά τον Γκόλντινγκ όμως, όλα αυτά είναι μάταια και ουτοπικά και οι φαύλες συμπεριφορές και κακοήθεις ενέργειες που εκτυλίσσονται στο νησί και αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.
Εδώ, ο κανόνας της επιβίωσης έρχεται να χτυπήσει πρόωρα την πόρτα της ενήλικης ζωής και να αφαιρέσει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα κάθε διάθεση συνεργασίας και αλληλεγγύης, κάθε έννοια παιδικότητας και κάθε πνεύμα ομαδικότητας. Σκηνές απρόσμενης βαρβαρότητας κάνουν την εμφάνιση τους, δολοφονίες και εγκλήματα, παρατυπίες και εκτροχιασμοί από τον αρχικό στόχο της επίλυσης προβλημάτων και της ειρηνικής συνύπαρξης. Καμία αίσθηση δικαιοσύνης δεν παραμένει ζωντανή, κανένας νόμος δεν είναι σε ισχύ και τα παιδιά διχασμένα ξεκινούν έναν πόλεμο δίχως αύριο για την επικράτηση των ισχυροτέρων με ένα ανυπολόγιστο τίμημα καθώς το πολιτισμένο προσωπείο πέφτει και το θηρίο φανερώνει το ανθρώπινο πρόσωπό του.
«Δεν υπάρχει κανένας να σε βοηθήσει. Μόνο εγώ. Κι εγώ είμαι το θεριό».
Ένα από τα πιο διαχρονικά μυθιστορήματα αγγλικής λογοτεχνίας, ένα βιβλίο σημείο αναφοράς για μικρούς και μεγάλους, ένα βιβλίο σημερινό, επίκαιρο, καθόλου φανταστικό αλλά πολύ πραγματικό. Ο Άρχοντας των μυγών είναι ένα υπέροχο, σκληρό, αλησμόνητο παραμύθι, κι ο κόσμος του είναι ο δικός μας, ένας κόσμος βίαιος, άναρχος και αμείλικτος. Ένας κατεστραμμένος κόσμος που ο άνθρωπος είναι ο Άρχοντας.
«Aν πέθαινα ετούτη τη στιγμή, ο θάνατός μου θα ήτανε για μένα η πιο μεγάλη ευτυχία»
— Κλαρίσα Ντάλογουέι.
Η Κυρία Ντάλογουεϊ, το τέταρτο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα της νεότερης λογοτεχνίας και αυτό που την καθιερώθηκε ως συγγραφική μεγαλοφυΐα. Μέσα από τις 200 (και κάτι λίγο) σελίδες του, η Βιρτζίνια Γουλφ το 1925 κατάφερε να μιλήσει για θέματα αρκετά περίπλοκα για την εποχή εκείνη, όπως τις σχέσεις αντρών και γυναικών, τον έρωτα, την βασιλεία, την δουλικότητα, τις ψυχικές διαταραχές αλλά και τον τρόπο με τον οποίον τις αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή.
Κλασικό και καινοτόμο, ακόμα και σήμερα, το εμβληματικό αυτό έργο της Γουλφ συγκαταλέγεται στα μαχητικά αναγνώσματα του Μοντερνισμού, με το οποίο η συγγραφέας του κέρδισε μια κορυφαία θέση στην παράδοση της δυτικής λογοτεχνίας και πέτυχε να πρωταγωνιστήσει στην εξαιρετικά σημαντική στροφή που έγινε στη λογοτεχνία μετά τον ρομαντισμό.
Με ένα συγκροτημένο επαναστατικό ύφος η Γουλφ επαναπροσδιορίζει την τέχνη του μυθιστορήματος κάνοντας χρήση της συνειδησιακής ροής, του τρόπου γραφής δηλαδή που εστιάζει στη συνείδηση του κεντρικού ήρωα, στα συναισθήματά του, στο ρυθμό των αναμνήσεών του, στις ενδόμυχες σκέψεις του και στην προσωπική του ενδοσκόπηση καταργώντας τη γραμμική παράθεση των γεγονότων.
Η Κυρία Ντάλογουεϊ πάντα κάνει δεξιώσεις για να σκεπάσει τη σιωπή.
Στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο του 1923, η κ. Ντάλογουέι ετοιμάζει μια δεξίωση, όπως κάνει πολύ συχνά όταν εμφανίζεται ο πρώτος της έρωτας, ο οποίος επιστρέφει από την Ινδία. Ο ερχομός του Πίτερ Γουόλς θα φέρει ξανά στο προσκήνιο της συνείδησής της τις αναμνήσεις ενός ατελέσφορου έρωτα. Η Κλαρίσα Ντάλογουέι κατακλύζεται από μνήμες και συγκαλυμμένες ενοχές που γίνονται η αφορμή για να δει ξεκάθαρα το ρόλο των προσωπικών της αποφάσεων, καθώς η ίδια είχε επιλέξει το γάμο με τον ευυπόληπτο Ρίτσαρντ. Επανεκτιμά τις επιλογές της και συνειδητοποιεί ότι επέλεξε μια συζυγική ζωή χωρίς συγκινήσεις, περιορίζοντας τις φιλοδοξίες της στον τίτλο της “τέλειας οικοδέσποινας”. Πολύ σύντομα θα συναισθανθεί πόσο καταδικασμένη είναι η ζωή της στην πλήξη και την ανία. Η κόρη της την κάνει να δυσανασχετεί, καθώς η κ. Ντάλογουεϊ παρατηρεί τη μυστήρια συμπεριφορά της που την παρασύρει σε μια ερωτική διάθεση με την κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερη καθηγήτριά της, μια γυναίκα με συντηρητικές και αγκυλωμένες πεποιθήσεις που αφορούν σε θρησκευτικά ζητήματα. Και όλα αυτά συμβαίνουν λίγο μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου σε μια Βρετανία, η οποία μετρά πληγές και οι άνθρωποι τα ψυχικά τους τραύματα μετά από τον πόλεμο.
«H κυρία Ντάλογουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας
Μελετητές του έργου της Γουλφ υποστηρίζουν πως η κ. Ντάλουγουεϊ είναι το προσωπείο το οποίο διάλεξε η Γουλφ για να κρύψει το δικό της πρόσωπο. Ένα συγγραφικό alter ego της ίδιας, καθώς περιγράφει τη θέση μιας γυναίκας μέσα σε ένα πνιγηρό, ασφυκτικό κοινωνικό περίγυρο, όπως αυτό στο οποίο ένιωθε να καταπνίγονται οι λογοτεχνικές ανησυχίες της η Βιρτζίνια Γουλφ. Μέσα σε μια συγκεκριμένη ποιητική ατμόσφαιρα η συγγραφέας αναμετράται με τη λύτρωση που δεν είναι άλλη από τη φυγή. Γιατί η Γουλφ, όπως και η Νταλογουέι μέσω της οποίας αποπειράται να καταγράψει τις σκιές του βίου της, είναι υποταγμένη στην αδυναμία να ζήσει και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Η αυτοκτονία της σε ηλικία σχετικά μικρή αποδεικνύει πως τράβηξε το σχοινί όσο μπορούσε περισσότερο αλλά δεν απέφυγε το τραγικό τέλος που της επεφύλασσε η μοίρα της, ένα τέλος που στα βιβλία της είναι κάτι περισσότερο από κραυγαλέο. Ο αναγνώστης είναι ο θεατής ενός θεάτρου σκιών, μίας σκηνής που ξεθωριάζει και περιμένει την λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται.
Αλλά ταυτόχρονα η κ. Ντάλογουεϊ είναι ένα δραματικό πρόσωπο. Οι επιλογές της τη στοιχειώνουν και μόνο η αποτίναξή των ζυγών, που η ίδια δημιούργησε θα φέρει τη λύτρωση. Μοιάζει με ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. Η ίδια δηλώνει πως: «Οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να φτάσουν στον πυρήνα που με τρόπο απόκοσμο τους ξεγλιστρά, η εγγύτητα απομακρύνει, ο ενθουσιασμός ξεθυμαίνει, μένεις μόνος. Είναι αγκαλιά ο θάνατος».
Όλη της η αφήγηση μαρτυρά μία ποιητικότητα που την βυθίζει με μία κορύφωση της τραγικότητας του εαυτού της όσο πλησιάζει η δεξίωση, σαν να βιώνει ένα αρχαίο δράμα με όρους σύγχρονης εκδοχής. Η Βιρτζίνια Γουλφ μοιάζει φυλακισμένη στις σκέψεις της, η αναπόληση είναι μία σχετικά επιθυμητή αυθυποβολή από μέρους της σε όλα αυτά που την στοιχειώνουν. Και η ευτυχία της καθορίζεται άμεσα από αυτό τον διακαή πόθο να εξαϋλωθεί, να απογειωθεί από την πραγματικότητα που την γεμίζει με λύπη και θλίψη.
Κατα κάποιον τρόπο, η Κυρία Ντάλογουει είναι η Βιρτζίνια Γουλφ, η Βιρτζίνια Γουλφ είναι η Κυρία Ντάλογουει. Είναι ένα πρόσωπο χλωμό, διστακτικό και φοβισμένο, μακριά από την χαρά που νιώθει ως κάτι απόκοσμο, παράξενο, ένα ιδανικό άπιαστο. Παράλληλα όμως με τέτοια τόλμη και θάρρος αντιμετωπίζει κατάματα το τέλος της που παραμένει στο κατώφλι της συνείδησής της. Χαρακτηριστικά δηλώνει ανακουφισμένη: «Καμία χαρά δεν μπορεί ν’ αντισταθμίσει να έχεις χάσει τον εαυτό σου στο ρου της ζωής, να τον βρίσκεις μ’ ένα κύμα χαράς, στην ανατολή του ήλιου, στη δύση της μέρας». Μόνο που για την κυρία Νταλαγουέι όσο και για την Γουλφ, την ίδια ο δρόμος της ευδαιμονίας και της σωτηρίας ήταν σπαρμένος με την πτήση για τον δικό της παράδεισο, μακριά από όλα αυτά που πληγώνουν στον μάταιο τούτο κόσμο.
Βραβευμένη με Όσκαρ ταινία, εμπνευσμένη από την Κυρία Ντάλογουει
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!