Το Κορίτσι του Τρένου: Ένα από τα καλύτερα ψυχολογικά θρίλερ των τελευταίων χρόνων

Το βιβλίο “Το κορίτσι του τρένου” της Πόλα Χόκινς, που έχει σοκάρει εκατομμύρια αναγνώστες με την ανατρεπτική πλοκή του, είναι ένα καταιγιστικό ψυχολογικό θρίλερ, στα χνάρια των επιτυχιών “Το κορίτσι που εξαφανίστηκε” και “Αμνησία”. Πούλησε 1.000.000 αντίτυπα σε 2 μήνες, κυκλοφορεί σε 39 χώρες ενώ παρέμεινε στη λίστα best seller των New York Times για 86 εβδομάδες, 29 από αυτές στην 1η θέση.

Η ιστορία του μοιάζει απλή, όμως δεν είναι. Η Rachel, η οποία ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει το χωρισμό της από τον Tom και το γεγονός ότι αυτός αμέσως δημιούργησε μια νέα οικογένεια, έχει τη συνήθεια να κοιτάζει έξω από το παράθυρο του τρένου όταν φτάνει στην παλιά της γειτονιά. Αποφεύγει να κοιτάζει το σπίτι που έμενε όταν ήταν παντρεμένη με τον Tom και εστιάζει την προσοχή της σε ένα άλλο σπίτι, όπου παρακολουθεί ένα νεαρό και όμορφο ζευγάρι να κάθεται στη βεράντα. Είναι τέτοια η εμμονή της με αυτό το ζευγάρι και την ολοφάνερη ευτυχία του, που τους έχει δώσει και ονόματα. Ώσπου κάποια μέρα βλέπει κάτι που τα ανατρέπει όλα: παρακολουθεί την κοπέλα να αγκαλιάζει στην ίδια βεράντα έναν άλλο άντρα. Την επόμενη μέρα μαθαίνει ότι η κοπέλα εξαφανίστηκε, ενώ η ίδια η Rachel έχει σημάδια επίθεσης.

Όμως, η Rachel δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα απ’ όσα κάνει όταν πίνει. Τηλεφωνεί στον πρώην σύζυγό της και τον παρενοχλεί διαταράσσοντας την οικογενειακή του γαλήνη. Άλλες φορές επιστρέφει στην παλιά της γειτονιά και παρακολουθεί το σπίτι της. Μήπως το βράδυ που εξαφανίστηκε η Megan, έτσι ονομάζεται το κορίτσι στη βεράντα, η Rachel βρισκόταν εκεί; Και τι ακριβώς σημαίνουν οι εικόνες του Tom και της Anna, της νυν συζύγου, να απομακρύνονται από κοντά της οργισμένοι εκείνο το βράδυ; Η αστυνομία, φυσικά, δε λαμβάνει υπόψη της τα όσα τους λέει γι’ αυτά που είδε από το τρένο. Κανένας δεν πιστεύει μια αλκοολική. Η Rachel, όμως, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της ότι γνωρίζει κάτι παραπάνω που χάνεται στην ομίχλη του ποτού. Μπλέκεται στην ιστορία, προσεγγίζοντας υπόπτους και ωθώντας τον ένοχο σε απελπισμένη αντίδραση.

Η συγγραφέας έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, έξυπνα δομημένο μέσα από τρεις παράλληλες αφηγήσεις που διακόπτουν η μία την άλλη σε κρίσιμα σημεία αυξάνοντας την αγωνία. Η αφήγηση είναι έμπειρα χωρισμένη ανάμεσα σε τρεις γυναίκες – τη Megan, τη Rachel και την Anna – που δεν απευθύνονται άμεσα στον αναγνώστη, αλλά μιλάνε σε α’ ενικό, όπως θα έγραφαν σε κάποιο ημερολόγιο. Η βασική αφήγηση γίνεται από την Rachel γεγονός που δημιουργεί μια αβεβαιότητα στον αναγνώστη κατά πόσον μπορεί να εμπιστευτεί έναν αφηγητή που δεν μπορεί να θυμηθεί τι έχει κάνει. Η Megan, το κορίτσι της βεράντας που εξαφανίζεται, παρουσιάζει τη δική της εκδοχή της ιστορίας, τα ψυχολογικά της προβλήματα και τις λανθασμένες επιλογές. Η αφήγησή της μετατρέπεται σε εξομολόγηση, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται το πτώμα της και πράγματα για το παρελθόν της έρχονται στην επιφάνεια. Τέλος, η Anna, η νέα σύζυγος του Tom, όμορφη και ποθητή, αλλά ταυτόχρονα ρηχή και εγωκεντρική, εστιάζει στην αφήγησή της στο να κατηγορήσει την πρώην σύζυγο και να βρει τρόπους να τη βγάλει επιτέλους από τη ζωή τους. Ωστόσο, το πρόβλημά της δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στο γεγονός ότι ένα κομμάτι της αρχίζει να νιώθει αμφιβολίες για τον ίδιο της τον άντρα και ο φόβος μήπως γίνει αυτή η νέα Rachel έρχεται στην επιφάνεια.

Χρησιμοποιώντας τρεις αναξιόπιστες, καθώς είναι έντονα φορτισμένες, αφηγηματικές φωνές, η συγγραφέας δεν εστιάζει στο έγκλημα, αλλά στο πριν και το μετά. Προφανώς και η αναζήτηση του δολοφόνου βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον αναγνώστη είναι το τι οδήγησε σε αυτή την ενέργεια και το πώς καταφέρνει ο δολοφόνος να καλύπτει τα ίχνη του. Με μικρά βήματα και συνεχείς ανατροπές στην πλοκή, η Paula Hawkins σε οδηγεί στον ένοχο, που πιθανόν να έχεις υποψιαστεί, αλλά να μην μπορείς –και να μην θέλεις‒ να το πιστέψεις.

Η βασική πρωταγωνίστρια, η Rachel, είναι ίσως ένας από τους πιο περίπλοκους και αριστουργηματικά γραμμένους χαρακτήρες που θα διαβάσετε σήμερα. Ζει μία συνηθισμένη, βαρετή ζωή, γεμάτη απογοητεύσεις και φαντασιώσεις, που κολλάει σε οτιδήποτε μπορεί να κάνει την ζωή της λίγο πιο έντονη και ενδιαφέρουσα, έστω και αν αυτό είναι καταστροφικό γι’αυτήν. Είναι μια γυναίκα που βίωσε ηχηρά τον ανταγωνισμό, την απόρριψη, την ανασφάλεια και τον εξευτελισμό, οπότε πολλά στοιχεία της είναι πρόσφορα, έστω και μεμονωμένα να ταυτιστεί κανείς, έστω και αν τα έχει βιώσει μια φορά στη ζωή του.

“To Κορίτσι του Τρένου” πρόκειται για ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο, ένα απρόβλεπτο ανάγνωσμα, μία ψυχολογικά διασκεδαστική εμπειρία που παίζει τόσο με το νου των πρωταγωνιστών της υπόθεσης, αλλά και των αναγνωστών, με μια λεπτή γραμμή να χωρίζει τελικά τα πραγματικά γεγονότα από τα αποκυήματα της φαντασίας.

Η ομότιτλη ταινία που είναι βασισμένη στο βιβλίο κυκλοφόρησε το 2016, αλλά παρότι ήταν επιτυχημένη εισπρακτικά δεν κατάφερε να ενθουσιάσει κοινό και κριτικούς. Απ’ ότι φαίνεται, τόσο ο σκηνοθέτης Tate Taylor και η σεναριογράφος Erin Cressida Wilson όσο και το λαμπερό καστ της ταινίας δεν κατάφεραν να αποδώσουν την ιστορία του βιβλίου όπως της άξιζε. Σύμφωνα με τους περισσότερους κριτικούς, η ταινία είναι κακή αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο διασκεδαστική. Εξαίρεση αποτελεί η εκπληκτική Emily Blunt στο ρόλο της πρωταγωνίστριας, Rachel, που απέδωσε εξαιρετικά τον χαρακτήρα και τον ψυχισμό της.

Πηγές:

https://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1386_2084

https://simplylife.gr/pages/biblia/article/id/82

https://www.public.gr/product/books/greek-books/literature/crime-fiction/to-koritsi-toy-trenoy/prod7380688pp/

https://www.huffingtonpost.gr/entry/life-the-girl-on-the-train-kritikoi-kai-box-office_gr_12425712


The Marvelous Ms. Maisel: η βραβευμένη με Emmy σειρά επιστρέφει

Το Amazon Prime δεν έχει την ίδια αναγνωρισιμότητα που έχει το Netflix όπως ούτε και τα ίδια original shows. Έτσι, θέλοντας και μη, το streaming service υστερεί σε περιεχόμενο αλλά και ποικιλία πρωτότυπων σειρών. Αυτό βέβαια δεν του στερεί την ικανότητα να παράγει αξιόλογες σειρές που μάλιστα χαίρουν εκτίμησης από κοινό και κριτικούς. Ο λόγος γίνεται για την εξαιρετική, πρωτότυπη, αστεία και άκρως διασκεδαστική σειρά ‘The Marvelous Mrs. Maisel’ που έρχεται με την υπογραφή της Amy Sherman-Palladino· δημιουργό των ‘Gilmore Girls’. Η Σέρμαν Παλαντίνο κέρδισε Emmy καλύτερου σεναρίου και σκηνοθεσίας για το πιλοτικό επεισόδιο της σειράς, η Ρέιτσελ Μπροσνάχαν βραβείο Α′ Γυναικείου ρόλου, η Άλεξ Μπόρστιν βραβείο Β′ Γυναικείου και η σειρά το βραβείο καλύτερης κωμωδίας, την Χρυσή Σφαίρα και το βραβείο των Κριτικών Τηλεόρασης (Critics Choice Television Awards) το 2018 και όχι αδίκως.

Στον πυρήνα της το ‘The Marvelous Mrs. Maisel’ αποτελεί μια σειρά αρκετά φεμινιστική (με την καλύτερη των καλύτερων έννοια) αλλά και ρομαντική. Παρουσιάζει την επιθυμία της γυναίκας για ανεξαρτησία και χειραφέτηση την δεκαετίας του ’50 – μια δεκαετία αρκετά σοβινιστική και αντροκρατούμενη – με τον καλύτερο αλλά και γλυκύτερο τρόπο.

Η καταπληκτική κα Μέιζελ, είναι μια εξαιρετικά δυναμική νοικοκυρά της δεκαετίας του ’50, η οποία υποστηρίζει τον άντρα της στην –άκαρπη- προσπάθειά του να γίνει σταρ της stand-up comedy. Κοινωνική, έξυπνη κι ετοιμόλογη πάντα καταφέρνει να περάσει το δικό της σε ό,τι αποφασίσει πως θέλει να κάνει. Δε θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο για τον κο Μέιζελ, ο οποίος δεν θα είχε καταφέρει τίποτα στη ζωή του χωρίς τη θαρραλέα γυναίκα του και τις διασυνδέσεις της οικογένειάς του.

Ως εκ τούτου η απόφασή του να την αφήσει σοκάρει όλους μας εκτός από την ίδια. Συνέρχεται αμέσως από το άκουσμα της απόφασής του, παίρνει τη ζωή της στα χέρια της και κοιτάζει μπροστά βρίσκοντας νέο νόημα στη ζωή της μέσω του πηγαίου ταλέντου στo stand-up comedy

Η σειρά ακροβατεί αριστοτεχνικά μεταξύ κωμωδίας, δράματος αλλά –θα τολμούσα να πω- και μιούζικαλ με σαφείς επιρροές από “Γουντιαλενικές” σκηνοθετικές προσεγγίσεις.Η μουσική, η οποία πλαισιώνει τη σειρά, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον: ναι μεν, ταιριάζει με την εποχή, αλλά δεν είναι απαραίτητα της εποχής κι εδώ βρίσκεται άλλο ένα στοιχείο, το οποίο ξεχωρίζει την κα Μέιζελ από τις άλλες κωμικές σειρές. Από Barbara Streisand κι Elvis μέχρι David Bowie κι Elton John, από το 1940 μέχρι τα 90s κάθε τραγούδι δένει τέλεια με την πλοκή, αλλά και το στυλ της πρωταγωνίστιρας.

Η Rachel Brosnahan που υποδύεται την υπέροχη Miriam “Midge” Maisel στη σειρά δικαίως απέσπασε την πρώτη της Χρυσή Σφαίρα για τον ρόλο της (όπως και η σειρά στην κατηγορία μιούζικαλ/κωμωδίας) αφού είναι μοναδικά εκπλητική. Οι ερμηνείες των Tony Shalhoub και Marin Hinkle είναι ξεκαρδιστικές, καθώς ο πρώτος υποδύεται έναν ευερέθιστο μαθηματικό και η δεύτερη την υπερ-δραματική, σχεδόν αλκοολική, που πιστεύει σε μέντιουμ μαμά. Ολα φαίνονται τέλεια, μέχρι που εμφανίζεται η Penny Pann (Holly Curran) και κυριαρχεί στην μικρή οθόνη με τον εκκεντρικό της ρόλο. Μια μοντέρνα ματιά σε μια συντηριτική εποχή, η οποία θέλει τη γυναικα στο περιθώριο, να ζει στη σκιά του άντρα της. Δημιουργημένη από γυναίκα και βασισμένη στην πρωταγωνίστρια Midge Meisel η σειρά αποπνέει έναν αέρα πρώιμου μα καθαρού φεμινισμού, κάτι το οποίο άλλωστε εκφράζει κι η πρωταγωνίστρια αρκετές φορές. Ο στόχος της σειράς, όμως, σύμφωνα με τους δημιουργούς της, είναι να σε κάνει να χαμογελάσεις ακόμη κι αν οι συνθήκες δεν το ευνοούν πάντα και τα καταφένει θαυμάσια. Μετά από δύο άκρως επιτυχημένες σεζόν έρχεται η τρίτη για να μας συναρπάσει την Παρασκευή, στις 6 Δεκεμβρίου.

Πηγές:

https://www.moveitmag.gr/news/marvelous-mrs-maisel-axize-tis-hryses-sfaires/57231

https://www.huffingtonpost.gr/entry/the-marvelous-mrs-maisel-ti-kanei-aete-te-seira-ten-kaletere-oste-na-apospasei-ta-perissotera-emmys_gr_5ba2119be4b013b097807701

The Marvelous Mrs Maisel

Ο Ιρλανδός: Το αριστουργηματικό σινεμά του Σκορσέζε

«Ο Ιρλανδός» λοιπόν, είναι η διάρκειας τρεισήμισι ωρών ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, γυρισμένη για το Netflix μεν, αλλά κάνοντας κι ένα πέρασμα από τις κινηματογραφικές αίθουσες πρώτα. Η ταινία που δημιούργησε μεγάλο θόρυβο τους τελευταίους μήνες και όλοι περίμεναν με μεγάλες προσδοκίες είναι εδώ.

Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Αλ Πατσίνο και ο Τζο Πέσι πρωταγωνιστούν στον «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε, μια επική ιστορία για το οργανωμένο έγκλημα στη μεταπολεμική Αμερική, μέσα από τα μάτια του βετεράνου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου Φρανκ Σίραν, ενός απατεώνα και εκτελεστή που συνεργάστηκε με διαβόητες μορφές του 20ού αιώνα. Καλύπτοντας διαφορετικές δεκαετίες, η ταινία παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της Αμερικανικής Ιστορίας, την εξαφάνιση του θρυλικού ηγέτη του εργατικού συνδικάτου Τζίμι Χόφα, και μας ταξιδεύει με μοναδικό τρόπο στα μυστικά μονοπάτια του οργανωμένου εγκλήματος: τις εσωτερικές διαδικασίες, τις αντιπαλότητες και τις διασυνδέσεις με πολιτικούς.

Ο Φρανκ Σίραν ξεκίνησε να δουλεύει ως φορτηγατζής, αμέσως μόλις επέστρεψε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από μία συγκυρία, γνώρισε τον Ράσελ Μπαφαλίνο, ένα καλά δικτυωμένο Αφεντικό της μαφίας της Φιλαδέλφειας κι έγινε το πρωτοπαλίκαρο κι ο εκτελεστής του – γνωστός κι ως «ο Ιρλανδός», λόγω της καταγωγής του. Οι διασυνδέσεις του Μπαφαλίνο τον οδήγησαν μέχρι τον ισχυρό συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, ο οποίος διαβόητα συνέδεσε το οργανωμένο εργατικό κίνημα με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Φρανκ ήταν το δεξί χέρι και προσωπικός φίλος του Χόφα για πάνω από 15 χρόνια κι ο άνθρωπος κλειδί για να αποκαλύψει το μεγάλο μυστήριο της εξαφάνισής του. Οπως επίσης μπορεί να μάς κλείσει το μάτι για το ποιος πραγματικά πάτησε τη σκανδάλη στη δολοφονία του JFK. Αυτός είναι που μπορεί να μας βάλει στον κόσμο της μαφίας τον οποίο υπηρέτησε πιστά για 40 χρόνια. Ενα παρακρατικό ισχυρό σύστημα πίσω από το σύστημα – τόσο αδίστακτο και κυνικό, που παραμένει ανίκητο. Ο Μάρτιν Σκορσέζε επιστρέφει σε αυτό που γνωρίζει τόσο καλά – το σκοτεινό, επικίνδυνο κι ανατριχιαστικά γοητευτικό σύμπαν του γκανγκστερικού είδους. 

Μας παρουσιάζει την κινηματογραφική αλήθεια του αντι-ήρωα. Αυτή που μπορεί να διαβαστεί ως μία παραβολή για την ανθρώπινη φύση και να αφορά κι εμάς – τον κάθε ένα προσωπικά- και τις μικρές ζωές μας που δε θα απασχολούσαν ποτέ την μεγάλη οθόνη. Ολοι θα πεθάνουμε – πλούσιοι και φτωχοί, επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, άσημοι και διάσημοι, αμαρτωλοί κι αθώοι. Ο Φρανκ επέζησε της βαρβαρότητας της δουλειάς του. Πιστός, ξηγημένος κι έξυπνος κέρδιζε τις ισορροπίες στα στημένα παιχνίδια και την εμπιστοσύνη των ισχυρών παικτών. Δεν έφαγε σφαίρα, δεν κάηκε ζωντανός, δεν “εξαφανίστηκε”. Ενας άνθρωπος μια ζωή παγερός, ψυχρός κι ανίκανος για συναισθήματα, να μην έχει που αλλού να κρυφτεί από τον θάνατο που πλησιάζει.

Πατώντας πάνω στο βιβλίο του Τσαρλς Μπραντ («I Heard You Paint Houses» – ευφημισμός για τους εκτελεστές της μαφίας, καθώς το αίμα των θυμάτων τους έβαφε τους τοίχους) και στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Στιβ Ζέλιαν, ο Σκορσέζε στα 77 του χρόνια θέλει να μάς πει διαφορετικά την κακόφημη ιστορία που έχτισε την κινηματογραφική του καριέρα. Μία αμαρτωλή αφήγηση προσωπικής φιλοδοξίας, απληστίας, και απαράμιλλης βίας. Ταυτόχρονα όμως, η ωριμότητα και το καταστάλλαγμα των χρόνων του δημιουργού το μετατρέπει σε κάτι πιο θλιμμένο και σοφό. Μία ελεγειακή παραβολή της ανθρώπινης θνησιμότητας. Μία εξομολόγηση ενοχών, μία τελευταία ανάσα σπαραχτικής μεταμέλειας, μοναξιάς και ματαιότητας. Την πιο σκοτεινή καρδιά δεν την έχει η μαφία, ο καπιταλισμός, η εξουσία. Αλλά ο χρόνος.

«Ο Ιρλανδός» είναι ένα αυτόματα κλασικό αριστούργημα. Μία επική, μεγαλειώδης ταινία που, ταυτόχρονα, βιώνεται ως προσωπικός ψίθυρος. Μία μελαγχολική ωδή για την ερώτηση που μάς περιμένει όλους στο τέλος και πρέπει να έχουμε έτοιμη απαντήση: τι αφήνω πίσω μου; Ο Σκορσέζε μόλις το απάντησε.

Η ταινία, που ήδη κυκλοφορεί στους κινηματογράφους ανά τον κόσμο, θα κάνει την πρεμιέρα της και στο Netflix στις 27 Νοεμβρίου. Άλλο ένα αριστούργημα της streaming υπηρεσίας που κινείται ολοταχώς και δικαίως προς τα Όσκαρ και είναι σιγουρο ότι θα έχει μία λαμπρή πορεία.

Πηγές:

https://www.culturenow.gr/tainies-evdomadas-o-irlandos-kai-to-thayma-tis-thalassas-ton-sargasson/

https://flix.gr/cinema/the-irishman-review.html

https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/597881_o-irlandos

«Ο Ιρλανδός» του Μάρτιν Σκορσέζε: Τα γερασμένα παιδιά

Ο Βασιλιάς: Mία ιδιαίτερη μίξη Netflix, Shakespeare και Timothée Chalamet

Λίγο πριν το πολυαναμενόμενο «Τhe Irishman» του Μάρτιν Σκορσέζε κάνει πρεμιέρα στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Netflix, μία άλλη ταινία με εντυπωσιακό καστ κάνει την εμφάνιση τηςαπό 1η Νοεμβρίου στο ιντερνετικό δίκτυο, «Ο Βασιλιάς» (“The King”) με την σκηνοθετική υπογραφή του Ντέιβιντ Μισό και τον Τιμοτέ/Τίμοθι Σαλαμέ, το νέο αγαπημένο παιδί του παγκόσμιου σινεμά, στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ένα ατμοσφαιρικό δράμα εποχής βασισμένο φυσικά στο σπουδαίο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Ερρίκος Ε’», με λοιπούς πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Πάτινσον, Τζόελ Έτζερτον, Μπεν Μέντελσον και Λίλι-Ρόουζ Ντεπ, το The King μας μεταφέρει στη Βρετανία του 15ου αιώνα. Στην ανάδυση ενός αδίστακτου μονάρχη. Ο Ερρίκος ο Πέμπτος αναλαμβάνει το θρόνο μετά το θάνατο του αδερφού του και του πατέρα του. Πολύ γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με το χάος που του κληρονόμησε ο πατέρας του. Η εξαπάτηση και η διαφθορά κυριαρχούν στο παλάτι και στην κοινωνία. Πολλές θα είναι οι φωνές που θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν τον Ερρίκο σε αυτό το μονοπάτι. Εκείνος θα πρέπει να δείξει πυγμή και να γίνει ένας πραγματικός βασιλιάς.

Η ιστορία του Βασιλιά Ερρίκου Ε’ μπορεί έως τώρα να μην έχει καταφέρει να κερδίσει σαν ταινία τους κριτικούς, όμως οι ερμηνείες τόσο των πρωταγωνιστών Τιμοτέ Σαλαμέ και Ρόμπερτ Πάτινσον όσο και του Τζόελ Έτζερτον είναι ικανές να σε κερδίσουν από το πρώτο λεπτό. Στην ταινία παρατηρούμε ένα παιδί που δεν θέλει να έχει καμία σχέση με το σύστημα εξουσίας του Βασιλιά πατέρα του, να καλείται μέσα σε μια ημέρα να γίνει αρχηγός ενός διχασμένου κράτους. Να αφήσει τα ποτά και τα ξενύχτια και να ορκιστεί Βασιλιάς αντιμετωπίζοντας όλες τις δυσκολίες ενός διαιρεμένου Βασιλείου. Ο “Χαλ” όμως ήταν καλός στο να κάνει λάθη, καλός στο να τα διορθώνει και εν τέλει καλός αν και αυστηρός στο να βασιλεύει. Ο Σαλαμέ κατάφερε να αποτυπώσει ακριβώς τα συναισθήματα ενός ηγέτη που ήθελε να ξεχωρίσει τον 15ο αιώνα.

Η εξουσία για τον Ερρίκο Ε’ είναι μοναχική, καταθλιπτική και βίαιη. Η προσοχή φυσικά επικεντρώνεται στον νεαρό βασιλιά, ο οποίος διαδέχεται τον πατέρα του στον θρόνο σε ηλικία μόλις 27 ετών, αλλά και στις εντάσεις και τις πολιτικές αναταράξεις που συνοδεύουν τον ρόλο του και το μετέωρο βασίλειο του. Ο νέος μονάρχης καλείται πολύ γρήγορα να συγκρουστεί με τον Δελφίνο της Γαλλίας, τον οποίο υποδύεται ο Ρόμπερτ Πάτινσον, ώστε να υπερασπιστεί τον θρόνο του.

Ενδιαφέρθηκα περισσότερο να μεταδώσω μέσα από την ερμηνεία μου την πρόκληση και το βάσανο του Ερρίκου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις εκείνης της εποχής σε τόσο νεαρή ηλικία, παρά να απεικονίσω τα ιδανικά μιας εποχής που δεν έχει σχέση με τη δική μας.

– Timothée Chalamet

Η ταινία έκανε πρώτα πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας, αλλά και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, ενώ η πρώτη ημέρα προβολής της στην πλατφόρμα του Netflix ήταν η 1η Νοεμβρίου. Νωρίτερα, μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα, το φιλμ συγκέντρωσε 13 υποψηφιότητες στα βραβεία της Αυστραλέζικης Ακαδημίας κινηματογράφου AACTA, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Σκηνοθέτη. 

Η ταινία λοιπόν έχει πολλαπλή αξία: αφενός μεν αποτελεί ένα συνεπές δείγμα κινηματογραφικού είδους (ιστορικό περιπετειώδες δράμα), αφετέρου αντανακλά τις πολιτικές και κοινωνικές αγωνίες της εποχής μας σχετικά με τον ρόλο του σύγχρονου ηγέτη στη διαμόρφωση της μετα-ιστορίας των κατευθυνόμενων ειδήσεων. Οι παραπάνω αντικατοπτρισμοί όμως – σε καμία περίπτωση – δεν επιβαρύνουν την γνήσια streaming κινηματογραφική ψυχαγωγία, η οποία πλέον μετράται σε views και όχι σε εισιτήρια στο box office. Ο Ντέιβιντ Μισοντ σκηνοθετεί με ψυχραιμία και αυτοέλεγχο το υπέροχο σενάριο που συνέγραψε με τον Τζόελ Έτζερτον, ο οποίος υποδύεται με ευαισθησία και δυναμισμό τον πολύπειρο Τζον Φάλσταφ (ο χαρακτήρας του βασίζεται στην προσωπικότητα του Τζον Ολντκασλ, φίλου και συνεργάτη του Βασιλιά Ερρίκου Ε΄).

Κάτι ανάμεσα σε μια coming of age ιστορία και μια παραβολή για την σαγηνευτική επιρροή της δύναμης, την μοναξιά της κορυφής και την ευθύνη της εξουσίας το «The King» μπορεί να είναι ως επί το πλείστον συμβατικό στην αφήγησή του, όμως έχει μια κάθε άλλο παρά «αραχνιασμένη ματιά» και μια συγκλονιστική κορύφωση στην μάχη του Αζινκούρ που σε κρατά στην άκρη της καρέκλας σου και σε κάνει να νιώθεις την βία, την λάσπη, το αίμα σχεδόν με όλες τις αισθήσεις σου. Μία γνώριμη μα και συναρπαστική ιστορία μεταμορφώνεται σε μια δυνατή ταινία με ορισμένες αφηγηματικές αδυναμίες, που μας προσφέρει όμως εντυπωσιακές ερμηνείες και μία ιδιαίτερη, άκρως διαφορετική εμπειρία.

Πηγές:

https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/593310_giati-meta-king-oloi-lene-oti-o-salame-einai-o-neos-nti-kaprio

https://www.womantoc.gr/men/article/dyo-apo-tous-pio-oraious-ithopoious-tou-sinema-o-timote-salame-sygrouetai-me-ton-robert-patinson

http://flix.gr/news/venice-2019-the-king-review.html

http://flix.gr/articles/timothee-chalamet-interview-the-king.html

«Ο Βασιλιάς»: ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ στην εποχή του Netflix…

Η Μάχη της Επικράτησης: ο Μεγάλος «Πόλεμος των Ρευμάτων»

Η «Μάχη της Επικράτησης» ή “The Current War”, βασισμένη στα αληθινά γεγονότα, είναι η ιστορία του «Πολέμου των Ρευμάτων» ανάμεσα στον εφευρέτη Τόμας Εντισον και τον επιχειρηματία Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ (με την κομβική παρεμβολή και του Νίκολα Τέσλα) για το ποιος εφηύρε το φως – ή, πιο σωστά, την πατέντα της ηλεκτροδότησης στα τέλη του 19ου αιώνα.

1880. Ο εφευρέτης Τόμας Έντισον (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς) και ο επιχειρηματίας Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ (Μάικλ Σάνον) βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας θρυλικής διαμάχης για την ηλεκτροδότηση του κόσμου που θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας νέας εποχής. Ο Έντισον υποστήριζε την παροχή του συνεχούς ρεύματος, ενώ ο Γουέστινγκχαουζ το εναλλασσόμενο, με την υποστήριξη πολλών Ευρωπαίων βιομηχάνων και, φυσικά, με την ανεκτίμητη βοήθεια του Νίκολα Τέσλα (Νίκολας Χουλτ). Η κόντρα δύο πεισμωμένων πρωτοπόρων, σε μία Αμερική που μέσα από τη γέννηση της βιομηχανικής επανάστασης ξυπνούσε και η επιστήμη αλλά κι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός.

 «Από τη μία, ο Γουέστινγκχαουζ, που μένει ανώνυμος και αφήνει έναν καλύτερο κόσμο», εξηγεί ο σκηνοθέτης Αλφόνζο Γκόμεζ-Ρέχον , «και από την άλλη, ο Έντισον, που ήξερε πόσο σπουδαίος ήταν. Έχασε τον «Πόλεμο των Ρευμάτων», αλλά αυτόν θυμόμαστε. Αυτό γεννάει ερωτήματα: έπαρση εναντίον μετριοφροσύνης». Καθώς ξετυλίγεται η ταινία, η ανταγωνιστική του κοσμοθεωρία οδηγεί τον Έντισον σε σκοτεινά τοπία. Η δίψα του για να νικήσει τον Γουέστινγκχαουζ θα τον αναγκάσει να προδώσει τη βασική του αρχή: να μην βοηθήσει κανέναν να αφαιρέσει κάποια ζωή. «Έφτιαξε την ηλεκτρική καρέκλα για να κερδίσει τον “Πόλεμο των Ρευμάτων” και αυτό είναι λυπηρό», περιγράφει ο παραγωγός Μπασίλ Ιυάνικ «Ο Έντισον χάνει την ηθική του νωρίς στην ταινία και χάνει τον δρόμο του».

Ο Έντισον θα ηττηθεί από τον αντίπαλό του, θα πληγωθεί, αλλά θα παραμείνει απτόητος στην επιχειρηματική του πορεία. Θα βοηθήσει, μάλιστα, στην εφεύρεση της βιομηχανίας του κινηματογράφου. «Αυτό που πραγματικά εφηύραν ήταν η ιδέα του να μην παίζεις με τους κανόνες», λέει ο Μίτνικ.

Η πλευρά του Γουέστινγκχαουζ στον «Πόλεμο των Ρευμάτων» είναι σίγουρα πιο ευγενική και σωστή. Σε αντίθεση με τον Έντισον, ο Γουέστινγκχαουζ δεν κυνήγησε την διασημότητα, ούτε προσπάθησε να γίνει φίρμα. «Δεν έβαλε ποτέ το όνομά του σε καμία εφεύρεση», υπογραμμίζει ο παραγωγός Μπασίλ Ιυάνικ, «σε αντίθεση με τον Έντισον που έβαλε το όνομά του σε εφευρέσεις άλλων». Μόνο 13 φωτογραφίες του Γουέστινγκχαουζ έχουν σωθεί και έκαψε όλα του τα χαρτιά πριν το θάνατό του το 1914. «Αυτό που μου είπε ο Αλφόνσο και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον ήταν ότι αυτή δεν είναι μια ταινία που αφορά το παρελθόν, είναι μια ταινία που αφορά το μέλλον», προσθέτει ο Μάικλ Σάνον.

Τον Σέρβο εφευρέτη Νίκολα Τέσλα, που καθόρισε το αποτέλεσμα του «Πολέμου των Ρευμάτων», υποδύεται ο Νίκολας Χουλτ. Ο Τομ Χόλαντ υποδύεται τον Σάμιουελ Ίνσουλλ, τον νεαρό έμπιστο φίλο και προσωπικό γραμματέα του Έντισον. Στο ρόλο της έξυπνης και συμπονετικής συζύγου του Έντισον, Μάρι, βρίσκουμε την Τάπενς Μίντλτον. Ενώ την εξωστρεφή σύζυγο του Τζορτζ Γουέστινγκχαουζ, Μαργκερίτ, υποδύεται η Κάθριν Γουότερστον.

O Μπένεντικτ Κάμπερμπατς δηλώνει για τον Τέσλα «Ήταν ο πιο ιδιοφυής απ’ όλους. Ενώ ο Έντισον και ο Γουέστινγκχαουζ έβλεπαν 10 χρόνια μπροστά, ο Τέσλα έβλεπε 100».

Η ταινία θα έπρεπε να είναι ένα ηλεκτρισμένο δράμα – γεμάτο ενέργεια κι ένταση. Το γεγονός ότι τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνεύουν δύο από τους πιο αξιόλογους πρωταγωνιστές της εποχής μας, ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς κι ο Μάικλ Σάνον, θα έπρεπε να βάζει φωτιά στην οθόνη.

Το δράμα εποχής του Αλφόνσο Γκόμεζ-Ρεγιόν όμως, αν και το φωτίζει ο διευθυντής φωτογραφίας του Παρκ Τσαν-γουκ, Τσανγκ Τσανγκ-χουν δεν απογειώνεται ποτέ σε κάτι συναρπαστικό. Παραμένει, παραδόξως, κάπως αφηγηματικά αδιάφορο και στα ίδια μονοπάτια που έχουμε συνηθήσει, παρ’ότι αφηγείται μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες όλων των εποχών που καθόρισε την μοίρα του σύγχρονου κόσμου.

Ο πάντα ανθρωποκεντρικός Γκόμεζ-Ρεγιόν προσπαθεί να μην σπαταλήσει τόσο ταλέντο και να δώσει ουσία στην ιστορία. Κι έχει ενδιαφέρον το πόσος ναρκισισμός μπορεί κρύβεται στην κόντρα δύο genius ανθρώπων, αλλά αυτό δυστυχώς δεν φτάνει για να ηλεκτροδοτήσει ολόκληρη την ταινία. Μπορεί να φταίει ότι ο σεναριογράφος Μάικλ Μίτνικ που το είχε αρχικά οραματιστεί ως μιούζικαλ (αλά «Χάμιλτον») ή ότι η ταινία μπλέχτηκε στο σκάνδαλο Γουάινστιν και έμεινε σε αναμονή γι 2 ολόκληρα χρόνια. Αυτό που ξέρουμε πάντως είναι ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο, ίσως άξιο και για μία υποψηφιότητα στα Όσκαρ.

Πηγές:

https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/589175_mpenentikt-kampermpats-kai-maikl-sanon-sti-mahi-tis-epikratisis

http://flix.gr/cinema/the-current-war-review.html

Looking for Alaska: Αναζητώντας την μεγάλη αλήθεια της ζωής

Το πρώτο βιβλίο του John Green, που εκδόθηκε το 2005 και μεταφράστηκε στα ελληνικά με τίτλο Αναζητώντας την Αλάσκα έγινε σειρά οκτώ επεισοδίων από το Hulu με πρωταγωνιστές τους Kristine Froseth και Charlie Plummer και έκανε πρεμιέρα εχθές, Παρασκευή 18 Οκτωβρίου.

Στο μυθιστόρημα του Green την ιστορία αφηγείται ο έφηβος Miles “Pudge” Halter, ο οποίος ξεκινάει τη φοίτησή του σε ένα ιδιωτικό σχολείο όπου γνωρίζει την νεαρή Alaska Young. Ο Pudge ερωτεύεται την Alaska, όμως όταν εκείνη φύγει ξαφνικά από τη ζωή, αναγκάζεται να ερευνήσει την αλήθεια πίσω από τον θάνατό της και να συμβιβαστεί με αυτήν.

Η σειρά αποτελείται από 8 επεισόδια και θα είναι μίας σεζόν, γενικά έχει αρκετά καλές κριτικές μετά την πρεμιέρα του πρώτου επεισοδίου. Άλλοι ηθοποιοί που παίζουν στην σειρά είναι οι Denny Love (Κόλονελ), Jay Lee (Τακούμι), Sofia Vassilieva (Λάρα), Landry Bender (Σάρα), Uriah Shelton (Λόνγκγουελ), and Jordan Connor (Κέβιν). Ο John Green ηταν παραγωγός της σειράς και παρεβρέθηκε σε όλη την διάρκεια των γυρισμάτων στο σετ, καθοδηγώντας και συμβουλεύοντας τους ηθοποιούς. Κάθε επεισόδιο τελειώνει με κάποιο μυστηριώδες και φαινομενικά φοβερό γεγονός και μία αντίστροφη μέτρηση προς την μεγαλύτερη ανατροπή ολόκληρης της σειράς. Εάν δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο, ετοιμαστείτε για ένα μεγάλο σοκ.

Το Αναζητώντας την Αλάσκα δεν είναι το μοναδικό αριστούργημα στο είδος του, αλλά έχει μοναδικά μηνύματα. Καταγράφει με μοναδικό τρόπο την ανεξίτηλη επίδραση που μπορεί να ασκήσει μια ζωή πάνω σε μια άλλη. Ο Miles για πρώτη φορά θα γνωρίσει την έννοια της συντροφικότητας.Θα βιώσει τι σημαίνει αλληλεγγύη.Πάνω από όλα όμως στο πρόσωπο της «αιρετικής» συμφοιτήτριας του, Αλάσκα, με το απρόσμενο όνομα και τον απροσδόκητο χαρακτήρα- θα μάθει τι σημαίνει αγάπη, θα δοκιμάσει την ανατροπή των σταθερών του και την οδύνη που μπορεί να φέρει η απώλεια του έρωτα, οδηγώντας όμως έτσι στην ανάδυση της ενήλικης “ταυτότητάς” του.

Πρώτη φορά οι νεαροί μας έφηβοι θα βιώσουν την έννοια της Απώλειας όχι μόνο ενός προσώπου, αλλά και της ίδιας της ψευδαίσθησης «αθανασίας» που ψευδεπίγραφα παρέχει η απολυτότητα της εφηβικής σκέψης απέναντι στα πράγματα.Καθένας θα αναζητήσει νέους ρόλους μετά την υποχώρηση αυτής της σταθεράς κι η οδύνη θα κατευθύνει προς στην αυτογνωσία.

Έτσι ο Μάιλς Χάλτερ θα ανακαλύψει πως ο Άνθρωπος δεν μπορεί να απαντήσει το Μεγάλο Ίσως της ζωής του περιχαρακωμένος στον εαυτό του.

Διότι μπορεί η απάντηση να είναι προσωπική υπόθεση του καθενός όμως η συνύπαρξη με τους γύρω, η ένταξη σε ένα σύνολο, η Φιλία κι η ψυχική επαφή με τον Άλλον δίνουν στο άτομο το ψυχικό σθένος να αναμετρηθεί με τα ερωτήματα της ύπαρξης.Έννοιες όπως η αλληλεγγύη, η αγάπη, η αυτοθυσία και η ακεραιότητα νοηματοδοτούν την εφήμερη ύπαρξη του ανθρώπου.

Γιατί αν τα «τελευταία λόγια» του ανθρώπου, σαν αυτά που γοητεύουν τον Χάλτερ, αποτυπώνουν την απώτερη αλήθεια του καθενός, υπάρχουν και κάποιες αλήθειες που πρέπει να τις αρθρώσει κανείς αρκετά πριν την Ύστατη Ώρα, με ανώτερο το αίσθημα της αγάπης, για να δικαιούται να αναφωνήσει στο τέλος «Έζησα».

Πηγές:

https://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=197427

Πρώτες φωτογραφίες από τη σειρά που βασίζεται στο βιβλίο “Αναζητώντας την Αλάσκα” του John Green

https://ew.com/tv/2019/10/16/looking-for-alaska-hulu-adaptation-john-green-cast-interviews/

“Παράσιτα”: Η λαμπρή άνοδος του Κορεάτικου Κινηματογράφου

Με τον Joker να συνεχίζει τη θριαμβευτική του πορεία, ξεπερνώντας μέσα σε δυο βδομάδες τα 450.000 εισιτήρια και να αναγκάζει τους ιδιοκτήτες των κινηματογράφων να κάνουν και μεταμεσονύχτιες προβολές, μια νέα σημαντική ταινία παίρνει τη σκυτάλη. Πρόκειται για το σκληρό φιλμ «Παράσιτα», του Μπονγκ Τζουν-Χο, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο τελευταίο φεστιβάλ στις Κάννες. Είναι ο δεύτερος διαδοχικός Χρυσός Φοίνικας από την Ασία, μετά το περσινό “Shoplifters” του Χιροκάζου Κόρε-Εντα, μία επίσης εκπληκτική ταινία.

Τα τελευταία χρόνια η νοτιοκορεατική (και γενικότερα η ασιατική) κινηματογραφία τείνει να δημιουργήσει μια νέα σχολή, που στον πυρήνα της βρίσκονται οι καθημερινοί άνθρωποι, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, οι κοινωνικές αντιθέσεις και αδικίες και πάνω απ’ όλα ο πολιτικός στοχασμός. Ένα φρέσκο σινεμά, που δείχνει ότι η «Έβδομη Τέχνη» μπορεί να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο το έχουν φέρει οι τεχνοκράτες και οι επιλογές τους που προσπαθούν να καλύψουν τα γούστα του μέσου κοινού. Με τα «Παράσιτα» ο Μπονγκ Τζουν-Χο εντυπωσίασε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών και δικαίως κατέκτησε τον «Χρυσό Φοίνικα», καθώς αποφεύγει την ευκολία της καταγγελτικής ρητορικής και σπάζοντας τις φόρμες του συρμού, στήνει μια επίπονη σπουδή πάνω στις ταξικές αντιθέσεις, τις κοινωνικές ανισότητες, τους ανθρώπους των υπογείων και των επαύλεων και αυτή τη νοητή γραμμή που τους συνδέει.

“Στην καπιταλιστική πραγματικότητα οι αντιθέσεις μεταξύ των τάξεων όχι μόνον υφίστανται, αλλά –αντίθετα απ’ ό,τι μας πληροφορούν κυβερνήσεις και μέσα μαζικής ενημέρωσης– σταδιακά οξύνονται παρά αμβλύνονται. Είμαι απαισιόδοξος για τη σύγκλιση των διαφορετικών συμφερόντων και την κατάργηση των διακρίσεων, τουλάχιστον στη δική μας εποχή.”

– Μπονγκ Τζουν-Χο

Είμαστε στην Άπω Ανατολή, συγκεκριμένα στη Σεούλ, και πάντα στη σκιά του ασιατικού οικονομικού θαύματος. Η τετραμελής οικογένεια Κιμ ζει σε ένα μικρό υπόγειο που πλημμυρίζει με την πρώτη ευκαιρία κι επιβιώνει με εφήμερες μικροδουλειές, σχεδιάζοντας φτηνο-κομπίνες κι ελπίζοντας, γενικά κι αόριστα, σε ένα καλύτερο αύριο.

Η ιστορία μας αρχίζει όταν μικρός γιος Κι-γου προσλαμβάνεται ως καθηγητής αγγλικών της μικρής κόρης του κ. Παρκ, έναν εύπορο πατριάρχη μιας –επίσης τετραμελούς– οικογένειας, ιδιοκτήτη μίας διεθνούς εταιρίας πληροφορικής. Ελπίζοντας επιτέλους σε ένα σταθερό εισόδημα και κουβαλώντας τις προσδοκίες όλης του της οικογένειας, πηγαίνει για συνέντευξη στο σπίτι των Παρκ, για να συναντήσει την κυρία του σπιτιού. Μετά την πρώτη αυτή συνάντηση, ξεκινάει ένας χείμαρρος ατυχών συμβάντων. Αφού προσλαμβάνεται, δημιουργεί με ύπουλο τρόπο τις συνθήκες ώστε και οι υπόλοιποι συγγενείς του να μπορέσουν να επωφεληθούν της ευκαιρίας και να “εισβάλουν” στον κόσμο της μεγαλοαστής οικογένειας, δίχως να φαντάζεται, ωστόσο, όσα πρόκειται να συμβούν. Από το πρωτό μέχρι το τελευταίο πλάνο κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως τελικά θα καταλήξει η ιστορία των δύο οικογενειώv, που πλέον συνδέονται άρρηκτα, όπως ένας ξενιστής με τα παράσιτα του.

 Με έναν μεθοδικό, φαινομενικά χαλαρό κι ευχάριστο μα στην πραγματικότητα ύπουλο αφηγηματικό τρόπο, ο δοκιμασμένος σε κάθε κινηματογραφικό είδος Μπονγκ Τζουν-χο («Memories of Murder», «Ο Επισκέπτης», «Mother», «Snowpiercer») εναλλάσσει δεξιοτεχνικά την απόσταση που κρατά ο φακός από την κάθε οικογένεια. Τη μία στιγμή οι Κιμ παρουσιάζονται ως άξεστοι οπορτουνιστές και την άλλη γίνονται συμπαθείς ως απόκληροι ενός κόσμου πλαστών ευκαιριών. Οι ατσαλάκωτοι Παρκ μοιάζουν ψυχροί και άσπλαχνοι μέσα στην αποστειρωμένη ευδαιμονία τους, δεν μπορείς όμως να μη σταθείς στο πλευρό τους όταν εξαπατώνται από τους ανθρώπους στους οποίους έχουν δείξει εμπιστοσύνη. Αλλά και πάλι, οι αμφίσημες διαθέσεις θα αλλάξουν άρδην όταν η παράδοξη συμβίωση βγάλει στην επιφάνεια μερικά καλά κρυμμένα μυστικά, ανατρέποντας τα δεδομένα ενός προβλέψιμου κοινωνικού δράματος.

“Μιλάμε πάντα για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι αγωνίζονται να πετύχουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους. Εκεί γεννιέται το αληθινό δράμα κι έρχονται στην επιφάνεια βαθιά, ειλικρινή και περίπλοκα συναισθήματα. Στα «Παράσιτα» προσπάθησα να περιορίσω αυτόν τον αγώνα σε κάτι πιο καθημερινό, σε κάτι που μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε εύκολα, σε κάτι που αφορά την καθημερινή επιβίωση.”

– Μπονγκ Τζουν-χο

Τα αριστουργηματικά και δίχως να κατατάσσονται αβίαστα σε κάποιο κινηματογραφικό genre  «Παράσιτα»,  τολμούν να δείξουν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών με ένα ασύλληπτο μείγμα από γκροτέσκο χιούμορ, ψυχολογικό θρίλερ και δράμα χαρακτήρων. Η πάλη μεταξύ Παρκ και Κιμ (τα ονόματα των δύο τετραμελών οικογενειών) δίνεται με τέτοια σκηνοθετική χάρη όπου όλες οι πιθανές ενστάσεις που έχει η βλοσυρή κριτική να σβήνει κάτω από το βάρος της αλήθειας της ταινίας. Τα «Παράσιτα» ως καθρέφτης – άλλοτε παραμορφωτικός, άλλοτε ρεαλιστικός κι άλλοτε σουρεαλιστικός- ενός άδικου και σκληρού κόσμου είναι ένα πολύτιμο κινηματογραφικό μανιφέστο που ανύψωσε ακόμη παραπάνω τον ήδη ανερχόμενο κορεάτικο κινηματογράφο θα μείνει στην ιστορία της μεγάλης οθόνης

Πηγές:

https://www.monopoli.gr/2019/10/17/reviews/oi-tainies-tis-evdomadas/348226/oi-tainies-tis-evdomadas-enas-foinikas-apo-xrysafi/

https://www.athinorama.gr/cinema/article/milisame_me_ton_aprosdokito_nikiti_ton_kanon_mpongk_tzoun_xo-2538191.html

https://www.athinorama.gr/cinema/article/parasita-2538179.html

Ταινίες Πρώτης Προβολής: «Παράσιτα» και… παράσιτα