Η Φόνισσα είναι ένα από τα καλύτερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ίσως και το καλύτερο. Πρόκειται για το δεύτερο συγγραφικό έργο του και θεωρείται ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και αποτελείται συνολικά από 17 κεφάλαια. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Δυστυχώς, αποτελέι το μοναδικό αυτόγραφο των έργων του που δεν έχει διασωθεί.
H «Φόνισσα» κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: και ιδιαίτερη και εξέχουσα. Aν δεν υπήρχε η «Φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό έργο. Xωρίς τη «Φόνισσα» το έργο του Παπαδιαμάντη θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Tο κακό που διαπράττει η γραία Xαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο.
Το έργο διαδραματίζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τη Σκιάθο, όπως σε αρκετά από τα διηγήματα του. Η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από την γριά Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, το κεντρικό πρόσωπο, την «Φόνισσα» που σκοτώνει τέσσερα μικρά κορίτσια, θέλοντας έτσι να τα απαλλάξει απ’ τις δυσκολίες και τα πάθη που θα τους έφερνε η ζωή όπως σε όλες τις γυναίκες της εποχής της. Το πρώτο της έγκλημα, διαπράττει ένα βράδυ του Ιανουαρίου, μέσα στο φτωχικό της σπίτι, όντας παραλογισμένη, καθώς συλλογίζεται τον «ανώφελο, μάταιο και βαρύ» βίο της, με θύμα τη νεογέννητη εγγονή της, που ήταν άρρωστη, κι έτσι δεν ενοχοποιείται για το θάνατο της μικρής. Λίγο καιρό αργότερα, για να ξεφύγει απ’ τις τύψεις που τη βαραίνουν πηγαίνει σ’ ένα ερημοκκλήσι. Στην επιστροφή, περνά απ’ το περιβόλι του Γιάννη του Περιβολά που η γυναίκα του ήταν άρρωστη, κλεισμένη μες στο σπίτι και βρίσκει μόνα τους τα δύο μικρά κορίτσια τους να παίζουν δίπλα στη στέρνα. Εκεί, σπρώχνοντάς τα μέσα στο νερό, τα πνίγει και όταν οι γονείς τους εμφανίζονται προσποιείται ότι προσπαθεί να τα σώσει ενώ είναι ήδη νεκρά. Έτσι, γλιτώνει από τις κατηγορίες για το θάνατο των δύο κοριτσιών αλλά λίγο καιρό αργότερα, όταν τυχαία πνίγεται ένα κορίτσι σε ένα πηγάδι και η ίδια συμπτωματικά είναι εκεί κοντά κατηγορείται για τους θανάτους και των τριών και ξεκινά η καταδίωξή της από την αστυνομία.
«Η γριά Χαδούλα η Φραγκογιαννού ζει στη Σκιάθο. Φτωχή γυναίκα, βγάζει τα προς το ζην πότε ξενοπλένοντας και πότε κάνοντας την κομπογιαννίτισσα. Ο καημός της για την προίκα που δεν πήρε και για τις προίκες που αναγκάστηκε να δώσει για να παντρέψει τα κορίτσια της έκανε να «ψηλώσει ο νους της»
Η φονική δράση της, όμως, δε σταματά εκεί και πνίγει ακόμα το νεογέννητο ενός βοσκού, στη στάνη του οποίου κρυβόταν απ’ τους χωροφύλακες, ενώ την τελευταία στιγμή σώζονται τα δύο κορίτσια ενός άλλου βοσκού λόγω της έγκαιρης προσέλευσης των χωροφυλάκων. Τέλος, η Φραγκογιαννού, καταδιωκόμενη από τους χωροφύλακες, αποφασίζει να πάει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη, που βρισκόταν σε ένα μικρό τμήμα ξηράς μέσα στη θάλασσα με γέφυρα ένα στενό πέρασμα στεριάς που κάθε τόσο το κάλυπτε η θάλασσα, με σκοπό να εξομολογηθεί τα πάθη της στον πνευματικό γέροντα παπ’ Ακάκιο και μετανοώντας, με την βοήθεια του, να ξενιτευτεί μέσω κάποιου διερχόμενου πλοίου. Ωστόσο, η βρεφοκτόνος, δεν προφταίνει να περάσει το πέρασμα και πνίγεται απ` τα ορμητικά, πικρά και αλμυρά νερά της παλίρροιας « στο μισό του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Ο Παπαδιαμάντης απεικονίζει με την πένα του σε όλα του τα έργα τη ζωή μέσα στην ελληνική ύπαιθρο και τις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Στο συγκεκριμένο διήγημα περικλείει ατόφια την νεοελληνική κοινωνία προτού αυτή μπει στο αστικό στάδιο της ανάπτυξής της και αρχίζει να επηρεάζεται από ξένα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Διεισδύει, με τρόπο «ανυπόφορα φυσικό», μέσα στην ίδια την ανθρώπινη υπόσταση που γίνεται ένα με τον τόπο και την εποχή. Είναι η ίδια η
παπαδιαμαντική ματιά που συγκρούεται, σχεδόν αναγκαστικά, πάνω στα κοινωνικά τείχη που οδηγούν τους ανθρώπους στη δυστυχία.
«Είναι η σχεδόν άγνωστη γλώσσα που χρησιμοποιεί, αλλά και ο ακατάληπτος κόσμος που περιγράφει, καθώς δεν υπάρχει πλέον ώστε να τον κατανοήσουμε». Γι’ αυτόν τον λόγο, οι σημειώσεις και τα σχόλια λειτουργούν ως γέφυρες με το παρελθόν και το έργο. «Πρόθεσή μου ήταν να διαβαστεί το έργο από τους νέους ανθρώπους. Τα σχόλια και οι σημειώσεις είναι λαογραφικές, υφολογικές και γραμματολογικές και εξηγούν πράγματα που ο σημερινός αναγνώστης δεν γίνεται να γνωρίζει», λέει ο Κώστας Σταμάτης, που είχε την φιλολογική επιμέλεια της πιο πρόσφατης έκδοσης της ιστορίας από τις εκδόσεις Πατάκη.
Στο προφανές ερώτημα γιατί η «Φόνισσα» εξακολουθεί να μας απασχολεί, η απάντησή του είναι κατηγορηματική: «Εχουμε να κάνουμε με ένα έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για το κορυφαίο έργο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ενα δυνατό ψυχογράφημα με αρκετές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα υπόλοιπα που έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Η Φραγκογιαννού είναι αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης να ζει και να λειτουργεί κανείς μέσα στη φύση της ύπαρξης. Είναι μια δυναμική γυναίκα που οδηγείται σε ακραίες πράξεις, ενώ στο τέλος δεν ξέρουμε αν τιμωρήθηκε από τον Θεό ή την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Η ύστατη σκηνή, η λύτρωση διά του νερού, είναι καθοριστική για την ιστορία. Οι συμβολισμοί του έργου είναι πολλοί και έλκουν την καταγωγή τους από την Παλαιά Διαθήκη και τη δημοτική παράδοση. Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως το φαινόμενο της θηλυκτονίας ήταν υπαρκτό και οι παλαιότεροι το γνωρίζουν. Σε περιοχές μακριά από τα αστικά κέντρα, πολλές οικογένειες οδηγήθηκαν σ’ αυτήν για να μη δώσουν προίκα στις κόρες και να μην κατατμηθεί η μικρή περιουσία της οικογένειας. Η “Φόνισσα” είναι έργο για μελέτη κι όχι για απλό διάβασμα. Ο επαρκής αναγνώστης θα χρειαστεί πολλαπλά κοιτάγματα και ψάξιμο κάτω από το υπέδαφος των λέξεων».
Το βιβλίο έχει δεχθεί μία σειρά αναλύσεων τόσο από λογοτεχνικής , όσο και από εγκληματολογικής και ποινικής προσεγγίσεως σύμφωνα με τα περισσότερα συγγράμματα του Παπαδιαμάντη . Ο τρόπος που ο συγγραφέας προσπάθησε να διεισδύσει στην ψυχήν της ηρωίδος θεωρήθηκε μοναδικός, την στιγμήν που παράλληλα μεταφέρεται στον αναγνώστη ο ευρύτερος περίγυρος του νησιού, η θέση της γυναικός στην μικράν κοινωνίαν και αι αντιθέσεις μεταξύ των φτωχών χωρικών και των αρχόντων της εποχής.
Η Φόνισσα είναι ίσως ο πιο καλογραμμένος και περίπλοκος χαρακτήρας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η γριά-Χαδούλα, είναι μια γυναίκα της εποχής του Παπαδιαμάντη, μιας ανδροκρατούμενης δηλαδή κοινωνίας. Χαρακτηρίζεται ως μια κατατρεγμένη γυναίκα με πολλές δυσκολίες στη ζωή της που έχει νιώσει τον κοινωνικό ρατσισμό σε κάθε πτυχή του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, σε όλη της τη ζωή υπηρετούσε κάποιον, είτε αυτός ήταν οι γονείς της, είτε αυτός ήταν ο άντρας της, είτε αυτά ήταν τα παιδιά της. Γι` αυτό και κάτω από τα «φοβερότερα βάθη και πάθη της ανθρώπινης ψυχής», στα όρια του παραλογισμού προσπαθεί να σώσει κάθε άλλο θηλυκό που βρίσκεται αβοήθητο στο δρόμο της. Έτσι, λοιπόν, στην ηλικία που βρίσκεται τώρα διαπράττει μια σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τα απαλλάξει όπως και τις μητέρες τους από μια «βασανιστική» ζωή σαν τη δική της. Νιώθει έτσι πως διαπράττει κοινωνικό καλό, μία θεάρεστη πράξη. Αποτελεί, λοιπόν, ένα τραγικό πρόσωπο, αφού γίνεται θύτης για να προλάβει να μην γίνουν θύματα της μοίρας τους τα θύματά της. Επομένως, δεν φαίνεται να διαπράττει τους φόνους από κακία και μίσος προς τα μικρά κορίτσια, αλλά μέσα στα πλαίσια ενός παραλογισμού από υποσυνείδητη «καλοσύνη» για να τα «σώσει» απ` τη «μαρτυρική» ζωή που επρόκειτο να κάνουν. Λειτουργεί, συνεπώς καλοπροαίρετα εμμέσως απέναντι στα κορίτσια. Σκοτώνει για να ελευθερώσει. Διορθώνει τη φύση, διορθώνει τη ζωή, λυτρώνει τους φτωχούς από την κακή τύχη που είχαν γεννώντας θηλυκό. Διορθώνει μια και καλή τους άδικους νόμους και τις συνήθειες μιας οπισθοδρομικής κοινωνίας.
Είναι η Φραγκογιαννού τρελή; Το ερώτημα έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές του έργου.
Προκύπτει αναπόφευκτα σε όποιον μελετά τη «Φόνισσα», καθώς οι πράξεις αυτής της γυναίκας δεν ανταποκρίνονται στη λογική του μέσου ανθρώπου και μόνο ως εξωλογικές και εξωφρενικές
μπορούν να χαρακτηριστούν. Είναι όμως πράγματι η Φραγογιαννού μια γυναίκα που έχει χάσει τα λογικά της; Είναι μια ψυχοπαθής που διαπράττει φόνους χωρίς να έχει αίσθηση αυτών που κάνει; Είναι μια ηλικιωμένη που έχει το ακαταλόγιστο;
Μέσα από το ίδιο το έργο φαίνεται πως κατά τη διάπραξη των φονικών η Φραγκογιαννού έχει απόλυτη διαύγεια πνεύματος, πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Όταν η Χαδούλα θέλησε να κάνει τον απολογισμό της ζωής της και κατέληξε στο πικρό συμπέρασμα πως «ο βίος της είναι ανωφελής και μάταιος και βαρύς», τότε η κατάσταση γίνεται αφόρητη και ακατανόητη. Ή έπρεπε να σκύψει το κεφάλι στην ανθρώπινη μοίρα και να αγωνιστεί αντιμετωπίζοντας τα μάταια βάσανα της ζωής που τελειωμό δεν έχουν ή καθώς ψηλώνει ο νους της, να επαναστατήσει. Και η Φραγκογιαννού επαναστάτησε με τον τρόπο της. Συνειδητοποιώντας τη σκλαβιά της απομονώνεται απ’ όλους τους άλλους που αντίθετα μ’ αυτήν ούτε βλέπουν, ούτε καταλαβαίνουν. Το να υπηρετεί τους άλλους δεν αποτελεί γι’ αυτήν λύτρωση, δεν είναι θετική στάση απέναντι στην ζωή, δεν είναι δεσμός και επικοινωνία με τους ανθρώπους, με τη φύση, με το χρόνο και κυρίως δεν είναι δική της επιλογή. Δεν διάλεξε τον τρόπο ζωής της, όπως δεν διάλεξε και την γέννησή της, άλλως θα έβρισκε την δύναμη να αντέξει και τις πίκρες και τα βάσανα και θα έβρισκε νόημα στη ζωή της. Είναι ολομόναχη, ψυχικά ταπεινωμένη, και αμύνεται με κάθε τρόπο να βγει από την φτώχια που της έχει επιβληθεί και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, θέλει να πετάξει, να γλυτώσει, να ελευθερωθεί όχι μόνο από τους διώκτες της αλλά από την ίδια της την μοίρα, εκείνη του ανθρώπου που παραλογίστηκε και έχασε τον δρόμο του. Και στο τέλος ελευθερώθηκε.
«…Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Άγιου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Η νουβέλα έχει ανεβή και στη σκηνή ως θεατρική παράσταση, έχοντας δεχθεί μία σειρά διασκευών από πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες. Το 1974 γυρίστηκε ως κινηματογραφική ταινία, σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Αλκαίου. Το 2014 ανέβηκε στη σκηνή και ως όπερα από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Πηγές:
https://sites.google.com/site/aformesskepseisdimiourgia/h-gynaika-ston-papadiamante/-e-phonissa
https://www.kathimerini.gr/974855/gallery/politismos/vivlio/to-yyxografhma-ths-fonissas
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%A6%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1
https://www.public.gr/product/books/greek-books/literature/greek-literature/i-fonissa/prod230028/prod640641pp?gclid=Cj0KCQjw-Mr0BRDyARIsAKEFbedY7p77UOsx43mXHF7Gb2INeUdFxoLFURJ7M-5ayE-AZNeyIor5xa8aApRCEALw_wcB