And then there were none ή αλλιώς 10 μικροί νέγροι της Agatha Christie

Τα θαυμάσια μυθιστορήματα συχνά μετατρέπονται σε κατώτερες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, πολλές φορές έχουν μικρές ομοιότητες με το αρχικό υλικό. Το μυθιστόρημα μυστήριου της Agatha Christie “And Then There Were None” του 1939 έχει μετατραπεί σε ένα κλασικό κωμικό θρίλερ, σε μια αναποτελεσματική αδιάφορη διασκευή, σε μια κιτς εξεζητημένη ταινία τρόμου και σε ένα αρκετά ευχάριστο musical του Bollywood. Ωστόσο, μόνο η εκπληκτική ρωσική εκδοχή σκιαγράφησε τον σκοτεινό και μελαγχολικό τόνο του μυθιστορήματος, αν και για να είμαστε δίκαιοι, ορισμένες προσαρμογές μιμούνται τον ελαφρύτερο τόνο της θεατρικής παραγωγής της Christie.

Η πρόσφατη προσαρμογή του BBC για το “And Then There Were None” ήταν η πλησιέστερη εκδοχή στο αρχικό βιβλίο της Christie στην αγγλική γλώσσα. Διατηρεί ακόμη και το αρχικό τέλος του μυθιστορήματος, ενώ οι περισσότερες μεταφορές έχουν κρατήσει το φινάλε της θεατρικής προσαρμογής της Christie. Η παραγωγή είναι σκοτεινή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες και τις διαστρεβλωμένες ψυχές τους, και είναι γενικά ένα εξαιρετικό miniseries. Οι αναδρομές είναι αξιοσημείωτα αποτελεσματικές. Η παραγωγή παίρνει την υπεροχή αυτή ιδέα της Christie – στην οποία δέκα άτομα προσκαλούνται σε ένα απομονωμένο νησί, όπου ο καθένας κατηγορείται για δολοφονία και ο ένας μετά τον άλλο, δολοφονούνται – και καταφέρνει να τη δικαιώσει, κάτι που δεν είναι εύκολο.

Δέκα άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα, προσκαλούνται σε ένα απομακρυσμένο νησί προς υπηρεσία του ζευγαριού που ζει εκεί, των Owen. Το πρώτο βράδυ, καθώς απολαμβάνουν τη φιλοξενία περιμένοντας τους οικοδεσπότες τους, μία μυστηριώδης ηχογράφηση αντηχεί σε όλο το σπίτι. Η ακέφαλη φωνή κατηγορεί τον καθένα από τους καλεσμένους για σκοτεινά εγκλήματα του παρελθόντος. Όχι πολύ αργότερα, ο πρώτος από αυτούς πέφτει νεκρός, ξεκινώντας μία σειρά από μυστήριους θανάτους χωρίς εκτελεστή που φαίνεται να είναι εμπνευσμένοι από ένα παλιό παιδικό ποίημα που κοσμεί κάθε δωμάτιο της έπαυλης.

Το κλασσικό και πολυδιασκευασμένο αριστούργημα της Αγκάθα Κρίστι μεταφέρεται αυτή τη φορά για την μικρή οθόνη από το BBC1 σε μία μίνι σειρά τριών μονόωρων επεισοδίων για να αποτελέσει ίσως την πιο καλοφτιαγμένη διασκευή του έργου μέχρι σήμερα. Όπως συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται για μία κινηματογραφική (ή εν προκειμένω τηλεοπτική) μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου τίθεται ένα καίριο ζήτημα: κατά πόσο καταφέρνει το νέο μέσο να μεταδώσει την ατμόσφαιρα και τον χαρακτήρα με πιστότητα και σεβασμό στο πρωτότυπο. Και στην περίπτωση του And Then There Were None, το στοίχημα για τη βρετανική τηλεόραση, και τους κατά τα άλλα άγνωστους συντελεστές της σειράς, ήταν διπλό. Αφενός, να καταφέρει να μεταφέρει το κλίμα της εποχής, καθώς η ιστορία είναι τοποθετημένη στη δεκαετία του ’30 και αφετέρου να μετατρέψει την ένταση και τον τρόμο των γραπτών της Αγκάθα Κρίστι σε τηλεοπτική προϊόν, που είναι σε θέση να ικανοποιήσει και το απαιτητικό, εκπαιδευμένο στον τρόμο, σημερινό κοινό. Και από τα πρώτα είκοσι περίπου λεπτά του πρώτου επεισοδίου είναι πια βέβαιο πως το στοίχημα αυτό έχει κερδηθεί.

Από τα ρούχα, τα μαλλιά και τα αυτοκίνητα των πρωταγωνιστών μέχρι τους κοινωνικούς ρόλους, τις ιστορίες και τους διαλόγους τους, τα πάντα είναι επιλεγμένα με φροντίδα στη πιστότητα και την ιστορική ακρίβεια. Το σκηνικό, που αποτελεί και αυτό από μόνο του τον ενδέκατο πρωταγωνιστή της σειράς, είναι όσο αινιγματικό και επιβλητικό θα έπρεπε να είναι. Η αφιλόξενη ακτή του Soldier Island και το βαρύ και επιμελώς διακοσμημένο αρχοντικό συνθέτουν το κατάλληλο σκηνικό και μας προετοιμάζουν άριστα για τη μυστηριώδη συνέχεια. Τα πανέμορφα ατμοσφαιρικά πλάνα τόσο του εξωτερικού τοπίου όσο και των εσωτερικών χώρων σε συνδυασμό με τη δυσοίωνη μουσική συνθέτουν από την αρχή μία ατμόσφαιρα που σε μεταφέρει αβίαστα στην εποχή και ομολογουμένως σου μένει για μέρες.

Στο πρωτότυπο κείμενο λοιπόν διαδραματίζονται δέκα φόνοι. Η αρχική μου εύλογη απορία ήταν: Μα καλά, δέκα φόνοι σε τρία μόνο επεισόδια; Κι όμως! Η πλοκή ξεκινάει από πολύ νωρίς να ξετυλίγεται γύρω από τους χαρακτήρες και να τους εμπλέκει σε ένα παιχνίδι ρόλων όπου ο καθένας θα μπορούσε να είναι ο ένοχος και το επόμενο θύμα. Παρόλο που δεν έχεις τον απαραίτητο χρόνο στην διάθεσή σου να γνωρίσεις τους χαρακτήρες, μέσα από άριστα εναρμονισμένες αναδρομές η σειρά σου δίνει τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να ξέρεις για τον καθένα. Κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι παντελώς αναλώσιμοι και κάποιοι άλλοι καταλήγουν να είναι το κέντρο του μυστηρίου και τελικά της λύσης του, όμως όλοι τους είναι τόσο καλογραμμένοι (τα εύσημα στην κυρία Christie) και τόσο καλά εκτελεσμένοι (τα εύσημα στο BBC και το υπέροχο καστ) που η άνιση εξέλιξη των χαρακτήρων δεν ενοχλεί.

Το And Then There Were None έχει δύο βασικά προτερήματα. Αφενός είναι μία άριστη διασκευή ενός κλασσικού μυστηρίου, με σεβασμό στο πρωτότυπο και σύγχρονες προσθήκες εκεί που πρέπει, τώρα που δεν υπάρχουν οι κοινωνικοί περιορισμοί που είχε η συγγραφέας τότε. Αφετέρου, αποτελεί ένα δελεαστικό αντίδοτο στις σειρές με αφήγηση που τεντώνεται σε πολλές απλά-για-να-βγαίνει σεζόν, με συμπυκνωμένο δράμα, ένταση σε μεγάλες δόσεις και μικρή, βολική διάρκεια. Το binge-watching είναι μονόδρομος!

Στο μυθιστόρημα της Christie, η δολοφονία που ο καθένας κατηγορείται ότι έκανε, είναι ένα είδος μη αιματηρής δολοφονίας κατά κάποιο τρόπο, μια δολοφονία εκτός του νόμου. Το ότι δεν κατηγορήθηκαν – ή δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν ή να τιμωρηθούν με άλλο τρόπο – για τις πράξεις τους, είναι αυτό που παρακινεί κάθε δολοφόνο να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του.

Ένας στρατηγός στέλνει τον στρατιώτη και εραστή της γυναίκας του σε μια αποστολή, στην οποία ήταν σίγουρος ο θάνατος του. Ένας αστυνομικός υποβάλλει ψευδή στοιχεία για να καταδικάσει έναν αθώο άνθρωπο σε ισόβια φυλάκιση που τον σκοτώνει. Ένας μισθοφόρος εγκαταλείπει τους οδηγούς του χωρίς φαγητό και νερό. “Υποθέτω, κατά κάποιο τρόπο, ήταν δολοφονία“, λέει ένας χαρακτήρας. “Αλλά δεν φαινόταν έτσι εκείνη τη στιγμή.” Οι ισχυρισμοί εναντίον αυτών των χαρακτήρων είναι αναμφίβολα ηθικά κακοί, αλλά δεν είναι δολοφονίες με την νομική έννοια του όρου.

Στο miniseries οι δολοφονίες είναι σχεδόν ομοιόμορφα αιματηρές, βίαιες και άμεσες. Ο στρατηγός πυροβολεί τον στρατιώτη του στο κεφάλι. Ο αστυνομικός χτυπά τον αιχμάλωτο μέχρι τον θάνατό του. Ο μισθοφόρος σφαγιάζει τους οδηγούς του. Η αίσθηση της αφαίρεσης που επιτρέπει στους χαρακτήρες της Christie να εμφανιστούν ως αθώοι έχει φύγει. Αντ’ αυτού, μένουμε με χαρακτήρες που ξέρουν αναμφισβήτητα ότι είναι δολοφόνοι και μας δείχνουν τις δολοφονίες με τρομερές λεπτομέρειες. Το κίνητρο του δολοφόνου του νησιού, εν τω μεταξύ, γίνεται πολύ πιο αδιαφανές. Σίγουρα αυτά τα θύματα δεν είναι πέρα ​​από το νόμο;

Είναι μια αλλαγή και μιλάει για τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του υλικού προέλευσης και της σειράς. Το “And Then There Were None” της Christie είναι διακριτό για την ατμόσφαιρα και την πολυπλοκότητα του. Η συγγραφέας δεν έχει χρόνο να χάσει για την εγκαθίδρυση ενός σκοτεινού και γοτθικού σπιτιού, όταν μπορεί απλά να πει ότι το σπίτι είναι απόλυτα φυσιολογικό και να δουλέψει με την τοποθέτηση ενδείξεων. Δεν διαβάζετε την Christie για να τρομάξετε, διαβάζετε τη Christie για να επεξεργαστείτε μια σειρά λογικών προβλημάτων. Το “And Then There Were None” της Agatha Christie είναι ένα μυστήριο, ένα παζλ με μια πολύπλοκη πλοκή και δολοφονίες, τόσο απομακρυσμένες και τόσο μη αιματηρές, που μόλις καταγράφονται ως δολοφονίες.

Να πω ακόμα ότι η προσαρμογή της Sarah Phelps δείχνει πραγματικό σεβασμό για το υλικό της Agatha Christie. Το cast είναι όλο καταπληκτικό, ειδικά η Maeve Dermody, ο Charles Dance, ο Toby Stephens, ο Aidan Turner και ο Sam Neill. Αισθητικά το miniseries λάμπει. Αν δεν είναι μια τέλεια προσαρμογή ενός κάλου βιβλίου, είναι τουλάχιστον ένας προάγγελος των καλών παραγώγων που έρχονται. Με τουλάχιστον επτά ακόμη τηλεοπτικές προσαρμογές της Christie προγραμματισμένες για το BBC, το “And Then There Were None” έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη για της μελλοντικές παραγωγές που έρχονται.

Πηγές:

www.maxmag.gr

https://www.moveitmag.gr/news/eidame-tileoptiko-and-then-there-were-none/55621

The Invisible Man: Πως ένα καλό remake μπορεί να κάνει την διαφορά

Από την δεκαετία του ‘30 το studio της Universal εισήγαγε στη γλώσσα του κινηματογραφικού τρόμου τα εντυπωσιακά της τέρατα. Τα τρομακτικά τέρατα όπως ο Φρανκενστάιν, η Μούμια και ο Λυκάνθρωπος συνυπήρχαν σε ένα υποβλητικό όνειρο κινηματογραφικής διαφυγής, με στοιχεία από τον γοτθικό τρόμο, το κλασικό δράμα και συχνά και από τη μαύρη κωμωδία (το Dark Universe της Universal).

Όλα τα τέρατα που κόσμησαν το σινεμά του φανταστικού εκείνης της εποχής, κατοχυρώθηκαν στη συλλογική μνήμη και στην ανερχόμενη τότε ποπ κουλτούρα και έχουν τη δύναμη να εξακολουθούν να τρομάζουν μέχρι και σήμερα, ως αρχετυπικές φιγούρες τρόμου. Ο βασισμένος στο μυθιστόρημα του Χ.Τζ. Γουέλς «Αόρατος Άνθρωπος» (1933) του Τζέιμς Γουέιλ υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες στιγμές του κλασικού σινεμά του φανταστικού. Η διαδρομή από τον μουμιοποιημένο Κλοντ Ρέινς το 1930 ως τον υπαινικτικά παρόντα Όλιβερ Τζάκσον Κόεν του 21ου αιώνα είναι βέβαια μεγάλη και στην αποτελεσματικότατη, δυναμική ταινία του Γουανέλ το κέντρο βάρους πέφτει στην αγωνιώδη προσπάθεια της Ελίζαμπεθ Μος να ξεφύγει από την αόρατη δύναμη που την απειλεί μέσα από μία ακόμα συγκλονηστική ερμηνεία.

Η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι, όπως είπαμε, από τον ειδήμων του τρομακτικού Leigh Whannell που έχει κάνει το πολύ καλό Upgrade, το Insidious αλλά και τα Saw ενώ πρωταγωνιστούν οι Elisabeth Moss, Storm Reid, Aldis Hodge, Oliver Jackson-Cohen, Harriet Dyer, και άλλοι.

 Παγιδευμένη σε μια βίαιη, κακοποιητική σχέση με έναν πλούσιο και ευφυή επιστήμονα, η Σεσίλια Κας καταφέρνει να αποδράσει μέσα στη νύχτα και να εξαφανιστεί, με τη βοήθεια της αδερφής της, ενός παιδικού της φίλου και της μικρής του κόρης. Όταν όμως ο βάναυσος πρώην σύντροφος της Σεσίλια αυτοκτονεί και της αφήνει ως κληρονομιά ένα μεγάλο μέρος της τεράστιας περιουσίας του, η Σεσίλια υποψιάζεται ότι πρόκειται για παγίδα. Μια σειρά από παράξενες συμπτώσεις θα αποβούν σχεδόν θανατηφόρες και θα απειλήσουν τις ζωές εκείνων για τους οποίους η Σεσίλια νοιάζεται. Η λογική της θα αρχίσει να κλονίζεται και προσπαθεί απελπισμένα να αποδείξει στον περίγυρό της ότι καταδιώκεται από μια αόρατη παρουσία που την στοιχειώνει.

Το πιο ενδιαφέρον είναι πως η ταινία δεν επικεντρώνεται στον «Αόρατο Ανθρωπο» αλλά ασχολείται περισσότερο με τον τρόμο της συναισθηματικής και ενδοοικογενειακής βίας. Η ηρωίδα μάχεται να κρατήσει την πνευματική της ισορροπία καθώς κανείς δεν πιστεύει την απίθανη υποψία της, ενώ ταυτόχρονα θέλει να προστατέψει όσους αγαπάει, από τη δολοφονική μανία του εξαφανισμένου πρώην συντρόφου της. Ο Γουάνελ χτίζει την αγωνία και τις σκηνές απειλής της ταινίας επάνω στήν εποχή του #MeToo και την κοινωνική του παράμετρο , όπου κάθε γυναίκα βιώνει την εμμονή ενός αόρατου stalker ή της αόρατης καθημερινής βίας και προσπαθεί πρώτα να πείσει την κοινωνία για την θέση του θύματος στην οποία βρίσκεται και μετά να προστατευθεί από τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται.

«Ηθελα να κάνω κάτι το οποίο ήταν αρκετά μοντέρνο και να πατά γερά στη γη, ή τελοσπάντων όσο γερά μπορεί να πατά μια ταινία με θέμα έναν αόρατο άνθρωπο. Κάτι το οποίο να έχει αρκετή ένταση και να είναι τρομαχτικό με ένα τρόπο που ‘Ο Αόρατος Ανθρωπος’ δεν είχε ξαναγίνει», δήλωσε ο Γουανέλ.

Η πιο σημαντική διαφορά με το μυθιστόρημα του H.G. Wells και την κλασσιική ταινία του 1933 είναι ότι ο “αόρατος άνθρωπος” του σήμερα ήταν κακός πολύ πριν τρελάθεί, πολύ πριν γίνει αόρατος. Η ιδέα της αορατότητας είναι απλά ένα συναρπαστικά πρόσφορο μέσο για να διερευνήσει τις καταχρηστικές σχέσεις, την αγοραφοβία και την τοξικότητα της αρρενωπότητας , καθώς υπάρχει μια καθολική και άβολα πραγματική επίδραση από τα τραύματα που βιώνει η Σεσίλια.

Η αναστατωμένη Σεσίλια αμφιβάλλει και σχεδόν δαιμονίζεται με την αόρατη παρουσία και απουσία ταυτόχρονα, σαν να συμβαίνει μια θύελλα στο ταραγμένο και ως έναν βαθμό ενοχικό μυαλό της. Η πάντα ευρηματική στην προσέγγιση των ρόλων της και έμπειρη σε χαρακτήρες θυμάτων που επιβιώνουν σε εξαιρετικές τηλεοπτικές σειρές όπως το «Mad Men» και το «Handmaid’s Tale» Ελίζαμπεθ Μος προσδίδει βάθος, πάθος κι εσωτερική δυναμική στην ευάλωτη Σεσίλια, με τον Γουάνελ να τυλίγει σε μια επιβλητική, διαρκώς απειλητική και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα το… κενό που την περιβάλλει, ενώ παράλληλα καταφέρνει να μετατρέψει τον φόβο του άγνωστου και του αόρατου σε έναν εντελώς νέο εφιάλτη. Σύμμαχος του εδώ και η μουσική επένδυση του Benjamin Wallfisch που είναι άκρως καθηλωτική. Μέσω αυτής της αρμονικής συνεργασίας γυρίζουν μαεστρικά τον καθρέφτη στον θύτη, ξεγυμνώνοντάς τον μπροστά στο κοινό και αντιστρέφουν τη δράση προς όφελός τους, στρώνοντας έτσι τον δρόμο της χειραφέτησης για μια μοναχική ηρωίδα σε ένα σύμπαν καχυποψίας και εχθρότητας.

«Ένας από τους λόγους που ήθελα να κάνω την ταινία ήταν πως είχε μια αρκετά φεμινιστική ιστορία, μια ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης με ένα θύμα να καταφέρνει να ξεπεράσει την βία.»

συνέντευξη της Ελίζαμπεθ Μος

Στο πρώτο τριήμερο η ταινία τα πήγε πολύ καλά με 29 εκ. δολάρια εισπράξεις, κατακτώντας έτσι την πρώτη θέση στο Αμερικάνικο Box Office. Η προβολή της ταινίας διακόπηκε λόγω της καραντίνας, αλλά αυτή την στιγμή έχει κατακτήσει το ίντερνετ μετά τo early release της στο σάιτ της Universal.

Πηγές:

www.cineramen.gr/kritiki-gia-tin-tainia-the-invisible-man/

https://www.lifo.gr/guide/cinema/5042/o-aoratos-anthropos

www.cineramen.gr/eskise-i-tainia-the-invisible-man/

https://flix.gr/news/the-invisible-man-trailer.html

https://www.athinorama.gr/cinema/article/o_aoratos_anthropos-2540399.html