Άννα Καρένινα: Η τραγικότερη ηρωίδα της Ρωσικής λογοτεχνίας στην μεγάλη οθόνη

«Όλοι προσπαθούν να μάθουν πώς να αγαπούν»

– Λέων Τολστόι

Το χωρισμένο σε 8 πυκνά μέρη αριστούργημα του Τολστόι «Αννα Καρένινα» (το οποίο ονόμασαν ως «αψεγάδιαστο έργο τέχνης» οι Ντοστογιέφσκι, Φόκνερ και Ναμπόκοφ) έχει από το 1920 πολλές φορές προκαλέσει φιλόδοξους σκηνοθέτες να το μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη όπως του αρμόζει – συμπυκνωμένο, αλλά μεστό, εύστοχο, άρτιο. Εχθρός τους η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και ο βαθύς φιλοσοφικός στοχασμός για την ίδια την ανθρώπινη φύση, τον έρωτα, την πίστη, την τόλμη, τη συνήθεια, την φθορά, τη ζήλια. Είναι σχεδόν αδύνατον να επιτύχει κανείς μία ακέραιη σεναριακή διασκευή που να επικοινωνεί την τραγωδία των ηρώων μέσα σε ένα κινηματογραφικό δίωρο.

Και εδώ έρχεται ο Τζο Ράιτ, μοναδικός εικονοπλάστης και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης ταινιών περιόδου, και υπογράφει την τολμηρή, κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι Άννα Καρένινα σε διασκευή του βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου Τομ Στόπαρντ. Την οργάνωση παραγωγής, έχει η τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ Σάρα Γκρίνγουντ, τη χαρακτηριστική Μουσική, υπογράφει ο Ντάριο Μαριανέλι, ενώ τα υπέροχα κοστούμια εποχής, επιμελήθηκε η δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ Ζακλίν Ντουράν. Και έτσι, η αυτοκρατορική Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα αναβιώνει ολοζώντανα στη μεγάλη οθόνη με αφορμή μια ιστορία ερωτικής προδοσίας, ενός σαρωτικά μεταμορφωτικού παράνομου έρωτα, εικονογραφώντας μοναδικά μια διαχρονική μελέτη στην ανθρώπινη ηθική.

Στην αριστοκρατική Ρωσία του 1874, η Αννα Καρένινα, ενώ είναι παντρεμένη με μεγαλύτερό της, εξέχοντα πολιτικό, τον Αλεξέι Καρένιν, ερωτεύεται έναν νεαρό αξιωματικό του στρατού, τον Κόμη Βρόνσκι, και αποφασίζει να αψηφήσει τις συμβάσεις της ρωσικής αστικής τάξης: εγκαταλείπει τον σύζυγο και τον γιο της για να ζήσει με τον εραστή της. Ομως, η κοινωνική απομόνωση, απότελεσμα της απαξίωση της αριστορκατικής κοινωνίας, συνδυάζεται με την ίσως παράλογη ζήλια που αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα της για τον αγαπημένο της Βρόνσκι, και τότε η ηρωίδα αρχίζει να βυθίζεται στην κατάθλιψη. Καθώς η ζήλια και η εμμονή αποδεικνύονται πιο ισχυρές από τον έρωτα, η Άννα Καρένινα σταδιακά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή και στο τραγικό της τέλος.

Η παρεξήγηση ετών που ήθελε την Καρένινα θύμα των ανδρών, της οικογένειας και της κοινωνίας, μια γυναίκα που υποφέρει απο τη συνομωσία εναντίον της, εδώ διαλύεται. Την βλέπουμε να αγαπάει, να ποθεί χωρίς όρια, να σοκάρεται απο την ορμή της, να ταλαντεύεται βίαια ανάμεσα στο πάθος για τον εραστή και τη διαφυγή απο τη μια, και απο τη αγάπη της για το γιο της απο την άλλη. Η Καρένινα αν και θα έπρεπε να είναι απωθητική ως μοιχαλίδα, ως γυναίκα που παρατά το παιδί της για χάρη ενός έρωτα, ως μια γυναίκα που κατασπαταλά επιδεικτικά τόσα χρήματα, σκιαγραφείται με τόση αγάπη, που τελικά προκαλεί τον οίκτο αντί την αποστροφή. Είναι μια γυναίκα βαθύτατα διαταραγμένη, που δεν μπορεί να ακολουθήσει την κοινωνική σύμβαση- ο Καρένιν είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να μην ατιμαστούν, να δεχτεί τον εραστή, να αναγνωρίσει το παιδί του εραστή ως δικό του- με μοναδικό όρο να τηρούνται τα προσχήματα. Η Άννα όμως δεν μπορεί να γίνει κάτι που δεν είναι. Θα ακολουθήσει την καρδιά της, θα τα δώσει όλα για τον έρωτα και στιγματίζεται γι’αυτό. Απόδειξη το υπέροχο τελικό πλάνο που καταφέρνει να προσδώσει έναν ανεπαίσθητο οπτισμό στην ταινία, μετουσιώνοντας την τραγική πράξη της Καρένινα σε θυσία, δίνοντας την υπόσχεση μίας ελαφρώς καλύτερης κοινωνίας, δίνωντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Επίσης, η σημαντική παράλληλη ιστορία του Λέβιν και της Κίτι (που εξηγεί και συμπληρώνει την οπτική περί αισθημάτων του βιβλίου) αναδεικνύεται, εκεί που στα περισσότερα μελοδράματα ερωτικού τριγώνου του παρελθόντος, είχε αποσιωπηθεί, για λόγους ευκολίας παρά οικονομίας. Μάλιστα, είναι τόσο όμορφα σκιαγραφημένη που κάποιες φορές επισκιάζει την ιστορία της Άννας και φέρνει ανισσοροπία στην πλοκή και την ροή του έργου.

Οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές, καθώς οι δύο πρωταγωνιστές είναι πολύ καλοί στους ρόλους τους κανείς δεν κάνει την υπέρβαση. Την Κίρα Νάιτλι την έχουμε δει και σε καλύτερους ρόλους ενώ ο Άαρον Τζόνσον ταιριάζει στο ρόλο, αλλά ερμηνευτικά δύσκολα πείθει ως ενσάρκωση του απόλυτου έρωτα. Αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ο εξαιρετικά μετρημένος Τζουντ Λο που δε δαιμονοποιεί τον χαρακτήρα του αλλά μας δίνει έναν ήρεμο, σχεδόν σπαραχτικό Καρένιν. Η ανελευθερία άλλωστε της Άννα, δεν είναι απλά αποτέλεσμα ενός «κακού» συζύγου αλλά ενός πολύπλοκου, συντηρητικού κοινωνικού ιστού που την κρατάει καθηλωμένη.

Ο Ράιτ φιλοτεχνεί με προσοχή και κατάνυξη μία ταινία που υποκλίνεται στο ρωσικό θέατρο. Αυτός είναι ο σκοπός του, πέρα και πάνω από την Καρένινα την ίδια. Μαγεμένος από τον τρόπο που τα επικά λογοτεχνικά μυθιστορήματα «χωρούσαν» σε ξύλινες σκηνές, μίκραιναν και μεγάλωναν με τις ανάσες των ηθοποιών, τις χορογραφίες των κομπάρσων, τις εναλλαγές των σκηνικών και την συνωμοτική αντίληψη των θεατών για την «αλήθεια» μίας φορμαλιστικής αφήγησης, κάνει και εκείνος το ίδιο.

Leo Tolstoi

Ενώ λοιπόν, η αποκλειστικά ρομαντική απόδοση των άλλων μεταφορών απλούστευε κυνικά τον Τολστόι, αυτή εδώ βλέπει την Καρένινα δυναμική, ατελή, λάγνα, σύνθετη, και επιτέλους ενδιαφέρουσα. Η συγκίνηση της ερωτικής ιστορίας, ο πόθος μίας γυναίκας να ζήσει ελεύθερη τα συναισθήματά της και να επαναστατήσει κατά της υποκρισίας των θεσμών δεν αποσιωπείται αλλά περνάει στο παρασκήνιο. Επιλέγοντας αυτήν την άδεια, παρηκμασμένη σκηνή θεάτρου απο την οποία η ταινία βγαίνει προς τον πραγματικό κόσμο και επιστρέφει για να συνδέσει τις σκηνές, καταδεικνύει την συνεχή “παράσταση” των πρωταγωνιστών, μια τεχνητή κατάσταση που υπενθυμίζει πως η ανώτερη αστική τάξη της εποχής μιμούταν την αριστοκρατία της Γαλλίας σε καλούς τρόπους και πρωτόκολλο, διατηρώντας σχιζοφρενικά τις βίαιες ρωσικές αντιδράσεις σε οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά. Έτσι, ο Τζο Ράιτ κερδίζει το στοίχημα μιας τολμηρής διασκευής σε ένα διαφορετικό ρεαλιστικό τοπίο που υποκλίνεται στην ιδιοφυΐα του Τολστόι και ταυτόχρονα την συμπληρώνει.

Ο Vladimir Nabokov, έχει χαρακτηρίσει την Άννα Καρένινα του Τολστόι «Mία από τις μεγαλύτερες ερωτικές ιστορίες στην παγκόσμια λογοτεχνία». Είναι πράγματι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι, όπως πιστεύεται. Το βιβλίο είναι ένας εμβριθής και σύνθετος στοχασμός πάνω στον παράφορο έρωτα και την ολέθρια απιστία, αλλά κι ένα συγκλονιστικό πανόραμα της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, με χαρακτήρες αληθινούς και τρομακτικά οικείους, σε προκαλεί, σε αγγίζει και σε συγκινεί. Αυτό που καταφέρνει η ταινία και είναι και το πιο σημαντικό είναι ότι μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη, με μικρές παραλείψεις και στερήσεις, όλα όσα σου προσφέρει το βιβλίο, όλη την παραστατικότητα και την επική πνοή που διακρίνει όλα τα έργα του Τολστόι. Και έτσι παίρνουμε μία γεύση από την απίστευτη ικανότητά του Ρώσου συγγραφέα να πλέκει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα με έναν αριστουργηματικό τρόπο. ‘Ωστε να καταλάβουμε την ίδια την πραγματικότητα, να αντιληφθούμε τις επιταγές της κοινωνίας, τον έλεγχο της πάνω μας. Ώστε να μάθουμε τι πάει να πει έρωτας, τι πάει να πει ελευθερία, τι πάει να πει θυσία. Ώστε να μάθουμε ποια πραγματικά ήταν η Άννα Καρένινα. 

Πηγές:

https://www.lifo.gr/guide/cinema/2131

https://flix.gr/cinema/anna-karenina.html

reel.gr/anna_karenina/

https://m.myfilm.gr/11397

http://diavazontas.blogspot.com/2017/06/anna-karenina-tolstoy.html

«Κρατικά Μυστικά»: Η πιο υποτιμημένη ταινία της χρονιάς

Τα «Κρατικά Μυστικά» (Official Secrets) είναι μια ταινία σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με χρυσό αγαλματίδιο Gavin Hood (Tsotsi, X-Men Origins: Wolverine). Τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενσαρκώνει η Keira Knightley ( Pirates of the Caribbean, Immitation Game), η οποία πλαισιώνεται από ένα τίμιο cast, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Matt Smith (Doctor Who), Ralph Fiennes ( Schindler’s List) και Matthew Good ( The Crown).

Η υπόθεση μας εκτυλίσσεται το 2003 επί προεδρίας Bush και ακολουθεί την πραγματική ιστορία μιας υπαλλήλου των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, της Katharine Gunn, η οποία εισήλθε σε έναν δύσκολο δημόσιο και κυρίως προσωπικό αγώνα, όταν αποφάσισε να γνωστοποιήσει το απόρρητο και συγχρόνως παράνομο κατασκοπευτικό σχέδιο της Αμερικανικής και της Βρετανικής κυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, λίγο καιρό πριν την εισβολή των Αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, θέλησαν να ξεκινήσουν μια επιχείρηση, κατά την οποία θα συγκέντρωναν πληροφορίες από μικρότερα κράτη του ΟΗΕ, με σκοπό να τα εκβιάσουν να ψηφίσουν υπέρ του πολέμου αν χρειαστεί.

Το Official Secrets στην πραγματικότητα αποτελεί ένα πολιτικό και κατασκοπευτικό θρίλερ, με την δράση να βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ένταση των διαλόγων στο μεθοδευμένο και αργό χτίσιμο, στην ίντριγκα και το suspense. Αν μάλιστα δεν γνωρίζετε καθόλου τι συνέβη στην όλη ιστορία, τότε σίγουρα το σύνολο θα σας φανεί ικανοποιητικό και ανατρεπτικό, ειδικά στο τέλος του. Τέτοιου είδους ταινίες, αν και ήταν πολύ συνηθισμένες στη δεκαετία του 1990 και ως ένα βαθμό και στα πρώτα χρόνια του 2000, πλέον σπανίζουν. Για την ακρίβεια, εκλείπουν γενικά τα διαλογικά θρίλερ. Έχουν δώσει τη θέση τους στις μεγάλες παραγωγές με τις απίστευτες σκηνές δράσης και τους χαρακτήρες – υπερανθρώπους. Λόγω του ότι αυτές οι ταινίες είναι πιο εντυπωσιακές στο οπτικό κομμάτι ο κόσμος τις προτιμάει και…δικαίως. Ωστόσο εδώ, βλέπουμε, πως από μια μικρή παραγωγή χωρίς πολύ μεγάλο budget, μπορεί να προκύψει ένα πανέμορφο αποτέλεσμα, πλούσιο σε μηνύματα και δράση. Πρόκειται για ένα συναισθηματικό εν μέρει ταξίδι, που σε κρατάει αρκετές φορές σε αγωνία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια.

Επιστρέφοντας πίσω στον σχολιασμό, θα πρέπει να μιλήσουμε ακριβέστερα για ένα υβριδικό είδος, αφού πέρα από τα καθαρά πολιτικά της συμφραζόμενα, η ταινία είναι και ένα προσωπικό δράμα. Εξετάζει, δηλαδή, τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια τέτοια επικίνδυνη πράξη στη προσωπική ζωή ενός ανθρώπου. Το Official Secrets θίγει μεταξύ άλλων και πολύ βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με το θέμα της ηθικής. Ερωτήματα που έχουν διαπεράσει σίγουρα το μυαλό του καθενός μας και τα οποία δεν ξέρουμε πάντα πως να τα απαντήσουμε ή πως να τα εκφράσουμε. Ερωτήματα όπως: «Επιτέλεση του ηθικού μας χρέους προς την κοινωνία παρά το όποιο ρίσκο ή αδιαφορία και προστασία της ιδιωτικής και προσωπικής μας ζωής;», «Σιωπή ή άρθρωση λόγου;», «Πίστη στον προσωπικό μας ηθικό κώδικα ή καταπίεση του εγωισμού μας;». Όλα αυτά, ο Gavin Hood, καταφέρνει με έναν πολύ απλό τρόπο να μας τα καταδείξει, σπάζοντας τον 4ο τοίχο και δίνοντας μας ωμή την αλήθεια της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Γενικά, οι ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάσουν το κοινωνικό μήνυμα με το ψυχόδραμα και μάλιστα να τα αποδώσουν άριστα, είναι πάρα πολύ λίγες και αυτό το ζητούμενο πραγματώνεται επιτυχώς εδώ.

Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι πρόκειται για ταινία που ευχαριστιέσαι παραπάνω από το αναμενόμενο, μιας που σε γενικές γραμμές η υπόθεση της φαντάζει αρκετά απλή και το trailer την αδικεί σε έναν μεγάλο βαθμό. Σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν που βασίζεται κυρίως στα πρωτότυπα σενάρια και στις ακραίες -πολλές φορές- ανατροπές, μια απλή υπόθεση εκφρασμένη μέσα από ένα βαρύ διαλογικό θρίλερ, ίσως ακούγεται βαρετή. Ωστόσο, η ταινία φαίνεται ιδιαίτερα ρεαλιστική και αυτό το καταφέρνει με ποικίλους τρόπους. Από το να δείχνει πραγματικά ντοκουμέντα και συνεντεύξεις μέχρι να αναμιγνύει με έναν πολύ εμφατικό τρόπο τον τύπο. Εκείνο, όμως, το στοιχείο που αναδεικνύει αυτόν τον ρεαλισμό και που κάνει την ταινία από μέτρια, πάρα πολύ καλή,  είναι οι εξαιρετικά δουλεμένοι χαρακτήρες της. Μας δίνεται ένα πορτρέτο ανθρώπων καθημερινών, με τους οποίους ο καθένας μας θα μπορούσε ως έναν βαθμό να ταυτιστεί. Αυτό οφείλεται στο πολύ καλό χτίσιμο που γίνεται. Μπορούμε να διακρίνουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός, τους στόχους και τα κίνητρά τους, τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, τις αδυναμίες και τις δυνατότητες τους και το πιο σημαντικό είναι ότι μπορούμε να τα νιώσουμε και να τα κατανοήσουμε. Έτσι στη διάρκεια αυτών των 2 ωρών στο σινεμά, δενόμαστε πραγματικά με τον καθέναν από αυτούς.

Αποτέλεσμα εικόνας για official secrets hd photos

Όλοι καλοί, όλοι τίμιοι, εκείνη όμως που δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας είναι η Keira Knightley. Ο χαρακτήρας της είναι πολύ ενδιαφέρων, αφού κλείνεται να αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια και πραγματικά έχει πολλά να χάσει λόγω της απόφασής της. Ενδεχομένως να πρόκειται για την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της και με βάση τις φετινές ταινίες, είναι άξια μιας υποψηφιότητας για Όσκαρ, πράγμα μάλλον απίθανο βέβαια λόγω της μικρής επιτυχίας της ταινίας. Ο ρόλος της είναι πολύ απαιτητικός, επειδή έχει πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις. Άγχος που φτάνει τα όρια του πανικού, χαρά, θλίψη, φόβος, αποφασιστικότητα, ανακούφιση, δισταγμός, ένταση και θυμός, είναι όλα συναισθηματικά στάδια, που πρέπει να αποδώσει πειστικά σε αυτόν τον δύσκολο ρόλο. Ιδιαίτερα απολαυστικές είναι οι σκηνές της με τον Ralph Fiennes, που υποδύεται τον δικηγόρο της και δίνει πραγματικά και αυτός ρέστα.

Σκηνοθετικά μιλώντας, μην περιμένετε απίστευτα πλάνα και καταπληκτικά εφέ. Να περιμένετε, όμως, σωστή και μετρημένη σκηνοθεσία όπως αρμόζει σε μια τέτοιου είδους ταινία. Γενικά, ο Gavin Hood, επειδή ακριβώς στοχεύει πολύ στη δημιουργία του αισθήματος της αγωνίας, αλλά και της συναισθηματικής σύμπραξης του θεατή σε όλο αυτό, δεν διστάζει να προσθέσει σκηνές όπου επικρατεί σιωπή. Άλλοτε είναι αργός και άλλοτε γρήγορος με συχνές αλλαγές στα πλάνα και έτσι πετυχαίνει αυτό το οποίο θέλει.

Όσο για τις αδυναμίες της ταινίας δεν θα μπορούσε να εκφράσει κανείς πολλά παράπονα. Σε κάποια σημεία είναι υπερβολικά αργό και κάποιες σκηνές είναι πραγματικά βαρετές, ίσως και αχρείαστες, αλλά αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, όταν μιλάμε για πολιτικού χαρακτήρα σενάρια.

Συμπερασματικά, το Official Secrets αναμφισβήτητα μπορεί να χαρακτηριστεί η πιο υποτιμημένη ταινία της χρονιάς. Αυτό φαίνεται από την αντιπαράθεση της ποιότητας που αναπαράχθηκε στις αίθουσες με τα πολύ χαμηλά έσοδα στο Box Office, μόλις 2.000.000. Είναι πραγματικά κρίμα που τέτοιες αξιέπαινες προσπάθειες μένουν χωρίς απήχηση από το κοινό. Παρότι σχετικά απλή, αποτελεί μία από τις καλύτερες ταινίες της σεζόν και θα της άξιζε να την απολαύσει ένα ευρύτερο κοινό.

Βαγγέλης Φραγκούλης