Είναι πολλές οι φορές που η λογοτεχνία μπήκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας. Από τότε που «γεννήθηκε» ο γραπτός λόγος, κυβερνήσεις και ηγέτες ανά τον κόσμο έχουν προσπαθήσει πολύ για να κρατήσουν τις ιδέες και τις απόψεις των συγγραφέων υπό έλεγχο.
Πρέπει να πούμε πως η έννοια «απαγόρευση» στο βιβλίο παίρνει πολλές και διαφορετικές μορφές μέσα στα χρόνια. Μιλάμε για συνολική δικαστική απαγόρευση και περαιτέρω για δήμευση και καταστροφή των αντιτύπων, για επιμέρους διώξεις που αφορούν τις ανώμαλες πολιτικά εποχές (δικτατορίες, φονταμεταλισμος, φασισμός, κ.λπ.), για περιστασιακές αναστατώσεις υποκινούμενες από «κύκλους» (θρησκευτικούς, εθνικιστικούς κ.λπ.), για λογοκριτικές επεμβάσεις που αφορούν συγκεκριμένα κεφάλαια και παραγράφους βιβλίων κ.ο.κ.
Υπάρχουν ορισμένα βιβλία, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με οργή από τα συντηρητικά κομμάτια μιας κοινωνίας, επειδή «προσέβαλαν» τα ήθη, τις αξίες, το πολιτικό και κοινωνικό status quo, επειδή προκάλεσαν την ηθική. Αλλες πάλι φορές γιατί απλά οι συγγραφείς τους τόλμησαν να γράψουν όσα η κοινωνία δεν μπορούσε καν να φανταστεί ή δεν ήθελε να φανταστεί. Είναι πολλοί οι συγγραφείς που είδαν τις σελίδες που συνέγραψαν να καίγονται ολόσχερα.
Ας δούμε όμως μερικά από τα βιβλία αυτά που προκάλεσαν τους συντηρητικούς και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους.
Είναι πολλές οι φορές που η λογοτεχνία μπήκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας. Από τότε που «γεννήθηκε» ο γραπτός λόγος, κυβερνήσεις και ηγέτες ανά τον κόσμο έχουν προσπαθήσει πολύ για να κρατήσουν τις ιδέες και τις απόψεις των συγγραφέων υπό έλεγχο.
Πρέπει να πούμε πως η έννοια «απαγόρευση» στο βιβλίο παίρνει πολλές και διαφορετικές μορφές μέσα στα χρόνια. Μιλάμε για συνολική δικαστική απαγόρευση και περαιτέρω για δήμευση και καταστροφή των αντιτύπων, για επιμέρους διώξεις που αφορούν τις ανώμαλες πολιτικά εποχές (δικτατορίες, φονταμεταλισμος, φασισμός, κ.λπ.), για περιστασιακές αναστατώσεις υποκινούμενες από «κύκλους» (θρησκευτικούς, εθνικιστικούς κ.λπ.), για λογοκριτικές επεμβάσεις που αφορούν συγκεκριμένα κεφάλαια και παραγράφους βιβλίων κ.ο.κ.
Υπάρχουν ορισμένα βιβλία, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με οργή από τα συντηρητικά κομμάτια μιας κοινωνίας, επειδή «προσέβαλαν» τα ήθη, τις αξίες, το πολιτικό και κοινωνικό status quo, επειδή προκάλεσαν την ηθική. Αλλες πάλι φορές γιατί απλά οι συγγραφείς τους τόλμησαν να γράψουν όσα η κοινωνία δεν μπορούσε καν να φανταστεί ή δεν ήθελε να φανταστεί. Είναι πολλοί οι συγγραφείς που είδαν τις σελίδες που συνέγραψαν να καίγονται ολόσχερα.
“Ήταν ένα περίεργο, αποπνικτικό καλοκαίρι, το καλοκαίρι που οι Ρόζενμπεργκ οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα κι εγώ ούτε που ήξερα τι γύρευα στη Νέα Υόρκη. Τα χάνω με τις εκτελέσεις. Η ιδέα της θανάτωσης με ηλεκτροπληξία με αρρωσταίνει κι ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο έγραφαν οι εφημερίδες – οι επικεφαλίδες με κοιτούσαν επίμονα σαν γουρλωμένα μάτια στη γωνιά κάθε δρόμου και στις μουχλιασμένες εξόδους του μετρό που μύριζαν φιστίκια. Δεν είχε καμία σχέση με μένα, μα δεν μπορούσα να σταματήσω να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν να καίγεσαι ζωντανός, η φωτιά να διατρέχει όλα σου τα νεύρα. Σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει να υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο.” Αυτή είναι η πρώτη παράγραφος από τον “Γυάλινο Κώδων”, το μοναδικό μυθιστόρημα της Σύλβια Πλαθ, ίσως της πιο πρωτοπόρας ποιήτριας της «εξομολογητικής ποίησης», πιο γνωστή για τις διάσημες ποιητικές της συλλογές «Άριελ» και «Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα», για το οποίο κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ, μένοντας έτσι στην ιστορία ως ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε Πούλιτζερ μετά θάνατον.
“Ο Γυάλινος Κώδων” (The Bell Jar) αποτελεί ένα ημιαυτοβιογραφικό έργο, εμπνευσμένο από τις αυτοκτονικές τάσεις της Αμερικανίδας συγγραφέως και από την εισαγωγή της σε διαφόρων μορφών ψυχιατρικά κέντρα αλλά και από τις ‘πρωτοποριακές’ θεραπείες που υπέστη. Ένα μυθιστόρημα που συγκλόνισε και στοίχειωσε τον κόσμο, καθώς σχεδόν ένα μήνα μετά την έκδοση του ακολουθησε η αυτοκτονία της Πλαθ. Ξεχώρισε για την ένταση και τη ζωντάνια της πρόζας του και την υπέρβαση των υφιστάμενων ορίων μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και συνέβαλε στο να καταστήσει την Πλαθ ένα διαχρονικό φεμινιστικό ίνδαλμα. Πρωτοεκδόθηκε με ψευδώνυμο τον Ιανουάριο του 1963, μερικές εβδομάδες πριν από την αυτοκτονία της, ενώ το 1966 εκδόθηκε ξανά, με το όνομα της Πλαθ αυτή τη φορά, και γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Η Σύλβια Πλαθ μέσα από την πλοκή και τα γεγονότα του βιβλίου συνθέτει το ψυχογράφημα ενός καταθλιπτικού ατόμου και την στάση ζωής μια άλλης Αμερικής, λίγο πιο αρρωστημένης, λίγο πιο απόμακρης και μοναχικής. Η ηρωίδα της, η Έστερ, αναζητά με οδυνηρό και επίμονο τρόπο την ταυτότητά της σε μία θυελλώδη για την Αμερική εποχή γεμάτη συνεχείς αλλαγές και αντιθέσεις. Το πρώτο καλοκαίρι που περνά μακριά από την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη όπου και εργάζεται ως επιμελήτρια γυναικείου περιοδικού, ανάμεσα σε άλλα νεαρά κορίτσια που επιδίδονται στο επιφανειακό φλερτ και στη βελτίωση της εξωτερικής εμφάνισής τους, η Έστερ θέλει να μάθει που ανήκει και τι είδους ζωή θα ακολουθήσει. Με αγωνία σκέφτεται τις προοπτικές. Δεν μπορεί να δει άλλες εναλλακτικές για μια γυναίκα πέρα από αυτή της μητέρας και συζύγου ή της μοναχικής και πετυχημένης επαγγελματία και νιώθει στο κέντρο δυο αντικρουόμενων δυνάμεων που τη διεκδικούν: της επιθυμίας της να καλλιεργηθεί και να γράψει και της πίεσης να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Κι ενώ κατορθώνει με τις πνευματικές ικανότητες της να αποσπά βραβεία, υποτροφίες και σεβασμό, πολλοί θεωρούν πως οφείλει να κυνηγήσει κι εκείνη αυτό που θέλουν όλες οι γυναίκες: γάμο και οικογένεια.
Τα κορίτσια την περιγελούν για τη φιλομάθεια και την εργατικότητα της και αρχίζουν να τη σέβονται μονάχα όταν αρχίζει να βγαίνει με ένα αποδεκτό αγόρι. Η σχέση της με τον Μπάντι, έναν φοιτητή ιατρικής με τον οποίο διατηρεί πλατωνική σχέση, αποσπά την αποδοχή της μητέρας της και όλοι περιμένουν να τον παντρευτεί. Η Έστερ δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτά τα δυο, μητέρα και ποιήτρια, μπορεί να συνδυαστούν και αισθάνεται πως πρέπει ταχύτατα να επιλέξει. Οι ασφυκτικά περιορισμένες επιλογές, την οδηγούν σε συναισθηματικό αδιέξοδο, βιώνει δραματικά την παραμικρή απόρριψη και οι απαιτήσεις από τον εαυτό της γίνονται όλο και πιο μεγαλύτερες εως ότου καταλήγουν αβάσταχτες και την οδηγούν στην αυτοκαταστροφή της.
«Η σιωπή με κατέθλιψε. Δεν ήταν η σιωπή της σιωπής. Ήταν η δική μου σιωπή»
– Σύλβια Πλαθ, Ο γυάλινος κώδων, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου
Η Έστερ έχει μια τάση να αρνείται τη θετική σκοπιά των καταστάσεων. Βάζει τα δυνατά της να παραλληλίζει τις καθημερινές εικόνες της με νεκρά έμβρυα στη φορμόλη κι άλλα μακάβρια τοπία που την εντυπωσιάζουν. Η θέση της στο περιοδικό, αλλά και οι διάφορες περιστασιακές φιλίες μόνο απέχθεια της δημιουργούν. Τα φώτα και η λάμψη της κοσμικής καθημερινότητας, τη ζαλίζουν. Τα μοντέρνα πρότυπα και η πολυτέλεια, τη καταθλίβουν. Κοινωνικά στερεότυπα και προβληματισμοί καταλήγουν να γίνουν οι πιο μεγάλες εμμονές της, οι πιο μεγάλοι εφιάλτες της σε ένα κόσμο που σιχαίνεται και μισεί. Η μέγιστη, μα και παράλληλα αμφίρροπη προσπάθεια της να περάσει στην αντίπερα όχθη, με τρόπο που ακόμα και η ίδια δεν έχει αποφασίσει, φαίνεται να είναι μη μόνη λύση σε κάποιο πλαίσιο σκοτεινό, προκαθορισμένο και μάλλον μονοδιάστατο.
Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του μυθιστορήματος της Πλαθ είναι η απόλυτη αφοσίωσή του στην αλήθεια. Παρά το γεγονός ότι το μυθιστόρημα έχει όλη τη δύναμη και τον έλεγχο της καλύτερης ποίησης του Plath, δεν στρέφει ή μεταμορφώνει λογοτεχνικα τις εμπειρίες της ασθένειά της. Το “Bell Jar” μεταφέρει τον αναγνώστη στην εμπειρία μίας σοβαρής ψυχικής ασθένειας, όπως πολύ λίγα βιβλία πριν ή μετά. Όταν η Esther σκέφτεται την αυτοκτονία, κοιτάζει στον καθρέφτη και καταφέρνει να δει τον εαυτό της ως εντελώς ξεχωριστό άτομο. Αισθάνεται αποσυνδεδεμένη από τον κόσμο και από τον εαυτό της. Η Πλαθ αναφέρεται σε αυτά τα συναισθήματα ως παγιδευμένα μέσα στο “κουδούνι” ως σύμβολο για τα συναισθήματα της αποξένωσης. Το συναίσθημα γίνεται τόσο δυνατό σε ένα σημείο που σταματά να λειτουργεί, σε ένα σημείο αρνείται ακόμη και να κάνει μπάνιο. Το “κουδούνι” την αποτρέπει από το να φτάσει την ευτυχία της.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το όνομα του βιβλίου. Ο γυάλινος κώδων είναι ένα γυάλινο δοχείο σε σχήμα κουδουνιού με συμπιεσμένο αέρα, χρησιμοποιείται ως εργαλείο εργαστηρίου για την απόδειξη πως για τη μετάδοση του ήχου απαραίτητη είναι η μεσολάβηση του αέρα. Αποκομμένος κανείς από τον έξω κόσμο και ασφυκτιώντας εσώκλειστος στη γυάλα σαν πειραματόζωο, ενώ μπορεί να δει από τη διαφάνεια την πραγματικότητα, αδυνατεί να συμμετάσχει σε αυτήν καθώς η δική του φωνή αλλά και οι φωνές των άλλων, εμποδισμένες όλες από το γυαλί, μοιάζουν με φιμωμένα στόματα σε παιχνίδι παντομίμας.
«Πώς ήξερα ότι κάποια μέρα -στο κολέγιο, στην Ευρώπη, κάπου οπουδήποτε- ο γυάλινος κώδων, με τις ασφυκτικές του παραμορφώσεις, δεν θα μ’ έκλεινε ξανά μέσα του;»
– Σύλβια Πλαθ, Ο γυάλινος κώδων, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου
Στη πραγματικότητα, η Έστερ ψάχνει για την ευτυχία της, την αναζητά παντού. Το πρόβλημα και το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι δε μπορεί να τη βρει πουθενά. Στο μυαλό της υπάρχει μια πενιχρή θεματολογία που της απαγορεύει να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Να φανταστεί ένα μέλλον έστω απτό και κοντινό.
Η Σύλβια Πλαθ απαθανατίζει όλη την εσωτερικότητα και την πηγαία, γεμάτη αλληγορικές παραστάσεις, ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας της (και κατ’επέκτασην της δικής της). Τοποθετώντας τον εαυτό της στο επίκεντρο, η Έστερ δε διστάζει να ξεσκεπάσει την απόκοσμη κατάσταση που επικρατεί μέσα σε ιδρύματα και ψυχιατρικά άσυλα, καταρρίπτωντας έτσι ένα μύθο που η κοινωνιοπαθής Τέχνη της Αμερικής στήριξε και αγάπησε, είτε αυτή άφησε το στίγμα της στη λογοτεχνία, είτε στη ζωγραφική, είτε στο κινηματογράφο. Ολόκληρο το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, μετά την απόπειρα αυτοκτονίας, όπου η ηρωίδα οδηγείται σε διάφορες κλινικές, αποτελεί μια οξύτατη κριτική του ψυχιατρικού συστήματος και των μεθόδων θεραπείας, οι οποίες αντί να λειτουργούν θεραπευτικά, ενισχύουν την όποια αδυναμία και τη βαπτίζουν ψυχοπάθεια. Η κριτική της Πλαθ απευθύνεται στην αλαζονεία των γιατρών, στα τραυματικά και επιβλαβή για τον εγκέφαλο ηλεκτροσόκ, την άγνοια και αδιαφορία των νοσοκόμων και την σκληρότητα των μεθόδων τους που μπορεί να συνθλίψουν οριστικά έναν νέο άνθρωπο.
«Πήρα μια βαθιά ανάσα κι αφουγκράστηκα τον παλιό κομπασμό της καρδιάς μου. Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω»
– Σύλβια Πλαθ, Ο γυάλινος κώδων, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου
Ο «γυάλινος κώδων», παρά τη θεματική του, παραμένει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης μιας νεαρής γυναίκας που οδεύει προς την αυτογνωσία και την ωριμότητα, περιφρονώντας, ωστόσο, όλους σχεδόν τους συμβατικούς τρόπους. Αντί η πορεία της να ακολουθήσει μια προοδευτική εξέλιξη η Έστερ δοκιμάζεται από την τρέλα και την ξεπερνάει. Οι εμπειρίες που συνήθως αλλάζουν και επηρεάζουν τα νεαρά άτομα με θετικό τρόπο, όπως οι πρώτοι έρωτες, η σεξουαλική αφύπνιση, σπουδές και η επαφή με τον κόσμο, εκείνη την αναστατώνουν και την αποπροσανατολίζουν. Αντί να ανακαλύψει το καινούργιο νόημα στη ζωή, η Έστερ θέλει να δώσει τέλος σε όλα αυτά που τη διχάζουν και στην αδυναμία της να εκπληρώσει τη σφοδρότερη επιθυμία της: να γράψει καλά. Ο αγώνας και οι μικρές κατακτήσεις της, η απόρριψη του παραδοσιακού μοντέλου θηλυκότητας, είναι πράξεις σχεδόν ηρωικές. Κάποια στιγμή αρχίζει να κατανοεί κι η ίδια τη δύναμη της, αυτή τη δύναμη που τη βοήθησε να επιζήσει και αρχίζει πλέον να εμπιστεύεται περισσότερο το σκεπτικισμό της και την απαξίωσή της κενότητας του περιβάλλοντός της.
Η Πλαθ, στον «γυάλινο κώδωνα», όπως και στα ποιήματά της, εκτίθεται. Είναι από τις πρώτες γυναίκες συγγραφείς που επέτρεψαν στον αναγνώστη να διαπεράσει όχι μόνο το μυαλό της αλλά και το κορμί της. Πολλοί λειτούργησαν ως ηδονοβλεψίες άλλοι ως ανατόμοι και άλλοι ερμήνευσαν το έργο της σύμφωνα με τη μυθολογία που ακολούθησε την αυτοκτονία της και τη σχέση της με τον Χιούζ. Η ίδια πλήρωσε το τίμημα με τη ζωή της. Τώρα, χρειάζεται να ακούσουμε τη φωνή που αναδύεται μέσα από το ίδιο το έργο. Η Πλαθ πρέπει να ξαναδιαβαστεί, αλλά όχι ως μια «εξομολογητική» ποιήτρια, μάρτυρας και θύμα της εποχής και της τελειοθηρίας της. Η Πλαθ πρέπει να διαβαστεί, αφήνοντας στην άκρη την προσωπική της μυθολογία, έχοντας κατά νου πως ακόμα και ο πλέον αυτοβιογραφικός ποιητής χρησιμοποιεί τις λέξεις και οι λέξεις είναι μάσκες που πίσω τους κρύβονται αυτά που ο κάθε αναγνώστης ξεχωριστά, είναι σε θέση να ανακαλύψει.
«Γι` αυτόν που βρίσκεται μέσα στο γυάλινο κώδωνα, άδειος κι ακινητοποιημένος σαν νεκρό μωρό, ο ίδιος ο κόσμος είναι το κακό όνειρο»
– Σύλβια Πλαθ, Ο γυάλινος κώδων, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!