Αν και καθυστερήσαμε πάνω από ένα μήνα από τότε που “προσγειώθηκε” στο Netflix, η σειρά “Beef” του ανεξάρτητου studio A24 που τα τελευταία χρόνια μας εκπλήσσει διαρκώς ευχάριστα άξιζε όλη την αναμονή. Σε μόλις 10 επεισόδια, μια σειρά που δε θυμίζει σε τίποτα το συνηθισμένο περιεχόμενο της πλατφόρμας μας εξέπληξε ευχάριστα, μας άγγιζε, μας στεναχώρησε, μας νευρίασε, μας έφερε αντιμέτωπους με τους ήρωές της και με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Όταν το 1963 ο θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφοςΝιλ Σάιμον, ένας από τους πολυγραφότερους και ευφυέστερους δημιουργούς που γνώρισε ποτέ η Αμερική, έγραψε το θεατρικό έργο «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» καθιερώθηκε ως ο μετρ των ρομαντικών κομεντί. Και όχι τυχαία, καθώς το έργο αυτό έγινε από τα πλέον αναγνωρισμένα έργα του, βραβεύτηκε με Tony, ενώ μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Τζέιν Φόντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους!
Η νέα ταινία του Netflix «Μα Φυσικά και Νοιάζομαι» (“I Care a Lot”), την οποία αγόρασε από το περσινό φεστιβάλ του Τορόντο, έκανε πρεμιέρα πριν λίγες μέρες (19 Φεβρουαρίου) κι ήδη έχει εκτοξευθεί στην κορυφή, κατακτώντας τη νούμερο 1 θέση στο ελληνικό Top 10. Φυσικά, μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο κατόρθωμα εν μέσως τρίτης συνεχόμενης καραντίνας. Όμως η μαύρη κωμωδία του Τζέι Μπέικσον έχει μία συναρπαστική πλοκή και ένα ιδιαίτερο μήνυμα που την κάνει να ξεχωρίζει.
Η Μαρλα Γκρέισον μαζί με την σύντροφό της Φραν, έχουν στήσει μια καλοκουρδισμένη απάτη. Με την βοήθεια μιας γιατρού που συνεργάζεται μαζί τους επί πληρωμή και ενός ευκολόπιστου δικαστή, βγάζει ιατρικά πιστοποιητικά για ηλικιωμένους χωρίς οικογένεια πως δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους λόγω ασθένειας και γίνεται η νόμιμη προστάτης τους και διαχειριστής της περιουσίας τους. Όταν το επόμενο «θύμα» τους δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται, ο μηχανισμός της απάτης τους θα κινδυνεύσει να τιναχθεί στον αέρα. Αν η Μάρλα και η Φραν κατορθώσουν να βγουν ζωντανές.
“Η Ανασκαφή” (“The Dig”) είναι η άρτι αφιχθείσα προσθήκη του Netflix που έρχεται, όπως φαίνεται, να ταράξει τα νερά και να… σηκώσει σκόνη στον αέρα όχι μόνο στην επιτυχημένη πλατφόρμα, αλλά ίσως και στην διεκδίκηση των χρυσών αγαλματιδίων του θείου Oscar που πρόκειται να ξεκινήσει σύντομα.
Το «Θραύσματα μιας Γυναίκας» (“Pieces Of A Woman”) είναι μία από τις πιο πρόσφατες προσθήκες στην πλατφόρμα του Netflix που έχει κερδίσει ήδη την προσοχή του ελληνικού και παγκόσμιου κοινού. Γνωστός για την τεχνική και τα προβοκατόρικα θέματα που πραγματεύεται, ο Ούγγρος σκηνοθέτης Κορνέλ Μουντρουκσό του Λευκού Θεού και της Γιοχάνα κάνει το αγγλόφωνο ντεμπούτο του με μια πολύ προσωπική ιστορία. Τα «Θραύσματα μιας Γυναίκας» είναι βασισμένο στην εμπειρία της απώλειας ενός παιδιού την οποία η σύντροφός του Κάτα Βέμπερ, μετέφερε αρχικά σε ένα θεατρικό έργο που στην πορεία μεταμορφώθηκε στο σενάριο του φιλμ που έγραψε η ίδια.
Everything changing all the time. Even the air you breathing change.
Ο σκηνοθέτης Τζορτζ Σι Γουλφ βασισμένος στο θεατρικό έργο “Ma Rainey’s Black Bottom” του Όγκαστ Γουίλσον – όπως αυτό διασκευάστηκε για το σινεμά από τον Ruben Santiago-Hudson – αφηγείται μία μέρα ηχογράφησης της θρυλικής τραγουδίστριας των μπλουζ, Μα Ρέινι, στην νέα ομώνυμη ταινία του Netflix που βγήκε στις 18 Δεκεμβρίου του 2020 και ήδη φλερτάρει με τα Όσκαρ.
Η ταινία εστιάζει σε μία κρίσιμη απογευματινή ηχογράφηση της δεκαετίας του ’20 στο Σικάγο, κατά την οποία η περίφημη «Μαμά» του Μπλουζ βρέθηκε να αγωνίζεται απέναντι στον λευκό μάνατζερ και παραγωγός της για τα δικαιώματα πάνω στη μουσική της. Καθώς το συγκρότημα περιμένει στην κλειστοφοβική αίθουσα της πρόβας του στούντιο, ο φιλόδοξος τρομπετίστας Λέβι που θέλει να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στη μουσική βιομηχανία παρακινεί τους συναδέλφους του μουσικούς σε μια εξομολόγηση ιστοριών, αληθινών και ψεύτικων που θα αλλάξουν για πάντα την πορεία της ζωής τους.
Η Μα Ρέινι, γνωστή και ως «η μητέρα των μπλουζ», ήταν μια σπουδαία τραγουδίστρια και εκρηκτική περφόρμερ, η οποία μεσουράνησε κατά τη δεκαετία του 1920. Η σκηνική παρουσία της ήταν σαρωτική, η ίδια εξωστρεφής και τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής, καθώς δεν έκρυβε την αμφιφυλοφιλία της. Ο Γουίλσον βάφτισε το θεατρικό του από ένα τραγούδι της για τον δημοφιλή εκείνη την περίοδο χορό Black Bottom, ο οποίος είναι πιο ευρέα γνωστός από την στιγμή που τον χορεύει η Τζούντι Γκάρλαντ στο «Ένα Αστέρι Γεννιέται». Το θεατρικό του, το οποίο πρωτανέβηκε στη σκηνή το 1982, ανήκει μαζί με άλλα εννιά έργα στη σειρά «American Century Cycle», κάθε έργο – κεφάλαιο της οποίας αφορά και μια αφροαμερικανική ιστορία σε διαφορετική δεκαετία του 20ου αιώνα (το πιο διάσημο από αυτά, το «Fences», με την ομώνυμη οσκαρική κινηματογραφική μεταφορά, εξελίσσεται στη δεκαετία του ’50).
That’s who I am. I’m the devil. I ain’t nothing but the devil.
Ο σκηνοθέτης Τζορτζ Σι Γουλφ εκμεταλλεύεται εδώ τη θεατρική δραματουργία του αρχικού έργου για να ζωντανέψει μια χούφτα χαρακτήρες, μέσω των οποίων θα διαπραγματευτεί, χωρίς να αποφεύγει τις διδακτικές κραυγές, φυλετικές προκαταλήψεις, ταξικές αντιθέσεις και το κόστος του λαμπερού αμερικανικού ονείρου (όπως ακριβώς κάνει και το θεατρικό). Η «Θρυλική Μα Ρέινι» (ελλληνικός τίτλος) του Netflix παραμένει κινηματογραφημένο θέατρο, όσο κι αν η αφηγηματική ταχύτητα με τις δυναμικές ερμηνείες προσπαθούν να αποτινάξουν τα ξύλινα κλισέ του. Μα αυτός είναι και ο σκοπός του αφροαμερικανού σκηνοθέτη. Καθώς οι ήχοι των μπλουζ και οι δυναμικοί χαρακτήρες αναμειγνύονται με το θέμα της φυλετικής βίας, αποκαλύπτονται οι πληγές του τραυματικού αμερικανικού παρελθόντος. Είναι φανερό ότι κάτω από τη σκληρότητα της Μα και την τρέλα του Λέβι, κρύβεται η ιστορία της Αμερικής κι αυτό ο Γουλφ φροντίζει να μας το υπενθυμίζει, καταγγελτικά μεν, αλλά με πάθος και συναίσθημα δε. Μένοντας κυρίως μέσα στο στούντιο, ακολουθεί τη θεατρικότητα του έργου, δημιουργώντας ένα στιβαρό δράμα δωματίου κι όχι μια μαγνητοσκοπημένη θεατρική παράσταση. Έτσι εκμεταλλεύεται σωστά τα μεγάλα μονολογικά μέρη -πράγμα δύσκολο στον κινηματογράφο- και δίνει τη δυνατότητα στους ηθοποιούς για εξαιρετικές ερμηνείες.
Η Βαιόλα Ντέιβις, που έχει ερμηνεύσει με επιτυχία έργα του Γουίλσον στο θέατρο, ενώ για το κινηματογραφικό «Fences» είχε κερδίσει και το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου, ενσαρκώνει την “μητέρα των μπλουζ” στην μεγάλη οθόνη με την Maxayn Lewis να αναλαμβάνει τα φωνητικά της. Μεταμορφωμένη και με έντονο μακιγιάζ, η εκπληκτική Ντέιβις επιβάλλεται σε κάθε πλάνο και κουβαλά υπαινικτικά το παρελθόν της Μα που κρύβεται επιμελώς κάτω από το αγέρωχο προσωπείο της. Αντίστοιχα, ο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, στον τελευταίο ρόλο της σύντομης μα σπουδαίας καριέρας του, που προφανώς θα τον στείλει στα Όσκαρ (που δυστυχώς αν κερδίσει δεν θα μπορέσει να το παραλάβει), αδυνατισμένος εξαιτίας της αρρώστιας, αλλά με ψυχική δύναμη και σθένος, υποδύεται αριστουργηματικά τον Λέβι. Ο φιλόδοξος τρομπετίστας της Μα είναι ένας έντονος και εκρηκτικός χαρακτήρας που έρχεται αντιμέτωπος με το λευκό κατεστημένο, διεκδικώντας μία θέση στο εκτυφλωτικό φως του προβολέα, για να πιαστεί όμως στο συρματόπλεγμα του συστημικού ρατσισμού της μουσικής βιομηχανίας και εν τέλει να συντριβεί.
Ο Γουλφ μάλιστα στα τελευταία πλάνα του κάνει σαφές το σχόλιο για το whitewashing – μια συνήθης πρακτική των δισκογραφικών εταιρειών που αγόραζαν για ψίχουλα τραγούδια μαύρων καλλιτεχνών και τα έδιναν σε λευκούς, οι οποίοι τα υπέγραφαν ως δικά τους- τιμώντας όλους αυτούς του αφανείς ήρωες που χάθηκαν μέσα στον κυκλώνα της Ιστορίας σαν τον Λέβι.
Η ταινία, που θα μπορούσε να είναι λίγο μεταλύτερη και πιο ουσιαστική ανά στιγμές, μπορεί να μην είναι για όλους, και σίγουρα δεν είναι κάτι “συνηθισμένο” για τον μη μυημένο θεατή, μιας και αναφέρεται σε ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος μουσικής στην χώρα μας. Παρ’όλα αυτά είναι πραγματικά καθηλωτική και υπερβολικά αληθινής καθώς ο Τζορτζ Σι Γουλφ εστιάζει στον άνθρωπο και στις αδυναμίες του, σε μια ταινία χωρίς μεμψιμοιρίες και σκεπτικισμό, και δίνει μία εξαιρετική απεικόνιση της εποχής με μία άλλη οπτική σε θέματα που είναι πολύ σημαντικά και δυστυχώς ακόμα επίκαιρα.
Κάποιες συναντήσεις αλλάζουν ζωές. Κάποιες άλλες σώζουν ζωές.
Το “Η Ζωή Μπροστά σου” βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 1975 από τον Γάλλο λογοτέχνη Ρομέν Γκαρί (με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Εμίλ Αζάρ, που αποκαλύφθηκε μετά την αυτοκτονία του το 1981) και είναι η νέα πολυσυζητημένη άφιξη στο Netflix. Στο “Η Ζωή Μπροστά σου” (που είχε μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη και το 1977 από το Μοσέ Μισραχί) επιστρέφει μετά από δεκαετή αποχή από τον κινηματογράφο η θρυλική Ιταλίδα ηθοποιός Σοφία Λόρεν, με σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφο τον γιό της, Εντοάρντο Πόντι.
Η ιστορία ακολουθεί την επιζήσασα του Ολοκαυτώματος Μαντάμ Ρόζα, η οποία φροντίζει τα παιδιά των ιερόδουλων. Η Ρόζα θα συναντήσει στο Μπάρι της ιταλικής επαρχίας Πούλια, τον Μόμο (Ιμπραχίμα Γκεγέ), ένα 12χρονο ορφανό από τη Σενεγάλη και θα αναπτύξουν μια συγκινητική και ιδιαίτερη φιλία. Ο Πόντι μετέφερε την ιστορία από το Παρίσι (όπου διαδραματιζόταν στο μυθιστόρημα του Γκαρί) στην Πούλια, για να τιμήσει τις ναπολιτάνικες ρίζες της μητέρας του.
Η Λόρεν χαρακτήρισε το μυθιστόρημα, «μια θλιβερή ιστορία αγάπης και φιλίας ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που τους χωρίζουν η θρησκεία, η φυλή, η ηλικία και η κουλτούρα». Όπως αναφέρει, «οι χαρακτήρες του Γκάρι αποτελούν δυο διαφορετικές πλευρές του ίδιου νομίσματος, καθώς επέζησαν και οι δύο». Η ηθοποιός πιστεύει ότι το κοινό θα βρει σημεία που σχετίζονται με την καθημερινότητά του, μέσα από αυτή την απίθανη ένωση των δύο ανθρώπων. «Ζούμε σε τόσο πολωμένο κόσμο. Αυτή η ιστορία μιλάει για τη σημασία του να είμαστε ορατοί και να ακουγόμαστε, ώστε αν μόνο μάθουμε να δεχόμαστε τις διαφορές μας, οι συνδέσεις που μπορούμε να δημιουργήσουμε, δεν έχουν όρια».
Χαμένη στις σκέψεις τρόμου από το Άουσβιτς, που ξυπνούν απροειδοποίητα, η Ρόζα της Σοφία Λόρεν είναι μια γυναίκα με θέρμη και πόζα, ιδανικός ρόλος για μια ηθοποιό που δεν έχει χάσει τη μοναδική επαφή που ανέκαθεν είχε με την κάμερα, ειδικά στα δακρύβρεχτα κοντινά, όταν ενθαρρύνει τον μικρό ή ζητά τη βοήθειά του για να μην ξεψυχήσει μόνη της σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Στα μάτια της Λόρεν καθρεφτίζεται η παιδική της ηλικία, το φιλόδοξο ξεκίνημά και η ταπεινή ρίζα που δεν ξέχασε ποτέ.
Ο ρόλος της Μαντάμ Ρόζα αποτελεί μια ιδιαίτερη εμπειρία για τη Λόρεν, έναν κύκλο που έκλεισε. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Γκεγέ στο ρόλο του Μόμο έχει περίπου την ίδια ηλικία με τη Λόρεν όταν εκείνη ξεκίνησε την υποκριτική. Ο Πόντι είπε ότι η μητέρα του αναγνώρισε οικεία χαρακτηριστικά στον Γκεγέ. «Στα 15 της χρόνια, η μητέρα μου ήταν ήδη πολύ προετοιμασμένη και πρόθυμη να κάνει τη δουλειά σωστά, πολύ προσεκτική και πολύ υπεύθυνη. Και ο Ιμπραχίμα είχε την ίδια αίσθηση του καθήκοντος να προετοιμαστεί, να σιγουρευτεί ότι όλα ήταν σωστά, να ακολουθήσει τη συμβουλή του σκηνοθέτη, να σιγουρευτεί ότι βρίσκεται στο σωστό σημείο. Πήρε το ρόλο πολύ σοβαρά και νομίζω ότι αυτό ήταν που η μητέρα μου θαύμασε σ’εκείνον».
Ο χαρακτήρας της ηλικιωμένης επιζήσασας των στρατοπέδων συγκέντρωσης και πρώην πόρνης Μαντάμ Ρόζα παραμένει ίδιος, αλλά το νεαρό αγόρι που παίρνει υπό την προστασία της είναι τώρα όχι από την Αλγερία όπως στο βιβλίο και το φιλμ του 77, αλλά από την Σομαλία, έχοντας φτάσει στην Ιταλία διασχίζοντας την Μεσόγειο. Μερικά πράγματα όμως δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν κι ανάμεσα σε αυτά μετράμε τις τύχες των κατατρεγμένων αλλά και την θεραπευτική δύναμη της αποδοχής, της κατανόησης και της αγάπης. Το φιλμ του Πόντι μιλάει ακριβώς για αυτά μέσα από μια απολύτως στρωτή και γραμμική αφήγηση, αλλά ακολουθώντας με προσοχή και σεβασμό τους μηχανισμούς ενός γλυκόπικρου δράματος δίχως ποτέ να βυθίζεται στον υπερβολικό μελοδραματισμό. Ακόμη, μια σειρά από καλογραμμένους -και καλοκάγαθους- χαρακτήρες συμπληρώνουν το παζλ μιας ταινίας, στην οποία οι συναισθηματικές εντάσεις και οι αφηγηματικές αγωνίες ανεβοκατεβαίνουν με τρόπο αναμενόμενο, αλλά όχι ενοχλητικό.
Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία, με τον σκηνοθέτη να ξεκαθαρίζει πως η δική του μεταφορά έχει πολλές διαφορές με το φιλμ του 1978, ενώ δήλωνε χαρούμενος για την τρίτη φορά που του δίνεται η ευκαιρία να σκηνοθετήσει τη μητέρα του: «Θέλει να βάλει όλες της τις δυνάμεις για μια ταινία γεμάτη με σωματικές και συναισθηματικές προκλήσεις. Η ενέργεια και το πάθος που βάζει σε κάθε σκηνή είναι πραγματικά ένα υπέροχο θέαμα». Αντίστοιχα, η Λόρεν ανέφερε: «Ο γιος μου με ξέρει πολύ καλά. Ξέρει κάθε εκατοστό του προσώπου, της καρδιάς μου και της ψυχής μου. Θα προχωρήσει στο επόμενο πλάνο μόνο όταν ξέρει ότι έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό.»
Η ταινία “Η Ζωή μπροστά σου” του Πόντι είναι καλοφτιαγμένη και είναι και κινηματογραφική, έχει τον αέρα ενός κλασικού δράματος με θετικό κοινωνικό πρόσημο και μοιάζει φτιαγμένη για να αρέσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές. Μια ταινία που μπορεί να μην φέρνει κάτι καινούργιο στο σινεμά του τώρα μα που είναι καλοδεχούμενη και γιατί όχι χρήσιμη σε έναν κόσμο, όπου η αποδοχή και η αγάπη για τον άλλο δοκιμάζεται συχνά.
Η “Ρεβέκκα” είναι μία αμερικανική ταινία μυστηρίου. Για πρώτη φορά την απολαύσαμε στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αυτή η παραγωγή του 1940 βραβεύτηκε και με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Το κινηματογραφικό αυτό έργο, παραγωγής του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Δάφνη Ντι Μωριέ, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται οι Λόρενς Ολίβιε, Τζόαν Φοντέιν και Τζούντιθ Άντερσον. Προτάθηκε για 11 βραβεία Όσκαρ, κέρδισε δύο κι αποτελεί τη μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που κατάφερε να κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο, καθώς και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Χόλιγουντ. Ο Χίτσκοκ ήταν για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά το βραβείο πήγε στο Τζον Φορντ για την ταινία Τα σταφύλια της οργής. Ο μετρ της αγωνίας θα υπήρξε άλλες πέντε φορές υποψήφιος, χωρίς επιτυχία και το 1967 η ακαδημία του παραχώρησε το τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
80 χρόνια μετά, το 2020, η αμερικανική εταιρία Netflix μας χαρίζει το ριμέικ της ταινίας, ένα ακόμη αριστούργημα που δεν έχει να ζηλέψει ( σχεδόν ) τίποτα από το πρωτότυπο έργο. Κι αυτό, διότι το σκηνοθετεί ο Βρετανός Μπεν Γουίτλι, ενώ στους πρωταγωνιστικούς βρίσκονται οι: Λίλι Τζέιμς, Κρίστιν Σκοτ και Άρμι Χάμερ.
Πλοκή
Μια νεαρή συνεσταλμένη γυναίκα, που δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της, η οποία είναι ορφανή και συνοδεύει την πλούσια δεσποτική και καυστική Αμερικανίδα κυρία Βαν Χόπερ στις διακοπές της, στο Μονακό, γνωρίζεται εκεί με τον πλούσιο αριστοκράτη και χήρο Μαξιμίλιαν “Μάξιμ” Ντε Γουίντερ. Η σύζυγος του Μάξιμ, Ρεβέκκα, έχει πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο σε ατύχημα στη θάλασσα. Οι δυο τους ερωτεύονται, και όταν η εργοδότρια της αποφασίζει να φύγουν από το Μονακό, ο Μαξίμ της ζητά κάπως βεβιασμένα να παντρευτούν κι εκείνη δέχεται. Η κυρία Βαν Χόπερ την προειδοποιεί ότι ο Μάξιμ λάτρευε την πρώτη σύζυγό του και της εύχεται καλή τύχη στη νέα ζωή της.
Έτσι φτάνουν μαζί στο Μάντερλεϊ, την έπαυλη του Μάξιμ, όπου η άπειρη δεύτερη σύζυγος προσπαθεί με δυσκολία να προσαρμοστεί στα καθήκοντα της νέας της θέσης και στην πορεία αναπτύσσει έναν φόβο για την κυρία Ντάνβερς, την οικονόμο του σπιτιού και άλλοτε πιστή σύμμαχο της νεκρής Ρεβέκκα, την οποία είχε μεγαλώσει από παιδί. Η νέα κυρία ντε Γουίντερ αρχίζει να πιστεύει ότι η Ρεβέκκα ήταν η τέλεια γυναίκα και ότι ο Μάξιμ τη λάτρευε, κάτι που δεν θα τους αφήσει ποτέ να ευτυχήσουν. Η επίσκεψη του Τζακ Φαβέλ, παρουσιαζόμενου ως ξαδέλφου της Ρεβέκκα, αλλά στην πραγματικότητα εραστή της, κλονίζει την αφηγήτρια και αποφασίζει να πάρει τα ηνία στο σπίτι, δίνοντας εντολή στην κυρία Ντάνβερς να καταστραφούν και να πεταχτούν τα προσωπικά αντικείμενα της Ρεβέκκα, κάτι που εξοργίζει την οικονόμο αλλά το κρύβει.Η σκηνή, όπου η οικονόμος, προκαλεί τη νεαρή γυναίκα να πέσει από το παράθυρο.
Θέλοντας να χαροποιήσει τον σύζυγό της και για να να αποσείσει τη σκιά του παρελθόντος οργανώνει μια γιορτή μεταμφιεσμένων, όπου η κυρία Ντάνβερς την πείθει να φορέσει ένα κοστούμι που εικονίζεται να φορά σε έναν πίνακα η Καρολάιν ντε Γουίντερ, μια πρόγονος του Μάξιμ. Ερήμην της όμως, το κοστούμι αυτό φορούσε και η Ρεβέκκα σε ένα παρόμοιο πάρτι λίγο καιρό πριν πεθάνει και όταν εμφανίζεται στη σάλα με αυτό, ο Μάξιμ οργίζεται και οι καλεσμένοι παγώνουν, οπότε εκείνη συντετριμμένη, αντιμετωπίζει τη κυρία Ντάνβερς για το παιχνίδι που της έπαιξε. Εκείνη της αποκαλύπτει την απέχθεια της και την πεποίθησή της ότι σαν δεύτερη σύζυγος του Μάξιμ προσπαθεί να υποκαταστήσει τη Ρεβέκκα, αλλά είναι ανίκανη για αυτό. Εκμεταλλευόμενη την ψυχολογική κατάσταση της κοπέλας, η οικονόμος την πείθει σχεδόν να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο, αλλά διακόπτεται από την σειρήνα ενός πλοίου, που έχει μόλις ναυαγήσει στα βράχια κοντά στην παραλία που γειτονεύει με το Μάντερλεϊ.
Αποκαλύπτεται ότι κοντά στο πλοίο που ναυάγησε βρίσκεται το ναυάγιο ενός άλλου πλοίου, του σκάφους της Ρεβέκκα, και μέσα σε αυτό ένα πτώμα, το πτώμα της Ρεβέκκα. Ο Μάξιμ διηγείται στην αφηγήτρια πως η Ρεβέκκα ήταν μια σκληρή, επιπόλαιη και αδίστακτη εγωίστρια που, αφότου παντρεύτηκαν, του αποκάλυψε το πραγματικό της πρόσωπο και έκαναν μια άτυπη συμφωνία. Εκείνος θα την χρηματοδοτούσε και εκείνη θα κρατούσε το προσωπείο της τέλειας αριστοκρατικής κυρίας, ζώντας παράλληλα τη ζωή που ήθελε και απατώντας τον Μάξιμ κατά συρροή. Όταν του αποκάλυψε ότι είναι έγκυος με παιδί από κάποιον εραστή της και ότι σκόπευε να το μεγαλώσει σαν δικό του, ώστε να κληρονομήσει την περιουσία του, εκείνος όρμησε να τη σκοτώσει αλλά, σκοντάφτοντας κάτω, η Ρεβέκκα πέθανε από ατύχημα. Έτσι έκρυψε το σώμα της στο σκάφος και το βύθισε αναγνωρίζοντας το πτώμα μιας φτωχής γυναίκας ως της Ρεβέκκα και αφήνοντας ένα σημείωμα αυτοκτονίας, που δήθεν έγραψε η Ρεβέκκα.
Η γυναίκα του χαίρεται που δεν αγάπησε ποτέ τη Ρεβέκκα και παρηγορείται για την πιθανότητα να κατηγορηθεί για φόνο ο Μάξιμ. Διενεργούνται ανακρίσεις που με μάρτυρες τον Τζακ Φαβέλ και την κυρία Ντάνβερς προσπαθούν να δείξουν ότι η Ρεβέκκα δολοφονήθηκε. Όμως, ανακαλύπτεται ότι η Ρεβέκκα είχε επισκεφτεί έναν γιατρό ο οποίος της διέγνωσε καρκίνο σε τελικό στάδιο και, αργότερα την ίδια ημέρα, εκείνη ανακοίνωσε δήθεν ότι ήταν έγκυος και προκάλεσε τον Μάξιμ να τη σκοτώσει για να του καταστρέψει τη ζωή, πριν πεθάνει η ίδια. Ο Φαβέλ τηλεφωνεί στην κυρία Ντάνβερς και της αποκαλύπτει ότι η Ρεβέκκα είχε καρκίνο και ότι οι δύο σύζυγοι μπορούν πλέον να ζήσουν ευτυχισμένοι στο Μάντερλεϊ. Εκείνη, έχοντας παρανοήσει, βάζει φωτιά στο Μάντερλεϊ για να μην ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι. Η αφηγήτρια σώζεται και συναντά τον Μάξιμ που έχει μόλις φτάσει με αυτοκίνητο, έχοντας δει τις φλόγες από μακριά. Αγκαλιάζονται και η κυρία Ντάνβερς πεθαίνει μέσα στις φλόγες. Η ταινία τελειώνει με ένα κεντητό μονόγραμμα της Ρεβέκκα να καίγεται σε ένα μαξιλάρι.
Η ταινία του 1940
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, όπως είναι πιθανότατα γνωστό, είχε ένα σύνολο από εξαιρετικά έργα στην περίοδο που βρισκόταν στην Αγγλία. Η τελευταία του μάλιστα ταινία εκεί, «Η Ταβέρνα της Τζαμάικα», ήταν βασισμένη και αυτή, όπως και η «Ρεβέκκα» σ’ ένα βιβλίο της Δάφνης ντι Μωριέ, συγγραφέως που ο σκηνοθέτης επισκέφθηκε ξανά και στα «Πουλιά» του 1963.
Ο Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ, ο μεγιστάνας παραγωγός που την ίδια χρονιά (1939) ολοκλήρωνε το έπος του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», που θα χαρακτήριζε την φήμη του και θα στιγμάτιζε το μετέπειτα έργο του, κάλεσε τον Χίτσκοκ για μια μεταφορά του τραγικού ναυαγίου του «Τιτανικού». Το σχέδιο όμως “ναυάγησε” και ο Σέλζνικ ζήτησε από τον Χίτσκοκ την «Ρεβέκκα».
Η ταινία, όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και στην περίφημη συνέντευξή του στον Φρανσουά Τριφό, «δεν είναι ταινία Χίτσκοκ». Εν μέρει έχει δίκιο. Πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε, με τη φήμη του υπερεπεμβατικού Σέλζνικ και των ποταμιαίων μνημονίων του που επέβαλλαν στους σκηνοθέτες «του» από τα σκηνικά και τα κοστούμια, μέχρι την διεύθυνση των ηθοποιών και την τροπή του σεναρίου.
Ωστόσο η «Ρεβέκκα», πέραν της αναπόφευκτης λόγω στούντιο και Χίτσκοκ πληρότητάς της, διέθετε πινελιές εδώ κι εκεί που χαρακτήριζαν το ως τότε έργο του σκηνοθέτη. Πινελιές που στην μετέπειτα πορεία θα αποκρυσταλλώνονταν στο αμίμητο στυλ του.
Η ταινία του 2020
Η επιτυχία του ριμέικ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σκηνοθετική δεινότητα του Γουίτλι. Με την αρωγή της τεχνολογίας του 21ου αιώνα, ο ομοεθνής του Χίτσκοκ έδειξε ότι σεβάστηκε τον πρώτο διδάξαντα και ακολούθησε τα βήματά του, ως ένα σημείο.Το χρώμα της εικόνας, δε ζημείωσε καθόλου την πλοκή και το αίσθημα μυστηρίου, αντιθέτως “φώτισε” τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών.
Όσο για τους πρωταγωνιστές, ηΚρίστιν Σκοτ Τόμας συναγωνίζεται σε ερμηνευτική ικανότητα την Τζούντιθ Άντερσον, που είχε κερδίσει τότε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.
Η Λίλι Τζέιμς, ακόμη, στον ρόλο της αδέξιας συζύγου, που βυθίζεται στον υποτιθέμενο καλό κόσμο της Βρετανίας του ’30 τα καταφέρνει περίφημα.
Το τέλος της ιστορίας του Χίτσκοκ πιο άμεσο και ποιητικό από το «αμερικανοποιημένο» φινάλε του Γουίτλι, όμως ακόμη κι έτσι το ριμέικ δεν χάνει τη βαρύτητά του έναντι του πρωτότυπου.
Το φάντασμα της Ρεββέκας, η ενσάρκωση δια της απουσίας της του απόλυτου αριστουργήματος, δεν τρόμαξε τον Μπεν Γουίτλι, που έκαψε όπως το «Μάντερλεϊ», τη ρήση της Σύλβιας Πλαθ: «Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά»… Και απέδειξε ότι κανείς δεν είναι τέλειος, αλλά όλοι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Και η «Ρεββέκα» του, (ίσως όχι καλύτερη από εκείνη του Χίτσκοκ, αλλά…) κατάφερε να σταθεί στο ύψος της!
Όταν η νίκη σ’ τα παίρνει όλα, τότε τι σου μένει; Η νέα μίνι σειρά του Netflix με τίτλο “The Queen’s Gambit” ή αλλιώς “Το Γκάμπι της Βασίλισσας” θεωρείται ήδη από πολλούς μία από τις καλύτερες σειρές της μεγάλης streaming υπηρεσίας. Η μίνι σειρά μίας σεζόν βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Γουόλτερ Τέβις που δημοσιεύτηκε το 1983 και αφηγείται την ιστορία ενηλικίωσης της Μπεθ Χάρμον, μιας σκακιστικής διάνοιας σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο στην δεκαετία του 50 και του 60.
Η 9χρονη Μπεθ μένει ορφανή, όταν η μητέρα της τρακάρει με το αμάξι στο οποίο επέβαιναν και καταλήγει σε ένα ίδρυμα θηλέων, όπου θα μάθει να παίζει σκάκι, στο υπόγειο, μαζί με τον επιστάτη του ιδρύματος. Όταν εκείνος καταλάβει ότι πρόκειται για μια εκπληκτική παίκτρια με κοφτερό μυαλό και μεγάλη αυτοπεποίθηση, την βοηθάει να βρει τον δρόμο της προς την επιτυχία. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αφού η Μπεθ σύντομα εθίζεται σε χάπια και αλκοόλ για να ξεπεράσει το άγχος που της δημιουργεί η επιθυμία της για νίκη, καθώς και το τραύμα του παρελθόντος από τον χαμό της μητέρας της. Στην πορεία κατάκτησης του ονείρου, θα την βοηθήσει η θετή της μητέρα, η οποία παλεύει και αυτή με τους δικούς της δαίμονες: το αλκοόλ, το μανιώδες κάπνισμα, τα απωθημένα της μικρής της ηλικίας και με τον διαλυμένο της γάμο.
Για αυτούς που αναρωτιούνται, γκαμπί της βασίλισσας είναι ένα δημοφιλές σκακιστικό άνοιγμα που παίζουν δύο παίκτες σε έναν αγώνα σκάκι. Αν και είναι οι πρώτες κινήσεις, θεωρούνται σημαντικές για τη ροή και την εξέλιξη της παρτίδας και καθορίζουν συχνά τον νικητή. Το «The Queen’s Gambit», λοιπόν, είναι μια ακόμη μεταφορά ενός έργου που κατορθώνει να κάνει συναρπαστικό ένα σπορ που μπορεί να είναι γεμάτο αδρεναλίνη κι αγωνία, αλλά αποκλειστικά μόνο για τους μυημένους σε αυτό. Τα παιχνίδια σκακιού που βλέπουμε είναι πάντως εντελώς αληθινά. Μάλιστα, ο πρώην Παγκόσμιος Πρωταθλητής Σκακιού Γκάρι Κασπάροφ, συμμετείχε ως σύμβουλος σε αυτές τις σκηνές, ώστε να είναι πιστά αποτυπωμένες στη κάμερα. Όμως κάθε παρτίδα σκάκι γίνεται συναρπαστική καθώς συνδυάζει το παιχνίδι και τον πολύπλοκο χαρακτήρα της Μπεθ. Έτσι, σε κάθε παρτίδα ανακαλύπτουμε καινούργιες πτυχές του χαρακτήρα της, κάτι το οποίο όπως φαίνεται δεν εκπλήσσει μόνο εμάς αλλά και την ίδια, καθώς πολλά πράγματα τα οποία νόμιζε ότι ήξερε για τον εαυτό της φαίνεται ότι πρέπει να τα επαναπροσδιορίσει. Μάλιστα, μεγάλο μέρος της σειράς επικεντρώνεται και στον εθισμό της Μπεθ με τα ηρεμιστικά και το αλκοόλ καθώς σύμφωνα με την ίδια είναι παράγοντες που οφείλονται στην διαύγεια της κατά την ώρα μελέτης διάφορων στρατηγικών.
Φυσικά, δεν χρειάζεται να είσαι μετρ του σκακιού για να σε μαγνητίσουν οι κινήσεις και η υποκριτική δεινότητα της Άνια Τέιλορ-Τζόι, της ηθοποιού που απολαύσαμε πρόσφατα και στην ταινία Έμμα. Η Μπεθ είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων χαρακτήρας, απρόβλεπτος και αντισυμβατικός. Η αμερικανο-αργεντινο-βρετανή ηθοποιός, στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, φέρνει εις πέρας τον απαιτητικό ρόλο της ευφυούς αλλά σκοτεινής νεαρής γυναίκας, επισκιάζοντας τις όποιες σεναριακές αδυναμίες. Υποδύεται την Μπεθ Χάρμον με μια ένταση κι αφοσίωση που σε μαγνητίζει στην οθόνη και σε κάνει να πιστέψεις απόλυτα πως αυτό το κορίτσι θα μπορούσε όντως να κερδίσει στο σκάκι ακόμη και τον πιο δύσκολο αντίπαλο οποιαδήποτε στιγμή. Πραγματικά αποτελεί ένα αληθινά φεμινιστικό πρότυπο για τα νεαρά κορίτσια που θέλουν να κυνηγήσουν το όνειρό τους, αλλά έχουν έλλειψη αυτοεκτίμησης.
Το Queen’s Gambit όμως δεν μιλάει μόνο για το σκάκι. Μιλάει και για το ασταθές και απρόβλεπτο ταξίδι προς την ενηλικίωση, για τη μοναξιά, τον αλκοολισμό, την τοξικομανία, τα ψυχολογικά και παιδικά τραύματα, την εμμονή με την τελειότητα και την λατρεία του κοινού και των ΜΜΕ για τα παιδιά-θαύματα. Αλλά κυρίως, για ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα της ζωής. Να μην εγκαταλείπεις, να πιστεύεις σε σένα κι όσες φορές κι αν πέσεις, να σηκώνεσαι και να παίρνεις αυτό που θες γιατί υπάρχουν πάντα κι άλλες κινήσεις. Όπως στο σκάκι.
Ξεκινώντας λοιπόν από ένα υπόγειο, η σειρά μέσα σε 7 επεισόδια θα αφηγηθεί μια ιστορία εμμονής, ξεχωριστού ταλέντου και εθισμού. Η σειρά των Σκοτ Φρανκ κι Αλαν Σκοτ κάνει όλες τις σωστές κινήσεις για να σας ενθουσιάσει και να σας ωθήσει στην συνεχόμενη προβολή του ενός επεισοδίου μετά το άλλο. Μπορεί το σενάριο να ακολουθεί μια μάλλον γνώριμη πορεία, αλλά ακόμη κι έτσι η σειρά παίρνει τις σωστές αποφάσεις για να σας εντάξει σε έναν κόσμο γεμάτο συναίσθημα, αγωνία, εξερευνώντας ταυτόχρονα με το απαραίτητο ψυχολογικό βάθος τον εσωτερικό κόσμο της νεαρής πρωταγωνίστριας και δουλεύοντας με ιδιαίτερη προσοχή την ανασύσταση μιας εποχής που υπήρξε σύνθετη από πολλές απόψεις. Από τα γυναικεία κινήματα ενδυνάμωσης μέχρι την σκιά του ψυχρού πολέμου το «The Queen’s Gambit» προσθέτει μια σειρά από αποχρώσεις στην παλέτα του, συνθέτοντας ένα αποτέλεσμα που σε κερδίζει ακόμη κι όταν ο αρχικός ενθουσιασμός έχει χαθεί. Είναι άξια, λοιπόν, το πιο ωραίο επτάωρο τηλεοπτικό ματ των τελευταίων ετών.
Η νέα πραγματικότητα των τελευταίων μηνών, την οποία βιώνουμε, έχει επηρεάσει τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα και έχει φέρει τα πάνω κάτω. Η έξαρση του κορωνοϊού έχει αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, ζούμε και διασκεδάζουμε. Έχει αλλάξει εντελώς τις συνήθειες μας, τα σχέδιά μας και τις επιλογές μας. Σαφώς και αυτή η θλιβερή κατάσταση, όμως, δεν έχει επηρεάσει μόνο σε προσωπικό επίπεδο, αλλά έχει διαφοροποιήσει και τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται και προγραμματίζουν το μέλλον τους οι επιχειρήσεις κάθε λογής. Μία από τις επιχειρήσεις αυτές είναι ο κόσμος της παραγωγής ταινιών. Είναι πλέον εμφανές ότι ολόκληρη η βιομηχανία τραντάχτηκε σε μεγάλο βαθμό από την πανδημία και παρόλο που βρήκε τρόπο να προσαρμοστεί στις νέες εξελίξεις, αυτό δεν ήρθε χωρίς συνέπειες.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, όταν πριν από περίπου 8 μήνες ξεκίνησαν τα lockdown σε πολλές χώρες και μπήκαν τα περιοριστικά μέτρα, τα οποία μέχρι και τώρα ισχύουν, οι κινηματογράφοι, ως ο κατεξοχήν χώρος απόλαυσης μιας ταινίας, ήλπιζαν πως όλο αυτό μέχρι το χειμώνα θα είχε τελειώσει. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι όλες οι ταινίες που ήταν να προβληθούν την άνοιξη, αναβλήθηκαν αρχικά για τον χειμώνα. Ο κορονοϊός όμως συνέχισε να καλπάζει και τελικά η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών που ήταν να κυκλοφορήσουν φέτος, έστω και με αυτή τη μικρή καθυστέρηση, τελικά θα κυκλοφορήσουν του χρόνου. Προφανώς και οι σκηνοθέτες και οι εταιρίες παραγωγής δεν θέλουν να χάσουν το κέρδος που αποφέρει το σινεμά μεν, αλλά και οι ίδιοι οι δημιουργοί επιθυμούν –και λογικό- να προβληθούν οι ταινίες τους στον κινηματογράφο με όσα πλεονεκτήματα αυτός προσφέρει στον θεατή, ώστε να την απολαύσει περισσότερο.
Η αλήθεια είναι ότι έγινε μια προσπάθεια με το Tenet του Nolan και με τη Mulan, να σωθούν οι κινηματογράφοι, αλλά τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Για αυτόν τον λόγο και όλες σχεδόν οι ταινίες ακυρώθηκαν για του χρόνου. Το ανησυχητικό όμως δεν είναι μονάχα αυτό. Το ανησυχητικό είναι πως τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε από τις παραπάνω 2 ταινίες, καθώς και οι εξελίξεις που αναπόφευκτα διαδραματίζονταν και διαδραματίζονται σε αυτόν τον τομέα της ψυχαγωγίας τα τελευταία χρόνια, έχουν θέσει το μέλλον του κινηματογράφου σε μεγάλο κίνδυνο. Όταν τα σινεμά, οι κριτικοί και όλοι όσοι εργάζονται στον χώρο των ταινιών χρησιμοποιούσαν το ρήμα «σώζω» και ήλπιζαν πως το Tenet θα «σώσει» το σινεμά, ήταν απόλυτα κυριολεκτικοί.
Από εδώ και πέρα λοιπόν θα αναλύσω σύντομα τις πρόσφατες εξελίξεις, θα εξάγω τα συμπεράσματα μου και θα παραθέσω την άποψη μου, ως ένας άνθρωπος που τρέφει μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο.
BoxOffice και DisneyPlus
Όπως λοιπόν ανέφερα πριν από λίγο, ο Nolan εν μέσω πανδημίας αποφάσισε να κάνει τη γενναία κίνηση να βγάλει τη ταινία του στον κινηματογράφο, για να δώσει οικονομική ανακούφιση στον κλάδο. Εννοείται πως θα αρνούταν να εκδώσει μια τόσο ακριβή και φιλόδοξη παραγωγή σε streaming υπηρεσία, αφού έτσι ο θεατής θα έχανε μεγάλο μέρος του οπτικού και ακουστικού παράγοντα, που ιδίως στις ταινίες του Nolan είναι κομβικός.
Το Tenet, λοιπόν, κόστισε περίπου 205 εκατομμύρια, κάτι που το κατέστησε ως μια από τις πιο ακριβές παραγωγές του σκηνοθέτη (ολόκληρο αεροπλάνο διέλυσε ο άνθρωπος, εξάλλου, για τις ανάγκες του έργου) και έβγαλε συνολικά 341 εκατομμύρια παγκοσμίως. Το νούμερο ίσως φαίνεται καλό από μόνο του, αλλά στη πραγματικότητα δεν είναι ούτε το αναμενόμενο, ούτε το επαρκές για να δώσει ανάσες στη βιομηχανία του κινηματογράφου, ούτε ικανοποιεί του συντελεστές που πήραν την απόφαση και το ρίσκο να το βγάλουν στις αίθουσες εν μέσω πανδημίας. Καταρχάς ας διασαφηνιστεί, ότι τα χρήματα αυτά δεν θα πάνε ολοκληρωτικά στα σινεμά. Αντιθέτως, κλασικά θα μοιραστούν μεταξύ των σινεμά και της εταιρείας παραγωγής. Για να γίνει τώρα φανερό το απογοητευτικό του πράγματος, καλό θα ήταν να δούμε τι έκαναν μερικές από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη στο Box Office.
Το Dunkirk έβγαλε περίπου 525 εκατομμύρια παγκοσμίως και είχε κόστος παραγωγής γύρω στα 125 εκατομμύρια. Το Interstellar έβγαλε περίπου 700 εκατομμύρια παγκοσμίως και είχε κόστος παραγωγής γύρω στα 165 εκατομμύρια. Το The dark knight rises είχε εισπράξεις περίπου 1 δισεκατομμύριο και κόστισε 250, ενώ το Inception έβγαλε περίπου 830 εκατομμύρια και κόστισε γύρω στα 160.
Το Tenet, στη προ κορονοϊού εποχή, υπολόγιζε ότι θα βγάλει από 625-825 εκατομμύρια. Τελικά έβγαλε μόλις 341 και έπαιζε σχεδόν μόνο του στις αίθουσες. Αυτό αν συμπεριλάβουμε το κόστος παραγωγής, δυστυχώς είναι απογοητευτικό. Γιατί όμως έβγαλε λιγότερα από όσα θα ήθελε; Ξεκάθαρα ο νούμερο 1 λόγος είναι η πανδημία και ο φόβος των ανθρώπων να εκθέσουν την υγεία τους, ενώ μετά θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πως η ταινία έλαβε διχασμένες κριτικές και πως οι κινηματογράφοι δεν είχαν γεμάτη πληρότητα στις θέσεις λόγω των μέτρων.
Η Mulan, από την άλλη, κόστισε επίσης περίπου 200 εκατομμύρια και ενώ στο Box Office είχε μονάχα 66 εκατομμύρια σε εισπράξεις και παρά το γεγονός ότι τη «σνόμπαρε» η αγορά της Κίνας (λόγω των γεγονότων που σχετίζονται με το που γυρίστηκε, κάτι για το οποίο δεν θα γίνει λόγος εδώ, διότι δεν αφορά τον σκοπό του άρθρου), στο Disney Plus έβγαλε γύρω στα 260 εκατομμύρια. Ουσιαστικά περίπου 9 εκατομμύρια συνδρομητές του Disney Plus έδωσαν από 30 ευρώ (το ποσό φαντάζει τεράστιο και όντως είναι) για να δουν τη ταινία. Τα πήγε τέλεια; Όχι. Έδωσε ανάσα στο σινεμά; Όχι. Το τι συνέβη με τη συνδρομητική υπηρεσία είναι αποκαλυπτικό για τη πορεία της βιομηχανίας; Ναι.
Και αφού σας κούρασα με τα νούμερα –πράγμα απαραίτητο-, τώρα θα μπούμε στο ζουμί του άρθρου, οπότε μην το κλείσετε ακόμα.
Το μέλλον είναι δυσοίωνο
Ήδη αρκετοί σκηνοθέτες, αλλά και εταιρείες παραγωγής (βλ. Warner που δήλωσε απογοητευμένη από τα έσοδα του Tenet), έχουν εκφράσει την απαισιοδοξία τους για το μέλλον του κινηματογράφου. Η πικρή αλήθεια είναι πως έχουν δίκιο και με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ουσιαστικά υπάρχουν δύο παράγοντες που καθιστούν δύσκολη την επιβίωση του σινεμά: Ο καθαρά οικονομικός και οι streaming υπηρεσίες.
Ξεκινώντας από τον οικονομικό παράγοντα, το σίγουρο είναι ότι πολλά τοπικά σινεμαδάκια θα κλείσουν. Τα σινεμά αυτά έχουν μια συγκεκριμένη μερίδα κόσμου, που τα κρατάει ζωντανά τόσα χρόνια και αυτή η μερίδα κόσμου είναι όσοι διαμένουν στις περιοχές όπου αυτά έχουν κτιστεί. Ναι, δεν είχαν χρήματα να φέρουν όλες τις ταινίες και ίσως τις έφερναν και καθυστερημένα. Ωστόσο ήταν μια πολύ καλή επιλογή εάν κάποιος δεν ήθελε να κάνει τεράστια απόσταση για να απολαύσει τις ανέσεις της αίθουσας. Το εισόδημά τους προφανώς και δεν ήταν τεράστιο, ήταν όμως το απαραίτητο για να μπορούν να λειτουργήσουν. Τους τελευταίους μήνες όμως τα έσοδα τους έχουν μειωθεί δραματικά και η πανδημία δεν έχει ακόμα τελειώσει. Όχι μόνο δεν βγαίνουν νέες ταινίες που θα προσέλκυαν κόσμο, αλλά και ο φόβος και τα περιοριστικά μέσα κάνουν δύσκολη τη πρόσβαση και την διασκέδαση που μπορούσε κάποιος να αποκτήσει από τον χώρο. Ουσιαστικά, εάν δεν δοθεί οικονομική ενίσχυση, δεν βλέπω πως θα μπορέσουν να μείνουν ενεργοί αυτοί οι κινηματογράφοι.
Από την άλλη, τα μεγάλα σινεμά που αποτελούν αλυσίδες, είναι σχεδόν βέβαιο –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- πως θα τα καταφέρουν. Ωστόσο εδώ έρχεται ο παράγοντας νούμερο δύο, δηλαδή οι streaming υπηρεσίες.
«Αν θες να το δεις υπάρχει στο Netflix»· Πόσες φορές άραγε χρησιμοποιούμε τη λέξη Netflix καθημερινά, πόσο συχνά μπαίνουμε στη πλατφόρμα να παρακολουθήσουμε κάτι; Η ερώτηση είναι σαφώς ρητορική, μιας και η απάντηση είναι αυτονόητη. Ήδη πριν από την έξαρση του κορονοϊού, οι streaming υπηρεσίες είχαν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος με την τρομερή απήχηση του κοινού που προσέλκυαν· Τεράστιο περιεχόμενο σε ταινίες και σειρές, νέες αφίξεις, χαμηλές τιμές. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που βγάζουν εκατομμύρια κάθε χρόνο. Το Netflix, μάλιστα, είχε τέτοια επιτυχία, που κάθε μεγάλη εταιρεία ξεκίνησε να ανοίγει ανάλογες υπηρεσίες. Μερικά παραδείγματα είναι η Amazon, η Apple, η Disney κ.α. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις, έχουν επενδύσει και επενδύουν πολλά στο marketing, στην ποιότητα των προγραμμάτων τους και στη δυναμική τους, ώστε να αποκτήσουν κοινό. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα πάνε πολύ καλά. Διέκριναν ότι το μέλλον κρύβεται σε αυτές τις πλατφόρμες και έκαναν τις επενδύσεις τους. Πλέον, όμως, και ειδικά τον τελευταίο χρόνο, δεν υπάρχει απλά τεράστιο περιεχόμενο, αλλά και μεγάλη ποιότητα. Σκηνοθέτες και ηθοποιοί κλείνουν συνεχώς συμφωνίες να προβάλλουν τις ταινίες τους σε αυτές τις υπηρεσίες και να κάνουν περιορισμένη διανομή στους κινηματογράφους. Μέχρι και ο Scorsese έκλεισε συμφωνίες με το Netflix και την Apple TV, ενώ σιγά σιγά βλέπουμε και άλλα μεγάλα ονόματα να κάνουν συμβόλαια, όπως ο Aaron Sorkin, ο Chris Evans, ο Ryan Reynolds, ο Jake Gyllenhaal, ο David Fincher και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Σε αυτές τις εξελίξεις, όμως, δεν ευθύνεται ο κορονοϊός, αλλά περισσότερο η δύναμη του streaming και οι προτιμήσεις του κοινού. Από τη μία, οι πλατφόρμες αυτές δίνουν το πάτημα σε λαμπρούς δημιουργούς να δείξουν τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν indie διαμαντάκια στο ρεπερτόριό τους, ενώ ταυτόχρονα έχει αλλάξει και η αντίληψη του θεατή, που δεν θεωρεί πως είναι ανάγκη να δει κάτι στο σινεμά και να πληρώσει 8 ευρώ, εάν αυτό το κάτι δεν έχει πολύ εφέ, εκρήξεις και επικές μάχες. Δεν θεωρεί ότι αξίζει να πληρώσει για να δει ένα δράμα, αφού οπτικά δεν πιστεύει πως μπορεί να του προσφέρει περισσότερα από μια καλή τηλεόραση. Φυσικά δεν παραβλέπουμε και τα τεράστια χρηματικά οφέλη που προσφέρουν οι συνδρομητικές υπηρεσίες στις μέρες μας στον κάθε δημιουργό.
Θα μπορούσαμε με λίγα λόγια να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως η εξουσία που έχει επιβάλλει το streaming και η απογοήτευση των δημιουργών από τη μονομέρεια των προτιμήσεων των θεατών, έχουν ήδη ρίξει μια βαριά σκιά πάνω από τον κινηματογράφο.
Συμπεράσματα
Πρέπει να αρχίσουμε να παίρνουμε απόφαση πως βιώνουμε ήδη τον αργό και βασανιστικό θάνατο του κινηματογράφου. Το μέσο βρίσκεται ήδη στο χείλος του γκρεμού και μέχρι το τέλος της πανδημίας η κατάσταση μπορεί να μην δύναται να διορθωθεί. Εκείνο που πολλοί δεν λαμβάνουν υπόψη τους είναι πως αν τελικά υπάρξει μια ολοκληρωτική στροφή προς το streaming, δεν θα αλλάξει μόνο ο τρόπος που απολαμβάνουμε τις ταινίες. Θα αλλάξει και το περιεχόμενο, οι αφηγήσεις και ο τρόπος παραγωγής τους εν γένει. Δεν θα έχουμε την ίδια εμπειρία ως προς αυτό που βλέπουμε.
Όλοι όσοι έχουν πάει σινεμά γνωρίζουν πως σαφώς η παρακολούθηση μιας ταινίας εκεί είναι μια ολοκληρωτικά διαφορετική εμπειρία όσον αφορά τη ποιότητα. Η έξοδος στο σινεμά όμως δεν ήταν ποτέ μόνο κάτι που ταυτιζόταν με την ποιότητα παρακολούθησης. Ήταν κάτι που ταυτιζόταν με την ατμόσφαιρα, την αίσθηση του μεγαλείου, το στοιχείο του ρομαντικού και το στοιχείο του συναισθήματος που σου προσφέρει η τέχνη. Ήταν η έξοδος με τους φίλους σου, την οικογένειά σου, την κοπέλα σου ή το αγόρι σου. Ήταν η παρέα. Αλλά ακόμα και αν πήγαινες μόνος σου, ήταν η ηρεμία, η χαλάρωση, η αλλαγή παραστάσεων, η απόλαυση και η πιο αποτελεσματική βύθιση σε έναν άλλο κόσμο (μη ξεχνάμε ότι κάποιες ταινίες είναι καλύτερο να τις βιώσεις μόνος σου). Όλο αυτό άλλαξε τώρα που η ασφάλεια και η υγεία απειλούνται. Το σινεμά δεν είναι διασκέδαση. Είναι ένας τόπος εχθρικός, ένα μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν που χάνει ό,τι πρόσφερε.
Δεν θέλω καν να φαντάζομαι έναν κόσμο που η τέχνη χάνει έναν από τους πιο ουσιώδεις τρόπους έκφρασής της. Σε κάτι τέτοιες στιγμές μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Γερμανού σκηνοθέτη Wolfgang Petersen και διατηρώ μια ελπίδα ότι αυτή η πανέμορφη εμπειρία θα συνεχίζει να υπάρχει και με αυτά θα ήθελα να κλείσω· «Τα σινεμά θα συνεχίσουν να υπάρχουν για πάντα και θα τα πηγαίνουν καλά. Με τους υπολογιστές και την τεχνολογία, γινόμαστε όλο και περισσότερο απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον. Ο κινηματογράφος, λοιπόν, είναι ένα από τα τελευταία μέρη, όπου ακόμα μπορούμε να μαζευόμαστε και να βιώνουμε κάτι μαζί. Δεν νομίζω ότι η επιθυμία για αυτού του είδους τη μαγεία θα μας αποχαιρετίσει ποτέ».
Βαγγέλης Φραγκούλης
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!