Με τον Joker να συνεχίζει τη θριαμβευτική του πορεία, ξεπερνώντας μέσα σε δυο βδομάδες τα 450.000 εισιτήρια και να αναγκάζει τους ιδιοκτήτες των κινηματογράφων να κάνουν και μεταμεσονύχτιες προβολές, μια νέα σημαντική ταινία παίρνει τη σκυτάλη. Πρόκειται για το σκληρό φιλμ «Παράσιτα», του Μπονγκ Τζουν-Χο, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο τελευταίο φεστιβάλ στις Κάννες. Είναι ο δεύτερος διαδοχικός Χρυσός Φοίνικας από την Ασία, μετά το περσινό “Shoplifters” του Χιροκάζου Κόρε-Εντα, μία επίσης εκπληκτική ταινία.
Τα τελευταία χρόνια η νοτιοκορεατική (και γενικότερα η ασιατική) κινηματογραφία τείνει να δημιουργήσει μια νέα σχολή, που στον πυρήνα της βρίσκονται οι καθημερινοί άνθρωποι, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, οι κοινωνικές αντιθέσεις και αδικίες και πάνω απ’ όλα ο πολιτικός στοχασμός. Ένα φρέσκο σινεμά, που δείχνει ότι η «Έβδομη Τέχνη» μπορεί να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο το έχουν φέρει οι τεχνοκράτες και οι επιλογές τους που προσπαθούν να καλύψουν τα γούστα του μέσου κοινού. Με τα «Παράσιτα» ο Μπονγκ Τζουν-Χο εντυπωσίασε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών και δικαίως κατέκτησε τον «Χρυσό Φοίνικα», καθώς αποφεύγει την ευκολία της καταγγελτικής ρητορικής και σπάζοντας τις φόρμες του συρμού, στήνει μια επίπονη σπουδή πάνω στις ταξικές αντιθέσεις, τις κοινωνικές ανισότητες, τους ανθρώπους των υπογείων και των επαύλεων και αυτή τη νοητή γραμμή που τους συνδέει.
“Στην καπιταλιστική πραγματικότητα οι αντιθέσεις μεταξύ των τάξεων όχι μόνον υφίστανται, αλλά –αντίθετα απ’ ό,τι μας πληροφορούν κυβερνήσεις και μέσα μαζικής ενημέρωσης– σταδιακά οξύνονται παρά αμβλύνονται. Είμαι απαισιόδοξος για τη σύγκλιση των διαφορετικών συμφερόντων και την κατάργηση των διακρίσεων, τουλάχιστον στη δική μας εποχή.”
– Μπονγκ Τζουν-Χο
Είμαστε στην Άπω Ανατολή, συγκεκριμένα στη Σεούλ, και πάντα στη σκιά του ασιατικού οικονομικού θαύματος. Η τετραμελής οικογένεια Κιμ ζει σε ένα μικρό υπόγειο που πλημμυρίζει με την πρώτη ευκαιρία κι επιβιώνει με εφήμερες μικροδουλειές, σχεδιάζοντας φτηνο-κομπίνες κι ελπίζοντας, γενικά κι αόριστα, σε ένα καλύτερο αύριο.
Η ιστορία μας αρχίζει όταν μικρός γιος Κι-γου προσλαμβάνεται ως καθηγητής αγγλικών της μικρής κόρης του κ. Παρκ, έναν εύπορο πατριάρχη μιας –επίσης τετραμελούς– οικογένειας, ιδιοκτήτη μίας διεθνούς εταιρίας πληροφορικής. Ελπίζοντας επιτέλους σε ένα σταθερό εισόδημα και κουβαλώντας τις προσδοκίες όλης του της οικογένειας, πηγαίνει για συνέντευξη στο σπίτι των Παρκ, για να συναντήσει την κυρία του σπιτιού. Μετά την πρώτη αυτή συνάντηση, ξεκινάει ένας χείμαρρος ατυχών συμβάντων. Αφού προσλαμβάνεται, δημιουργεί με ύπουλο τρόπο τις συνθήκες ώστε και οι υπόλοιποι συγγενείς του να μπορέσουν να επωφεληθούν της ευκαιρίας και να “εισβάλουν” στον κόσμο της μεγαλοαστής οικογένειας, δίχως να φαντάζεται, ωστόσο, όσα πρόκειται να συμβούν. Από το πρωτό μέχρι το τελευταίο πλάνο κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως τελικά θα καταλήξει η ιστορία των δύο οικογενειώv, που πλέον συνδέονται άρρηκτα, όπως ένας ξενιστής με τα παράσιτα του.
Με έναν μεθοδικό, φαινομενικά χαλαρό κι ευχάριστο μα στην πραγματικότητα ύπουλο αφηγηματικό τρόπο, ο δοκιμασμένος σε κάθε κινηματογραφικό είδος Μπονγκ Τζουν-χο («Memories of Murder», «Ο Επισκέπτης», «Mother», «Snowpiercer») εναλλάσσει δεξιοτεχνικά την απόσταση που κρατά ο φακός από την κάθε οικογένεια. Τη μία στιγμή οι Κιμ παρουσιάζονται ως άξεστοι οπορτουνιστές και την άλλη γίνονται συμπαθείς ως απόκληροι ενός κόσμου πλαστών ευκαιριών. Οι ατσαλάκωτοι Παρκ μοιάζουν ψυχροί και άσπλαχνοι μέσα στην αποστειρωμένη ευδαιμονία τους, δεν μπορείς όμως να μη σταθείς στο πλευρό τους όταν εξαπατώνται από τους ανθρώπους στους οποίους έχουν δείξει εμπιστοσύνη. Αλλά και πάλι, οι αμφίσημες διαθέσεις θα αλλάξουν άρδην όταν η παράδοξη συμβίωση βγάλει στην επιφάνεια μερικά καλά κρυμμένα μυστικά, ανατρέποντας τα δεδομένα ενός προβλέψιμου κοινωνικού δράματος.
“Μιλάμε πάντα για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι αγωνίζονται να πετύχουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους. Εκεί γεννιέται το αληθινό δράμα κι έρχονται στην επιφάνεια βαθιά, ειλικρινή και περίπλοκα συναισθήματα. Στα «Παράσιτα» προσπάθησα να περιορίσω αυτόν τον αγώνα σε κάτι πιο καθημερινό, σε κάτι που μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε εύκολα, σε κάτι που αφορά την καθημερινή επιβίωση.”
– Μπονγκ Τζουν-χο
Τα αριστουργηματικά και δίχως να κατατάσσονται αβίαστα σε κάποιο κινηματογραφικό genre «Παράσιτα», τολμούν να δείξουν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών με ένα ασύλληπτο μείγμα από γκροτέσκο χιούμορ, ψυχολογικό θρίλερ και δράμα χαρακτήρων. Η πάλη μεταξύ Παρκ και Κιμ (τα ονόματα των δύο τετραμελών οικογενειών) δίνεται με τέτοια σκηνοθετική χάρη όπου όλες οι πιθανές ενστάσεις που έχει η βλοσυρή κριτική να σβήνει κάτω από το βάρος της αλήθειας της ταινίας. Τα «Παράσιτα» ως καθρέφτης – άλλοτε παραμορφωτικός, άλλοτε ρεαλιστικός κι άλλοτε σουρεαλιστικός- ενός άδικου και σκληρού κόσμου είναι ένα πολύτιμο κινηματογραφικό μανιφέστο που ανύψωσε ακόμη παραπάνω τον ήδη ανερχόμενο κορεάτικο κινηματογράφο θα μείνει στην ιστορία της μεγάλης οθόνης
Πηγές:
https://www.monopoli.gr/2019/10/17/reviews/oi-tainies-tis-evdomadas/348226/oi-tainies-tis-evdomadas-enas-foinikas-apo-xrysafi/
https://www.athinorama.gr/cinema/article/milisame_me_ton_aprosdokito_nikiti_ton_kanon_mpongk_tzoun_xo-2538191.html
https://www.athinorama.gr/cinema/article/parasita-2538179.html
Ταινίες Πρώτης Προβολής: «Παράσιτα» και… παράσιτα