Το είδος του graphic novel είναι ευρέως γνωστό και πολύ δημοφιλές- ειδικά μετά την έλευση του 21ου αιώνα. Οι περισσότεροι το γνωρίζουν από τις πιο ανάλαφρες ιστορίες ηρώων και σούπερ-ηρώων… Όμως, ίσως είναι το πλέον κατάλληλο είδος για να αποδώσει περίπλοκα έργα όπως βιογραφίες, ιστορικά έργα – ακόμη και ιστορία κάποιας τέχνης, με ενδιαφέρον και διασκεδαστικό τρόπο. Ο όρος graphic novel χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1964 από τον σκιτσογράφο Ρίτσαρντ Κάιλ. Σήμερα, περιγράφει ένα είδος κειμένου που συνδυάζει λέξεις και εικόνες, αλλά πιο πλήρες και πιο μεγάλο σε μέγεθος από τα κόμικ. Πολλοί θεωρούν το AContractwithGod, andOtherTenementStories (1978) του Eisner ως το νωρίτερο παράδειγμα του είδους στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν τα The Dark Knight Returns (1986) του Frank Miller και το Watchmen (1986-1987) του Alan Moore.
Το 1991 ήταν χρονιά σταθμός για ην ιστορία των graphic novels καθώς ολοκληρώθηκε η έκδοση ενός από τα πιο χαρακτηριστικά και καθοριστικά για την Ένατη Τέχνη έργα, του graphic novel “Maus: A Survivor’s Tale” του Αρτ Σπίγκελμαν, ή πιο συγκεκριμένα η έκδοση των δύο τόμων στους οποίους είναι χωρισμένο. Ο πρώτος τόμος, ονομάζεται «Ο πατέρας μου αιμορραγεί την ιστορία» και σε αυτόν αφηγείται την ιστορία του πατέρα του, ο οποίος επιβίωσε από το ολοκαύτωμα. Στο δεύτερο τόμο, με τίτλο «Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα μου», παρουσιάζεται η συνέχεια της ιστορίας ενώ θίγονται πολλές καταστάσεις σχετικά με τα βασανιστήρια που υπέστησαν όλοι οι κρατούμενοι την περίοδο αυτή.
«Η Καρδερίνα» της Donna Tartt είναι το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της συγγραφέως και βραβεύτηκε με το Pulitzer Μυθοπλασίας το 2014 στην Αμερική. Έχουν προηγηθεί η -εξαιρετική- «Μυστική Ιστορία», 1992, και ο «Μικρός Φίλος», 2002, τα οποία σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία, μεταφράστηκαν σε τριάντα γλώσσες και την καθιέρωσαν ως μια από τις πιο σημαντικές μορφές της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η εμβληματική αλλά ολιγογράφος συγγραφέας που εμφανίζεται μόνο κάθε δέκα χρόνια, ανταμείβει τους χιλιάδες αναγνώστες της, αν όχι ολάκερο τον κόσμο, με ένα εκπληκτικό, εθιστικό, περίτεχνο δράμα το οποίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη (που έχουν εκδώσει με μεγάλη επιτυχία και τα άλλα δύο βιβλία της συγγραφέως).
Το βραβευμένο με Πούλιτζερ θεατρικό έργο «Αύγουστος» (πρωτότυπος τίτλος: “August: Osage County”, 2007) του αμερικανού ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Tracy Letts είναι μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες στην Αμερική και την Αγγλία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς έχει παρουσιαστεί σε πάνω από 30 χώρες.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο συγγραφέας του έργου, Tracy Letts, γεννήθηκε το 1965 στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ. Οι γονείς του ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένοι, ο πατέρας του καθηγητής πανεπιστημίου αλλά και ηθοποιός και η μητέρα του συγγραφέας. Ο ένας από τους αδελφούς του είναι συνθέτης και μουσικός της τζαζ. Ο Tracy Letts ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός την οποία και συνεχίζει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Έχει γράψει θεατρικά έργα και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Το έργο «Αύγουστος», ο αγγλικός τίτλος «August Osage County», έχει βραβευθεί με το βραβείο Pulitzer το 2008 ενώ ο ίδιος έχει πάρει το βραβείο Tony για τον ρόλο του στο έργο «Who’s Afraid of Virginia Woolf» το 2013. Έργα του έχουν κερδίσει υποψηφιότητες για διάφορα βραβεία.
«Αύγουστος»
Ο «Αύγουστος» αποτελεί δείγμα κλασσικού αμερικανικού θεάτρου που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό πολύ γνωστά έργα (πχ. «Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ» και άλλα). Ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται πως έχει επηρεαστεί από τους: Eugene O’Neill, Tennessee Williams, Edward Albee, William Faulkner και άλλα ιερά τέρατα του αμερικάνικου θεάτρου αλλά και του παγκόσμιου. Πράγματι, στο έργο πνέει ένας αέρας από όλους αυτούς τους συγγραφείς.
Το έργο ξεκινά με τον αλκοολικό ποιητή Μπέβερλι Γουέστον να αφηγείται τις μέρες του μαζί με την καρκινοπαθή γυναίκα του, Βάιολετ. «Η γυναίκα μου παίρνει χάπια και εγώ πίνω», μονολογεί στην Ινδιάνα υπηρέτρια που τον ακούει προσεκτικά, δίνοντας μας τα πρώτα στοιχεία που μέλλει να καθορίσουν την εξέλιξη της παράστασης. Ηπλοκή ξεκινά όταν, μια μέρα του Αυγούστου, ο Μπέβερλι εξαφανίζεται. Έντρομες μια-μια οι κόρες του ζεύγους επιστρέφουν στο σπίτι μαζί με τις δικές τους δυσλειτουργικές οικογένειες. Η Άιβ που ζούσε χρόνια με τους γονείς της, δεχόμενη συστηματικά τις επικρίσεις της μητέρας της. Η Μπάρμπαρα, μια δυναμική καθηγήτρια που μοιάζει διαβολικά στη συμπεριφορά με την μητέρα της και τέλος, η Κάρεν που μοιάζει ως η «λιγότερο σημαντική» της οικογένειας, αφού λόγω της αφέλειάς της κανείς δε της δίνει ιδιαίτερη σημασία . Όλες κουβαλούν μαζί τους τα μυστικά μιας ολόκληρης ζωής.
Η απαρχή του δράματος γίνεται με την αποκάλυψη της αυτοκτονίας του πατέρα που οδηγεί τις οικογενειακές σχέσεις στα άκρα. Η Βάιολετ όμως, δεν είναι από τις γυναίκες που αφήνουν κάποιον άλλο να τους κάνει κουμάντο, καθώς η σοβαρή αρρώστια της και η εξάρτησή της από τα χάπια ενισχύουν τα βιτριολικά της ξεσπάσματα προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Σε ένα κρεσέντο κυνισμού ξεσπά εναντίον των παιδιών της που «ποτέ τους δεν είχαν πραγματικά προβλήματα». Μετά το ξέσπασμα, η Μπάρμπαρα σαν άλλη Βάιολετ (μέχρι και τα ίδια ρούχα φορούν από ένα σημείο και πέρα) αναλαμβάνει με αυταρχικότητα και μεγαλομανία τα ηνία του σπιτιού, ως τη στιγμή που όλα τα οικογενειακά πάθη θα έρθουν στην επιφάνεια.
Αυτόπτες μάρτυρες της μοναδικής ικανότητας των Γουέστον να αλληλοκατασπαράζονται, η νεαρή ινδιάνα οικονόμος, Τζόνα και η αδερφή της Βάιολετ, η Μάττυ Φέη – η οποία κατέχει εξίσου καλά την τέχνη της σκληρότητας – και που καταφτάνει με την δική της οικογένεια.
Το οικογενειακό τραπέζι στρώνεται, η οικογένεια συγκεντρώνεται και η μάχη αρχίζει: καλά κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, ανομολόγητα πάθη αναζωπυρώνονται, παλιές έχθρες βγαίνουν στην επιφάνεια, προσβολές ανταλλάσσονται και απειλές εκτοξεύονται. Ένα τυπικό οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι των Γουέστον.
Ο«Αύγουστος» έχει κερδίσει το βραβείο Pulitzer, 3 βραβεία Tony, 2 Drama Desk Awards και έχει συγκεντρώσει διθυραμβικές κριτικές από τον ξένο Τύπο που επαίνεσε την ικανότητα του Tracy Letts να ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Ο καταιγισμός αστείων διαλόγων, η εξαιρετική σκιαγράφηση των βιτριολικών χαρακτήρων και η εκρηκτική παρουσίαση των οικογενειακών συναισθηματικών συγκρούσεων επιβεβαιώνουν την άποψη των New York Times ότι, «καμιά οικογένεια δεν υπήρξε τόσο δυστυχισμένη για τόσους διαφορετικούς λόγους και με τόσο διασκεδαστικό τρόπο, όσο οι Γουέστον στον “Αύγουστο”».
Την ίδια επιτυχία γνώρισε και η κινηματογραφική μεταφορά του έργου, με πρωταγωνιστές τους Meryl Streep, Julia Roberts, Ewan McGregor, Benedict Cumberbatch, Juliette Lewis κ.α. το 2013, που έφτασε μέχρι τα Όσκαρ.
Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τα Αθηναϊκά Θέατρα την θεατρική σεζόν 2016-17 και 2017-18 και σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και με πρωταγωνιστές την -έμιδα Μπαζάκα, Μαρία Πρωτόπαππα, Βίκυ Βολιώτη, Μάνο Βακούση κ.ά. Ιδιαίτερα, η Θέμις Μπαζάκα υπήρξε εξαιρετική στον ρόλο της Βάιολετ. Με την πείρα και τη γνώση που διαθέτει κατόρθωσε να ζωντανέψει πάρα πολύ σωστά την κεντρική ηρωίδα του έργου.
Το έργο του Tracy Letts αφορά την πάλη του ανθρώπου εσωτερική και εξωτερική στο πλαίσιο της οικογένειας. Κατά συνέπεια, την ψυχική αγωνία και προσωπική φθορά, τα ξεσπάσματα και τις αλληλοκατηγορίες, τα καλά κρυμμένα μυστικά, τα πάθη, τις έχθρες, τις ίντριγκες. Όλα μέσω της διάδρασης των μελών της οικογένειας μεταξύ τους. Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε επί σκηνής τους ηθοποιούς να φωνάζουν και να φέρονται ο ένας εναντίον του άλλου. Ο λόγος και οι αντιδράσεις της Βάιολετ, ίσως φαίνονται λίγο υπερβολικοί στα πρώτα λεπτά του έργου, ωστόσο γρήγορα γίνεται αντιληπτό πως ο ρόλος της είναι τέτοιας φύσεως που επιβάλλει ένταση. Ο ρόλος της Μπάρμπαρα κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνον της Βάιολετ, ενώ οι ρόλοι της Άιβ και της Κάρεν είναι σαφώς πιο «ήπιοι», χωρίς στοιχεία δυναμισμού ή αυταρχικότητας.
Εξαρτησιογόνες ουσίες, απιστία, παιδεραστία, αλκοολισμός, αυτοχειρία, όλα υπάρχουν σε αυτό το αποτυχημένο μοντέλο της αμερικανικής οικογένειας, του αμερικάνικου ονείρου, που θέλει να δείξει ο συγγραφέας.
Συνολικά, ο «Αύγουστος» αποτελεί το γλαφυρό πορτρέτο μιας βαθιά δυσλειτουργικής οικογένειας. Ένα έργο σκληρό αλλά και αστείο, πικρόχολο αλλά και τρυφερό, δραματικό αλλά συγχρόνως διασκεδαστικό. Σχοινοβατώντας ανάμεσα στη τραγωδία και το μαύρο χιούμορ, ο «Αύγουστος» συνιστά μια απόπειρα απόλυτα ρεαλιστικής ψυχογράφησης μιας κλασικής οικογένειας του αμερικανικού νότου που δοκιμάζεται από τις σχέσεις μάνας με κόρη, αδελφής με αδελφή, γυναίκας με σύζυγο.
Παρακάτω μπορείτε να παρακολουθήσετε το τρέιλερ από την κινηματογραφική μεταφορά του έργου το 2013:
Η «Τζαζ» της Τόνι Μόρισον, ένα έργο γραμμένο με βάση τις αρχές του μουσικού αυτοσχεδιασμού, είναι ένα όμορφο, σπαρακτικό, γενναίο μυθιστόρημα, που μιλάει για τον έρωτα και την καταστροφική δύναμή του, για την αγάπη και τη συγγνώμη, για τη φυλετική διαφορά και τις οδυνηρές, απομονωτικές επιπτώσεις της επιμειξίας λευκών και μαύρων, αλλά και για τις αντιθέσεις μέσα στους κόλπους της μαύρης κοινότητας· αντιθέσεις ιδιαίτερα έντονες και επιζήμιες αν δεν γεφυρωθούν και δεν κατευναστούν.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1920, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ο Τζο Τρέις, πλανόδιος πωλητής και παντρεμένος με την Βάιολετ αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Νέα Υόρκη, όπως εκατοντάδες χιλιάδες μαύροι. Παρακολουθούμε τις προσπάθειες τους να ενσωματωθούν κοινωνικά στην νέα τους πόλη προσδοκώντας πως η ζωή τους θα βελτιωθεί σημαντικά, όταν ξεπεράσουν τον φόβο προς το άγνωστο που προκαλεί ο εκπατρισμός. Τότε ο Τζο ερωτεύεται ένα πολύ νεαρό κορίτσι, «μ’ έναν από εκείνους τους ολέθριους, τρομακτικούς έρωτες, που τον έκανε να νιώθει τέτοια θλίψη και ευτυχία ώστε τη σκότωσε μόνο και μόνο για να κρατήσει ζωντανό τούτο το αίσθημα». Όταν όμως τον αρνείται, ο Τζο α δολοφονήσει την Ντόρκας. Τον φόνο θα ακολουθήσει η προσπάθεια της γυναίκας του να βεβηλώσει το νεκρό σώμα του κοριτσιού την ώρα της κηδείας. Και ύστερα, από τα βάθη αυτής της αβύσσου των παθών θα αρχίσει η αργή ανάδυση των πρωταγωνιστών του δράματος προς το φως. Τη συμφιλίωση. Την κατανόηση και τη συγγνώμη.
Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, υπάρχουν αναδρομές που σχετίζονται με το παρελθόν του ζευγαριού, την εσωτερική μετανάστευση, τα γεγονότα που προηγήθηκαν της δολοφονίας. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε τις μεταβολές που συμβαίνουν σε μια σχέση, πως ένας πιστός σύζυγος παραβαίνει τους όρκους του και πως η σχέση αυτή αποκτά χαρακτηριστικά απομόνωσης, έλλειψης και οδύνης.
Παράλληλα είναι έντονη η παρουσία της μουσικής και ειδικότερα της jazz καθ΄όλη της εξέλιξη της πλοκής. Αναδεικνύοντας την καθοριστική σημασία που επιτέλεσε η jazz μουσική για την διαμόρφωση της αφροαμερικανικής κουλτούρας. H Toni Morrison επιτυγχάνει να συνδυάσει την αφήγηση του γραπτού κειμένου με την αφήγηση της φωνής ή ενός μουσικού κομματιού jazz. Παρά το γεγονός πως καθένα από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας παλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες, μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο με αυτοσχεδιαστικές αναφορές, όμοιο με ένα μουσικό σύνολο jazz. Πηγή έμπνευσης για το «Jazz» της Toni Morrison που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1992, ήταν το έργο του Αφροαμερικανού φωτογράφου James Van der Zee (Τζέιμς Βαν ντερ Ζέε), διάσημου για τα πορτρέτα του από την περίοδο αναγέννησης του Χάρλεμ (Τhe Harlem Book of the Dead – νεκρική φωτογραφία κοριτσιού).
“Jazz” At Baltimore Center Stage
Κάθε ήρωας του βιβλίου έχει τη δική του ιστορία -και την εκθέτει σαν αυτοσχεδιαστικό σόλο σ’ ένα κομμάτι τζαζ- κάθε ιστορία συνδέεται με τις άλλες αλλά διεκδικεί την αυτονομία της και την ιδιαίτερη οπτική της γωνία, και όλες μαζί συναρμολογούνται σε ένα ενιαίο έργο και συνηχούν όπως τα όργανα ενός τζαζ μουσικού συνόλου, μετά τους επιμέρους αυτοσχεδιασμούς. Το αποτέλεσμα έχει το ρυθμό και τη ζωντάνια ενός κομματιού τζαζ, γεμάτο απροσδόκητες μεταστροφές και γοητευτικά περάσματα.
Η προσπάθεια της συγγραφέως να υπαινιχθεί ή να αναπαραγάγει ατόφιους μουσικούς ρυθμούς παίρνει εδώ τη μορφή της ευελιξίας και της ρευστότητας της τζαζ που διαχέεται στον πεζό λόγο. Μη χρονολογική, συγκοπτόμενη θαρρείς, παράθεση του αφηγηματικού υλικού, πολύρρυθμος βηματισμός, συχνά ασθματικό τέμπο είναι τα εργαλεία της.
«Ηθελα η δουλειά μου να είναι μια εκδήλωση της ευφυΐας, του αισθησιασμού, της αναρχίας της μουσικής∙ της ιστορίας της, του φάσματός της, της νεωτερικότητάς της»
Τόνι Μόρισον
Κάποιοι κριτικοί φτάνουν στο σημείo να θεωρήσουν πως αφηγήτρια είναι η ίδια η μουσική της Jazz. H Jazz που στο Harlem του 1920 κομίζει κάτι νέο, μοντέρνο, ερωτικό, λάγνο. H Jazz που κουβαλάει μαζί της τη μελαγχολία της σκλαβιάς και ψιθυρίζει στους απογόνους των σκλάβων ότι όλα αυτά τέλειωσαν, ότι τώρα πια μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν σε αυτή την υπέροχη και αθώα -ακόμα- πόλη, την πόλη όπου όλα τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Είναι λοιπόν η Jazz που ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης και παρασέρνει τους πάντες στο ρυθμό της.
Πέρα από το πρωτοποριακή αφήγηση του Jazz, η βραβευμένη με Pulitzer συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει και στην Πόλη όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Στο Χάρλεμ της δεκαετίας του είκοσι οι έγχρωμοι, φυγάδες από τον μετεμφυλιακό Νότο, ήρωες του βιβλίου ισορροπούν ανάμεσα σε ένα εφιαλτικό παρελθόν γεμάτο βία και διωγμούς, και σε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Η ρευστή ταυτότητα της Νέας Υόρκης, της «Πόλης», ρευστή όσο και η τοπολογία του προσωπικού εκπατρισμού, είναι μια ανοιχτή υπόσχεση κοινωνικής ενσωμάτωσης και ατομικής πραγμάτωσης.
«Ο ρομαντικός έρωτας μου φαινόταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δεκαετίας του είκοσι, και η τζαζ ο κινητήρας του»
Τόνι Μόρισον
Το Jazz είναι το αφροαμερικανικό έπος που καθιέρωσε την Toni Morrison ως μία από τις πιο εμβληματικές εκπροσώπους της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας ενώ την επόμενη χρονιά της έκδοσής του (1993) η συγγραφέας έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ρωμαλέο, συγκρατημένα λυρικό, χωρίς να ολισθαίνει προς το μελόδραμα (το ίδιο το θέμα ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, αλλά η τέχνη της Μόρισον χαλιναγωγεί τέτοιους πειρασμούς), το βιβλίο είναι μια σπουδή στο ερωτικό φαινόμενο και μαζί μια αναδρομή στην πολυδαίδαλη ιστορία των Αφροαμερικανών, ένα στοιχείο που πάντοτε υπάρχει στα μυθιστορήματα της συγγραφέως. Μια ιστορία οδύνης, αγώνα και λύτρωσης. Μια ιστορία τζαζ.
Κι εκείνη έτρεξε, μέσα σ’ όλο εκείνο το χιόνι, κι όταν γύρισε στο διαμέρισμά της έβγαλε τα πουλιά από τα κλουβιά τους, άνοιξε τα παράθυρα και τα άφησε να παγώσουν ή να πετάξουν, μαζί και τον παπαγάλο που έλεγε “σ’ αγαπώ”».
Ο Κέβιν Κάρτερ γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1960 και ήταν Νοτιοαφρικανός φωτορεπόρτερ. Ξεκινησε την καριέρα του ως φωτορεπόρτερ αθλητικών γεγονότων για την τοπική εφημερίδα Sunday Express, και αργότερα έγινε μέλος μιας τετραμελούς ομάδας φωτορεπόρτερ γνωστής ως The Bang Bang Club, η οποία κάλυψε στη δεκαετία του ’80 τον ξεσηκωμό για την άρση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
Το 1993 πήγε στο Σουδάν για να αποτυπώσει με τον φακό του τη φρίκη του λιμού και της εξαθλίωσης. Στη διάρκεια της αναζήτησης του για φωτογραφικό υλικό στο χωριό Αγιόντ, είδε το κορίτσι αποστεωμένο να προσπαθεί να συρθεί προς το κέντρο τροφοδοσίας. Όταν σταμάτησε να το φωτογραφίσει, ένας γύπας προσγειώθηκε κοντά του. Το αρπακτικό περίμενε να φάει το νεκρό σώμα του κοριτσιού. Ο Κάρτερ είπε ότι έμεινε εκεί είκοσι λεπτά, αλλά το πουλί δεν έφευγε. Αφού έβγαλε τη φωτογραφία, έδιωξε το πουλί και το κορίτσι συνέχισε το δρόμο του. Ο φωτορεπόρτερ πήγε κάτω από ένα δέντρο, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να κλαίει. Το θέαμα ήταν πολύ τρομακτικό για να το αντέξει.
Την επόμενη ημέρα η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στη New York Times. Ήταν τόσο δυνατή και περιγραφική του χάους στο Σουδάν που συγκλόνισε και συγκίνησε όσο ελάχιστες στην εποχή της. Αμέσως έγινε σύμβολο της πείνας στην Αφρική. Οι αναγνώστες όμως ήθελαν να μάθουν τι απέγινε το κορίτσι. Ο Κάρτερ όμως, δεν ήξερε. Κατηγορίες και κινήματα διαμαρτυρίας ξέσπασαν εναντίον του. Το ερώτημα ήταν απλό: γιατί προτίμησε να βγάλει τη φωτογραφία αντί να βοηθήσει το κορίτσι ή έστω γιατί δεν έκανε και τα δύο. Η απάντηση ήταν ότι είχε οδηγίες να αποφεύγει την επαφή με τους κατοίκους καθώς κυκλοφορούσαν πολλές και επικίνδυνες μολυσματικές ασθένειες. Δεν έπεισε τους κατήγορούς του και δεν άντεξε την πίεση.
Μετά από το περιστατικό, ο Κάρτερ πήρε την κάτω βόλτα. Έπαθε κατάθλιψη, έπινε και έπαιρνε ναρκωτικά. Δεν ήταν πια συγκεντρωμένος στη δουλειά του. Ο θάνατος του φίλου του και φωτορεπόρτερ Κεν Ούστερμπρεκ, χειροτέρεψε την κατάστασή του. Τον Μάιο του 1994, ο Κάρτερ επιβραβεύτηκε για τη φωτογραφία του με Πούλιτζερ στο Πανεπιστήμιου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Η κοινή γνώμη άρχισε να μιλά για έλλειψη ηθικής.
Δύο μήνες μετά την απονομή του βραβείου του, πήγε στο πατρικό του σπίτι στο Γιοχάνεσμπουργκ και αυτοκτόνησε. Έβαλε ένα λάστιχο στην εξάτμιση του αυτοκινήτου του που κατέληγε στο εσωτερικό του σπιτιού του. Έκλεισε τα παράθυρα. Ο θάνατός του οφειλόταν σε δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα. Ο Κάρτερ άφησε ένα σημείωμα που έλεγε «Συγγνώμη. Ο πόνος της ζωής υπερισχύει της ευτυχίας, σε σημείο που να μην υπάρχει χαρά πια. Έχω κατάθλιψη, δεν έχω τηλέφωνο, λεφτά να δώσω στο παιδί μου, για να ξεπληρώσω το νοίκι και τα χρέη μου. Με στοιχειώνουν οι αναμνήσεις των σκοτωμών, των πτωμάτων, του θυμού και του πόνου των πεινασμένων και τραυματισμένων παιδιών, οι εικόνες με τους πολεμοχαρείς τρελούς και τους εκτελεστές. Θα πάω να βρω τον Κεν, αν είμαι τυχερός».
Η φωτογραφία προκάλεσε μια τεράστια συζήτηση για θέματα δεοντολογίας και ηθικής. Ωστόσο ο Κάρτερ βοήθησε όσο λίγοι την περιοχή καθώς ο κόσμος συνειδητοποίησε με σκληρό τρόπο την κατάσταση στο Σουδάν, με αποτέλεσμα την αύξηση της βοήθειας προς τις εξαθλιωμένες περιοχές της Αφρικής.
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα κατά του καρκίνου σας παρουσιάζουμε την ιστορία του Derek Madsen.
Το 2005, ο Derek απολαμβάνει την βόλτα του πάνω κάτω στους διαδρόμους του US Davis Medical Center. Δυστυχώς όμως, η βόλτα αυτή είναι μέρος της της πολύωρης αναμονής για τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Ο δεκάχρονος Derek πάσχει από νευροβλάστωμα, έναν όγκο του νευρικού συστήματος, και αποτελεί τον 2ο σε συχνότητα όγκο της παιδικής ηλικίας. Οι γιατροί προσπαθούν να διαπιστώσουν αν ο μικρός Derek μπορεί να υποβληθεί σε μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, που αποτελεί την μεγαλύτερη ελπίδα εναντίον του συγκεκριμένου όγκου.
Οι επόμενοι μήνες είναι γεμάτοι από χημειοθεραπείες για τον νεαρό μαχητή. Αλλά επίσης είναι γεμάτοι από την αγάπη, την στήριξη και την φροντίδα της μητέρας του και των αδερφών του. Δεν έφυγαν στιγμή από δίπλα του, δεν τον άφησαν στιγμή να νιώσει μόνος, να νιώσει ότι η ασθένεια του τον παίρνει μακριά από τα πράγματα που αγαπάει. Τον Μάιο του 2006, η οικογένειά του αποφασίζει να δώσει τέλος στην ζωή του, να τον απαλλάξει από τον πόνο που βιώνει αυτόν τον τελευταίο χρόνο.
Ο Renée C. Byer, φωτογράφος της Sacramento Bee κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για την σειρά φωτογραφιών με όνομα “A Mother’s Journey”, που δείχνει τον τελευταίο χρόνο ζωής του Derek Madsen.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!