Η Κλέφτρα των Βιβλίων: Μία ιστορία για την δύναμη της ανθρωπιάς

Η Κλέφτρα των Βιβλίων (The book thief) είναι το μυθιστόρημα του Αυστραλού συγγραφέα Markus Zusak το οποίο εκδόθηκε στα αγγλικά το 2005. Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Book Sense Book of the Year – Children’s Literature της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοπωλών και το 2013 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Μπράιαν Πέρσιβαλ με ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Μουσικής το 2014.

Το μυθιστόρημα διηγείται την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Λίζελ Μέμινγκερ, που μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία. Όταν η δεκάχρονη Λίζελ φτάνει στο σπίτι των θετών γονιών της λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας χάσει την οικογένειά της, το μόνο που κρατάει στα χέρια της είναι το κλεμμένο εγχειρίδιο ενός νεκροθάφτη, το οποίο δεν μπορεί καν να διαβάσει, αφού δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση. Αυτή θα είναι και η αρχή της καριέρας της ως κλέφτρας. Τα βιβλία ήταν βέβαια δυσεύρετα εκείνη την εποχή και η οικογένεια της Λίζελ δεν μπορούσε να της τα αγοράσει, έτσι αυτή ξεκίνησε να κλέβει βιβλία προκειμένου να τα διαβάσει. Βιβλία που πετάνε οι ναζί στη φωτιά για να τα κάψουν, βιβλία από τη βιβλιοθήκη του δημάρχου, βιβλία που τη συντροφεύουν στις περιπέτειές της παρέα με το φίλο της, Ρούντι, στους δρόμους της πόλης, βιβλία που θα γεμίσουν τις ώρες του άλλου φίλου της, του κυνηγημένου Μαξ. Κι ενώ οι βόμβες των συμμάχων πέφτουν συνεχώς και οι σειρήνες ουρλιάζουν, η Λίζελ μοιράζεται τα βιβλία της με τους γείτονές της στα καταφύγια και βρίσκει σ’ αυτά παρηγοριά. Μέχρι που κάποια μέρα η σειρήνα θα αργήσει να σφυρίξει…

Αφηγητής της ιστορίας είναι ο θάνατος, πράγμα που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Μια ιδέα πρωτότυπη αλλά και συμβολική. Ποιος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος αφηγητής από τον παντεπόπτη θάνατο που εκείνη ειδικά την περίοδο ήταν πανταχού παρών; Ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο θάνατος παρακολουθεί τους χαρακτήρες του βιβλίου, αφηγείται τις ιστορίες τους και συχνά παρεμβαίνει με σχόλια. Δεν μοιάζει όμως με την συνηθισμένη απεικόνιση του σκοτεινού θανάτου με το δρεπάνι στο χέρι, όπως συνήθως τον φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του Ζούσακ είναι ευαίσθητος, λυπάται γι’ αυτούς που αναγκάζεται να μεταφέρει, συχνά τους παίρνει με θλίψη στοργικά στην αγκαλιά του. 

“Πεντακόσιες ψυχέςΆλλες τις κουβάλησα με τα χέρια μου, σαν να κουβαλούσα βαλίτσες. Άλλες τις κουβάλησα στον ώμο μου. Μόνο τα παιδιά κουβαλούσα στην αγκαλιά μου”

Ο παντογνώστης θάνατος γνωρίζει και το μέλλον. Αυτή του η ιδιότητα συμβάλλει σε μια άλλη πρωτοτυπία του Ζούσακ. Συχνά η πρόβλεψη προτρέχει των γεγονότων, αόριστα και υπαινικτικά, όμως αυτό δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αντιθέτως εντείνει την αγωνία του.

Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου όμως είναι η Λίζελ. Από την αρχή διακρίνουμε τις δυσκολίες που έχει ζήσει κια θα συνεχίσει να ζει. Στο ταξίδι για το Μόλχινγκ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Μονάχου, όπου πάει για να συναντήσει τους θετούς γονείς της, ο μικρός εξάχρονος αδελφός της πεθαίνει. Μόνη πια, καταλήγει στην φτωχική οικογένεια των Χούμπερμαν. Στην οδό Χίμελ η Λίζελ θα βρει αγάπη και θα ανακαλύψει το πάθος της για τα απλά πράγματα που μπορούν να την διαφορά. Η μητέρα, η Ρόζα, είναι μια δυναμική, φαινομενικά σκληρή γυναίκα, που κρύβει την αγάπη και την ευαισθησία της κάτω από τις υβριστικές προσφωνήσεις. Ο πατέρας, ο Χανς, συνδέεται ιδιαίτερα με το κοριτσάκι και τα βράδια, όταν εκείνη ξυπνάει από εφιάλτες, κατεβαίνουν στο υπόγειο και της μαθαίνει ανάγνωση από το πρώτο της κλεμμένο βιβλίο.

Θα γνωρίσει τον γείτονα της, τον Ρούντι και θα αναπτύξει στενή φιλία μαζί του. Θα γίνει ο αχώριστος σύντροφός της στις περιπέτειές της αλλά και το μεγαλύτερο στήριγμα της. Μέσω ενός κυνηγημένου Εβραίου, του Μαξ, που η οικογένεια της υποθάλπτει, η μικρή Λίζελ θα μάθει τι θα πει φαντασία και πως να λέει αυτό που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι. Ακόμη και η γυναίκα του δημάρχου, μια θλιμμένη γυναίκα που είχε χάσει το γιο της στον πόλεμο, θα δεθεί με τη Λίζελ και αφήνει τη μικρή να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει.

“Υπήρχαν βιβλία παντού! Ράφια φίσκα στα βιβλία στόλιζαν τους τοίχους από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις το χρώμα των τοίχων. Υπήρχαν βιβλία όλων των ειδών και των μεγεθών, μαύρα, κόκκινα, γκρίζα, βιβλία σε όλες τις αποχρώσεις, με περίτεχνα γράμματα στις ράχες τους. Δεν είχε δει πιο όμορφο πράγμα στη ζωή της η Λίζελ Μέμινγκερ.

Μέσα στο ναζιστικό παροξυσμό, την φτώχια και την ανέχεια λόγω του πολέμου θα κυνηγήσει την μεγάλη της αγάπη που δεν είναι άλλη από το διάβασμα βιβλίων. Η Λίζελ είναι δυνατή, γενναία, αληθινή και χαμογελαστή. Παρόλα τα άσχημα πράγματα που της συνέβησαν, πάντα έβρισκε ξανά την δύναμη να σταθεί στα πόδια της και να ξανά χαμογελάσει. Πάντα διεκδικούσε αυτά στα οποία πίστευε και που ποτέ δεν άφηνε κανέναν να την πληγώσει. Δεν φοβήθηκε ποτέ για τον εαυτό της παρα μόνο ανησυχούσε για τους ανθρώπους που αγαπά. Οι λέξεις είναι η συντροφιά και η δύναμη της ακόμα κι όταν οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους και ο φόβος είναι παντού. Στο καταφύγιο θα διαβάζει στους άλλους για παρηγοριά και θα τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν στον αγώνα της ζωής παρά τις κακουχίες και την θλίψη.

 “Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι της, αλλά μπορούσε να νιώσει τα φοβισμένα μάτια τους να κρέμονται από αυτήν καθώς ρουφούσε μέσα της τις λέξεις και τις φυσούσε πάλι έξω. Μια φωνή έπαιζε τις νότες. (…) είδε μόνο τη λειτουργία των λέξεων – να προσαράζουν στα χαρτί, να το χτυπούν ανελέητα για να περπατήσει εκείνη πάνω του”

Το βιβλίο είναι πολύ ατμοσφαιρικό και καλογραμμένο ενώ δεν παραλείπει να παρουσιάσει και την δυστυχία που προκαλεί στους απλούς Γερμανούς πολίτες ο πόλεμος. Οι κάτοικοι της ναζιστικής Γερμανίας έζησαν στερήσεις, πείνα, δυσκολίες και καταπίεση έτσι ώστε ο Χίτλερ να πετύχει τον σκοπό του. Ο Ζούσακ περιγράφει μια διαλυμμένη κοινωνία και εκείνους τους ανθρώπους της που δεν πίστευαν στα ιδεώδη του Χίτλερ και από φόβο ακολουθούσαν τις γραμμές που όριζε το απάνθρωπο φασιστικό κράτος.

Είναι ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο που λέει είναι ότι οι άνθρωποι δεν χαρακτηρίζονται από την καταγωγή τους ή το χρώμα τους ή οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι κρίνονται από τους χαρακτήρες τους και τις συμπεριφορές τους. Αυτό τονίζεται τόσο με τη βάναυση και τρομακτική  αδικία των βασανιστηρίων των Εβραίων, αλλά και με τον ανθρωπισμό και την καλοσύνη κατοίκων της Γερμανίας που η ανέχεια και ο φόβος όχι μόνο δεν τους λύγισαν, αλλά τους έκαναν να σταθούν ακόμη πιο δυνατά στα πόδια τους για να υπερασπιστούν τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την περιγραφή του αφηγητή αυτές οι ψυχές ήταν πιο ελαφριές, πιο ήρεμες και ζωντανές όταν τον ακολουθούσαν.

Αλλά το μεγαλύτερο μήνυμα του είναι ενάντια στην φρίκη του πολέμου. Δίπλα στους βομβαρδισμούς, στην πείνα, στον διωγμό, στους νέους που χάνονται, στους πατέρες που επιστρατεύονται, στα παιδιά που φοβόνται, στους ανθρώπους που υποφέρουν ο συγγραφέας αντιπαραθέτει την αγάπη για τα βιβλία, τους οικογενειακούς δεσμούς, την πατρική στοργή, την αγάπη μίας μητέρας, την αληθινή φιλία, την υποδειγματική ανθρωπιά. Όλα αυτά που μπορούν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από την βίαιη φύση του και να τον οδηγήσουν στην ειρηνική συνύπαρξη. Μια αξέχαστη ιστορία για τη δύναμη της ανθρωπιάς, για τις ανατροπές της ζωής, αλλά και για την αστείρευτη γοητεία και δύναμη των βιβλίων.

Οι καλύτεροι ήταν εκείνοι που καταλάβαιναν την αληθινή δύναμη των λέξεων. Ήταν εκείνοι που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν όσο πιο ψηλά γινόταν. Ανάμεσά τους κι ένα μικρό, κοκαλιάρικο κορίτσι. Ήταν πασίγνωστη στην περιοχή της, η καλύτερη απ’ όλους εκείνους που έριχναν τις λέξεις, επειδή ήξερε πόσο αδύναμος είναι ένας άνθρωπος Χωρίς τις λέξεις.”

Πηγές:

http://anagnostria.blogspot.com/2009/10/blog-post.html

https://voltitses.blogspot.com/2009/01/blog-post_23.html

www.statusupdate.gr/timeline/η-κλέφτρα-των-βιβλίων-βιβλίο/

http://andreaskandreou.blogspot.com/2014/12/blog-post_24.html

http://booksfrien.blogspot.com/2015/06/markus-zusak.html