Πόσο δύσκολη είναι η αποδοχή της απώλειας;

Ο πόλεμος του Κοσόβου ήταν η ένοπλη σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο που διήρκεσε από τις 28 Φεβρουαρίου 1998 μέχρι τις 11 Ιουνίου 1999. Τα αντίπαλα στρατόπεδα ήταν οι δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, που τότε περιλάμβανε το Μαυροβούνιο και τη Σερβία, που έλεγχε το Κοσσυφοπέδιο πριν από τον πόλεμο, και της αλβανικής οργάνωσης, γνωστής ως Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK), με αεροπορική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ από τις 24 Μαρτίου 1999 και χερσαία από τον Αλβανικό Στρατό.

Μια ηλικιωμένη κυρία από την Αλβανία, δειπνεί με τον νεκρό σύζυγό της και τα παιδιά της που σκοτώθηκαν το 1999 κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο.

Η φωτογραφία αυτή λήφθηκε στην πόλη Gjakova η οποία ήταν μια από τις πιο κατεστραμμένες πόλεις κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού. Ο σύζυγός της και τα τέσσερα παιδιά της είχαν απαχθεί στις 27 Μαρτίου 1999 σε μια στρατιωτική επιδρομή όπου θα χωρίζονταν οι άνδρες από τις γυναίκες. Οι πλειοψηφία των ανδρών θα σκοτώνονταν και θα θάβονταν σε τεράστιους τάφους. Σε έναν τέτοιο τάφο αργότερα βρέθηκαν δύο από τα παιδιά της και ο σύζυγός της. Τα άλλα δύο παιδιά εξακολουθούν να αγνοούνται. Ο νεότερος ήταν 14 ετών. Πραγματοποιείται προσπάθεια για να αποκαλυφθούν όλοι οι τεράστιοι αυτοί τάφοι στη Σερβία, όμως η διαδικασία δεν είναι ιδιαίτερα γρήγορη.

Αυτή η εικόνα τραβήχτηκε αφού ο φωτογράφος Artan Korenica άκουσε για την ιστορία ότι η κυρία αυτή έχει συντηρήσει τα πάντα στο σπίτι και το άφησε άθικτο από τότε που είχαν απαχθεί. Για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μαγειρεύει και σερβίρει κανονικά το δείπνο για όλους τους, με την ελπίδα πως θα επιστρέψουν.

Ήμουν ευτυχισμένος! Απλά την πλησίασα και τη φίλησα. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξη.

Ο Alfred Eisenstaed ήταν Αμερικανός φωτογράφος και φωτορεπόρτερ, που γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1898 στην Γερμανία, και πέθανε στην Αμερική το 1995. Ξεκίνησε την καριέρα του πριν την έναρξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, αν και έγινε γνωστός κατά την διάρκεια αυτού, με την εργασία του για το περιοδικό LIFE.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει και οι στρατιώτες στις 14 Αυγούστου 1945 επέστρεφαν στα σπίτια τους. Μέσα στο γενικότερο κλίμα ευφορίας, το φιλί του ναύτη Glenn McDuffie με την άγνωστή του τότε νοσοκόμα Edith Shain προέκυψε αυθόρμητα στη μέση του δρόμου στην Times Square. Η στιγμή απαθανατίστηκε από τον Alfred Eisenstaedt και έμεινε στην ιστορία ως “το φιλί του ναύτη”, συμβολίζοντας το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 27 Αυγούστου του 1945 η ασπρόμαυρη φωτογραφία έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό LIFE περνώντας στην αιωνιότητα.

” Ήμουν ευτυχισμένος! Άρχισα να τρέχω στους δρόμους και τότε είδα τη νοσοκόμα. Με είδε και αυτή να είμαι χαμογελαστός… Απλά την πλησίασα και τη φίλησα. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξη. Στη συνέχεια μπήκα στον σταθμό του τρένου και κατευθύνθηκα στο Μπρούκλιν”.

Με τον φωτογράφο να μην έχει κρατήσει τα στοιχεία τους, χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια έως ότου αναγνωριστούν τα πρόσωπα της εμβληματικής φωτογραφίας. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θέλησαν να θέσουν εαυτούς ως τους πρωταγωνιστές της διάσημης φωτογραφίας. Η Eith Shain έστειλε επιστολή στον Alfred Eisenstaedt προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 ισχυριζόμενη πως είναι εκείνη που απεικονίζεται στη φωτογραφία. Περιγράφοντας το περιστατικό σημείωνε πως δεν θα μπορούσε να μην του επιτρέψει να τη φιλήσει από τη στιγμή που είχε πολεμήσει και για εκείνη στον πόλεμο.

Από τη στιγμή που η πρωταγωνίστρια είχε αποκαλυφθεί, το περιοδικό LIFE στο τεύχος Αυγούστου του 1980 κάλεσε τον ναύτη να βγει επίσης μπροστά, αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του. Την πατρότητα του πρωταγωνιστή διεκδίκησαν αρκετοί άνδρες και μόλις το 2008, στα 81 του χρόνια, αποδόθηκε στον Glenn McDuffie.

Έδινε μάλιστα μια άλλη διάσταση στο διάσημο φιλί, σημειώνοντας πως ήταν ενθουσιασμένος, καθώς με τη λήξη του πολέμου θα απελευθερωνόταν ο αδερφός του που κρατούνταν αιχμάλωτος από τους Γιαπωνέζους. Σε αντίθεση μάλιστα και από τους ισχυρισμούς του φωτογράφου, σημείωνε πως παρέτεινε το φιλί για να έχει τη δυνατότητα να τους απαθανατίσει. ” Είδα έναν άνδρα να τρέχει προς το μέρος μας. Φοβήθηκα πως μπορεί να είναι κάποιος θυμωμένος σύζυγος ή φίλος που ερχόταν για να με χτυπήσει. Κοίταξα και είδα πως μας έβγαζε φωτογραφία και έτσι παρέτεινα το φιλί για να έχει τη λήψη”.










Οι δυο αυτοί άνθρωποι, μετά από αυτό το φιλί που έμεινε στην ιστορία, δεν είχαν καμία επαφή. Ο Glenn McDuffie έζησε την ζωή του μετά τον πόλεμο στο Χιούστον, πέθανε το 2014 και κηδεύτηκε από την κόρη του και τα δύο του εγγόνια σε νεκροταφείο βετεράνων πολέμου στο Ντάλας. Από την άλλη πλευρά, η Eith Shain έζησε στο Λος Άντζελες, απέκτησε 3 γιους, 6 εγγόνια και 8 δισέγγονα, και πέθανε από καρκίνο στα 91 της.

Πηγές: Wikipedia, News247, Telegraph, Reuters

Δύο από τα πιο σύντομα διηγήματα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Μεταξύ άλλων διακρίσεων έχει τιμηθεί με βραβείο Πούλιτζερ, αλλά και Νόμπελ λογοτεχνίας (για το έργο “Ο γέρος και η θάλασσα”). Εργαζόμενος ως εθελοντής του Ερυθρού Σταυρού αλλά και ως δημοσιογράφος στον πολυτάραχο 20ο αιώνα, απέκτησε εμπειρίες που αποτυπώθηκαν στο έντονα αυτοβιογραφικό λογοτεχνικό του έργο. Στις 2 Ιουλίου 1961 ο λογοτέχνης έδωσε τέλος στη ζωή του, στο εξηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Ακολουθεί μία σύντομη παρουσίαση των καθοριστικών για τη διαμόρφωση του ύφους του πολεμικών του εμπειριών, καθώς και δύο από τα πιο σύντομα διηγήματά του – από τη συλλογή «Στην εποχή μας» (1925) – , που καθρεφτίζουν την ατμόσφαιρα αυτή.

Οι πόλεμοι και οι ανταποκρίσεις

Ο Χέμινγουεϊ, μετά από αποτυχία του να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό και να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο πήρε μέρος στις αποστολές του Ερυθρού Σταυρού ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου, αρχικά στο Παρσίσι και έπειτα στην Ιταλία. Η περισυλλογή πτωμάτων ήταν από τις κύριες δραστηριότητές του. Σε μία αποστολή τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Μιλάνου. Μετά το πέρας του πολέμου παρασημοφορήθηκε από την ιταλική κυβέρνηση για την προσφορά του.

Συνεχίζοντας το έργο του ως πολεμικού ανταποκριτή, κάλυψε την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Αργότερα, μετέβη στην Ισπανία, όπου έκανε ανταποκρίσεις από τον εμφύλιο, στο μέτωπο της Αραγωνίας, και στην πολιορκία της Μαδρίτης από τον Φράνκο.

Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, συγκεκριμένα το 1944, ταξίδεψε στην Ευρώπη, εκκινώντας από το Λονδίνο, ώστε να πραγματοποιήσει περαιτέρω πολεμικές ανταποκρίσεις. Οργάνωσε, επίσης, μια επιχείρηση εντοπισμού ναζιστικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας (όπου έμενε) και των Η.Π.Α., το πλήρωμα της οποίας απαρτιζόταν από οικείους του. Η έρευνά του δεν απέδωσε καρπούς.

Μια πολύ σύντομη ιστορία

“Μια ζεστή βραδιά στην Πάντοβα, τον ανέβασαν στη σκεπή, κι από κει μπορούσε να δει από κάτω του μέχρι μακριά ολόκληρη την πόλη. Στον ουρανό πετούσαν χελιδόνια. Μετά από λίγη ώρα σκοτείνιασε, και οι προβολείς άρχισαν να παίζουν. Οι άλλοι κατέβηκαν κάτω και πήραν μαζί τους και τα μπουκάλια. Αυτός και η Λουζ τους άκουγαν απο κάτω στο μπαλκόνι. Η Λουζ καθόταν στο κρεβάτι του. Ήταν δροσερή και φρέσκια μέσα στην καυτή νύχτα.

Η Λουζ είχε αναλάβει για τρεις μήνες τη νυχτερινή βάρδια. Την άφηναν ευχαρίστως να τη διαλέξει. Όταν τον εγχείρησαν, αυτή τον προετοίμασε για το χειρουργικό κρεβάτι, κι είχαν γελάσει τότε μ’ ένα λογοπαίγνιο. Στη νάρκωση συγκρατήθηκε, γιατί δεν ήθελε εκείνες τις χαζές ώρες ν’ αρχίσει τις φλυαρίες. Όταν πήρε τα δεκανίκια, μετρούσε μόνος του τις θερμοκρασίες, για να μη σηκώνεται η Λουζ από το κρεβάτι. Υπήρχαν μόνο μερικοί ασθενείς και ήταν όλοι ενημερωμένοι. Η Λουζ άρεσε σε όλους. Όταν διέσχιζε την αίθουσα, σκεφτότανε την Λουζ στο κρεβάτι του.”

…Από την εκτέλεση των Έξι

Η πατρότητα του παρακάτω διηγήματος πιστεύεται ότι ανήκει στον Χέμινγουεϊ. Ο Χέμινγουεϊ κάλυψε δημοσιογραφικά τη μικρασιατική καταστροφή, ωστόσο δεν έφτασε ποτέ ως την Αθήνα, συνεπώς δεν υπήρξε μάρτυρας της δίκης και εκτέλεσης των Έξι που θεωρήθηκαν υπαίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. Εντούτοις, το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή “Στην εποχή μας”. Ο τίτλος που δώσαμε δεν έχει χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο το συγγραφέα, αλλά χρησιμοποιείται για την κατατόπιση του αναγνώστη.

“Εκτέλεσαν τους έξι υπουργούς στις έξι και μισή το πρωί στον τοίχο του νοσοκομείου. Στην αυλή είχαν σχηματιστεί λίμνες με νερό. Το λιθόστρωτο της αυλής ήταν σκεπασμένο με νεκρά φύλλα.

Έβρεχε πολύ. Όλα τα παραθυρόφυλλα στο νοσοκομείο ήταν ερμητικά κλειστά. Ένας από τους υπουργούς ήταν άρρωστος με τύφο. Δύο στρατιώτες τον μετέφεραν κάτω και τον έβγαλαν έξω στη βροχή. Προσπάθησαν να τον κρατήσουν όρθιο στον τοίχο, αλλά τα γόνατά του λύγιζαν και καθόταν κάτω, μέσα σε μια λίμνη που είχε σχηματίσει η βροχή. Οι άλλοι πέντε στέκονταν πολύ ήσυχα δίπλα στον τοίχο. Τελικά, ο αξιωματικός είπε στους στρατιώτες ότι δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούν να τον κρατήσουν όρθιο. Όταν έριξαν την πρώτη ριπή, καθόταν μέσα στο νερό με το κεφάλι στα γόνατα.”

ΠΗΓΕΣ:

“Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου”, εκδ. Γνώση, 2013

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CF%81%CE%BD%CE%B5%CF%83%CF%84_%CE%A7%CE%AD%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%B5%CF%8A

https://www.kathimerini.gr/896704/article/politismos/vivlio/to-pagovoyno-toy-xemingoyei