Ακόμα και αν δεν έχει πέσει στα χέρια σας κάποιο δικό του πόνημα, σίγουρα έχετε ακούσει τον Αλέξανδρο Ίσαρη. Είτε μέσα από την ζωγραφική του είτε μέσα από τις μεταφράσεις, τις φωτογραφίες ή το ραδιόφωνο ο “ξένος” της τέχνης κατόρθωσε να υπηρετήσει την τελευταία με τον πληρέστερο ίσως δυνατό τρόπο, ζώντας όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος πέντε ζωές σε μία.
Θα προσπαθήσουμε ωστόσο να σας κατατοπίσουμε. Ο Αλέξανδρος Ίσαρης,79 πλέον ετών, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις Σέρρες. Ο πατέρας του, ποδοσφαιριστής στο επάγγελμα, ονειρευόταν να τον δει κάποτε στο γήπεδο. Η μητέρα του, μουσικός, τον φανταζόταν αρχιτέκτονα. Τελικά, το δικό της όραμα υπερίσχυσε και τον ταξίδεψε μέχρι την μακρινή Αυστρία και το Γκρατς όπου σπούδασε τελικά αρχιτεκτονική, την οποία για λίγα χρόνια υπηρέτησε. Οι κλίσεις του ήταν ανέκαθεν διαφορετικές. Από μικρός αγαπούσε πολύ το διάβασμα, την συγγραφή, την μετάφραση από την αγγλική που ήταν και η πρώτη του ξένη γλώσσα και την κλασική μουσική, την οποία και γνώρισε μέσα από το βιολί της μητέρας του. Από εκεί και έπειτα η ζωή του χαρασσόταν μεταξύ Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Αυστρία και Γερμανίας, ειδικά του Βερολίνου. Τα περισσότερα χρόνια ζει στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι, όπου κρύβεται και το ατελιέ του.
Τα ταλέντα του πολλά. Την ζωγραφική δεν την διδάχθηκε ουσιαστικά ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς τα μαθήματα που έκανε κατά την διάρκεια των σπουδών του. Θαυμαστής όλων των ρευμάτων κατά τη διάρκεια της ζωής του, κατέληξε στο προσωπικό του στυλ: την τεχνική με τα χρωματιστά μολύβια που τον χαρακτηρίζει εδώ και 25 χρόνια. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, μόνος την ανακάλυψε και την τελειοποίησε. Ο θεατής νομίζει ότι βλέπει πίνακα ζωγραφισμένο με λάδια και είναι ξυλομπογιές σε αλλεπάλληλες στρώσεις, κάτι που στην πραμγατικότητα δεν ισχύει. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή είναι χρονοβόρα, καθώς απαιτούνται μήνες για να ολοκληρώσει ένα έργο του. Η πρώτη του έκθεση στην Αθήνα συνέπεσε με τον καταστροφικό σεισμός του 1981. Πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Νέες Μορφές, παρότι το κτίριο είχε ρωγμές. Μπορεί να απέσπασε πολύ καλές κριτικές αλλά κατάφερε να πουλήσει μόνο ένα μικρό σχέδιο, χωρίς να έχει χρήματα ούτε να πληρώσει τον κορνιζά. Συνολικά έχει πραγματοποιήσει 10 ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε 18 ομαδικές.
Εκτός από την ζωγραφική καταπιάστηκε με την γραφιστική, μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερα από 500 εξώφυλλα. Ξεκίνησε να εικονογραφεί παιδικά βιβλία και κείμενα στο περιοδικό Playboy. Ωστόσο, αυτά ήταν μονάχα η αρχή. Πιο πολύ του άρεσαν αυτά που έκανε για τις εκδόσεις Scripta. Φιλοτέχνησε επίσης πολλά προγράμματα του Μεγάρου Μουσικής. ίσως το πιο ξεχωριστό για εκείνον να ήταν για τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, όπου μετέφρασε κι όλα τα κείμενα.
Ένας μεγάλος έρωτας που γνώρισε τα 26 του χρόνια και για τον οποίο ομολογεί πως πόνεσε πολύ ήταν και αυτός που τον μύησε στην φωτογραφία. Το αποτέλεσμα: 2.000 καλλιτεχνικές φωτογραφίες τις οποίες τυπώνει μόνος στο σπίτι του.
Εργάστηκε το 1982 στο Τρίτο Πρόγραμμα επί Μάνου Χατζιδάκι, παρουσιάζοντας μια επιτυχημένη εκπομπή, μόνο με την οποία ασχολήθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο. Άλλοι καιροί βέβαια, φανταστείτε ότι είχα αφιερώσει 18 ολόκληρες εκπομπές στον Ανδρέα Εμπειρίκο! Είχε συνεργαστεί με γνωστούς ηθοποιούς: την Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τη Βέρα Ζαβιτσιάνο.
Κάτι που αφιερώθηκε και λάτρεψε ήταν η μετάφραση. Ως τώρα έχει μεταφράσει 33 έργα με κορωνίδα τις γερμανικές του μεταφράσεις. Παραδέχεται πως αν και ξεκίνησε την μετάφραση για λόγους βιοποριστικούς, την αγάπησε και αφιερώθηκε πολλές φορές σε εκείνη. Έχοντας σαν στόχο την τελειότητα της μετάφρασης χρειάζεται πολύ χρόνο για να περατώσει ένα έργο. Ταξιδεύει ή επικαλείται αλλότρια βοήθεια. Το πρόσφατα μεταφρασθέν από τον ίδιο βιβλίο «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» των εκδόσεων Κίχλη, που συνιστά ένα μεγάλο μωσαϊκό που σχετίζεται με τα πάθη, τη μοναξιά, τις αναμνήσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις του αφηγητή, ενός εικοσιοχτάχρονου Δανού ευπατρίδη που, έχοντας χάσει την περιουσία του, ζει στα όρια της φτώχειας και έρχεται στο Παρίσι με την ελπίδα να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, προτάθηκε μάλιστα για Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Παραδέχεται, πάντως, πως για να μεταφράσεις κάποιον λογοτέχνη πρέπει να σου αρέσει και πρέπει να είσαι και εσύ ο ίδιος λογοτέχνης. Καταξιώθηκε ως μεταφραστής της γερμανικής, μιας γλώσσας και μιας κουλτούρας με την οποία διατηρεί μια σχέση αγάπης-μίσους. Λατρεύει τον γερμανικό πολιτισμό και τη γλώσσα που είναι μάλλον η πλουσιότερη στην Ευρώπη. Μπορεί να περιγράψει κανείς επακριβώς και τις λεπτότερες αποχρώσεις της σκέψης, γι’ αυτό και τόσοι φιλόσοφοι έγραψαν στα γερμανικά. Αλλά και οι Γερμανοί συνθέτες είναι για εκείνον αξεπέραστοι. Παρ’ όλα αυτά τον εκνευρίζει η υπεροψία και η φιλοχρηματία του σύγχρονου μέσου Γερμανού.
Μονάχα με το θέατρο και τον κινηματογράφο ομολογεί πως δεν ασχολήθηκε όσο θα ήθελε. Παραμένει θαυμαστής του Ταρκόφσκι, του οποίου μετέφρασε το «Μαρτυρολόγιο».
Η ποίησή του, η τελευταία (μπορεί και όχι) πτυχή του πολύπλευρου αυτού ανθρώπου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απαισιόδοξη και μοναχική, όπως κατ’ επιλογήν υπήρξε ο ίδιος στη ζωή του. Απογοητευμένος πολλές φορές από τους ανθρώπους, από την πολιτική, αγάπησε μονάχα την μοίρα του. Η βαθιά του σχέση με την τέχνη αποτυπώνεται σε κάθε γραμμή, σε κάθε φράση και σελίδα. Μελετά, ανιχνεύει, αφομοιώνει, αφουγκράζεται, εμπλέκει τον Σαίξπηρ, τον Όμηρο, τον Σεφέρη, τον Πάουντ. Αναγνώστης-ποιητής περιπλέκει αγαπημένους συγγραφείς με σεβασμό, με λεπτότητα και διάκριση στον καμβά της ποίησής του. Εμπνέεται από αυτούς και μας εμπνέει. Η ποιητική του θυμίζει μια ατέλευτη προσπάθεια τακτοποίησης του χάους ήταν αυτό πηγάζει από μέσα του είτε προέρχεται απ’ έξω. Εμείς γινόμαστε μέτοχοι αυτού του ταξιδιού που εκτείνεται από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση ως τις μέρες μας. Βιώνουμε την ανθρώπινη ατέλεια, την απώλεια, τον πόνο, τον αέναο αγώνα του ανθρώπου με τον αόρατο εχθρό. Το δίπολο ζωή- θάνατος αναδεικνύει το θνητό του ανθρώπινου σώματος, το εφήμερο, το φθαρτό. Η ποιητική είναι μια ποιητική διαρκούς απουσίας, απουσίας ανθρώπων, απουσίας λέξεων, σίγουρα όμως όχι απουσία συναισθημάτων.
Ολοκληρώνοντας το έργο, ο αναγνώστης μένει μετέωρος ανάμεσα στο σύμπαν του Ίσαρη και την δική του πραγματικότητα. Ίσως και να αναδεικνύεται νικητής του παιχνιδιού. Σε κάθε περίπτωση, νικητής ή ηττημένος της ζωής, ο συμμέτοχος του ποιητικού φαινομένου κερδίζει από όλη αυτή την διαδικασία γνώση του εαυτού του και συνειδητοποίηση του κόσμου.
Το βιβλίο «Εγώ ένας Ξένος, Ποιήματα 1967-2011» του Αλέξανδρου Ίσαρη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Πηγές:
https://www.oanagnostis.gr/o-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%AF%CF%83%CE%B1%CF%81/
https://www.lifo.gr/articles/book_articles/266963/aleksandros-isaris-den-eimai-aisiodoksos-anthropos-oyte-kai-aisiodoksos-poiitis