Ζωγραφική, η μούσα της Φωτογραφίας – Φωτογραφία, η μούσα της Ζωγραφικής

Η ρεαλιστική αναπαράσταση του κόσµου, επιδίωξη πολλών ζωγράφων από πολύ παλιά, κατορθώθηκε µε µοναδική επιτυχία µε την ανακάλυψη της φωτογραφίας το 1839. Ήταν τέτοιο το αντίκτυπο απ’ αυτό το επίτευγµα ώστε οδήγησε τον P. Delaroche να πει την ιστορική φράση: «Από σήµερα η ζωγραφική πέθανε».

Continue reading “Ζωγραφική, η μούσα της Φωτογραφίας – Φωτογραφία, η μούσα της Ζωγραφικής”

Δώρος Λοΐζου, ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας αδικοχαμένος ποιητής

Λίγα λόγια για την ζωή του

Πρώτα χρόνια

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν Κύπριος ποιητής, καθηγητής και πολιτικός Δώρος Λοΐζου γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1944. Ως μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου έζησε την ανάταση του απελευθερωτικού αγώνα, μυήθηκε στη νεολαία της ΕΟΚΑ, συμμετείχε ως μικρό παιδί στις μαχητικές μαθητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις. Όταν είχαν γίνει τα επεισόδια στη Σεβέρειο, την περίοδο της ΕΟΚΑ, ο Δώρος είχε συλληφθεί από τους Άγγλους. Ήταν μαθητής τότε. Κι όταν φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Δώρος συμμετείχε ενεργά στη νεολαία της ΕΟΚΑ, την ΑΝΕ.

Continue reading “Δώρος Λοΐζου, ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας αδικοχαμένος ποιητής”

Ο κλήρος του αίματος: ένα σύμπλεγμα ιστοριών με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο

Αντί προλόγου

‘Ενα πολυφωνικό με ιστορικές απολήξεις μυθιστόρημα σηματοδοτεί την επιστροφή της δημοσιογράφου και συγγραφέως Σωτηρία Μαραγκοζάκη. Ο λόγος για το νέο της βιβλίο «Ο κλήρος του αίματος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη που μέσα από την αφήγηση των ιστοριών έξι προσώπων με φόντο την Ελλάδα των χρόνων του εμφυλίου σπαραγμού παντρεύει την μυθοπλασία με την ιστορία, τα γεγονότα με την φαντασία και την παράδοση με το μέλλον.

Ο εμφύλιος πόλεμος έχει πράγματι αποτελέσει το αντικείμενο πολλών μυθιστορημάτων, ιστορικών μελετών αλλά και όλων των ειδών έργων τέχνης. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά και ιστορικά του αίτια αλλά και οι συνέπειές του συνιστούν τομέα εξειδίκευσης διάφορων επιστημόνων που σίγουρα γνωρίζουν το ζήτημα σε βάθος. Κατόπιν τούτων, εύλογα προκύπτει το ερώτημα αν θα μπορέσει να διαφοροποιηθεί αισθητά από τα προγενέστερα ένα βιβλίο επί του ίδιου αυτού θέματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η απάντηση θα είναι καταφατική.

Continue reading “Ο κλήρος του αίματος: ένα σύμπλεγμα ιστοριών με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο”

«Όφις και Κρίνο», το πρωτόλειο του Νίκου Καζαντζάκη

Το έργο «Όφις και Κρίνο» είναι το πρώτο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Φέρεται να γράφτηκε γύρω στο 1905, ενώ δημοσιεύτηκε την επόμενη χρονιά. Το γεγονός ότι ως έτος κυκλοφορίας αναγράφεται το 1907 οφείλεται σε μια παλιά συνήθεια, σύμφωνα με την οποία όσα βιβλία τυπώνονταν στο τέλος ενός έτους έφεραν την ημερομηνία του ερχόμενου. Εκείνη την περίοδο, ο Καζαντζάκης τελείωσε τις νομικές σπουδές του λαμβάνοντας και διδακτορικό τίτλο με άριστα. Δεν κυκλοφόρησε βέβαια με το όνομά του, αλλά με το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε, δηλαδή Κάρμας Νιρβασάμης. Εκτός από αυτό υπέγραφε ως Ακρίτας ή ως Ν..

Το βιβλίο γραμμένο σαν ημερολόγιο αφηγείται έναν ολόκληρο σχεδόν χρόνο ενός ερωτευμένου καλλιτέχνη που πάλλεται ανάμεσα στην αγάπη και το σαρκικό πάθος. Τι δίπολο που ανάγεται στο κεντρικό θέμα του έργου αποτυπώνεται ήδη στον τίτλο του. Περιττό να αναφερθούν οι επιμέρους συμβολισμοί. Το πλατωνικό, παρθενικό συναίσθημα αντιπαραβάλλεται με την λαγνεία, τη ηδονολατρεία όπως και η ζωή με τον θάνατο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν στα πλαίσια μιας προσωπικής εξομολόγησης που θα έμοιαζε και με ερωτική επιστολή, με προσευχή ή με ιεροτελεστία. Ο λόγος γλαφυρός, άλλοτε στάζει μέλι άλλοτε φαρμάκι με ελάχιστο κρητικό ιδίωμα. Οι λεκτικοί συνδυασμοί που αξιοποιεί ο συγγραφέας είναι μοναδικοί, αξεπέραστοι και από την αρχή κατακτούν τον αναγνώστη, πετυχαίνοντας να τον μεταφέρουν στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Σ’ όλο το ανάγνωσμα είναι εμφανέστατη η ευρυμάθεια του Καζαντζάκη που απλώνεται από την ελληνική μυθολογία εώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, την ελληνική παράδοση αλλά και μυθολογίες άλλων χωρών (χαρακτηριστική η αναφορά της Λορελάης, πλάσματος της γερμανικής μυθολογικής παράδοσης που ο Χάινριχ Χάινε σε ένα ποίημα του μεταφέρει στον λογοτεχνικό κόσμο).

Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές και από την αρχή κιόλας ο αναγνώστης παρασύρεται από τον ερωτικό χείμαρρο και μαγεύεται από την διάχυτα παθιασμένη ατμόσφαιρα. Άλλωστε, το βιβλίο προσφέρεται για αυτούς τους λόγους και δεν προσιδιάζει το μεταγενέστερο συγγραφικό έργο του Καζαντζάκη. Ήδη κανείς , βέβαια, σε κάποια σημεία διακρίνει πρώιμα στίγματα της φιλοσοφίας του, αλλά όχι ιδιαίτερα ευαγή. Αν και ο ίδιος είχε κάψει όσα αντίτυπα διατηρούσε από το βιβλίο αυτό, ζητώντας προηγουμένως την μεταφορά τους από την Αίγινα στην Νότια Γαλλία, όπου ζούσε, το συμπεριέλαβε στην λίστα που υπέβαλε στα βραβεία Νόμπελ όσο και στην Ακαδημία Αθηνών. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό είχε δωρίσει τόσο στον Παλαμά όσο και στον Ψυχάρη, ο οποίος το είχε μελετήσει σε βάθος, όπως διακρίνει κανείς από τις σημειώσεις του.

Μυστήριο μένει η γυναίκα στην οποία είναι αφιερωμένο το έργο, διότι η αφιέρωση «Στη Τοτώ μου» δεν αρκούσε για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Πολλοί, επηρεασμένοι από την αναφορά στην θεά Γαλάτεια, πίστεψαν πως αφορούσε την πρώτη σύζυγό του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού κατά τη συγγραφή του δεν είχαν ακόμα γνωριστεί και ακόμα και να είχαν, δεν είχαν συνάψει ερωτικές σχέσεις, αφού η Γαλάτεια ήταν σε αρκετά νεαρή ηλικία. Επικρατέστερη είναι η εικασία που κάνει λόγο για μια Ιρλανδή ονόματι Kathleen Fordbild, δασκάλα Αγγλικών στο Ηράκλειο και κόρη πάστορα, με την οποία ο συγγραφέας είχε σχέσεις από το καλοκαίρι προτού ξεκινήσει τις σπουδές του εώς ένα καλοκαίρι πριν αποφοιτήσει, ήτοι για τέσσερα περίπου έτη. Οι υποθέσεις αυτές βασίζονται και σε όσα ο ίδιος εκμυστηρεύεται στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Το τέλος της σχέσης του μένει άγνωστο. Κατά μια άποψη, εκείνη φαίνεται να εξαφανίστηκε. Κατά άλλη, αυτός τερμάτισε την επαφή τους. Σε κάθε περίπτωση, ένας έρωτας τέτοιος μας χάρισε αυτό το μικρό αριστούργημα που αν και δεν ανήκει στα κορυφαία έργα του Κρητικού, έχει σίγουρα την δική του λογοτεχνική αξία.

Διαβάζεται εύκολα, γρήγορα και σε οδηγεί να ερωτευτείς την ιδέα του έρωτα είτε αυτή συνεπάγεται την δημιουργία είτε την αυτοκαταστροφή. Αν δεν το έχετε στα αναγνωριστικά πλάνα σας, είναι καιρός να το εντάξετε!

Αναμνήσεις μιας Γκέισας: μια ταινία γεμάτη έρωτα και ιστορία

Στο Κιότο του 1929, η 9χρονη Τσίγιο κλείνεται δια τη βίας σε ένα σπίτι με γκέισες, γίνεται μαθητευόμενη της διάσημης γκέισας Μαμεχά, προκαλεί την αντιζηλία της Χατσουμόμο, μιας άλλης διάσημης γκέισας που διαβλέπει το λαμπρό μέλλον της αντιπάλου της και θέλει να το σαμποτάρει, ενώ όλο αυτό το διάστημα είναι ερωτευμένη με έναν πελάτη, κάτι απαγορευμένο για μια γκέισα.

Ο συγγραφέας και μελετητής της ασιατικής τέχνης Άρθουρ Γκόλντεν έμελλε να γίνει γνωστός από το μοναδικό του μέχρι στιγμής μυθιστόρημα που δεν είναι άλλο από το Οι αναμνήσεις μιας γκέισας. Ένα βιβλίο που παρέμεινε στη λίστα με τα best seller επί δύο χρόνια και μεταφράστηκε σε πάνω από 30 γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Ένα βιβλίο που απ’ ό,τι φαίνεται ταλαιπώρησε τον συγγραφέα μέσω μιας δικαστικής αντιπαλότητας που προέκυψε μετά την έκδοση του βιβλίου, τον επανέφερε στο προσκήνιο το 2005 χρονιά που κυκλοφόρησε η ομώνυμη ταινία αλλά τελικά αποδείχτηκε απλώς μία σπουδαία στιγμή στην κατά τα άλλα αφανή συγγραφική καριέρα του.

Η συγκινητική φωνή της αφηγήτριας που επιλέγει να εξιστορήσει την προσωπική της εμπειρία ως γκέισα συνοδεύει τον αναγνώστη καθ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης και του δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτή είναι εκεί για να του κρατάει το χέρι κατά την διάρκεια της αφήγησης και όχι το αντίθετο, όπως ίσως θα ήταν αναμενόμενο.

Η ιστορία ξεκινάει από το μεθυσμένο σπίτι σ’ ένα μικρό ψαροχώρι της Ιαπωνίας όπου η πρωταγωνίστρια έμελλε να περάσει τα παιδικά της χρόνια ωσότου η αρρώστια της μητέρας της και ο επικείμενος θάνατός της πιέσουν τον ηλικιωμένο πατέρα της να πουλήσει την ίδια και την μεγαλύτερη αδερφή της για να μεταφερθούν στην πρωτεύουσα όπου και θα εκπαιδευτούν ως γκέισες. Τη νεαρή μας πρωταγωνίστρια χαρακτηρίζει μία ομορφιά που δεν βλέπουμε ποτέ και όμως την αναγνωρίζουμε και μία ευφυΐα που αν και δεν αποδεικνύεται συχνά οι άνθρωποι που την περιτριγυρίζουν υποστηρίζουν ότι έχει.

Αν και πρόκειται για ένα βιβλίο που ξεπερνάει τις 700 σελίδες η ροή της αφήγησης δεν είναι καθόλου ανιαρή και η αφηγήτρια αποδεικνύει ότι γνωρίζει σε βάθος να χειρίζεται την τέχνη της αποπλάνηση και της σαγήνης, μένοντας μόνο σε κομβικά επεισόδια, δίνοντας λεπτομέρειες και εξηγήσεις για έννοιες και υλικά του ανατολίτικου πολιτισμού που ο αναγνώστης αγνοεί, προσθέτοντας έτσι και έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα στην ιστορία.

Όποιος νομίζει ότι με την ταινία είναι καλυμμένος θα ήταν καλό να δώσει μία ευκαιρία και στο βιβλίο και να μην φοβηθεί από το μέγεθός του. Διαβάζεται απλά σαν ένα παραμύθι. Και όπως κάθε παραμύθι, δυτικού τύπου, που σέβεται τον εαυτό του αποτελείται από μία αθώα κατατρεγμένη ορφανή, όπου η απαράμιλλη ομορφιά της χάραξε την μοίρα της προτού η ίδια αποκτήσει καν την αντίληψη του τι είναι όμορφο, Ένα παραμύθι με την κακιά μητριά ή Μητέρα όπως λέγεται στην προκειμένη η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που αγόρασε την πρωταγωνίστρια μας όταν βρισκόταν σε μικρή ηλικία. Φυσικά, ως αντιστάθμισμα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η καλή νεράιδα, μεταμφιεσμένη εδώ στην ήδη έμπειρη και πανέμορφη γκέισα που θα αναλάβει τον ρόλο της καθοδηγήτριας προστάτιδας. Και τέλος, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι δύο κακές αδερφές που μοναδικός τους αυτοσκοπός είναι να βασανίσουν και να καταστρέψουν το λαμπρό μέλλον που διαγράφεται στην ομορφιά της πρωταγωνίστριας.

Εννοείται ότι δεν θα μπορούσε να λείπει ο πρίγκιπας, στη συγκεκριμένη ιστορία ο Πρόεδρος, ένας άντρας με ισχύ που γοητεύει την νεαρή γκέισα και ένας αντίζηλος που θα διεκδικήσει με κάθε τρόπο την καρδιά της. Πολλά άλλα πρόσωπα εμφανίζονται στην ιστορία, το καθένα με τον δικό του σημαίνοντα ρόλο που θα βοηθήσει ο καθείς με τον τρόπο του να ανοίξει ο δρόμος για να ολοκληρώσει το πεπρωμένο της η πρωταγωνίστριά μας. Ένα πεπρωμένο που όπως η ίδια υποστηρίζει δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον αγώνα που κάνει την κάθε μέρα της ζωής της για να υπάρξει.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μία ερωτική ιστορία, που ξεδιπλώνεται μέσα από τη ζωή μιας νεαρής κοπέλας και τις δυσκολίες που έπρεπε να αντιπαλέψει για να μπορέσει να γίνει γκέισα και να κάνει το βήμα που καμία γκέισα δεν είχε τολμήσει μέχρι τότε να κάνει, να ερωτευτεί. Μέσα από αυτή την ιστορία ο συγγραφέας μοιράζεται πολλές πληροφορίες όχι μόνο για έναν πολιτισμό πολύ μακρινό από τον δικό μας συνηθισμένο αλλά και για ένα επάγγελμα παγκοσμίως παρεξηγημένο, το επάγγελμα της γκέισα που όπως και να το κάνουμε σημαίνει άτομο της τέχνης, γιατί άλλωστε για κάποιους η σαγήνη και η αποπλάνηση είναι μία μορφή τέχνης.

Οι γκέισες, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αποτελούν γυναικείες φιγούρες που ασκούν μια μυστηριακή γοητεία τόσο στην Ιαπωνία όσο και σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο. Για αιώνες, έφευγαν από το σπίτι τους το σούρουπο, σαν πεταλούδες μέσα απ’ το κουκούλι τους, για να τελέσουν τις υποχρεώσεις τους σε πολυτελή τεϊοποτεία για πλούσιους πελάτες. Οι συναντήσεις για επαγγελματικούς λόγους το βράδυ αποτελούν παράδοση στην Ιαπωνία, και η παρουσία γκεϊσών δήλωνε ότι ο οικοδεσπότης της βραδιάς διέθετε το αντίστοιχο βαλάντιο για να έχει τη λαμπερή αυτή γυναικεία συντροφιά.

Ούτε σύζυγος αλλά ούτε και πόρνη, η γκέισα είναι μια καλλιτέχνης που κερδίζει τα προς το ζην διασκεδάζοντας πλούσιους και κοινωνικά καταξιωμένους άντρες. Η γκέισα είναι μία καλά εκπαιδευμένη χορεύτρια, τραγουδίστρια και μουσικός, καθώς επίσης και μία πνευματώδης ομιλήτρια. Γελάει με τα αστεία των πελατών της, δεν αποκαλύπτει ποτέ τα μυστικά που της εμπιστεύτηκαν αυτοί, ενώ μπορεί να δημιουργήσει αίσθηση μόνο με μια απλή κίνηση της βεντάλιας της.
Χρόνια σκληρής δουλειάς και πειθαρχίας την έχουν μεταμορφώσει σε ένα εκλεπτυσμένο πλάσμα, αλλά κάτω από τα σφιχτοδεμένα υφάσματα που απαρτίζουν ένα κιμονό και την ουδέτερη μάσκα στο πρόσωπο, που δημιουργείται με το ιδιόμορφο μακιγιάζ, κρύβεται μία γυναίκα με σάρκα και οστά, με το δικό της παρελθόν, τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις και τα ανομολόγητα όνειρα. Τα μυστικά που, τόσο καλά, κρατά φυλαγμένα τα ξέρει μόνον η δική της καρδιά, και κανείς άλλος.
Τα σπίτια με τις γκέισες, τα οποία με τόση ζωντάνια περιγράφει ο Arthur Golden στο μυθιστόρημά του, υπάρχουν ακόμη και σήμερα, ενώ αληθινές γκέισες συνεχίζουν να διασκεδάζουν τους πελάτες στα όμορφα, παλιά τεϊοποτεία. Ντύνονται κομψά, περιποιούνται τον εαυτό τους και συμπεριφέρονται όπως έκαναν οι γκέισες εδώ και αιώνες. Οι γυναίκες που γίνονται γκέισες σήμερα, ακολουθούν αυτό το επάγγελμα μέσα από το ενδιαφέρον τους για τις παραδοσιακές τέχνες και μπορούν να παραμείνουν σ’ αυτό μόνο για μερικά χρόνια. Κάποτε θεωρούνταν οι πιο καλοντυμένες γυναίκες της χώρας τους. Στην εποχή τους οι πιο διάσημες απ’ αυτές ήταν κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά σούπερ-μόντελ.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο σκηνοθέτης Rob Marshall για να προετοιμαστεί για την ταινία ήταν να διαβάσει ξανά το βιβλίο. «Ήθελα να κάνω το ταξίδι από την αρχή, για να δω τι θα με εντυπωσίαζε περισσότερο», είπε. Ο σκηνοθέτης είχε ξεκαθαρίσει μέσα του ότι δεν επρόκειτο με τίποτε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για τις γκέισες. «Συνειδητοποίησα ότι οι δραματικές καταστάσεις που περνούν οι ήρωες, σε συνδυασμό με τη λάμψη και τον εξωτισμό που κρύβει ο κόσμος τους, θα μας επέτρεπαν να πετύχουμε κάτι μοναδικό και συναρπαστικό», είπε. «Και αν και το είχα αποφασίσει ότι θα απομακρυνόμουν από το παλιό, το παραδοσιακό, έπρεπε αρχικά να καταλάβω πλήρως την αλήθεια που κρύβει αυτή η ιστορία».

Στη συνέχεια, ο Marshall συγκέντρωσε όλα τους επικεφαλής συνεργάτες της ομάδας του για ένα ταξίδι στην Ιαπωνία. «Είχα αποφασίσει να πω την ιστορία της Sayuri ως ένα σημάδι κάποιου τόπου και χρόνου στη μνήμη μιας γυναίκας, αλλά πρώτα ήθελα να καταλάβω την αλήθεια της ιστορίας», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Συμφωνήσαμε όλοι ότι μόνο αν βυθιστούμε στον κόσμο της Sayuri, θα μπορέσουμε να δουλέψουμε σωστά, οπότε ταξιδέψαμε όλοι μαζί στο Κιότο, για να μαζέψουμε όσες περισσότερες εμπειρίες γινόταν».

Η ομάδα των 10, επισκέφτηκε μουσεία και τόπους λατρείας, έκανε μία ξενάγηση σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει κιμονό, είδε έναν αγώνα σούμο, έκανε βόλτες με δίτροχα αμαξάκια, ανίχνευσε τη θαλάσσια περιοχή της Ιαπωνίας, παρακολούθησε ανοιξιάτικα φεστιβάλ παραδοσιακού χορού και παρακολούθησε μία μαθητευόμενη γκέισα (maiko) να απλώνει το μακιγιάζ στο πρόσωπό της και να φοράει το κιμονό. Ο Marshall και ο John DeLuca, συμπαραγωγός και χορογράφος της ταινίας, έγιναν δεκτοί στα παρασκήνια του θεάτρου για να δουν το θρυλικό ηθοποιό και χορευτή Tamasaburo Bando να ετοιμάζεται για μία παράσταση του θεάτρου Kabuki. Οι Γιαπωνέζοι οικοδεσπότες κανόνισαν επίσης ώστε οι Αμερικανοί επισκέπτες να διασκεδάσουν μία βραδιά με παρέα γκεϊσών, στην κλειστή λέσχη του τεϊοποτείου Ιτσιρικί.

Το να γνωρίσουν από κοντά την ατμόσφαιρα που αποπνέει η Γκιόν και άλλες hanamachi (συνοικία με γκέισες) ήταν πολύ σημαντικό για τη δουλειά τους. «Ο Dion Beebe, ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, ο Rob κι εγώ, αφηνόμασταν να χαθούμε μέσα στους δρόμους και βγάζαμε διαρκώς φωτογραφίες», λέει ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνογράφος John Myhre. «Όταν ήρθε η ώρα να κατασκευάσουμε τα κτίρια του σκηνικού, κοιτάξαμε τις φωτογραφίες μας και λέγαμε, αυτή εδώ η σκεπή θα δέσει καταπληκτικά μ’ αυτό το είδος παράθυρου, το οποίο ταιριάζει μια χαρά μ’ αυτό το είδος πόρτας».

Οι πιθανές τοποθεσίες γυρισμάτων εντοπίστηκαν, αλλά ο Marshall, ο Myhre, ο Beebe και η Patricia Whitcher (εκτέλεση παραγωγής) συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν όλη την ταινία στην Ιαπωνία. «Όταν είδαμε αναλυτικά τον όγκο της δουλειάς που είχαμε να κάνουμε στους δρόμους», εξηγεί η Whitcher, «καταλάβαμε ότι ήταν αδύνατο να διαταράξουμε τις δραστηριότητες των κατοίκων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αναπαραστήσουμε αυτό που χρειαζόμασταν πραγματικά ώστε να αφηγηθούμε την ιστορία μας».

Επιπλέον, οι hanamachi στην Ιαπωνία, είχαν αλλάξει πάρα πολύ από την εποχή κατά την οποία εκτυλίσσεται η ταινία. «Ακόμη και στις πανέμορφες παλιές πόλεις, δεν μπορούσαμε να βρούμε μία περιοχή για γύρισμα που να μην έχουν προστεθεί μοντέρνα στοιχεία», είπε ο Marshall. Όμως, όλη η ομάδα γύρισε στην πατρίδα, εμπνεόμενη από τις κοινές εμπειρίες και τις συλλογικές αναφορές, στις οποίες θα προσέτρεχαν συχνά τους επόμενους μήνες και αποφάσισαν να χτίσουν τη δική τους γειτονιά.

Ο σκηνογράφος John Myhre μαζί με τον Rob Marshall σχεδίασαν μία πλήρη κάτοψη του χωριού. Μετά φτιάχτηκε ένα πλήρες σχέδιο με όλες τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες για περίπου 40 κτίρια και κατασκευάστηκε μία ολοκληρωμένη μακέτα της hanamachi, σε μικρό μέγεθος, στο οποίο προστέθηκαν μέχρι και αυτοκίνητα μινιατούρες και αμαξάκια, ενώ έσκαψαν για να φτιάξουν την κοίτη ενός ελικοειδούς ποταμού. Η μακέτα χρησίμευσε ως σημείο αναφοράς για να λυθούν πολλά προβλήματα του σχεδιασμού παραγωγής. «Βάλαμε μια λαπαροσκοπική κάμερα, που μας επέτρεπε να κινηθούμε μέσα στο μοντέλο σαν να ήταν κανονικό σκηνικό, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε σ’ ένα μόνιτορ την εικόνα που θα είχαμε όταν θα το κατασκευάζαμε στις πραγματικές του διαστάσεις», είπε ο Myhre. «Ο Rob και Dion έπαιζαν συνέχεια με την κάμερα, ενώ στο τέλος τη χρησιμοποίησαν για να οργανώσουν και μία περίπλοκη λήψη από γερανό».

Η περιοχή με τις γκέισες χτίστηκε στις φάρμες Ventura, μία τεράστια έκταση εκτροφής αλόγων, περίπου μία ώρα έξω από το Λος Άντζελες, με βουνά στο βάθος και θέα σε καταπράσινες κοιλάδες. Μέσα σε 14 εβδομάδες, ο βοσκότοπος μεταμορφώθηκε σε πέντε περίπλοκα οικοδομικά τετράγωνα από σκυρόστρωτους δρόμους και στενοσόκακα. Ο συντονιστής σκηνικών κατασκευών, John Hoskins, και η ομάδα του άρχισαν να στρώνουν μία επιφάνεια έκτασης 120 x 120 μέτρων, και μετά στο κέντρο έσκαψαν για να δημιουργήσουν ένα ποτάμι. Περίπου 75 μέτρα μακρύ, 7 μέτρα πλατύ και 2,5 μέτρα βαθύ, το ποτάμι διέθετε ένα ειδικό σύστημα ανακύκλωσης, για να δημιουργεί την εντύπωση του τρεχούμενου νερού.

Το να κάνουν τη hanamachi βολική για τα γυρίσματα ήταν επιτακτική ανάγκη. «Οριοθετήσαμε όλη την περιοχή πάνω στο έδαφος με πασσάλους και σκοινιά, ώστε να ξέρουμε πού βρίσκεται το κάθε τι, και να μπορούμε να περπατάμε άνετα ανάμεσα», είπε ο Myhre, «μετά προβάραμε τις διάφορες σκηνές ώστε να μπορέσουμε να χορογραφήσουμε τη δράση».

Το σκηνικό χτίστηκε με κέδρο, μπαμπού και έλατο. Το μαύρο μπαμπού και οι φέτες από φλοιό κέδρου, δεν υπάρχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε εισήχθησαν από την Ιαπωνία, μαζί με φράκτες από μπαμπού κι ανάμεσά του πλεγμένο ψεύτικο χόρτο. Ο σκηνογράφος Gretchen Rau, ένας έμπειρος συνεργάτης απ’ το «Ο τελευταίος Σαμουράι», έφερε τεράστιες ποσότητες από παραπετάσματα παραθύρων, καλαμιές και χαλάκια, τα οποία αγόρασε από το Κιότο, ειδικά για την ταινία. Για να εξυπηρετήσει τις αλλαγές των εποχών, όπως αυτές ορίζονταν από το σενάριο, ο Danny Ondrejko, που ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία των φυτών, έφτιαξε χειροποίητα τέσσερις κερασιές, μία για την κάθε εποχή του χρόνου. Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα, που αφορά τις εποχές του χρόνου, είναι αυτό που σχετίζεται με το φως. Αν και η τοποθεσία των γυρισμάτων είχε απίστευτες φυσικές ομορφιές, δεν πρόσφερε δυστυχώς το ομαλό, αμετάβλητο χειμωνιάτικο φως του Κιότο – κάτι που έθεσε ξανά σε δοκιμασία το κουράγιο της ομάδας παραγωγής.

Το να δημιουργήσεις την κατάλληλη φωτιστική ατμόσφαιρα με τη χρήση φίλτρου διάχυσης (silk) είναι μία συνηθισμένη και απλή τεχνική, αλλά το να καλύψεις ένα τεράστιο σκηνικό με το αντίστοιχης έκτασης δικτυωτό φίλτρο ώστε να διαχέει το φως – που να μπορούν να αφαιρείται όταν χρειάζεται και να μη δημιουργεί προβλήματα στην ηχοληψία – ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Ο επικεφαλής κατασκευών Scott Robinson και η ομάδα του, θα έπρεπε να καλύψουν μια έκταση σχεδόν 7 στρεμμάτων με τη μεγαλύτερη κατασκευή που χτίστηκε ποτέ πάνω από κινηματογραφικό σκηνικό. Το ίδιο το ύφασμα (6 στρέμματα) σαν λεπτό καραβόπανο, που χωριζόταν σε έξι μεγάλα τμήματα – και κινιόταν πάνω σε οριζόντιους δοκούς kevlar, στηρίχτηκε πάνω σε τέσσερις δοκούς. Τα τμήματα αυτά μπορούσαν να απαλύνουν το σκληρό φως της μέρας ή να εξαφανίζουν το σκοτάδι της νύχτας, κάτι που επέτρεψε στο συνεργείο να γυρίζει και τη νύχτα, κυριολεκτικά κάνοντας τη νύχτα μέρα. Για αντίβαρο στην κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν δεξαμενές που περιείχαν ένα εκατομμύριο γαλόνια νερό και στερεώθηκαν μεταξύ τους με 10.000 μπουλόνια, ενώ οι δοκοί εκτείνονταν σαν γέφυρα, σε ύψος 75 μέτρων και ήταν αρκετά ψηλοί ώστε να προσαρμοστούν τα ψηλά φώτα, σε ύψος 18 μέτρων.

«Ξοδεύτηκε πολλή φαιά ουσία για τη λεπτομερή οργάνωση», είπε ο Beebe. «Ξέραμε ότι ο άνεμος μπορεί να μας δημιουργούσε προβλήματα με παρασιτικούς ήχους, αφού θα είχαμε αυτό το τεράστιο ύφασμα από πάνω μας να κινείται από τον άνεμο. Το στερεώσαμε πολύ γερά επειδή μια ομάδα από έμπειρους συνεργάτες είχε το κουράγιο να αναλάβει το εγχείρημα. Τελικά αυτό το τεράστιο φίλτρο συνέβαλε πολύ στην όλη ατμόσφαιρα της ταινίας».

Για αρκετά κτίρια του σκηνικού φτιάχτηκε μόνο η πρόσοψή, όμως για τα περισσότερα στήθηκε και ολοκληρωμένο το εσωτερικό τους. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι το τεϊοποτείο Youkimoto, η κλινική του Δρ. Crab, τα δημόσια λουτρά και το διαμέρισμα της Mameha. Η διώροφη οκιγιά (σπίτι όπου διαμένουν γκέισες) σχεδιάστηκε να μοιάζει ότι είναι 150 χρόνων παλιά. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της Sayuri εκτυλίσσεται στα δωμάτιά του, από την άφιξή της ως μικρή Chiyo, την πρώτη νύχτα της στη μεγάλη πόλη, μέχρι την εκρηκτική αναμέτρησή της Sayuri με την αντίπαλό της, τη Hatsumomo, πολλά χρόνια αργότερα.

Πολλοί από τους τοίχους σ’ αυτά τα δωμάτια φτιάχτηκαν από χάρτινες πόρτες (shoji) της Ιαπωνίας, εκείνης της εποχής. Τα περίτεχνα σκαλισμένα ξύλινα δικτυωτά (ranma) πάνω από τις shoji, ήταν επίσης γιαπωνέζικες αντίκες, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της επίπλωσης στην οκιγιά. Η ομάδα του Myhre βρήκε επίσης και αναπαρήγαγε γιαπωνέζικες εφημερίδες της εποχής εκείνης, για να καλύψει τις τρύπες στους τοίχους της οκιγιά, στις σκηνές όπου το σπιτικό βρίσκεται σε οικονομική κρίση. Οι καρέκλες αποτελούν μια παραφωνία σε έναν κόσμο όπου οι πάντες κάθονται στο πάτωμα, έτσι ο Myhre κοίταξε τα σκηνικά του από αυτή την οπτική, καθορίζοντας το επίπεδο το ματιού στο ύψος του ενός μέτρου από το πάτωμα.

Ο Beebe χάρηκε που είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει τις φωτιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στον ηλεκτρισμό και τις λάμπες πετρελαίου. «Ο Rob λατρεύει την αισθητική του παλιού, του φθαρμένου. Θα ήθελε να φτιάξει έναν κόσμο βουτηγμένο στην ομίχλη του καπνού», είπε. «Δημιουργήσαμε πολλές φωτιστικές πηγές στην οκιγιά, από φλόγες φωτιάς μέχρι τις αντανακλάσεις από λάμπες πετρελαίου. Αυτές οι φωτιστικές πηγές που τρεμόπαιζαν όλη την ώρα, έδωσαν μια αίσθηση ζεστασιάς και πρόσθεσαν μυστήριο και βάθος».

Στη διάρκεια της ζωής της, μία γκέισα περνάει πολλές ώρες με μαθήματα, τελειοποιώντας τις τέχνες που της χάρισαν τη θέση ενός συμβόλου στη γιαπωνέζικη κουλτούρα. Στην εποχή της Sayuri, η εκπαίδευση στο χορό και η άρτια εκμάθηση του τρίχορδου μουσικού οργάνου σαμισέν ξεκινούσε πολύ πριν ένα νεαρό κορίτσι γίνει μαθητευόμενη γκέισα. Έτσι μέχρι την εποχή που μία κοπέλα γινόταν πλήρως εκπαιδευμένη γκέισα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα – ο τρόπος με τον οποίο κάθεται ανάλαφρα στο πάτωμα, σηκώνεται από το τραπέζι, κινείται με ευχέρεια διασχίζοντας ένα δωμάτιο και σερβίρει σακέ – γίνονταν μία δεύτερη φύση γι’ αυτήν.

Για να βοηθήσει τις ηθοποιούς του με αυτές τις τόσο ζωτικής σημασίας ικανότητες, ο Marshall τις έφερε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Γκέισας, στο Λος Άντζελες, έξι εβδομάδες πριν το γύρισμα, για μια εντατική περίοδο προβών και μαθημάτων, με μια ομάδα ειδικών, που καθοδήγησαν τις ηθοποιούς μέσα στον κόσμο μιας αληθινής γκέισας. «Ήταν κάτι πολύ καινούργιο για μένα», είπε η Gong Li, «κάναμε πρόβες στην πιο μικρή σκηνή, στην κάθε λέξη».

Οι ηθοποιοί έκαναν πρόβες φορώντας τα κιμονό για να συνηθίσουν το βάρος, την αίσθηση και την κίνηση αυτών των περίτεχνων ενδυμάτων. Τα μαθήματα χορού τις βοήθησαν να τελειοποιηθούν στη γλώσσα του σώματος που αναπτύσσει μία γκέισα. «Δεν μπορείς να κινείσαι λες και φοράς τζιν», σχολιάζει η Youki Kudoh, η οποία ερμηνεύει την Κολοκύθα. «Είσαι πολύ περιορισμένη στο ρόλο και τα ρούχα μιας γκέισας, οπότε πρέπει να ξαναχτίσεις τον εαυτό σου. Μαθαίνεις να είσαι κομψή».

Η τεχνική σύμβουλος Lisa Dalby, η οποία υπήρξε και σύμβουλος του Arthur Golden για το μυθιστόρημά του, μύησε τις ηθοποιούς στις πιο λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς μιας γκέισας. Συγγραφέας και ανθρωπολόγος, η Dalby είναι η μόνη γυναίκα από τη Δύση, η οποία έζησε και εργάστηκε ως γκέισα στην Ιαπωνία. «Κάποια πράγματα που ήταν πολύ δύσκολα τότε για μένα να τα μάθω, όπως το να περπατώ φορώντας κιμονό, είναι πράγματα που μπορούσα άνετα πια να τα εξηγήσω αναλυτικά στις ηθοποιούς», λέει η ίδια. Επίσης τις καθοδήγησε για να παίζουν με αληθοφάνεια το σαμισέν. «Εντυπωσιάστηκα από την ικανότητά τους να δείχνουν ότι παίζουν αληθινά το τρίχορδο όργανο», είπε η Lisa Dalby, που η ίδια είναι μία έμπειρη παίκτρια. «Η Michelle Yeoh έμαθε να παίζει πραγματικά –έχει καταπληκτικό μουσικό αυτί». Η Michelle Yeoh είχε ως κίνητρο τη δασκάλα της, «Από τη στιγμή που η Mameha είναι το πρότυπο της γκέισας», είπε, «ήξερα ότι θα πρέπει να είμαι πειστική στην οθόνη. Έτσι πέρασα πολλές ώρες παρακολουθώντας τη Lisa, η οποία παραμένει ακόμη και σήμερα μία αληθινή γκέισα».

Το να ντυθεί μία γκέισα σωστά με το επίσημο κιμονό, είναι μέρος της επιτυχίας της δουλειάς της. Ο ηθοποιός Thomas Ikeda, ο οποίος παίζει τον αμπιγιέρ κύριο Bekku, συνεργάστηκε με τη σύμβουλο για κιμονό, Yuko Tokunaga, και ένα μοντέλο για να μάθει να απλώνει, να διπλώνει, να σταυρώνει, να κουμπώνει καθώς και άλλα τεχνικά σημεία του τελετουργικού. Ο Marshall ήθελε ο Ikeda να γίνει ειδήμονας σε κάθε βήμα του τελετουργικού, έστω κι αν επρόκειτο να γυριστούν μόνο ορισμένα σημεία του ντυσίματος. «Ο Rob μού είπε ότι ο χαρακτήρας που έπαιζα ήταν πιθανόν ο γιος μιας γκέισας», εκμυστηρεύτηκε ο Ikeda.

Το ταξίδι της ζωής της Sayuri συχνά μοιάζει σαν την πορεία ενός ποταμού και η αγάπη της για το νερό έγινε ένα σταθερό μοτίβο μέσα στην ταινία. «Υπάρχουν σχέδια του νερού σχεδόν σε όλα τα κιμονό της», είπε η βραβευμένη με Όσκαρ ενδυματολόγος Colleen Atwood. «Το καλύτερο απ’ όλα το φοράει στο τέλος, ένα διαφανές μπλε-γκρι με το σχέδιο ενός καταρράκτη ο οποίος πέφτει ξεκινώντας από το obi (φαρδιά διακοσμητική ζώνη του κιμονό) μέχρι τον ποδόγυρο».

Ο Marshall επέλεξε να πει την ιστορία της Sayuri σαν να βλέπουμε μέσα από το φίλτρο της μνήμης της τις από καιρό βαθιά κρυμμένες στιγμές ενός κόσμου που χάνεται, και ήθελε να δώσει στους κεντρικούς χαρακτήρες την εξωτερική εμφάνιση των ηρώων ενός μύθου. «Μας αποκαλύπτει τις νεανικές της αναμνήσεις, τα πιο συνταρακτικά επεισόδια της ζωής της», είπε. «Θέλαμε οι κεντρικοί χαρακτήρες να δείχνουν εμφανισιακά με τον τρόπο που τους είδε και η Sayuri – πιο σημαντικούς απ’ ό,τι πραγματικά είναι».

Η Hatsumomo, την οποία ερμηνεύει η Gong Li, φοράει πιο έντονα χρώματα και σχέδια απ’ ό,τι θα φορούσε μια αληθινή γκέισα. Αψηφά ακόμη και το επιτρεπόμενο μήκος των μανικιών του κιμονό. «Η Hatsumomo είναι μια μοδάτη ηρωίδα», είπε η Atwood, «πράγμα που για μένα σημαίνει ότι είναι ένα πρόσωπο που δε φορά αυτά που είναι στη μόδα, αλλά ότι η ίδια δημιουργεί τη μόδα. Φοράει τα κιμονό πάνω της με μια μεγάλη δόση πόζας».

«Η δεκαετία του 1930 είναι η χρυσή εποχή της γκέισας, οπότε οι κεντρικοί χαρακτήρες διαθέτουν ένα μεγάλο αριθμό από κιμονό», συνεχίζει η Atwood. «Είναι ένα σχετικά απλό ρούχο – οκτώ γιάρδες μονοκόμματο ύφασμα – αλλά αυτό που του δίνει όλη την ομορφιά είναι η τεχνική με την οποία το φορά κανείς. Ένα εξαιρετικό κιμονό θα πρέπει να είναι ζωγραφισμένο στο χέρι και να έχει περάσει από shibori, μια συγκεκριμένη τεχνική βαφής, να διαθέτει χειροποίητο κέντημα, και να ολοκληρώνεται με το obi, μια φαρδιά ζώνη που είναι πλεγμένη επίσης στο χέρι. Στην Ιαπωνία, χρειάζεται περίπου ένας χρόνος για να φτιάξεις ένα κιμονό».

Εκτός απ’ το να σχεδιάσει θεσπέσια κιμονό για τις πρωταγωνίστριες, η Atwood εφοδίασε με ρούχα εκατοντάδες άλλους χαρακτήρες, ανάμεσά σε αυτούς, τους χωρικούς σε ένα ψαράδικο χωριό, τους κατοίκους μίας hanamachi που ζει στη χρυσή εποχή της ευημερίας της, τους καλεσμένους στα αριστοκρατικά πάρτι με ρούχα δυτικού τύπου, Γιαπωνέζους στρατιώτες και απελπισμένους πρόσφυγες πολέμου, καθώς και τον πληθυσμό των hanamachi μετά τον πόλεμο. «Μας φαινόταν ότι σχεδόν κάθε μέρα γυρίζαμε μία σκηνή η οποία ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν που είχαμε γυρίσει την προηγούμενη μέρα», είπε.

Οι αυθαιρεσίες που έγιναν στο σχεδιασμό των ρούχων των πρωταγωνιστριών, δεν εφαρμόστηκαν και στους εκατοντάδες μικρότερους χαρακτήρες και στους κομπάρσους. «Ήταν πολύ σημαντικό για μας να ξέρουμε τι υπήρχε πραγματικά στο χρόνο και τον τόπο που εξετάζαμε», τονίζει η Atwood. «Έψαξα στα αρχεία του Ινστιτούτου Μόδας στο Τόκιο και είδα πολλές εφημερίδες από εκείνη την εποχή, ένα σωρό εικόνες που με βοήθησαν πάρα πολύ».

Τα κιμονό για τους κομπάρσους νοικιάστηκαν από τη συλλογή Γιούγια στο Τόκιο, που ειδικεύεται στα γιαπωνέζικα ρούχα των εποχών Taisho (1912-1926) και Showa (1926-1990). Άλλα αγοράστηκαν από την Αγγλία, τη Δανία, τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες. «Μέχρι που αγόρασα όμορφα, παλιά κιμονό από ένα Ρώσο συλλέκτη στο eBay», είπε η Atwood.

Η εμπειρία μιας ομάδας υφαντουργών που δούλεψε επί τόπου, με επικεφαλής τον Matt Reitsma, επέτρεψε στην Atwood να κατασκευάσει και να διακοσμήσει τα καινούργια υφάσματα με σχέδια που είχε δει πάνω σε αυθεντικά. Η ίδια ομάδα έβαψε, έκανε τα σταμπωτά σχέδια, ζωγράφισε και κέντησε με το χέρι το μπλε-γκρι κιμονό της Sayuri με τον καταρράκτη. Ανάμεσα στα υφάσματα που έφτιαξαν ήταν και οι ρόμπες που φόρεσαν οι ηθοποιοί στις ιαματικές πηγές.

Οι άντρες πρωταγωνιστές της ταινίας φόρεσαν κοστούμια δυτικής τεχνοτροπίας και ειδικής κατασκευής, από το αντρικό τμήμα της Atwood – σε μία μεγάλη γκάμα ρούχων από στρατιωτικές στολές για το Στρατηγό και τους βοηθούς του μέχρι φούστες από χορτάρι για τους χωρικούς ψαράδες. Η Deborah Ambrosino, που ειδικεύεται στην κατασκευή ενδυματολογικών αξεσουάρ, έφτιαξε τα εντυπωσιακά, ύψους 20 εκατοστών, μαύρα λακαριστά σανδάλια για το χορό της Sayuri.

Οι σημερινές γκέισες εκπροσωπούν την παραδοσιακή, παρά τη μοντέρνα Ιαπωνία, αλλά υπήρχε μία εποχή που αυτές λανσάριζαν τη μόδα στη χώρα τους, και στοιχεία του τόσο ξεχωριστού στιλ τους εμφανίζονται στη μόδα της Δύσης. «Ήταν ένα πολύ ξεχωριστό και όμορφο στιλ ντυσίματος», είπε η Atwood. «Προβλέπω ότι το χαμηλό ντεκολτέ στον αυχένα θα επανέλθει στη μόδα μετά απ’ αυτή την ταινία».

Το χλωμό πρόσωπο της γκέισας, τα κατάμαυρα μαλλιά και τα κατακόκκινα χείλη της υπήρξαν το σήμα κατατεθέν της για αιώνες, και περνούσαν μέσα στην okiya από τη μια γενιά γκεϊσών στην επόμενη. Η γεννημένη στην Ιαπωνία, υπεύθυνη για το μακιγιάζ, Noriko Watanabe, ακολούθησε πιστά τις αρχές του παραδοσιακού μακιγιάζ της γκέισας για τις πρωταγωνίστριες της ταινίας, αλλά επίσης απάλυνε κάποια έντονα στοιχεία της εμφάνισης ενώ τόνισε κάποια άλλα για να αναδείξει την ομορφιά των γκεϊσών. «Για να γίνεις γκέισα, έπρεπε να σε επιλέξουν», τονίζει. «Για να σε επιλέξουν, έπρεπε να είσαι τόσο όμορφη και έξυπνη, που τελικά μια γκέισα έμοιαζε απρόσιτη».

Η Noriko Watanabe προέβλεψε τις δυσκολίες που θα είχε το λευκό μακιγιάζ μιας γκέισας στο γύρισμα. «Η υφή και η πυκνότητά του είναι διαφορετική από το βάψιμο που συνήθως χρησιμοποιούμε σε μια κανονική ταινία», είπε. «Στεγνώνει αμέσως κι αν δε δουλέψεις γρήγορα σπάει, κάνει γραμμές». Η Noriko δημιούργησε μια νέα γενιά από ειδικούς στο μακιγιάζ της γκέισας, στήνοντας εργαστήρια στο Λος Άντζελες πολύ πριν το ξεκίνημα των γυρισμάτων. «Σε ειδικά μαθήματα έξι εβδομάδων, εκπαιδεύσαμε πάνω από 100 ανθρώπους, ανάμεσά τους και περίπου, 65 υψηλού επιπέδου τεχνίτες».

Η λευκή βάση του μακιγιάζ, την οποία φορά μόνον η επαγγελματίας γκέισα και μόνο στις επίσημες περιστάσεις, και οι μαθητευόμενες (maiko) όποτε εμφανίζονταν δημοσίως, απλώνεται στο πρόσωπο, το λαιμό, τον αυχένα και τα χέρια. Η σαγήνη που ασκεί στους πελάτες το πίσω μέρος του λαιμού τονίζεται αφήνοντας άβαφα δύο μικρά τρίγωνα (σανμπόν-ασί), σε σχήμα V, ή τρία, σε πολύ ξεχωριστές περιστάσεις.

Η υπεύθυνη κομμώσεων Lyndell Quiyou εκσυγχρόνισε διακριτικά τα χτενίσματα των επαγγελματιών και μαθητευόμενων γκεϊσών για τις ανάγκες της ταινίας. Αφού συμβουλεύτηκε ιστορικά βιβλία, γκραβούρες και έργα ζωγραφικής, πέρασε όλη την περίοδο της προετοιμασίας της ταινίας δημιουργώντας, με τη βοήθεια των συνεργατών της, χτενίσματα για ένα μεγάλο αριθμό πρωταγωνιστριών, χορευτριών και κομπάρσων. «Ο Rob είπε, σκέψου μία γκέισα σαν να ’χει καταφύγει στο Παρίσι, κι αυτό ακριβώς ήταν που κάναμε», είπε. «Φτιάξαμε τα σχήματα και τις σιλουέτες πιο μοντέρνες και γεωμετρικές».

Τελικά, για τις πρωταγωνίστριες προβλέφθηκε μικρό χτένισμα, εκτός από τη Hatsumomo. «Έκανα τη δική της περούκα πραγματικά πολύ μεγάλη», είπε η Lyndell Quiyou. «Όσο πιο ψηλά ανέβαινε, τόσο πιο όμορφη φαινόταν, και ήταν και πιο κοντά στο παραδοσιακό στιλ. Τα χτενίσματα των κομπάρσων επίσης είχαν ένα πιο παραδοσιακό ύφος». Το να βρεθεί το κατάλληλο στιλ για το μοναχικό χορό της Sayuri ήταν μεγάλη πρόκληση. «Έφτιαχνα μεγάλα χτενίσματα με εντυπωσιακά στολίδια, μέχρι που είδα τι χορό έπρεπε να κάνει η Sayuri», θυμάται η Quiyou. «Πήρα μια μακριά περούκα, της έκανα μια χωρίστρα στη μέση, της έφτιαξα μια αλογοουρά και την έβαψα κόκκινη. Μετά πρόσθεσα μακριές τούφες, για να την κάνω να μοιάζει περισσότερο στο στιλ του θεάτρου Kabuki, και την άφησα να κρέμεται από το πρόσωπό της σαν κουρτίνα – ήταν κάτι απλό αλλά και όμορφο».

Στην ταινία, η καρδιά και η ψυχή που βάζει η Sayuri στο χορό της, την καθιερώνει ως ένα από τα πιο λαμπερά φώτα στη hanamachi. Αν και μία μαθητευόμενη γκέισα, στην πραγματικότητα ποτέ, ή τέλος πάντων σε πολύ εξαιρετική περίπτωση, θα τολμούσε να χορέψει μόνη, πόσο μάλλον βάζοντας τέτοιο πάθος, ο Marshall επέλεξε, για το δραματικό σόλο της Sayuri, μία χορογραφία εμπνευσμένη από το θέατρο Kabuki.
Η σημασία που έχει ο χορός στον κόσμο των γκεϊσών είναι κάτι που έλαβαν σοβαρά υπόψη τόσο ο Marshall όσο και ο χορογράφος John DeLuca. «Ήθελα μ’ αυτό το χορό να μεταφέρω στους θεατές το πάθος και τον αναβρασμό που κυριαρχεί στην καρδιά της Sayuri. Ήταν πολύ συναρπαστικό για μας να αναμείξουμε τις πανέμορφες παραδόσεις του γιαπωνέζικου χορού με το προσωπικό καλλιτεχνικό μας όραμα, στην αφήγηση της ιστορίας της Sayuri».
Ο John DeLuca, ο υπεύθυνος χορογραφιών στην ταινία Chicago που σκηνοθέτησε ο Marshall, ήταν επικεφαλής και της χορευτικής ομάδας στο «Αναμνήσεις μιας γκέισας». Η Denise Faye, επίσης συνεργάτης στο Chicago, υπήρξε η βοηθός χορογράφος του DeLuca, ενώ η Miyako Tachibana, μία δασκάλα στη σχολή Fujima Kansuma στο Λος Άντζελες ήταν η σύμβουλος χορογραφιών από την πλευρά της Ιαπωνίας. Η συνεργασία απέφερε ένα μοναδικό χορευτικό υβρίδιο, πολύ μοντέρνο και πρωτοποριακό.
«Ο γιαπωνέζικος χορός είναι πολύ ελεγχόμενος και βασίζεται σε διακριτικές, εκλεπτυσμένες φιγούρες», είπε η Tachibana. «Ο Rob και ο John και η Denise απορρόφησαν σαν σφουγγάρια τα βασικά στοιχεία, και μετά πρόσθεσαν τη δική τους κινηματογραφική εμπειρία. Ήταν αληθινή μαγεία».
Η εικόνα από τα, ύψους 20 εκατοστών, μαύρα λακαριστά σανδάλια, τα οποία οι εταίρες φορούσαν για να ηγούνται των παρελάσεων στα αρχαία φεστιβάλ, ήταν ένα βασικό στοιχείο για τον DeLuca στο να δημιουργήσει το δραματικό σόλο της Sayuri. Στην ιστορία του χορευτικού, μια θλιμμένη εταίρα που την έχει εγκαταλείψει ο εραστής της, αποφασίζει να αυτοκτονήσει – ένα θέμα οικείο στο γιαπωνέζικο χορό. «Στο πρώτο κομμάτι του χορού που δίδαξα στη Ziyi, έπρεπε να φοράει τα ψηλά σανδάλια, κι αυτή αμέσως συμφώνησε», θυμάται ο DeLuca. «Δε φοβήθηκε, δε δίστασε ούτε στιγμή».
Ο χειμωνιάτικος αυτός χορός λαμβάνει χώρα σ’ ένα στενό διάδρομο (hanamichi και όχι hanamachi), που το έκανε να θυμίζει περισσότερο το στιλ Kabuki. «Αυτό ήταν ιδέα του Rob», είπε ο DeLuca. «Ο στενός χώρος το έκανε να μοιάζει ακόμη πιο δύσκολο με τα φώτα και το χιόνι να πέφτει από πάνω».
Η Zhang συμφωνεί. «Σίγουρα ήταν μία πρόκληση, και στο τέλος είχα καταπιεί τεράστιες ποσότητες από ψεύτικο χιόνι. Όταν είδα για πρώτη φορά τα παπούτσια με το τακούνι των 20 πόντων, νόμισα ότι ήταν κάποια αντικείμενα για το γύρισμα. Τότε ο John μού είπε ότι θα έπρεπε να χορέψω φορώντας τα! Ο χορός επιβάλει και μια μεγάλη ποσότητα υποκριτικής. Είναι κάτι σαν θέατρο μέσα στο θέατρο. Η μουσική ήταν μελαγχολική και πολύ ταιριαστή με τη διάθεση της γυναίκας που την παράτησε ο εραστής της».
Η αφοσίωση που έδειξε η Zhang της χάρισε την εκτίμηση και την αγάπη του Marshall. «Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να το κάνει η Ziyi», λέει χαριτολογώντας. Η Miyako Tachibana ένιωσε παρόμοια. «Το να κινείσαι με χάρη μ’ αυτά τα παπούτσια, να δείχνεις ότι νιώθεις άνετα, το κιμονό να ανεμίζει γύρω σου και να κρατάς μία ομπρέλα είναι πολλά πράγματα για να τα σκέφτεσαι ταυτόχρονα. Κι όμως τα χειρίστηκε όλα υπέροχα».

Ο DeLuca θέλησε να κάνει μια αναφορά στις βεντάλιες, στον ανοιξιάτικο χορό των μαθητευόμενων γκεϊσών που προηγείται από το σόλο της Sayuri. «Αποφάσισα να αναμείξω μεγάλες βεντάλιες με τις πιο μικρές παραδοσιακές, και να κάνω τις μεγάλες να είναι διάφανες. Ήταν άλλος ένας τρόπος να δηλώσουμε ότι αφηγούμαστε την ιστορία της Sayuri σαν μύθο, κι όχι ότι αντιγράφουμε αυστηρά την κουλτούρα του κόσμο των γκεϊσών κατά την περίοδο της δεκαετίας του ’30».
Το να γράψεις τη μουσική που θα συνοδέψει το δραματικό ταξίδι της Sayuri ήταν μια πολύ δύσκολη ευθύνη, που απαιτούσε να βρεθεί ένας συνθέτης που να μπορεί να αποδώσει τη συναισθηματική ένταση της ιστορίας, το εξωτικό και το επικό ύφος. Ο Marshall άκουσε με μεγάλη χαρά ότι ο John Williams, βραβευμένος πέντε φορές με Όσκαρ μουσικής, συμφώνησε να αναλάβει αυτό το εγχείρημα.

«Νιώθω μεγάλη τιμή που είχα την ευκαιρία να συνθέσω τη μουσική για την ταινία του Rob Marshall, «Αναμνήσεις Μιας Γκέισας». «Για χρόνια θαύμαζα το υπέροχο βιβλίο του Arthur Golden, και το να συνεργαστώ με τους φίλους Yo-Yo Ma και Itzhak Perlman σ’ αυτήν την τόσο ξεχωριστή ταινία, ήταν ένα όνειρο που επιτέλους έγινε πραγματικότητα».
Στις συνθέσεις του ο John Williams χρησιμοποίησε τόσο τον ανατολικό όσο και το δυτικό τρόπος ενορχήστρωσης, ενώ ειδικοί του samisen, του koto, του shakuhachi, του τυμπάνου taiko και άλλων παραδοσιακών γιαπωνέζικων οργάνων ήταν ανάμεσα στους μουσικούς του στην ηχογράφηση της μουσικής του «Αναμνήσεις Μιας Γκέισας». Για αρκετές μέρες, στο UCLA`s Royce Hall, η ορχήστρα περιλάμβανε στα μέλη της τον Itzhak Perlman, τον φημισμένο βιολονίστα, και τη διάσημη τσελίστρια Yo-Yo Ma – δύο μουσικούς οι οποίοι δημιούργησαν πολλές αξέχαστες στιγμές στα μουσικά μονοπάτια της ταινίας. Στο «Αναμνήσεις Μιας Γκέισας», το βιολί του Perlman δίνει ζωή στο κομμάτι «Το Βαλς του Προέδρου», ενώ το τσέλο της Ma συνοδεύει γλυκά το «Θέμα της Sayuri».

Η ταινία προβλήθηκε στους κινηματογράφους τον Δεκέμβριο του 2005 , ενώ στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2006. Έχει αποσπάσει 3 βραβεία Όσκαρ το 2006 (Καλύτερων Κοστουμιών, Καλύτερης Φωτογραφίας και Καλύτερης Σκηνογραφικής Διεύθυνσης) και μια Χρυσή Σφαίρα ( Καλύτερης Μουσικής).

Πηγές:

http://www.cine.gr/film.asp?id=706720&page=2

Η Χαμένη Άνοιξη: ένα μάθημα σύγχρονης ελληνικής ιστορίας

Η Χαμένη Άνοιξη αποτελεί μετά τις Ακυβέρνητες Πολιτείες το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα. Γραμμένο το 1976 περικλείει και χρωματίζει αφηγηματικά την πολιτική κρίση που αποτυπώθηκε στα Ιουλιανά του 1965. Ένα έργο που πάλλεται μεταξύ του ερωτικού, του ανθρώπινου, της ιστορίας και της κοινωνίας. Όπως έγραψε και ο Mario Vitti από ένα σημείο και μετά τα πρόσωπα μετατίθενται στο παρασκήνιο και πρωταγωνίστρια, πλέον, εκείνη που κινεί τα νήματα της πλοκής γίνεται η ιστορία. Δε θα περίμενε κανείς τίποτα λιγότερο από έναν συγγραφέα σαν τον Τσίρκα, έντονα πολιτικοποιημένο με άξια αναφοράς κοινωνική συνείδηση και βιωματική ή ακόμα και ουσιαστική γνώση της ιστορίας.

Τα πρόσωπα του έργου γύρω από τα οποία στήνονται τα σκηνικά της Αθήνας έτοιμης να εκραγεί είναι ένας Έλληνας και μια Αμερικανίδα. Ο Ανδρέας έχει μόλις επιστρέψει από την Τασκένδη και προσπαθεί να βρει τα σημεία αναφοράς στην μετεμφυλιακή, σε πολιτική ωστόσο κρίση, Ελλάδα. Ιδεολόγος, κάποτε, φαντάζει πια απλός θεατής των γεγονότων εωσότου παρασυρθεί και ο ίδιος από τους παλμούς του ελληνικού λαού. Η Φλώρα, με Σκανδιναβούς γονείς και πρώην άνδρα Αμερικάνο έχει βρεθεί στην Ελλάδα στηριζόμενη στα 100 δολάρια της διατροφής και τις πολύ καλές της γνωριμίες, σεξουαλικής κυρίως φύσης που βαλσαμώνουν την μοναξιά και ικανοποιούν την φιλαρέσκειά της. Γύρω τους κινούνται διάφορες καρικατούρες του αθηναϊκού παρασκηνίου: κατάσκοποι της CIA, δημοσιογράφοι, κομμουνιστές, άνθρωποι του μεροκάματου, σοδομιστές, εκβιαστές, φοιτητές, Έλληνες και Αμερικάνοι,Ρωμιοί και Εγγλέζοι. Ο Ανδρέας γνωρίζει την Φλώρα και εκείνη τον Ανδρέα ένα καλοκαιρινό βράδυ του Ιουλίου και εκεί που νιώθεις ότι όλα θα κυλήσουν γύρω από αυτό το αντιφατικό ειδύλλιο εισβάλλει η ιστορία και σου χαλά τα σχέδια.

Το μυθιστόρημα περιγράφει μέρα προς μέρα τα γεγονότα του Ιουλίου 1965, ιδωμένα από δυο πλευρές, μέσα από την αφήγηση της Φλώρας και μέσα από την εξομολόγηση του Ανδρέα δια της φωνής ενός παντογνώστη αφηγητή. Για όσους γνωρίζουν τις ιστορικές αυτές συνθήκες είναι μια αφορμή να τις θυμηθούν, αλλά και να τις αντικρίσουν από λογοτεχνική σκοπιά. Όσοι τα αγνοούν, θα ήταν καλό προτού αρχίσουν το βιβλίο να αποκτήσουν μια εικόνα για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να μεταλάβουν την πνοή που τους κοινωνεί ο λόγος του Αιγυπτιώτη συγγραφέα. Εν συντομία, η άνοιξη του 1967 θα είναι σίγουρα η χαμένη αφού θα την σκιάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Βέβαια, η δικτατορία θα είναι ένα φυσικό επακόλουθο της γενικευμένης πολιτικής αστάθειας της δεκαετίας του 1960 και ειδικότερα της υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών εξαιτίας της καταφανούς παρέμβασης του παλατιού, του στρατού και των αλλότριων δυνάμεων. Ο Παπανδρέου αν και έχει εκλεχθεί κατέχοντας την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, μετά την πρόταση να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δυσαρεστεί το παλάτι το οποίο πλέον εκπροσωπεί ο νεαρός Κωνσταντίνος μετά της πανταχού παρούσης μητέρας του Φρειδερίκης. Προηγουμένως, με την στάση του απέναντι σε διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό σε συνάντησή του με τον Αμερικανό Πρόεδρο έχει προκαλέσει δυσφορίες και στους Αμερικάνους. Ο βασιλιάς με τις επιστολές του τον κατακεραυνώνει και προκαλεί εμμέσως πλην σαφώς την παραίτησή του. Παράλληλα, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, της Ένωσης Κέντρου σημειώνονται αποστασίες, ενώ υπάρχουν και κατηγορίες για χρηματισμό βουλευτών.

Ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους, φωνάζει, διεκδικεί. Ο Νόβας, ο διάδοχος του Παπανδρέου δεν είναι αρεστός. Μέσα σε 40 μέρες διοργανώνονται 400 διαδηλώσεις, τουτέστιν 10 διαδηλώσεις την ημέρα. Πλήθος κόσμου συμμετέχει σ’ αυτές παρά την έντονη αστυνομική βία και τα δακρυγόνα. Εκείνες τις μέρες καθιερώνεται η διαδρομή της πορείας από Σταδίου και Πανεπιστημίου με τελικό προορισμό την Βουλή που ακολουθείται σήμερα. Κορωνίδα των αναταραχών αυτών υπήρξε η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα που μένει ακόμα ανεξιχνίαστη. Οι αρχές μίλησαν για θανατηφόρο τραυματισμό του νέου στο κεφάλι, ενώ η οικογένεια και πολλοί φίλοι και αυτόπτες μάρτυρες πιστεύουν ότι στραγγαλίστηκε. Ακολούθησε ένα θρίλερ με το σώμα του που παραδόθηκε για ταφή στους δικούς του κατόπιν της επέμβασης των βουλευτών της ΕΔΑ. Η κηδεία του έλαβε διαστάσεις λαϊκού συλλαλητηρίου. “Ο Σωτήρης ζει” και “Ένα. Ένα. Τέσσερα” ηχούσαν στον αθηναϊκό ουρανό.

Όλα αυτά και πολλά ακόμα περιγράφονται στο βιβλίο με συνέπεια να μας τοποθετεί σε ένα χωροχρονικό πλαίσιο, σε μια ιστορική συγκυρία που αν και μοιάζει μακρινή και απρόσιτη δεν απέχει πολύ από μια κοινωνία που βιώνει κρίση, προπηλακισμούς, καταπατήσεις των δικαιωμάτων και της λαϊκής κυριαρχίας. Η χώρα μας, με διάφορους τρόπους, εξακολουθεί να συνιστά ξέφραγκο αμπέλι των Μεγάλων Δυνάμεων που επεμβαίνουν πρόδηλα και με αναίδεια σε εσωτερικά ζητήματα που πολλές φορές δεν μαθαίνουμε. Ίσως τίποτα να μην έχει αλλάξει και να μην αλλάξει. Διαβάζοντάς το μισό αιώνα μετά τα γεγονότα κανείς μπορεί να κάνει λόγο για ένα έργο μάλλον απαισιόδοξο , αλλά και πραγματιστικό και αληθινό. Ας ελπίσουμε ότι τουλάχιστον είτε δεξιά είτε αριστερά, ο άνθρωπος θα μάθει από τα λάθη του και θα πάψει να είναι θηρίο για τον άνθρωπο.

Μπροστά στο τζάκι και ο Ναζίμ Χικμέτ στο θεατρικό σανίδι

Ο Ναζίμ Χικμέτ αγάπησε το θέατρο και το υπηρέτησε με πάθος. Ο ίδιος, αν και έγραψε πάνω από τριάντα θεατρικά έργα, κρίνει με υπερβολική αυστηρότητα την ιδιότητά του αυτή: «Σ’ όλη μου τη ζωή έμεινα κάτω από την επιρροή του θεάτρου, αλλά δεν κατάφερα να γίνω τίποτα παραπάνω από ένας θεατρικός συγγραφέας τρίτης κατηγορίας!»

Ο Χικμέτ περιγράφει τη σχέση του με το θέατρο σ’ ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που έγραψε ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πριν από τρεις δεκαετίες στο περιοδικό Πολιτιστική (Αρχείο Οικοδόμου), σε μετάφραση του Γιώργου Μπόζη. Ο μεταφραστής συνοδεύει το κείμενο του Χικμέτ με μια σύντομη αλλά διαφωτιστική εισαγωγή, στην οποία μεταξύ άλλων σημειώνει:

«Η όλη θεατρική προσπάθεια του Χικμέτ, μπορεί να συνοψιστεί στους ατέλειωτους πειραματισμούς που επιχειρεί για να εφαρμόσει στη σκηνή την αντίληψη της σοσιαλιστικής τέχνης, βασισμένης στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού. Στην προσπάθειά του αυτή, κατά κανόνα απορρίπτει το «παλιό» και προσανατολίζεται στο «νέο», καθώς στοχεύει ν’ αφηγηθεί περισσότερο τις «μεταβαλλόμενες ανθρώπινες σχέσεις», παρά τον «άνθρωπο». Απορρίπτει τους κανόνες της αριστοτελικής δραματουργίας, τη δημιουργία ψευδαισθήσεων, το νατουραλισμό, την γραμμική εξέλιξη κ.ά., και χρησιμοποιεί τη σπονδυλωτή αφήγηση, το μοντάζ, τις παραδοσιακές τεχνικές ηθοποιίας του λαϊκού θεάτρου ανατολής, τις σκηνοθετικές δυνατότητες του θεάτρου σκιών κ.ά., ξυπνώντας έτσι τη δραστηριότητα του θεατή, που εξαναγκάζεται σε αποφάσεις καθώς αντιπαρατίθεται στη δράση.

Βέβαια, όλ’ αυτά γίνονται σποραδικά και μεμονωμένα κι όχι μεθοδικά και συστηματοποιημένα, όπως συμβαίνει με τον Μπρεχτ. Για τη θεατρική αντίληψη του Χικμέτ, αρκετά διαφωτιστικός είναι, νομίζουμε, ο σοβιετικός σκηνοθέτης Β.Ν. Πλούτσεκ, που σκηνοθέτησε στη δεκαετία του ’50, στη Μόσχα, τα έργα του Χικμέτ «Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» και «Η δαμόκλειος σπάθη». Γράφει, λοιπόν, ο Πλούτσεκ:

«Σκηνοθέτησα δυο έργα του. Και τις δυο φορές βρέθηκα μπροστά σε έργα που δεν έμοιαζαν με κανένα από τα θεατρικά έργα που γνώριζα. Ένιωσα αμήχανος και δεν ήξερα τι να κάνω. Στο τέλος όμως, και τις δυο φορές, ένιωσα, το ίδιο έντονα, ευτυχισμένος καθώς το συναπάντημά μου μ’ ένα πρωτότυπο και θαρραλέο θεατρικό μυαλό, μου ’δωσε καινούργιες και συναρπαστικές σκηνοθετικές δυνατότητες».

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Χικμέτ «Το θεατρικό μου έργο», χωρίς να είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη του πολυδιάστατου θεατρικού του έργου, και χωρίς να παρέχει πλήρη πληροφοριακή ενημέρωση, δίνει μια πρώτη γεύση για τις θεατρικές δραστηριότητες του συγγραφέα. Απομένει στους εκδότες, στους μεταφραστές και στους μελετητές να καταγράψουν και να παρουσιάσουν ολόκληρο το θεατρικό έργο του πιο σημαντικού ίσως συγγραφέα του σύγχρονου τουρκικού θεάτρου, που αν και θα παραμένει πάντα στη «σκιά» του ποιητικού, δεν παύει να είναι, εκτός από παραμελημένο, αξιόλογο.

Στο προαναφερθέν έργο του εξομολογείται ο ίδιος την ιστορία συγγραφής του πρώτου του θεατρικού έργου:

“Δεν θυμάμαι τώρα, πότε πρωτοείδα την Ελίζα στο Δημοτικό θέατρο. Όμως μόλις την είδα ένιωσα ερωτοχτυπημένος. Μιλούσε τα τούρκικα φαρσί, σαν τις κυράδες της αριστοκρατίας της Πόλης. Στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί τέτοια τεράστια μάτια. Όταν μιλούσε τα μαγουλά της κατακοκκίνιζαν. Είχε μεγαλούτσικη μύτη. Τα κάτασπρα χέρια της με τις απαλές κινήσεις, δεν έχουν φύγει ακόμα απ’ τα μάτια μου. Όταν βγήκα από το θέατρο, πρέπει να γράψω θεατρικό, είπα στον εαυτό μου, δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να γράψω ένα θεατρικό, έτσι μονάχα θα μπορέσω ίσως να τη δω από πιο κοντά, ίσως και να μου σφίξει το χέρι. Όμως το να γράψω θεατρικό έργο μου φαινόταν η πιο δύσκολη δουλειά στον κόσμο, θα έγραφα ένα θεατρικό έργο για το Δημοτικό θέατρο κι ύστερα θα καθόμουνα μπροστά – μπροστά, μάλλον στα πλάγια, στο θεωρείο του συγγραφέα και θα παρακολουθούσα την Ελίζα Μπενεμετζιάν να παίζει το δικό μου έργο.

Θα έγραφα το έργο σε στίχους. Ποιο θα ‘ταν όμως το θέμα; Ο έρωτας, βέβαια. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο μου θεατρικό έργο «Μπροστά στο τζάκι». Ένας γέρος ποιητής, πανέξυπνος και καλόκαρδος ζει σ’ έναν ερημικό τόπο. Μια νύχτα, χτυπάει την πόρτα του μια νέα γυναίκα λαχανιασμένη. Ο γέροντας την παίρνει μέσα και τη βάζει να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Η γυναίκα είναι φοβισμένη Ο γεροποιητής της καθησυχάζει το φόβο καθώς της διηγείται τις ομορφιές που έχουν οι μακριές νύχτες του χειμώνα μπροστά στο τζάκι. Της ανοίγει τις πόρτες του πνεύματος, της γνώσης, της φιλοσοφίας, του στοχασμού και της ποίησης και την κάνει να πιστέψει ότι αν περάσει από τις πόρτες αυτές θα φτάσει στην ευτυχία. Τη στιγμή εκείνη όμως ένας νέος σπάει τα χιονισμένα τζάμια του παραθύρου και πηδάει μέσα. Είναι αυτός που κυνηγάει τη νέα γυναίκα, η αιτία του φόβου της. Εμπρός, έλα μαζί μου, της λέει, δεν μπορείς να γλιτώσεις από μένα. Ο γέροντας ανοίγει την πόρτα — για να μη φύγουν απ’ το παράθυρο, ως φαίνεται — κι οι δυο νέοι, μπρος ο άντρας πίσω η γυναίκα απομακρύνονται.

Γιατί το πρώτο μου θεατρικό ήταν αυτό; Το παράξενο είναι ότι ο γέροντας του έργου ήμουνα εγώ. Κι όμως μόλις που ήμουνα στα δεκαοχτώ μου. Αργότερα σκέφτηκα ότι ταύτισα τον εαυτό μου με το γέροντα από την αδυναμία που ένιωθα να υπάρξει οποιοσδήποτε δεσμός ανάμεσα σε μένα και την Ελίζα. Άβυσσος μας χώριζε. Ακόμα κι αν την κράταγα με το πνεύμα και την ποίησή μου μπροστά στο τζάκι του θεατρικού μου για μια ώρα, μετά θα έπεφτε η αυλαία — θα ’σπαγαν τα τζάμια του παράθυρου — κι η Ελίζα θα γύριζε στη διάσημη ζωή της, που τότε, για άγνωστους λόγους, μου φαινόταν και πολύ πλούσια. Τέλειωσα το «Μπροστά στο τζάκι», αλλά πριν καταφέρω να το δώσω στο Δημοτικό θέατρο, χρειάστηκε να το σκάσω στην Ανατολία, για να πάρω μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.”π

Πηγή :http://www.katiousa.gr/politismos/theatro/nazim-chikmet-theatriko-mou-ergo-proto-meros/

10 αγαπημένα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και οι ιστορίες πίσω από αυτά

1. White Christmas

Με 50 εκατομμύρια αντίγραφα να έχουν πωληθεί το τραγούδι “White Christmas” του Bing Crosby δεν είναι μόνο το πιο best-selling Χριστουγεννιάτικο τραγούδι όλων των εποχών, αλλά και το best-selling single σύμφωνα με τα Παγκόσμια Ρεκόρ Guiness. Ακούστηκε πρώτη φορά στον αέρα της ραδιοφωνικής εκπομπής Kraft Music Hall στις 25 Δεκεμβρίου 1941. Ο μελαγχολικός τόνος και ο αργός ρυθμός δεν ήταν τυχαίοι. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν είχε σημειωθεί η επίθεση στο Pearl Harbour που είχε στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες. Ο Irving Berlin που έγραψε τη μουσική ήαν ένας Ρώσος μετανάστης, Εβραίος περιέργως στο θρήσκευμα (για τους οποίουε τα Χριστούγεννα δεν είναι θρησκευτική εορτή) που είχε χάσει τον μόλις τριών εβδομάδων γιο του ανήμερα Χριστουγέννων το 1928. Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, ο συνθέτης με τη γυναίκα του επισκεπτόταν τον τάφο του παιδιού τους. Έχει επίσης σύνθεση μουσική για γνωστές μελωδίες όπως τα Cheek to Cheek και God Bless America.

2. Let it Snow

To τραγούδι αυτό έχει συνδεθεί από όλους μας με κρύες χειμωνιάτικες στιγμές. Στην πραγματικότητα, γράφτηκε στην Καλιφόρνια μια από τις πιο ζεστές μέρες του χρόνου. Οι δύο δημιουργοί του σκέφτονταν να πάνε στη θάλασσα για να δροσιστούν. Μέχρι που ο ένας εξ αυτών ο Jule Stein πρότεινε στον άλλο τον Sammy Chan να γραψούν ένα χειμωνιάτικο τραγούδι. Έτσι και έγινε και το 1945 ακούστηκε για πρώτη φορά ένα από τα τραγούδια που έμελλε να αγαπήσουμε ιδίως μέσα από την ερμηνεία του Dean Martin και να το συνδέσουμε με τα Χριστούγεννα. Το let it snow ακούγεται τρεις φορές, όχι δυο ούτε τέσσερεις γιατί αυτό ταίραιζε με τον στίχο.

3. Santa Claus is coming to town

Ο Eddie Cantor είναι ένας κωμικός από τη δεκαετία του 1930 που του ανέθεσα ένα νέο Χριστουγεννιάτικο τραγούδι να τραγουδήσει στο ραδιοφωνικό του κοινό το 1934. Επειδή προοριζόταν για παιδιά, δεν αναμενόταν να έχει πολλή επιτυχία. Το τραγούδι γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1933 από τον Haven Gillespie και τον J. Fred Coots, συγκεκριμένα σε ένα βαγόνι του μέτρο της Νέας Υόρκης πηγαίνοντας στο γραφείο του μουσικού παραγωγού. Ο Gillespie, έπρεπε με τον Coots να βρουν και μια παιδική μελωδία, ενώνοντας την μουσική με το στίχο. Το κατάφεραν. Και τα δυο είχαν ενωθεί σε ένα φάκελο πριν φτάσουν στο γραφείο του παραγωγού.

4. Have Yourself a Merry Little Christmas

Οι Hugh Martin and Ralph Blaine έγραψαν το κλασικό τραγούδι “Have Yourself a Merry Little Christmas” για την ταινία της Judy Garland’s 1944, Meet Me in St. Louis, μαζί με άπειρα τραγούδια που είχαν ήδη συνθέσει για μιούζικαλ. Ο Μάρτιν βρήκε έναν ρυθμό που του άρεσε αλλά δεν έβγαινε. Οπότε αφού το προσπαθούσε για μια δυο μέρες, αποφάσισε να σταματήσει και να πετάξει το χαρτί στα σκουπίδια. Ευτυχώς, ο Blaine είχε ακούσει τη μελωδία και τη θεώρησε πολύ καλή για να πεταχτεί. Τελικά, έψαξαν στον κάδο, τη βρήκαν και την έσωσαν. Άρχισαν να δουλεύουν τους στίχους. Η πρώτη απόπειρα ήταν τόσο στενάχωρη που η Judy Garland ζήτησε επανάληψη. Πρόκειται για τραγούδι που θα συνόδευε μια θλιβερή σκηνή στην ταινία, οπότε αν ήταν και αυτό θλιβερό το αποτέλεσμα δε θα ήταν το επιθυμητό. Η Judy Garland ήθελε το κοινό να γελά μέσα από τα δάκρυα του. Έτσι προέκυψε και αυτό το τραγούδι.

5. It Came Upon a Midnight Clear

O δημιουργός του It came upon the midnight clear ήταν ο Αμερικανός συγγραφέας και πάστορας Edmund Hamilton Sears, επίσκοπος μιας εκκλησίας που δεν συμφωνούσε με το δόγμα της Αγίας Τριάδας και ο ύμνος είχε για αυτό το λόγο αρκετές φορές κατακριθεί. Ο Erik Routley που έχει μελετήσει την ιστορία πίσω από το άσμα γράφει ότι στην αυθεντική του μορφή είναι κάτι παραπάνω από ένα εθιμικό τραγούδι αφού τονίζει την αξία και τη σημασία της ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι αλήθεια ότι ο ύπνος δεν αναφέρει στην πραγματικότητα στο Θεό ή στο Χριστό. Είχε πολύ ανεξάρτητες θεολογικές αντιλήψεις, ενδιαφερόταν για την μουσική παράδοση, μαχόταν σθεναρά για την κατάργηση της δουλείας και ενάντια στον Αμερικανικό Εμφύλιο ο οποίος είχε προβλέψει πως θα κατέστρεψε τη χώρα. Ο ύμνος, γραμμένος το 1849, προέκυψε μια περίοδο ασθένειας και κατάθλιψης που τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την επισκοπή και να επιστρέψει στην πρώτη επαρχιακή του εκκλησία όπου ήταν πολύ ευτυχής. Το τραγούδι έχει πολλές βιβλικές αναφορές. Αυτό γιατί τα ταραγμένα χρόνια στα οποία έζησε τον έκαναν να φοβάται για το μέλλον της χώρας του και ολοκλήρου του κόσμου. Η ομορφιά, ωστόσο, αυτού του τραγουδιού δεν μας παραπέμπει καθόλου στον άνθρωπο πίσω από αυτό.

6. The Christmas Song

Το 1946, ο Nat King Cole ήταν ο καλλιτέχνης πο έδωσε τη φωνή του για ένα τραγούδι που θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες Χριστουγεννιάτικες επιτυχίες, το”The Christmas Song.” Το τραγούδι βέβαια είχε γράφει από άλλον, τον Mel Tormé. Σύμφωνα με τον γιο του τελευταίου, ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα του 1945 όταν ο Mel επισκέφθηκε το σπίτι ενός συναδέλφου του, του Bob Wells.
Ο Wells έλειπε αλλά υπήρχε στο πιάνο ένα τετράδιο σπιράλ και τέσσερεις προτάσεις γραμμένες με μολύβι, οι εξής: “Chestnuts roasting on an open fire / Jack Frost nipping at your nose / Yuletide carols being sung by a choir / And folks dressed up like Eskimos.”
Όταν ο Bob Wells τελικά εμφανίστηκε, είπε στον Mel ότι προσπαθούσε να δροσιστεί γράφοντας ένα κρύο τραγούδι. 45 λεπτά μετά οι στίχοι του “The Christmas Song” είχαν τελειώσει.

7. Jingle Bells

Το τραγούδι “Jingle Bells” είχε αρχικά τον τίτλο “The One Horse Open Sleigh.” Ο James Lord Pierpont (1822-1893), ένας Αμερικανός μουσικός, συνθέτης και στιχουργός έγραψε μελωδία και στίχους το 1857. Το “The One Horse Open Sleigh” προοριζόταν για εκδηλώσεις για την ημέρα των Ευχαριστιών σε μκα εκκλησία στη Savannah της Georgia όπου ο Pierpont έπαιζε μουσική. Το τραγούδι είχε τόσο μεγάλη απήχηση που τραγουδήθηκε ξανά τα Χριστούγεννα και έγινε ένα από τα πιο διάσημα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1965, οι αστροναύτες του Gemini 6, Wally Schirra and Tom Stafford, έκαναν μια φάρσα στους συνεργάτες τους. Είπαν ότι είδαν κάποιο είδος ιπτάμενου δίσκου με τον κυβερνήτη του να φοράει μια κόκκινη στολή. Μετά έπαιξαν το “Jingle Bells” με μια φυσαρμόνικα και μια κουδουνίστρα. Και τα δυο όργανα εκτίθενται στο Smithsonian National Air and Space Museum και θεωρούνται τα πρώτα μουσικά όργανα που παίχτηκαν στο διάστημα.

8. Silent Night

Μια κρύα Παραμονή Χριστουγέννων του 1818 ο πάστορας Joseph Franz Mohr (1792-1848) περπάτησε 3 χιλιόμετρα από το σπίτι του στο Αυστριακό χωριό Oberndorf bei Salzburg για να επισκεφθεί το φίλο του Franz Xaver Gruber (1787-1863) στη γειτονική πόλη Arnsdorf bei Laufen. Ο Mohr του έδωσε ένα ποίημα που είχε γράψει 2 χρόνια νωρίτερα. Χρειαζόταν απεγνωσμένα κάλαντα για την λειτουργία που απείχε μόλις λίγες ώρες. Ήλπιζε πως ο φίλος του, δάσκαλος, υπεύθυνος χορωδίας και μουσικός μπορούσε να συνοδεύσει το κομμάτι με μουσική. Πράγματι, συνέθεσε τη μελωδία για το “Stille Nacht” για τον Mohr σε μόλις λίγες ώρες την 24η Δεκεμβρίου του 1818. Πρόσφατη πλημμύρα του κοντινού ποταμού Salzach είχε θέσει το εκκλησιαστικό όργανο εκτός λειτουργίας, έτσι ο Gruber συνέθεσε τη μουσική για συνοδεία κιθάρας. Μερικές ώρες μετά, τελείωσε τη σύνθεση και ο ίδιος με τον Mohr εκτέλεσαν την δημιουργία του στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Oberndorf. Η τοπική χορωδία τους συνόδευσε στα φωνητικά και η σιωπή της Σιωπηρής Νύχτας έσπασε. Η εκκλησία αυτή μετά από λίγα χρόνια καταστράφηκε λόγω των πλημμυρών του ποταμού και ολόκληρη η περιοχή μετατοπίστηκε. Πολλοί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα πίστευαν ότι η μελωδία ανήκε σε κάποιον διάσημο συνθέτη όπως στους Beethoven, Haydn ή Mozart. Το τραγούδι έχει αγαπηθεί από όλο τον κόσμο και έχει αποδοθεί σε 140 περίπου γλώσσες.

9. Adeste Fideles

Η λατινική βερσιόν για τα κάλαντα ‘Adeste Fideles’, γράφτηκε από τον John Francis Wade (1711-86), που πήγε στην Αγγλία το 1745 μετά την επανάσταση των Ιακωβίτων για να διδάξει μουσική σε εξόριστους Βρετανούς καθολικούς στο Douai στη Γαλλία. Δημοσιεύτηκε το 1760, τη μετάφραση έκαναν οι Frederick Oakley and William Brooke το 1841.
Η μελωδίαAdeste Fideles’ συνήθως αποδίδεται στον Samuel Webbe και χρονολογείται στο 1782, αλλά και στον Wade himself ή τον Γάλλο συνθέτη Charles Favart.
Υπάρχει μυστήριο γύρω από τη Βικτωριανή φήμη του τραγουδιού ως Πορτογαλικός Ύμνος. Κάποιοι λένε ότι προέκυψε επειδή το τραγουδούσαν τα Χριστούγεννα στην Αγγλική Πρεσβεία, ενώ άλλη το αποδίδουν στους Βασιλιάδες Ιωσήφ ή Ιωάννη της Πορτογαλίας, ή ακόμα στον Πορτογάλο συνθέτη της όπερας Marcas, γνωστός ως Portogallo.

10. Mamacita

Το ξεχασμένο χριστουγεννιάτικο τραγούδι “Mamacita” του 1958, έγινε δημοφιλές άκουσμα στην Ελλάδα απρόσμενα πριν από λίγα χρόνια, μέσα από ένα χριστουγεννιάτικο τηλεοπτικό σποτ για παιδικά παιχνίδια. Η αναβίωση όμως αυτού του τρυφερού ακούσματος κρύβει μια σπαρακτική ιστορία με πρωταγωνιστή ένα αγοράκι που δεν τα κατάφερε… Το τραγούδι είχε γίνει πρώτη φορά μεγάλη επιτυχία από έναν μικρό Νεοϋορκέζο με Πορτορικανούς γονείς. Ο Augi Rios ήταν τότε 12 ετών και είχε γίνει το πιο διάσημο παιδί του ’58, με το τραγούδι «Μανουλίτσα, πού είναι ο Άγιος Βασίλης» (Mamacita, Donde esta Santa Claus)….Το παιδί αυτό σήμερα δεν ζει, καθώς την επόμενη χρονιά της βιντεοσκόπησης σκοτώθηκε μαζί με τη μητέρα του σε τροχαίο δυστύχημα. Ο πατέρας θέλησε να τιμήσει τη μνήμη του αδικοχαμένου παιδιού του και ανέβασε στο διαδίκτυο το φιλμ, που είχε τραβήξει ο ίδιος. Δείχνει το αγόρι να τραγουδάει playback το χριστουγεννιάτικο τραγούδι στο στολισμένο σπίτι της οικογένειας… Το βίντεο συνοδεύει το ανθρώπινο μήνυμα του πατέρα, που λέει: “Σας ευχαριστώ όλους σας, που απολαύσατε αυτό το βίντεο με το μικρό αγόρι μας, που ακόμα και μετά τον θάνατό του εξακολουθεί να μας κάνει τόσο πολύ περήφανους. Σας ευχαριστώ που κάνατε το μικρό μου χριστουγεννιάτικο θαύμα, μέρος της ζωής σας. Ο Θεός να σας έχει καλά”….

Πηγές:

https://www.countryliving.com/life/news/a45720/white-christmas-song-history/

Let it Snow!

https://mymerrychristmas.com/the-history-of-santa-claus-is-coming-to-town/

https://www.npr.org/2010/11/19/131412133/the-story-behind-have-yourself-a-merry-little-christmas?t=1577444167182

https://www.npr.org/2017/12/25/572408088/the-story-behind-the-christmas-song

https://historybecauseitshere.weebly.com/the-angels-song—it-came-upon-the-midnight-clear.html

https://www.liveabout.com/jingle-bells-history-2456082

Stille Nacht / Silent Night – The True Story

https://www.telegraph.co.uk/culture/music/3674120/The-story-behind-the-carol-O-come-all-ye-faithful.html

https://www.mixanitouxronou.gr/mamacita-manoulitsa-pou-ine-o-ai-vasilis-to-christougenniatiko-tragoudi-pou-agapithike-55-chronia-meta-krivi-mia-sigkinitiki-istoria/

Ο πραγματικός Ροβινσώνας Κρούσος

O πραγματικός Ροβινσώνας Κρούσος ήταν Σκωτσέζος και έζησε ολομόναχος επί τέσσερα χρόνια σε ακατοίκητο νησί της Χιλής Το 1719 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Ντάνιελ Ντεφόε «Ροβινσώνας Κρούσος» που είχε κεντρικό χαρακτήρα έναν ναυτικό που ναυάγησε σε ένα απομονωμένο νησί, όπου έζησε υπό αντίξοες συνθήκες επί 28 χρόνια.

Το βιβλίο σημείωσε τεράστιες πωλήσεις και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα είχε με τις περισσότερες εκδόσεις και μεταφράσεις. Ωστόσο, η υπόθεση δεν αποτελούσε προϊόν φαντασίας του συγγραφέα. Την εποχή εκείνη, οι ναυτικοί “όργωναν” τον κόσμο με τα πλοία και οι περιπέτειες τους γινόταν γνωστές από στόμα σε στόμα.

Ο άνθρωπος που ενέπνευσε τον Ντεφόε ήταν ένας ναυτικός που έζησε μόνος του σε ένα ακατοίκητο νησί επί τέσσερα χρόνια. Ονομαζόταν Αλεξάντερ Σέλκιρκ και είχε μεγαλώσει στην Σκωτία. Από μικρός ξεχώρισε για την ατίθαση συμπεριφορά του και κάποια στιγμή καβγάδισε άγρια με την οικογένεια του με αποτέλεσμα να αποφασίσεινα φύγει από τη Σκωτία με πλοίο. Πήρε μέρος σε μια αποστολή στη Νότια Αμερική και έγινε μέλος του πληρώματος του θρυλικού Άγγλου ναυτικού Γουίλιαμ Ντάμπιερ, ο οποίος του ανέθεσε χρέη πλοηγού στο πλοίο Cinque Ports, στο οποίο καπετάνιος ήταν ο Τόμας Στράντλινγκ. Κάποια στιγμή ο Στράντλινγκ ήρθε σε διαμάχη με τον Ντάμπιερ, για τον λόγο αυτό, η γαλέα στην οποία βρισκόταν ο Σέλκιρκ χάραξε διαφορετική πορεία και κατέληξε σε ένα νησί στο αρχιπέλαγος Χουάν Φερνάντες στη Χιλή. Το πλήρωμα κατέβηκε από το πλοίο, προκειμένου να αναζητήσουν προμήθειες και γλυκό νερό και τότε ο Σέλκιρκ ήρθε σε αντιπαράθεση με τον καπετάνιο, με αφορμή την αξιοπλοία του πλοίου, καθώς πίστευε ότι δε θα άντεχε τις δοκιμασίες του ωκεανού. Ο Σέλκιρκ αρνήθηκε να επιβιβαστεί στο πλοίο και ζήτησε κι από τους υπόλοιπους ναύτες να αποστατήσουν και να μείνουν μαζί του στο νησί. Ωστόσο, κανένας δεν τον ακολούθησε. Ο Στράντλινγκ και το πλήρωμα απέπλευσαν από το νησί και τον άφησαν ολομόναχο.

Ο Σέλκιρκ το μετάνιωσε όμως πλέον ήταν αργά. Έπρεπε να βρει τρόπο να επιβιώσει, έως ότου κάποιο άλλο πλοίο θα έφτανε στο νησί. Τα μοναδικά εφόδια που είχε μαζί του ήταν ένα τουφέκι, πυρίτιδα, εργαλεία ξυλουργού, ένα μαχαίρι, μία Βίβλο, σχοινί και ρούχα. Σε αυτό το νησί ανοικτά της Χιλής έζησε ο Σέλκιρκ το οποίο σήμερα σήμερα είναι γνωστό ως το «Νησί του Ροβινσώνα Κρούσου».

Στην αρχή παρέμεινε στην ακτογραμμή επειδή φοβόταν, ωστόσο όταν τα θαλάσσια λιοντάρια βγήκαν στην ακτή για ζευγάρωμα μπήκε στην ενδοχώρα. Εκεί χρησιμοποίησε ξύλα από δέντρα και έχτισε δύο καλύβες, βρήκε κατσίκες από τις οποίες είχε κρέας και γάλα και εξημέρωσε άγριες γάτες για να τον προστατεύουν από τους αρουραίους. Ο καιρός περνούσε, όμως κανένα πλοίο δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Τα ρούχα του έλιωσαν και τα παπούτσια του διαλύθηκαν. Περπάταγε ξυπόλητος και χρησιμοποίησε δέρμα κατσίκας για να φτιάξει νέα ρούχα. Περνούσε τον χρόνο του διαβάζοντας την Αγία Γραφή και περίμενε στωικά για βοήθεια. Στο διάστημα των τεσσάρων ετών, δύο πλοία αγκυροβόλησαν στο νησί, όμως κρύφτηκε καθώς ανήκαν σε Ισπανούς και φοβήθηκε ότι θα τον αιχμαλώτιζαν λόγω της σκωτσέζικης καταγωγής του.

Η σωτηρία ήρθε στις 2 Φεβρουαρίου του 1709 όταν το πλοίο Duke του Γουίλιαμ Ντάμπιερ αγκυροβόλησε στο νησί. Όταν τον βρήκαν ο Σέλκιρκ μιλούσε ασυνάρτητα από τη χαρά του και βοήθησε τον υποπλοίαρχο, Ρότζερς και τους ναύτες του, οι οποίοι έπασχαν από σκορβούτο. Ο Ρότζερς του ανέθεσε τη διοίκηση ενός από τα πλοία του και ο Σέλκιρκ επέστρεψε στη θάλασσα. Η περιπέτεια του έγινε γνωστή από το βιβλίο του Ρότζερς και από έναν δημοσιογράφο Ρίτσαρντ Στιλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σέλκιρκ τελικά δικαιώθηκε για τη διαμάχη του με τον καπετάνιο για την αξιοπλοία του πλοίου του. Όπως έμαθε αργότερα, αφότου τον παράτησαν στο νησί, το πλοίο βυθίστηκε με αποτέλεσμα να πνιγούν πολλά μέλη του πληρώματος, ενώ όσοι διασώθηκαν φυλακίστηκαν από τους Ισπανούς.

Ο Σέλκιρκ έζησε ως κουρσάρος στη θάλασσα για τα επόμενα 8 χρόνια και πέθανε το 1721 όταν νόσησε από κίτρινο πυρετό.

Ο συγγραφέας

Πηγή:https://thecaller.gr/xronomixani/o-pragmatikos-rovinsonas-kroysos-poy-ezise-olomonachos-epi-tessera-chronia-se-akatoikito-nisi-tis-chilis/

Το σύννεφο και ο αμμόλοφος, του Πάολο Κοέλο

Η Αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ… μεταμορφώνεται

Ένα νεαρό σύννεφο γεννήθηκε στο μέσο μιας μεγάλης καταιγίδας στη Μεσόγειο.

Αλλά δεν πρόλαβε να μεγαλώσει εκεί, ένας δυνατός άνεμος έσπρωξε όλα τα σύννεφα προς την Ανατολή.

Μόλις έφτασαν στην ήπειρο, το κλίμα άλλαξε στον ουρανό έλαμπε ένας γενναιόδωρος ήλιος και από κάτω τους εκτεινόταν η χρυσαφένια άμμος της ερήμου Σαχάρα. Ο άνεμος συνέχισε να τα σπρώχνει προς τα δάση του Νότου, καθώς στη έρημο δεν βρέχει σχεδόν ποτέ.

Ωστόσο, τα νεαρά σύννεφα είναι σαν τους νεαρούς ανθρώπους. Το σύννεφό μας λοιπόν αποφάσισε ν’ απομακρυνθεί από τους γονείς του και τους μεγαλύτερους φίλους του για να γνωρίσει τον κόσμο.

– Τι κάνεις εκεί; Φώναξε ο άνεμος. Η έρημος είναι όλη ίδια! Γύρνα στο σμήνος και θα πάμε στο κέντρο της Αφρικής, όπου υπάρχουν εκθαμβωτικά βουνά και δέντρα!

Αλλά το νεαρό σύννεφο, ανυπότακτο από τη φύση του, δεν υπάκουσε. Χαμήλωσε σιγά-σιγά, έως ότου κατάφερε να αιωρηθεί σε μια γενναιόδωρη και γλυκιά αύρα και να πλησιάσει τη χρυσαφένια άμμο.

Αφού τριγύρισε αρκετά, πρόσεξε ότι ένας από τους αμμόλοφους του χαμογελούσε. Είδε ότι κι εκείνος ήταν νέος, πρόσφατα σχηματισμένος από τον άνεμο που μόλις είχε περάσει. Την ίδια στιγμή ερωτεύτηκε την χρυσή του κόμη.

– Καλημέρα, είπε. Πώς είναι η ζωή εκεί κάτω;

– Έχω την συντροφιά των άλλων αμμόλοφων, του ήλιου, του ανέμου και των καραβανιών που περνούν από δω πότε-πότε. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, όμως είναι υποφερτή. Και πώς είναι η ζωή εκεί πάνω;

– Κι εδώ υπάρχει άνεμος και ήλιος, αλλά το πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ και τριγυρνάω στον ουρανό και να μαθαίνω πολλά πράγματα.

– Για μένα η ζωή είναι σύντομη, είπε ο αμμόλοφος. Όταν ο άνεμος επιστρέψει από τα δάση, θα εξαφανιστώ.

– Και αυτό σου προκαλεί θλίψη;

– Μου δίνει την εντύπωση ότι δεν χρησιμεύω σε τίποτα.

– Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο. Μόλις περάσει ο επόμενος άνεμος θα πάω στο Νότο και θα μεταμορφωθώ σε βροχή. Αυτή είναι η μοίρα μου ωστόσο. Ο αμμόλοφος δίστασε, αλλά τελικά είπε:

– Ξέρεις ότι εμείς εδώ στην έρημο τη βροχή την λέμε «παράδεισο»;

– Δεν ήξερα ότι μπορούσα να μεταμορφωθώ σε κάτι τόσο σημαντικό, είπε το σύννεφο γεμάτο περηφάνια.

– Έχω ακούσει πολλούς μύθους από γέρικους αμμόλοφους. Λένε ότι μετά τη βροχή καλυπτόμαστε από χλόη και λουλούδια. Εγώ όμως ποτέ δεν θα μάθω τι είναι αυτό, γιατί στην έρημο βρέχει πολύ σπάνια. Ήταν η σειρά του σύννεφου να διστάσει. Αμέσως μετά όμως του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

– Αν θέλεις, μπορώ να ρίξω πάνω σου βροχή. Αν και μόλις έφτασα, σ’ έχω ερωτευθεί και θα θελα να μείνω εδώ για πάντα.

– Όταν σε είδα για πρώτη φορά στον ουρανό κι εγώ σε αγάπησα, είπε ο αμμόλοφος. Αν όμως μεταμορφώσεις την ωραία λευκή κόμη σου σε βροχή, θα πεθάνεις.

– Η Αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, είπε το σύννεφο. Μεταμορφώνεται. Κι εγώ θέλω να σου δείξω τον παράδεισο. Άρχισε λοιπόν να χαϊδεύει τον αμμόλοφο με μικρές σταγόνες και παρέμειναν μαζί μέχρι που εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο.

Την επόμενη μέρα ο μικρός αμμόλοφος ήταν καλυμμένος με λουλούδια. Κάποια σύννεφα που περνούσαν με προορισμό την Αφρική νόμισαν ότι εκεί ήταν ένα κομμάτι του δάσους που έψαχναν κι έριξαν κι άλλη βροχή.

Λίγα χρόνια μετά, ο αμμόλοφος είχε μεταμορφωθεί σε όαση, η οποία δρόσιζε τους με τη σκιά των δέντρων της.