Δεν είχε μείνει πλέον ούτε τόσον νερόν εις την μικράν λίμνην, όσον διά να καραβίσουν ο Παντελής ο Φάντης και ο Χαράλαμπος ο Σανταβελής τα καραβάκια τους, όταν εδραπέτευον κάθε δειλινόν από το σχολείον, με τους «φύλακας» κρεμαστούς υπό μάλης, και τρέχοντες ανεσήκωναν τας περισκελίδας των μακρόθεν, ούτε τόση μούργα, όσον διά να γεμίζει κάθε πρωί και βράδυ την μικράν φιάλην της η γρια-Παναγιού η Κοτρωνιώτισσα, μεταβαίνουσα από βούρκον εις βούρκον, και ξεχωρίζουσα με τον πήχυν της και με το τενεκεδένιο πενηνταράκι της το κατακάθισμα του λαδιού από το νερόν και από την λάσπην. Ο Κύριος εισήκουσε τας δεήσεις των πτωχών και τους στεναγμούς των πενήτων, και εσώρευσε τόσας νεφέλας εις τον αιθέρα, και ήστραψε και εβρόντησε τόσον τρομακτικά εις το στερέωμα, και έρριψε τόσον άφθονον νερόν εις το παραθαλάσσιον χωρίον, ώστε να εξαλειφθεί πάσα ακαθαρσία εις την γειτονιάν και να γίνει έν η γη και ο ουρανός και η θάλασσα.
Continue reading “Διήγημα του Παπαδιαμάντη για τις πλημμύρες: Το σπιτάκι στο λιβάδι”