Για τους περισσότερους, το όνομά της συνδέεται με τη ζωή του Μίλτου Σαχτούρη, αφού για 40 χρόνια στάθηκε στο πλάι του. Για εκείνους, όμως, που έχουν την τύχη να τη γνωρίσουν με την επαγγελματική της ιδιότητα, αποτελεί μία σημαντική εικαστική δημιουργό, πρωτοστάτρια της αφαίρεσης στην ελληνική ζωγραφική. Μία δυναμική παρουσία, που, με σεμνότητα και επιμονή, διεκδίκησε τη θέση της σε μία εποχή που ο εικαστικός χώρος αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα τις γυναίκες – εικαστικούς.
Continue reading “Γιάννα Περσάκη: Η εντυπωσιακή ζωή της μεγάλης ζωγράφου και συντρόφου του Μίλτου Σαχτούρη”Ετικέτα: σύγχρονη ζωγραφική
Φασιανός: ένας καλλιτέχνης πολλών ταχυτήτων
Τα έργα του «κινούνται σε παράλληλες τροχιές, αλλά στον ίδιο μεσημβρινό, καθώς ”σκηνογραφούν” κι εμβληματικά ”αφηγούνται” πραγματικότητες, μέσα από το ένδυμα της δικής του μυθοπλοκής. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα στον θεατή, μέσα από την συμπαρουσίαση των έργων τους, να διακρίνει και να συνομιλήσει κανείς με τις διαφορετικές εκδοχές της “θεατρικότητας”, που ως κοινός θα λέγαμε τόπος, τα χαρακτηρίζει, σημειώνει η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά. Οι μορφές του Αλέκου Φασιανού που «γεφυρώνει με άλματα, μέσα από τις δικές του υποβλητικά δυναμικές μορφές, τη ζωτικότητα μιας παραμυθίας συναρπάζουν σε κάθε τους πινελιά.
Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του καλλιτέχνη : άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η σπουδή του ελληνικού πολιτισμού και η ενασχόληση με τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική επηρέασαν και το ζωγραφικό του έργο. Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού, με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή. Γίνονται ζεύγη, που γεμίζουν το χώρο, μόλις αγγίζοντας η μία την άλλη, ωστόσο ενωμένες σχεδιαστικά σε μία μάζα.
Οποιος γνωρίζει τις μορφές του ώριμου έργου του τις προμαντεύει κρυμμένες πίσω από τις ηθελημένα απειρότεχνες, σχεδόν παιδικές φιγούρες αυτής της εποχής, που μαρτυρούν τον συντονισμό του με κάποια συγγενή ρεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας: την κηλιδογραφία (tachisme), την άξεστη τέχνη (art brut) και τον άγριο αφηρημένο εξπρεσιονισμό της ομάδας Κόμπρα (Cobra). Ο Φασιανός υποστηρίζει ότι πρόκειται για καθαρή σύμπτωση αλλά επιβεβαιώνει τη συγγένεια, που επισημάνθηκε μάλιστα από τους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού ήδη από τις πρώτες του εκθέσεις εκεί. Ο ίδιος ο Ντυμπυφέ, ο κυριότερος εκπρόσωπος της art brut, αναγνώρισε στον Φασιανό έναν προικισμένο νέο που ακολουθούσε παράλληλους δρόμους με τον δικό του. Τα πρώιμα έργα του νέου ζωγράφου διαθέτουν ήδη μερικά χαρακτηριστικά που ανήκουν στα σταθερά γνωρίσματα του ώριμου ύφους του: την αγάπη της αφήγησης, το χιούμορ, τον λεκτικό σχολιασμό του θέματος, τη μονοχρωμία ή καλύτερα τη χρωματική δεσπόζουσα με έμφαση στα κόκκινα, στα μπλε και στα κίτρινα.
Τις γκροτέσκες κοντόχοντρες μορφές, που σχηματοποιούνται μέσα σε παστόζικες μάζες χρώματος, θα τις διαδεχθούν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι σκιώδεις πλακάτες φιγούρες, άλλοτε μπλε, άλλοτε κόκκινες, πάντα σε χρυσοκίτρινο βάθος. H πυκνή πάστα χρώματος δίνει τώρα τη θέση της σε μια ανάλαφρη και λαμπερή χρωστική ύλη που καλύπτει ομοιόμορφα τη ζωγραφική επιφάνεια. H αγαπημένη θεματική του Φασιανού, οι ποδηλάτες-καπνιστές, που ζωγραφίζει «αενάως» ακολουθώντας το παράγγελμα του Ανδρέα Εμπειρίκου, διασχίζουν βιαστικά την οθόνη του καμβά αφήνοντας πίσω τους ένα νέφος από καπνό ή ανεμίζοντας ένα χρωματιστό φουλάρι. Οι ποδηλάτες είναι συχνά ζευγάρια και τότε στον άνεμο παραδίδεται και η μακριά κόμη του κοριτσιού. Ναι, κορίτσια και αγόρια είναι οι πρωταγωνιστές της ζωγραφικής του Φασιανού, οι «νικητές της ζωής», όπως τους ονόμασε πρόσφατα. Νικητές, γιατί έχουν κερδίσει την αιωνιότητα της νιότης μέσα στο έργο του. Εκεί, προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, η θεματολογία του νέου ζωγράφου διευρύνεται για να συμπεριλάβει τα ερωτικά επιθαλάμια. Νεαρά ζευγάρια ξαπλωμένα πάνω σε ντιβάνια με χρυσοκίτρινα ριγέ ή καρό κλινοσκεπάσματα, μοιάζει να έχουν παραδοθεί σε μια μακάρια μετερωτική ρέμβη. Το ενιαίο κόκκινο σμίγει τα σώματα των εραστών σε μια μέθεξη, συναισθηματική και κυρίως ζωγραφική. Την ίδια εποχή ο Φασιανός ζωγραφίζει λευκές γυναικείες μορφές, συχνά σχεδιασμένες με την πλάτη γυρισμένη προς τον θεατή, με ένα σχέδιο που εγγράφει μέσα στο περίγραμμα τον όγκο και την τρίτη διάσταση.
Μέσα από αυτά τα τελευταία έργα, τόσο τα κόκκινα επιθαλάμια όσο και τις λευκές μορφές, αναδύεται με δύναμη η βαθιά και μακρινή καταγωγή της τέχνης του ζωγράφου. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί πόσες ώρες περνούσε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μελετώντας τα αρχαία αγγεία και κυρίως τις λευκές ληκύθους. Το σχέδιό του επιβεβαιώνει αυτή τη μαρτυρία. Ενα λύγισμα της γραμμής, ένα γύρισμα της καμπύλης, μια επιδέξια προοπτική συνίζηση και το σώμα αποκτά όγκο και βάρος εκτοπίζοντας παράλληλα τον ζωτικό του χώρο. Το επίπεδο χρώμα, χρώμα που εκπέμπει φως – κόκκινο, λευκό, βαθύ γαλάζιο και αργότερα χρυσό -, δεν αναιρεί αυτή τη νοητή πλαστικότητα, όπως δεν την αναιρούσε το ενιαίο λευκό των ληκύθων ή το πορτοκαλόχρωμο της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας. Υιοθετώντας αυτόν τον διπλό και φαινομενικά αντινομικό κώδικα, να αποδίδει τον όγκο με το περίγραμμα και ταυτόχρονα να τον αναιρεί με το επίπεδο χρώμα, ο ζωγράφος ικανοποιεί δύο αιτήματα: το αξίωμα της μοντέρνας τέχνης που επιτάσσει τον σεβασμό της επίπεδης επιφάνειας του καμβά και τη ζωντανή ακόμη «εντολή» της Γενιάς του Τριάντα. H απόρριψη της τρίτης διάστασης και ο σεβασμός της ζωγραφικής επιφάνειας ανήκαν στα θεμελιώδη στυλιστικά γνωρίσματα και των δύο μορφών τέχνης. Από αυτή την άποψη – και όχι μόνο – ο Αλέκος Φασιανός μπορεί να θεωρηθεί επίγονος της Γενιάς του Τριάντα. Για να δώσουν πιστοποιητικό ιθαγένειας στα ευρωπαϊκά ρεύματα του μοντερνισμού οι καλλιτέχνες της περιούσιας γενιάς όφειλαν να επαληθεύσουν τα διδάγματά της πάνω στο σώμα της ελληνικής παράδοσης· και η παράδοση για τους κυριότερους εκπρόσωπους της Γενιάς του Τριάντα ταυτιζόταν με το Βυζάντιο και τη λαϊκή τέχνη.
Ο κυρίαρχος μύθος της «ελληνικότητας», της πίστης στις διαιώνιες ελληνικές αξίες, τις μόνες που, σύμφωνα με την ιδεολογία της περιώνυμης γενιάς, παρείχαν εχέγγυα αυθεντικότητας και ιθαγένειας στη δημιουργία ενός έλληνα καλλιτέχνη, φαίνεται να αποτέλεσε πυξίδα στην αναζήτηση του Αλέκου Φασιανού. Τα παιδικά του χρόνια, που τα πέρασε στη λαϊκή γειτονιά της Πλάκας στη σκιά της Ακρόπολης, η φιλόλογος μητέρα του και η θητεία του στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών πρέπει να λειτούργησαν σαν καταλύτες επιταχύνοντας αυτόν τον προσανατολισμό. Ο αγαπημένος δάσκαλος, ο Μόραλης, ο νεότερος και πιο νηφάλιος εκπρόσωπος της Γενιάς του Τριάντα, έμελλε να ενθαρρύνει τη στροφή του προικισμένου μαθητή προς την αρχαιότητα. Πράγματι ο Μόραλης είναι ο μόνος ζωγράφος της γενιάς του που μελέτησε και αφομοίωσε το ήθος, το ύφος και τη μορφή της αρχαίας τέχνης όπως μας παραδόθηκε από τις επιτύμβιες στήλες και τη ζωγραφική της Πομπηίας.
Ο μαθητής ωστόσο δεν συμμερίζεται τη μελαγχολική ενατένιση, τον διαστοχασμό πάνω στη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο που σφραγίζει τη ζωγραφική του δασκάλου. Τον δικό του λαϊκό παγανισμό τον εμπνέει ένας άλλος δάσκαλος: ο Γιάννης Τσαρούχης. Αρχαιότητα, Φαγιούμ, Βυζάντιο, Αναγέννηση και λαϊκή τέχνη βρίσκουν τον τρόπο να συνδιαλλαγούν στη ζωγραφική του Τσαρούχη με καταλύτη τη μοντέρνα τέχνη και τις αναζητήσεις της. Ιδιαίτερη γοητεία άσκησε πάνω στο έργο του ο Ανρί Ματίς. Πρωταγωνιστές στη ζωγραφική του Τσαρούχη είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, μελέφηβοι και νέοι άνδρες που εξυψώνονται σε καβαφικά ινδάλματα της ομορφιάς και του έρωτα, χωρίς να χάνουν τη λαϊκότητά τους. Αυτό το λαϊκό στοιχείο που συναντούμε στη θεματική του Τσαρούχη και αργότερα του Φασιανού, εξευγενισμένο, εξιδανικευμένο, ισοδυναμεί στη συνείδησή μου με την καταξίωση της δημοτικής γλώσσας από τους λογοτέχνες της Γενιάς του Τριάντα. Και όπως πεζογράφοι και ποιητές αναγνωρίζουν στην αδρή, την «απελέκητη» γλώσσα του Στρατηγού Μακρυγιάννη ένα απαράμιλλο πρότυπο δημοτικού λόγου, έτσι και οι καλλιτέχνες αναγνωρίζουν στον «αφελή», τον «καταπληκτικό ξυπόλυτο», κατά τον Φασιανό, λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο έναν «δάσκαλο» άξιο να τους εμπνεύσει.
Κάτω από το βάρος των κορυφαίων αυτών δημιουργών ο δρόμος της «ελληνικότητας» θα φάνταζε αδιέξοδος σε έναν λιγότερο γενναίο, λιγότερο οπλισμένο και αποφασισμένο νέο ζωγράφο. Οτι ήταν αποφασισμένος και δυνατός ο Φασιανός το απέδειξε με τον τρόπο που αντιμετώπισε τις σειρήνες του Παρισιού στη δεκαετία του ’60, όταν κυριαρχούσε η Σχολή του Νέου Ρεαλισμού και πολλοί νέοι ομότεχνοί του που είχαν φθάσει στη γαλλική πρωτεύουσα τον ίδιο καιρό αναζητούσαν τον δικό τους δρόμο μέσα στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Οι απόψεις του είναι ξεκάθαρες: «Και όλον τον κόσμο αν γνωρίσεις, πρέπει σαν τη μέλισσα να παίρνεις ό,τι χρειάζεσαι για να δημιουργήσεις το δικό σου μέλι. Το να έρχεται κάποιος στη Γαλλία για να δείξει ότι κάνει και αυτός έργα όπως τα γαλλικά, αυτό αυτόματα τον κατατάσσει στους μιμητές». Ο νέος ζωγράφος ήταν πράγματι οπλισμένος με ισχυρά αντισώματα: πλούσια και υγιή βιώματα, μια στέρεη καλλιτεχνική παιδεία και την ευλογία των δασκάλων που προαναφέραμε. Ο ίδιος θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει «μια έννοια τοπικής τέχνης, που εκφράζει την προσωπική αίσθηση του καθημερινού βίου και του περιβάλλοντος χώρου, ας πούμε του ελληνικού», που έζησε και γνώρισε βαθιά. Για τον Αλέκο Φασιανό αυτό που είναι τοπικό είναι το μόνο ανεπανάληπτο, το μόνο που «μπορεί να έχει απήχηση σε όλον τον κόσμο», με άλλα λόγια το μόνο οικουμενικό. Ετσι ο Φασιανός χάραξε τον προσωπικό του δρόμο στην τέχνη λαξεύοντας με επιμονή το δικό του κοσμοείδωλο, τον ιδιαίτερο κόσμο που φέρει τη δική του απαρομοίαστη σφραγίδα. H τέχνη του είναι ακαριαία αναγνωρίσιμη ακόμη και από έναν αδαή ή ένα παιδί.
Συχνά μιλώντας στους μαθητές μου της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών για τους τρόπους που αναγνωρίζουμε έναν γνήσιο καλλιτέχνη τους έλεγα ότι ο αυθεντικός δημιουργός, ως άλλος deus artifex, «χτίζει» έναν κόσμο που πριν από αυτόν δεν υπήρχε και που αφού δημιουργήθηκε διεκδικεί και κατακτά τη θέση του στη νοόσφαιρά μας και δεν μπορούμε, ακόμη και αν το θέλαμε, να τον αγνοήσουμε. Ο κόσμος του Φασιανού, εμπλουτισμένος με νέα θέματα, με χρυσούς και μπλε καβαλάρηδες, με σκηνές που διαδραματίζονται άλλοτε σε κλειστούς χώρους και άλλοτε στο ύπαιθρο, διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Μοναχικές ή συντροφικές φιγούρες, επίπεδες ή πλασμένες με φώτα και σκιές, οι μορφές του Φασιανού είναι πάντα αναγνωρίσιμες. Τα αθλητικά σώματα των ηρώων του ξεχειλίζουν, διαστέλλοντας τον χώρο, απειλώντας να τον διαρρήξουν με τη ζωτικότητά τους. H γραμμή του ορίζοντα τοποθετείται συνήθως χαμηλά έτσι που τονίζεται η ηρωική, μνημειακή κλίμακα των μορφών. Το σχέδιο του Φασιανού δεν είναι ρεαλιστικό. Τα πρόσωπα απεικονίζονται συνήθως σε κατανομή ή στα τρία τέταρτα με χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικά, τυποποιημένα. Λειτουργούν σαν αρχέτυπα σύμβολα που «κλίνονται» με διάφορους τρόπους, σε διάφορους χρόνους, για να συνθέσουν μιαν αφήγηση: την αφήγηση που ονομάσαμε στην έκθεσή μας «Μυθολογίες του καθημερινού». Ο κόσμος του Φασιανού είναι ένας κόσμος παραδείσιος, μια συνεχής πρόκληση για απόδραση σε έναν χώρο απόλαυσης και ηδονής, όπου ο χρόνος εξισώνεται με μια αιώνια Κυριακή.
Ο Αλέκος Φασιανός μυθοποίησε τη δική του καθημερινότητα και μας άνοιξε τα μάτια στην κρυμμένη γοητεία της. Ως γνήσιος «λαϊκός καλλιτέχνης» άφησε την τέχνη του να διαχυθεί, να διαδοθεί, να πλημμυρίσει και να φαιδρύνει και τη δική μας καθημερινότητα με τη ζωική της ευφορία, με την ανθηρή της γοητεία, με την αμάραντη νιότη της. H αισιοδοξία που αποπνέουν τα έργα του είναι μεταδοτική και την έχουμε ανάγκη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί γιατί η ζωγραφική του Φασιανού είναι τόσο λαοφίλητη.
Πηγή:https://www.tovima.gr/2008/11/24/culture/h-zwgrafiki-toy-alekoy-fasianoy/