Ο Θικ Κουάνγκ Ντουκ γεννήθηκε το 1897 ως Λαμ Βαν Τουκ. Ήταν Βιετναμέζος μαχαγιάνα βουδιστής μοναχός ο οποίος έθεσε τέρμα στην ζωή του με αυτοπυρπόληση στην Σαϊγκόν στις 11 Ιουνίου του 1963, ως διαμαρτυρία για την καταδίωξη των βουδιστών μοναχών από την νοτιοβιετναμέζικη κυβέρνηση του Νγκο Ντιν Ντιέμ. Οι φωτογραφίες της αυτοπυρπόλησης του κυκλοφόρησαν ευρέως διεθνώς και έφεραν τις πρακτικές της κυβέρνησης του Ντιέμ στο επίκεντρο. Ο φωτογράφος του συμβάντος, Μάλκολμ Μπράουν, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για την φωτογραφία αυτή.
Πιο συγκεκριμένα, στις 11 Ιουνίου του 1963, σε κεντρικό σημείο της Σαϊγκόν και στα πλαίσια πορείας διαμαρτυρίας των βουδιστών για τις διακρίσεις εναντίον τους, ο Ντουκ εμφανίστηκε βγαίνοντας από αυτοκίνητο μαζί με άλλους δύο μοναχούς. Ο ένας από τους μοναχούς τοποθέτησε ένα μαξιλάρι πάνω στο δρόμο, ενώ ο άλλος άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και έβγαλε ένα μεγάλο μπιτόνι βενζίνης. Ο Ντουκ κατόπιν κάθισε ήρεμα πάνω στο μαξιλάρι στην μέση του δρόμου και άρχισε να διαλογίζεται. Ο μοναχός που είχε το μπιτόνι άρχισε να περιλούζει τον Ντουκ με την βενζίνη και κατόπιν απομακρύνθηκε, άναψε ένα σπίρτο, και το πέταξε στο ίχνος της βενζίνης που οδηγούσε στον Ντουκ. Ο Ντουκ άρχισε αμέσως να καίγεται και να βγαίνει μαύρος καπνός. Καθώς καιγόταν δεν κινήθηκε ούτε και φώναξε, και παρέμεινε σε καθιστή στάση.
Τα τελευταία λόγια του ο Ντουκ τα είχε γράψει σε γράμμα λίγο πριν τον θάνατο του:
Πριν κλείσω τα μάτια μου και μετακινηθώ προς το όραμα του Βούδα, απευθύνω παράκληση με σεβασμό προς τον Πρόεδρο να αισθανθεί συμπόνοια προς τους ανθρώπους του έθνους και να προχωρήσει σε θρησκευτική ισότητα για την διατήρηση της ισχύος της μητέρας πατρίδος αιωνίως. Καλώ τους σεβάσμιους, αιδεσιμότατους, μέλη της σάνγκα και τους απλούς Βουδιστές να οργανωθούν με πνεύμα συμπαράστασης και να κάνουν θυσίες για την προστασία του Βουδισμού.
Οι φωτογραφίες του συμβάντος κυκλοφόρησαν ευρέως σε όλο τον κόσμο και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων διεθνώς. Το συμβάν αυτό θεωρείται πως συνέβαλε καθοριστικά στην μετέπειτα κατάρρευση του καθεστώτος του Ντιέμ, τον οποίο οι ΗΠΑ έβρισκαν πλέον ιδιαίτερα δύσκολο να υποστηρίξουν μετά την γενική κατακραυγή. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Κέννεντι ανέφερε σχετικά με την φωτογραφία πως καμιά φωτογραφία στην ιστορία δεν προκάλεσε τόσο συναίσθημα παγκοσμίως όσο η συγκεκριμένη.
Στην Ευρώπη οι φωτογραφίες όπου καίγονταν πωλούνταν στους δρόμους ως καρτ ποστάλ κατά την δεκαετία του 1960, ενώ οι αρχές της κομμουνιστικής Κίνας διένειμαν στον πληθυσμό εκατομμύρια αντίτυπα ως απόδειξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Το σώμα του Ντουκ αποτεφρώθηκε ξανά για τους σκοπούς της κηδείας, όμως η καρδιά του παρέμεινε άθικτη και δεν κάηκε. Φυλάχτηκε ως ιερό κειμήλιο και ως σύμβολο συμπόνοιας, ενώ ο ίδιος θεωρείται από τους Βουδιστές ως μποντισάτβα, δηλαδή πεφωτισμένος.
Πηγή: Wikipedia