Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1874, ο Έλληνας πεζογράφος και κριτικός Νικόλαος Επισκοπόπουλος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Ελλάδα και συνέχισε στη Γαλλία, γράφοντας στα γαλλικά, με το ψευδώνυμο Νικολά Σεγκύρ (Nicolas Ségur).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του λεγόταν Διονύσιος Επισκοπόπουλος και η μητέρα του Αδριανή Σιγούρου (ήταν ξαδέλφη του ποιητή Μαρίνου Σιγούρου). Υπήρξε αυτοδίδακτος, επειδή διέκοψε τη φοίτηση στο σχολείο μετά τη δεύτερη τάξη. Ήταν μανιώδης αναγνώστης από παιδί και ήδη στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως βοηθός φαρμακοποιού, ενώ σε ηλικία δεκαέξι ετών εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο για να δημοσιεύει εκεί τα λογοτεχνικά γραπτά του. Το Μάιο του 1892 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου ο συμπατριώτης του Γρηγόριος Ξενόπουλος τον έθεσε υπό την προστασία του και προσπαθούσε να τον εισαγάγει στους λογοτεχνικούς κύκλους. Τον πρώτο χρόνο οι προσπάθειές του δεν καρποφορούσαν και ο Επισκοπόπουλος εργαζόταν ως διεκπεραιωτής στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων και έγραφε άρθρα εκλαϊκευμένης ιατρικής για την εφημερίδα Το Άστυ. Εκεί έγινε και η πρώτη του λογοτεχνική δημοσίευση στις 7 Δεκεμβρίου του 1893, με το διήγημα «Ut diese mineur». Η επιτυχία του ήταν μεγάλη και τον καθιέρωσε απότομα στο αναγνωστικό κοινό και τους κύκλους των λογοτεχνών. Ο Ξενόπουλος είχε επισημάνει χαρακτηριστικά ότι «αφ’ εσπέρας εκοιμήθη άγνωστος και την επομένην εξύπνησε προσωπικότης». Αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευση προσελήφθη ως αρθρογράφος στο Άστυ με τις στήλες «Εδώ κι Εκεί» και «Από ημέρας εις ημέραν». Μέχρι το 1904 συνεργάστηκε με ημερολόγια και φιλολογικά περιοδικά γράφοντας διηγήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα και σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους του Παλαμά, του Δροσίνη (την ξαδέρφη του οποίου παντρεύτηκε), του Σουρή και της Παρρέν. Το 1904 έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι και δραστηριοποιήθηκε ως λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Nicolas Ségur (Ségur ήταν το όνομα της νορμανδικής οικογένειας κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και από την οποία προέρχονταν οι Σιγούροι). Εκεί είχε την υποστήριξη του Ανατόλ Φρανς, τον οποίο είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα και ο οποίος τον σύστησε στα σημαντικότερα φιλολογικά περιοδικά. Έγραψε μυθιστορήματα και κριτικά δοκίμια για λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα. Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαρτίου του 1944.
Η λογοτεχνική παιδεία του Επισκοπόπουλου υπερέβαινε την ελληνική παραγωγή και τα ενδιαφέροντά του στρέφονταν προς την ξένη λογοτεχνία. Ιδιαιτέρως εκτιμούσε τους Σαρλ Μπωντλαίρ, Ανατόλ Φρανς, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο. Οι αισθητικές προτιμήσεις του στρέφονταν προς το ρεύμα του αισθητισμού, του οποίου υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκπρόσωπος, σε μια περίοδο που στην ελληνική πεζογραφία κυριαρχούσαν οι ηθογραφικές και οι νατουραλιστικές τάσεις. Ο κοσμοπολιτισμός του, που εκδηλωνόταν και στις επιδράσεις στο λογοτεχνικό του έργο αλλά και στα κριτικά του κείμενα, είχε ως αποτέλεσμα να δεχτεί συχνά κατηγορίες για ξενομανία και αντιγραφή των ξένων (χαρακτηριστικές ήταν οι επιθέσεις από τον Περικλή Γιαννόπουλο και τον Ηλία Βουτιερίδη). Ως πεζογράφος στην Ελλάδα έγραψε αποκλειστικά διηγήματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής του είναι η πληθωρική έως και επιτηδευμένη έκφραση, με κυριαρχία του λυρισμού και του αισθησιασμού (λυρικά και όχι ρεαλιστικά παρουσιασμένου), και η ιδιότυπη αφήγηση, με περιορισμένη πλοκή και δράση και την απουσία διαλόγων. Στη Γαλλία έγραψε πάνω από τριάντα μυθιστορήματα που έγιναν δημοφιλή στο ευρύ κοινό Το κριτικό του έργο είναι πλούσιο, τόσο στην ελληνική όσο και στη γαλλική γλώσσα. Η ελληνόγλωσση αρθρογραφία του καλύπτει πλήθος θεμάτων, όπως ζητήματα της επικαιρότητας, χρονογραφήματα, λογοτεχνικά θέματα, συνεντεύξεις, κριτικές θεάτρου, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Η στάση του απέναντι στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα ήταν πολύ κριτική και για λίγους λογοτέχνες εξέφρασε θετική άποψη (όπως για το Σολωμό, τον Πολυλά, το Βιζυηνό, τον Ροΐδη, τον Νιρβάνα. Ενδιαφέρθηκε πολύ για την προβολή του αισθητισμού και των συγγραφέων που τον επηρέασαν. Στη Γαλλία έγραψε μελέτες για πολλούς συγγραφείς και διανοητές (τον Μωρίς Μπαρές, τον Μπωντλαίρ, τον Ταιν, τον Μπερξόν, τον Ίψεν και κυρίως για τον Φρανς. Το σημαντικότερο έργο του είναι η πεντάτομη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το γνωστότερό του διήγημα “Άσμα ασμάτων”:
Ερωτικόν
Θέλεις φιλιά;
Χαμήλωσε τὰ μάτια σου κάτω διότι φοβοῦμαι. Ναὶ τὰ ἄστρα κυλοῦν, κυλοῦν αἰώνια, φωσφωρίζουν αἰώνια, ζοῦν αἰώνια καὶ τὰ μυστήριά των εἶνε αἰώνια. Ναὶ εἶνε ἐκεῖ ἐπάνω καὶ πιὸ μακρυὰ εἰς τοὺς αἰθέρας κόσμοι ποῦ ζοῦν, ἥλιοι ποῦ λάμπουν, πλανῆται ποῦ καταρρέουν, νεφελειώδεις ποῦ γεννῶνται. Καὶ ὑπάρχει μία ζωὴ γιγαντιαία, μία συμφωνία μυριάδων τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἐνωτισθῶμεν ποτέ.
Θέλεις φιλιά;
Σφίξου στὴν ἀγκαλιά μου, ἀγάπη μου. Εἶνε ἥλιοι μὲ χρώματα κυανᾶ καὶ ἥλιοι κίτρινοι καὶ εἶνε καὶ ἄλλοι εἰς τὴν νεότητα τοῦ φωτός των καὶ ἄλλοι ποῦ χύνουν ἀκτῖνας πεθαμένας ἐπὶ κόσμων νεκρῶν. Ὑπάρχουν λείψανα πλανητῶν μεγαλείτερα τῆς γῆς, ὑπάρχουν ἀπλανεῖς ἄπειροι, ὑπάρχουν ὅσα εἴδομεν καὶ ὅσα θὰ ἴδωμεν ἀκόμη, ὑπάρχει ἓν ὁρατὸν τὸ ὁποῖον ἡ φαντασία μας δὲν δύναται νὰ συλλάβῃ καὶ ἓν ἀόρατον πρὸ τοῦ ὁποίου εἴμεθα διὰ παντὸς τυφλοί. Καὶ ὅλα αὐτὰ ζοῦν εἰς τὸ ἄπειρον καὶ ὅλα εἶνε αἰώναι καὶ ὅλα ὀρθοῦνται εἰς τὴν νύκτα ὡς μεγάλα φωτεινὰ μυστήρια κυλοῦν ἀπὸ τὰς αὐγὰς τοῦ κόσμου ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἤνοιξε παρθένα βλέμματα τὸ πρῶτον πλάσμα καὶ ἠτένισε μὲ καινουργεῖς αἰσθήσεις τὴν πρώτην νύκτα.
Θέλεις φιλιά;
Ὢ! θέλεις φιλιά, ἀγάπη μου; Ἔλα κοντά μου πολὺ, διότι δὲν σὲ βλέπω εἰς τὴν νύκτα καὶ θέλω νὰ αἰσθανθῶ τὴν παρουσίαν σου, τὴν θερμότητά σου. Ὤ! ναί φρικιᾶς μετὰ τόσα φιλήματα. Φοβεῖσαι. Ναὶ, αἰσθάνεσαι ὅτι θνήσκομεν, ὅτι θνήσκομεν ἰλιγγιωδῶς κάτωθεν τῆς αἰωνιότητος τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, εἶδες καὶ ἐσὺ ἐμψυχούμενα τὰ ἄστρα καὶ διὰ μίαν στιγμὴν ὁ ἐγκέφαλός σου ἠνοίχθη εἰς τὸ ἄπειρον καὶ συνέλαβε ὁλόκληρον τὴν ἁρμονίαν τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, φοβεῖσαι. Ναὶ, νομίζεις καὶ σὺ ὅτι κυλιόμεθα φρικτὰ εἰς τὸν θάνατον. Θέλεις φιλιά;
Ἔλα κοντά μου καὶ δόσε μου τὰ χείλη σου. Ἂς ἑνώσωμεν τὰ σώματά μας διὰ νὰ ἀντισταθῶμεν καλλίτερα εἰς τοῦ θανάτου τὸ ρεῦμα. Ναὶ, ἕνα ἀσπασμὸν ἕνα ἐναγκαλισμὸν εἰς τὸν ὁποῖον νὰ φρικιάσῃ ὄχι τὸ θνητὸν σῶμα μας, ἀλλὰ ὁ σπινθὴρ τῆς αἰωνίας οὐσίας, ὁ σπινθὴρ τῶν ἄστρων, ὁ ὁποῖος κρύπτεται μέσα μας.
Ἐνωμένοι καὶ δημιουργοῦντες δυνάμεθα μόνον νὰ ἀτενίσωμεν τὸ δέος τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἀντισταθῶμεν κατὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ κοινωνήσωμεν μὲ τὰ πράγματα τὰ αἰώνια, τὰ ὁποῖα μᾶς στεγάζουν καὶ τὰ ὁποῖα μᾶς ἀτενίζουν.
Ἕλα. Ἐὰν διαπεράσω τελείως τὴν σάρκα σου καὶ ἁρμονίσω τὸ σῶμα μου μὲ τὸ ἰδικόν σου, τότε θὰ δοκιμάσω διὰ μίαν στιγμὴν τὴν χαρὰν τοῦ δημιουργοῦ καὶ θὰ κοινωνήσω τῶν μυρίων αὐτῶν δυνάμεων καὶ θὰ κυριαρχήσω διὰ μίαν στιγμὴν τοῦ σύμπαντος.
Εἰς τὰς ἀγκάλας σου βλέπω τὸν οὐρανὸν μικρὸν καὶ τὸν βλέπω πλησίον καὶ ἂν μὲ ὑψώσῃς εἰς τὰς ἀγκάλας σου μὲ τὴν δύναμιν τοῦ πόθου σου ἴσως θὰ δυνηθῶ ν’ ἀσπασθῶ τοὺς ἡλίους.
Μεσονύκτιον. Ἔλα εἰς τὰς ἀγκάλας μου.
Τὰ κτυπήματα τοῦ ὡρολογίου ἀντηχοῦν εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ φαίνεται ὡς ἂν ὅλος ὁ ἀὴρ νὰ γίνεται ἐπίσημος καὶ νὰ κύπτει ὑπὸ τὸν φόβον τῆς ὥρας. Μεσονύκτιον. Ἡ νὺξ φιλιέται μὲ τὴν ἡμέραν, ὁ θάνατος ἔρχεται, ἡ ζωὴ κυλᾷ.
Μεσονύκτιον! Ὤ ἔλα εἰς τὰς ἀγκάλας μου καὶ ἂς φρικιάσωμεν μαζὶ καὶ ἂς συνενωθῶμεν πρὸ τοῦ χρόνου καὶ πρὸ τῆς καταστροφῆς, τὴν ὁποίαν ἀγγέλλουν τοῦ ὡρολογίου τὰ κτυπήματα.
Ἐφαίνετο ὡσὰν ὅλοι οἱ πανικοὶ οἱ σπαρμένοι εἰς τὰ βάθη ὑπὸ τὰς σκιὰς τῶν προαιωνίων καὶ ἀπεράντων δασῶν, ἐφαίνετο ὡς ἂν ὅλη τοῦ ὠκεανοῦ ἡ ἐρημία, ἐφαίνετο ὡσὰν ὅ,τι ἄγριον ἐνυπάρχει εἰς τοὺς μαύρους οὐρανοὺς τοὺς ὀρφανοὺς ἀστέρων καὶ σελήνης, νὰ ἐσωρεύθη εἰς τὰ κτυπήματα αὐτὰ, εἰς τὴν ὥραν τὴν ἀπελπιστικὴν, ἡ ὁποία ἐγείρει εἰς χορὸν πένθιμον ὅλα τὰ φαντάσματα καὶ ὅλους τοὺς τρόμους καὶ ὅλας τὰς σκέψεις τοῦ σκότους καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις τῆς ἀπελπισίας.
Καὶ ἔλα νὰ συνενωθῶμεν, νὰ δώσωμεν ἕνα ἐναγκαλισμὸν παράφορον, ὁ ὁποῖος νὰ προκαλέσῃ τὸ μεσονύκτιον καὶ τὸν χρόνον καὶ τὸν θάνατον.
Δὲν θὰ ἀκούωμεν πλέον τὴν ὥραν, θὰ καλυφθῶμεν μὲ τὸ σκότος, θὰ ἀναζητήσωμεν τὴν εὐτυχίαν εἰς τὰ στόματά μας.
Ναὶ, δέσε με καλὰ εἰς τοὺς βραχίονάς σου, καὶ ἄφησέ με νὰ κρυφθῶ εἰς τὰς ἀγκάλας σου.
Καὶ τὸ Μεσονύκτιον θὰ παρέλθῃ τόρα ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς μας ὡς τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα σημαίνουν ἀπὸ τὰς αὐγὰς τῆς ἱστορίας ἐγερτήρια φόβων καὶ σήμαντρα αἰμάτων καὶ δημιουργοὶ τραγωδιῶν. Εἴμεθα ἐδῶ ἔξω τῶν ὁρίων τοῦ χρόνου δημιουργοῦντες τὴν αἰωνιότητα.
Ἀλλὰ ἂς ἀδελφωθῇ περισσότερον ἡ σάρξ σου μὲ τὴ σάρκα μου διότι θέλω νὰ γευθῶ ὅλον σου τὸ σῶμα, θέλω νὰ πίω, θέλω νὰ μοῦ δώσῃς εἰς αὐτὴν τὴν ὥραν τὴν μεταβατικὴν καὶ τὴν ἐπίσημον ἐνῷ ὁ ἀὴρ τρέμει καὶ ἡ ἡμέρα θνήσκει, τὸ μεγαλήτερον ποτήριον τῆς ἡδονῆς τὸ ὁποῖον κρύβεις εἰς τὸ σῶμα σου.
Καὶ ἔχω ὄρεξιν νὰ περιμένω τὸ πρωΐ καὶ τὴν διάλυσιν τῶν φόβων μέσα εἰς τὸν δεσμὸν τῆς σαρκός σου…