Η Οικία Κόντογλου, όπου έζησε ο ζωγράφος, αγιογράφος και συγγραφέας από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας Φώτης Κόντογλου, βρίσκεται στον παλαιό αθηναϊκό οικισμό του Κυπριάδου, επί της οδού Βιζυηνού αριθ. 16. Το σπίτι του Κόντογλου κτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη στα 1931 – 1932. Το ιδιαίτερο με την οικία αυτή είναι πως ο ίδιος ο ζωγράφος φιλοτέχνησε με έργα τέχνης το καθιστικό.
Συγκεκριμένα, ο Κόντογλου, προσηλωμένος στα ιδεώδη της βυζαντινολαϊκής τέχνης, στολίζει, με την τεχνική της νωπογραφίας (fresco) και μεταβυζαντινή διάταξη, το μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού του με τοιχογραφίες, καμωμένες με το χέρι του και με τη βοήθεια του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Εγγονόπουλου, που ήταν μαθητές του εκείνο τον καιρό. Σήμερα, το έργο αυτό έχει αποτοιχιστεί και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Σ’ ένα άλλο τοίχο του σπιτιού ξεχωρίζει η μεγάλη σύνθεση με τους πρόσφυγες, ένα είδος σαράντα μαρτύρων που περιμένουν τον κατακλυσμό, έργο που συμβολίζει τα πάθη των Ελλήνων.
Το 1940 ωστόσο, χρόνια της Κατοχής, ο Κόντογλου αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για λίγο λάδι κι ένα σακί αλεύρι. Ο νέος ιδιοκτήτης κάλυψε τις νωπογραφίες με ασβέστη. Τα επόμενα χρόνια, ο Κόντογλου μετακομίζει διαρκώς.
Το σεμνό και ασκητικό κτίριο, εργαστήριο και συνάμα κατοικία, σώζεται μέχρι σήμερα. Στην περιοχή του Κυπριάδου, όπου ζούσε ο Κόντογλου, είχαν εγκαταστήσει τα εργαστήριά τους κι άλλοι ζωγράφοι της προοδευτικής Γενιάς του ’30. Ανάμεσά τους ο Σπύρος Παπαλουκάς (με τον οποίο ο Κόντογλου είχε συγκατοικήσει στην Κολοκυνθού), ο Ουμβέρτος Αργυρός, ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο Γιώργος Βακαλό κ. ά. Εκεί έζησε και ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, με τον οποίο ο Κόντογλου είχε αναπτύξει μεγάλη φιλία.
Ως αγιογράφος ο Κόντογλου, “φανατικός κήρυκας στην επιστροφή στη βυζαντινή παράδοση”, εικονογράφησε κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία γειτονικές με το σπίτι του εκκλησίες, όπως την Εκκλησία του Αγίου Λουκά στην οδό Πατησίων και τη βυζαντινή Ομορφοκκλησιά στο Γαλάτσι, κοντά στα προσφυγικά σπίτια του Περισσού.
Σήμερα, το σπίτι που έζησε ο Κόντογλου, με επιμέλεια της κόρης του Δέσπως Κόντογλου – Μαρτίνου, έχει μετατραπεί σε επισκέψιμο μουσείο. Στην είσοδό του υπάρχει εντοιχισμένη φαγεντιανή πλάκα με την επιγραφή: “Εδώ έζησε και εργάσθηκε ο Φώτης Κόντογλου από Αϊβαλί της Μ. Ασίας”.
Στο προαύλιο της γειτονικής Εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Κυπριάδου, έχει τοποθετηθεί μια μπρούτζινη προτομή του Φώτη Κόντογλου, φιλοτεχνημένη από το γλύπτη Μιχάλη Ζερβό.
Ο ζωγράφος είχε πει για την τέχνη:
“Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, μπάλλες, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; … -Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο της ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός.”
“Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα”
“Τι μας λείπει και πάμε στα Παρίσια και στ’ άλλα μέρη της Ευρώπης για να μάθουμε τέχνη, χωρίς να μαθαίνουμε τίποτα; Να δούμε πότε θ’ ανακαλύψουμε εμείς οι Έλληνες την Ελλάδα, όπως ανακάλυψε την Αμερική ο Κολόμβος!”
Απο το “Η πονεμένη Ρωμιοσύνη”, 1965, Εκδοτικός Οίκος “Αστήρ”