Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους κανονικούς ανθρώπους. Ήταν περίπου τρία μέτρα ψηλός κι ήταν φτιαγμένος όλος από κάτι ροζ αφράτα, πουπουλένια μαξιλάρια. Για χέρια του είχε μαξιλάρια και για τα πόδια του είχε μαξιλάρια, ακόμα και για κεφάλι του είχε μαξιλάρι, ένα μεγάλο, στρογγυλό μαξιλάρι. Και είχε κι ένα μεγάλο στόμα, που ήταν συνέχεια χαμογελαστό, κι έτσι έβλεπες συνέχεια τα δόντια του, που ήταν κι αυτά σαν μικρά άσπρα μαξιλάρια.
Ο Πουπουλένιος, λοιπόν, έπρεπε να μοιάζει έτσι, απαλός και άκακος, εξαιτίας της δουλειάς του, γιατί η δουλειά του ήταν πολύ λυπητερή και πολύ δύσκολη… Όποτε ένας κύριος ή μία κυρία ήταν πολύ πολύ λυπημένοι που ζήσαν’ μια φρικτή, σκληρή ζωή και θέλανε να δώσουν τέλος στον πόνο και τη δυστυχία, πάνω λοιπόν, που ήταν έτοιμοι να το κάνουν, με σφαίρα, ή με ξυράφι, ή με γκάζι, ή να πηδήξουν, ξέρω ‘γω, από κάτι ψηλό, με όποιον τρόπο αυτοκτονίας προτιμούσε ο καθένας – “προτιμούσε” μάλλον είναι λάθος λέξη, αλλά τέλος πάντων, πάνω, λοιπόν στη στιγμή που ήταν έτοιμοι ν’ αυτοκτονήσουν, ο Πουπουλένιος καθόταν δίπλα τους και τους κρατούσε απαλά κι έλεγε, “Κρατήσου μια στιγμή” και ο χρόνος σταματούσε μαγικά, και ο Πουπουλένιος πήγαινε το χρόνο πίσω, τότε που αυτός ο κύριος ή η κυρία ήταν απλώς ένα αγοράκι ή κοριτσάκι, τότε που η θλιβερή ζωή που ήταν να ζήσουν δεν είχε ακόμα αρχίσει, και η δουλειά του Πουπουλένιου ήταν πολύ-πολύ λυπητερή, γιατί η δουλειά του Πουπολένιου ήταν να βάλει αυτό το παιδί ν’ αυτοκτονήσει, για ν’ αποφύγει τα χρόνια της δυστυχίας που θα ‘ρχονταν και που θα το ‘καναν, έτσι κι αλλιώς, να καταλήξει στο ίδιο σημείο, μπροστά σ’ ένα όπλο, σ’ ένα φούρνο, σε μια λίμνη.
«Μα ποτέ δεν άκουσα μικρό παιδί να αυτοκτονεί», μπορεί να πεις. Λοιπόν, ο Πουπουλένιος πρότεινε πάντα να το κάνουν έτσι που να δείχνει σαν τραγικό δυστύχημα. Τους έδειχνε το σημείο του ποταμού που ο πάγος ήτανε πολύ λεπτός, τους έδειχνε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που ήταν πολύ επικίνδυνο να πεταχτείς ανάμεσά τους. Γιατί κάθε μαμάκα και μπαμπάκας, βρίσκουν πιο εύκολο ν’ αποδεχτούν την απώλεια ενός παιδιού πέντε χρονών σ’ ένα τραγικό δυστύχημα, απ’ την απώλεια ενός παιδιού πέντε χρονών, που απλώς είδε πόσο σκατά είναι η ζωή και έλαβε τα μέτρα του να την αποφύγει.
Βέβαια, δε συμφωνούσαν όλα τα παιδιά με τον Πουπουλένιο. Ήταν ένα κοριτσάκι, ένα μικρό ευτυχισμένο πλασματάκι, που δεν πίστευε με τίποτα τον Πουπουλένιο όταν της είπε πως η ζωή μπορεί να είναι φρικτή και η δική της ζωή θα είναι, και τον έδιωξε, κι εκείνος έφυγε, κι έκλαιγε με μεγάλα, πηχτά δάκρυα που έκαναν λακκούβες τόοσο μεγάλες, και το άλλο βράδι ένας άλλος χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του δωματίου της, και το κορίτσι είπε, «Φύγε, Πουπουλένιε. Στο είπα, είμαι ευτυχισμένη. Ήμουν πάντα ευτυχισμένη και θα είμαι πάντα ευτυχισμένη». Αλλά δεν ήταν ο Πουπουλένιος. Ήταν ένας άλλος άντρας. Και η μαμάκα της δεν ήταν σπίτι, κι ο άντρας αυτός επισκεπτόταν τη μικρή κάθε φορά που η μαμάκα της δεν ήταν σπίτι, και σύντομα ήταν πια πολύ πολύ θλιμμένη, κι όπως καθότανε μπροστά στον φούρνο όταν πια έγινε είκοσι ενός, είπε στον Πουπουλένιο, “Γιατί δεν προσπάθησες να με πείσεις;” κι ο Πουπουλένιος είπε, “Εγώ, προσπάθησα να σε πείσω, απλά εσύ ήσουν πάρα πολύ ευτυχισμένη”. Κι όπως εκείνη άνοιγε το γκάζι όσο περισσότερο γινόταν, του είπε, “Μα, ποτέ δεν ήμουν ευτυχισμένη, ποτέ δεν ήμουν ευτυχισμένη”.
Βλέπεις, όταν ο Πουπουλένιος πετύχαινε στο έργο του, ένα μικρό παιδί πέθαινε με φρικτό τρόπο. Κι όταν ο Πουπουλένιος αποτύχαινε, ένα μικρό παιδί ζούσε μια φρικτή ζωή, γινόταν ενήλικας που επίσης ζούσε μια φρικτή ζωή και μετά πέθαινε με φρικτό τρόπο. Και λοιπόν, ο Πουπουλένιος τριγυρνούσε όλη μέρα κλαίγοντας, το σπίτι του ήταν παντού λιμνούλες από δάκρυα, κι έτσι αποφάσισε να κάνει μια μόνο τελευταία δουλειά και τέλος. Πήγε λοιπόν σε αυτό το μέρος, δίπλα σε ‘κεινο το όμορφο ρυάκι που το θυμόταν από παλιά… Κι είχε μαζί του ένα τενεκεδάκι με πετρέλαιο, κι υπήρχε εκεί μια γέρικη ιτιά, μια κλαίουσα, κι εκείνος πήγε εκεί από κάτω της και κάθισε, και περίμενε για λίγο, και είχε ένα σωρό παιχνιδάκια εκεί από κάτω και είχε κι ένα τροχόσπιτο εκεί κοντά, κι ο Πουπουλένιος άκουσε τη φωνή ενός αγοριού να λέει:
«Βγαίνω έξω να παίξω, μαμά», και η μαμά είπε:
«Καλά, αλλά μην αργήσεις για βραδινό, παιδί μου».
«Δε θ’ αργήσω, μαμά».
Και ο Πουπουλένιος άκουσε βηματάκια να πλησιάζουν και τα κλαδιά της κλαίουσας ανοίξαν, και τελικά δεν ήτανε ένα μικρό αγόρι, ήταν ο ίδιος ο Πουπουλένιος, μικρούλης. Και ο μικρούλης Πουπουλένιος είπε, «Γεια», στον Πουπουλένιο και ο Πουπουλένιος είπε «Γεια», στον μικρούλη Πουπουλένιο και παίξανε κι οι δυο με τα παιχνίδια για λίγο…
Κι ο Πουπουλένιος του είπε τα πάντα για τη λυπητερή δουλειά του, κι ο μικρούλης Πουπουλένιος κατάλαβε αμέσως γιατί ήταν ένα τόσο ευτυχισμένο πλασματάκι που το μόνο που ήθελε στη ζωή του ήτανε να μπορεί να βοηθάει τους ανθρώπους, και έχυσε το τενεκεδάκι με όλο το πετρέλαιο πάνω του και το χαμογελαστό του στόμα χαμογελούσε ακόμα, κι ο Πουπουλένιος, μέσα απ’ τα πηχτά του δάκρυα είπε, «Σ’ ευχαριστώ» στο μικρούλη Πουπουλένιο κι ο μικρούλης Πουπουλένιος είπε:
«Μη στεναχωριέσαι. Θα πεις στη μαμά μου ότι δε θα φάω το βραδινό μου απόψε;» κι ο Πουπουλένιος είπε:
«Ναι, θα της το πω», στα ψέμματα, και ο μικρούλης Πουπουλένιος άναψε ένα σπίρτο κι ο Πουπουλένιος κάθισε εκεί και τον κοίταζε να καίγεται, και καθώς ο πια Πουπουλένιος άρχισε να αχνοσβήνει και να χάνεται, το τελευταίο που είδε ήταν το ευτυχισμένο χαμογελαστό στόμα του μικρούλη Πουπουλένιου να αργολειώνει και να χάνεται. Το τελευταίο που άκουσε, ήταν κάτι που δεν είχε καθόλου υπολογίσει. Ήταν οι κραυγές απ’ τα χιλιάδες παιδιά που είχε βοηθήσει να αυτοκτονήσουν, που ξαναζωντάνευαν και ξεκινούσαν, αφού αυτός δεν ήταν πια εκεί για να τα αποτρέψει, να ζήσουνε τις παγερές, αξιοθρήνητες ζωές που ήταν γραφτό τους, μέχρι να φτάσουν στις κραυγές των θλιβερών θανάτων που επέβαλλαν στους εαυτούς τους, και που αυτή τη φορά, φυσικά, θα διεξάγονταν σε απόλυτη μοναξιά.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Martin McDonagh είναι ένας από τους σημαντικότερους ιρλανδούς συγγραφείς και σκηνοθέτες της νεώτερης γενιάς. Τα έργα του, αν και ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την απεικόνιση της ακραίας βίας των καιρών μας, έχουν κερδίσει την αγάπη του θεατρόφιλου κοινού και πολυάριθμα βραβεία. Γεννήθηκε στο Λονδίνο, στις 26 Μαρτίου 1970, από ιρλανδούς γονείς και μεγάλωσε σε μια κοινότητα με ισχυρό το ιρλανδικό στοιχείο.
Απέρριψε νωρίς την παραδοσιακή εκπαίδευση, εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 του και άρχισε να γράφει. Αρχικά έγραψε 22 έργα για το ραδιόφωνο (απορρίφθηκαν όλα από το BBC) και αρκετά σενάρια. Γνώρισε όμως την επιτυχία μόνον όταν στράφηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Έγινε γνωστός σε ηλικία 25 χρόνων με το έργο “Η Βασίλισσα της Ομορφιάς του Λινέιν” (1996). Το έργο, που κέρδισε τέσσερα βραβεία Τόνι, παρουσιάστηκε σε μια εποχή που κυριαρχούσε το λεγόμενο In-Yer-Face Theatre, ένα είδος που ερευνά τη σύγχρονη ζωή με επιθετικό, βίαιο και ασυμβίβαστο τρόπο. Στην Ελλάδα η “Η Βασίλισσα της Ομορφιάς του Λινέιν” έχει παρουσιαστεί πολλές φορές με πρώτο διδάξαντα τον Θύμιο Καρακατσάνη ο οποίος υποδυόταν και τον (γυναικείο )πρωταγωνιστικό ρολό.
Ο Martin McDonagh είναι ο μόνος συγγραφέας μετά τον Σαίξπηρ που είδε να ανεβαίνουν στο Λονδίνο μέσα στην ίδια χρονιά τέσσερα έργα του. Η τελευταία του θεατρική δημιουργία, το “A Behanding in Spokane” έκανε πρεμιέρα στο Broadway το 2010. Το 2004, πέρασε με επιτυχία στον κινηματογράφο, γράφοντας και σκηνοθετώντας την ταινία μικρού μήκους “Six Shooter”, με πρωταγωνιστή τον Brendan Gleeson, η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ. Ακολούθησε η μεγάλου μήκους ταινία “In Bruges” (σεν.-σκην.), το 2008 (ελλ. τίτλος “Αποστολή στη Μπριζ”), με πρωταγωνιστές τους Colin Farell, Brendan Gleeson και Ralph Fiennes, καθώς και το 2018 με το πολυβραβευμένο «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι».
Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ (THE PILLOWMAN)
Εκκεντρικός όσο και αρχετυπικός στη σύλληψή του είναι ο πολυβραβευμένος «Πουπουλένιος» (2003) του ιρλανδικής καταγωγής Βρετανού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα. Τα πάντα διαδραματίζονται σε κάποιο ολοκληρωτικό καθεστώς, πιθανότατα σε χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ. Κεντρικός ήρωας είναι ο Χατούριαν, ένας συγγραφέας ιστοριών τρόμου, ο οποίος είναι συγγραφέας παράξενων ιστοριών. Ιστορίες με παιδιά. Όχι, όμως, «για παιδιά». Συλλαμβάνεται, λοιπόν, ως ύποπτος για την αποτρόπαια δολοφονία τριών μικρών παιδιών, καθώς τα θύματα βρήκαν τον ίδιο βασανιστικό θάνατο με εκείνον που περιγράφει στις μυθοπλασίες του: το ένα υποχρεώθηκε να καταπιεί μήλα παραγεμισμένα με ξυράφια, το άλλο χτυπήθηκε με μπαλτά και το τρίτο σταυρώθηκε και θάφτηκε ζωντανό. Μήπως όμως ο στυγερός δολοφόνος δεν είναι άλλος από τον διανοητικά καθυστερημένο αδερφό του;
Φρίκη και αποτροπιασμός τυλίγει τους θεατές στο άκουσμα των εξωφρενικών αυτών γκρανγκινιόλ φόνων και προσωρινή θυμηδία επικρατεί στις φαρσοειδείς σκηνές ανάκρισης από τους δύο μπάτσους, τον «καλό» και τον «κακό». Υποτίθεται πως ο «Πουπουλένιος» είναι μαύρη κωμωδία, όμως η κατηγοριοποίησή του είναι σωστός πονοκέφαλος. Όλες οι αναγνώσεις παραμένουν ανοιχτές σε αυτό το σύνθετο, πρωτότυπο, φλύαρο αλλά και υπερφίαλο έργο-υβρίδιο. Λειτουργώντας την ίδια στιγμή ως ψυχολογικό θρίλερ και ως σουρεαλιστική φάρσα, ο «Πουπουλένιος» εγείρει την αξίωση της σκοτεινής παραβολής για την παιδική φαντασία αλλά και για τη φύση της βίας, για την άσβεστη ανάγκη να λέμε και να ακούμε τρομακτικές ιστορίες προκειμένου να ξορκίσουμε το φόβο του θανάτου αλλά και για τη σαγήνη και τη ματαιότητα της τέχνης.
Το έργο (The Pillowman) έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 2003 στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρου του Λονδίνου και πανελλήνια πρεμιέρα το 2005 στον Εξώστη του θέατρου Αμόρε. Οπουδήποτε ανέβηκε διεθνώς σημείωσε πολύ μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, αναστατώνοντας το κοινό. Επιπλέον, διακρίθηκε ως το καλύτερο νέο θεατρικό έργο με το Βραβείο Olivier το 2004, τιμήθηκε με το βραβείο Drama Desk Award 2004-2005 εξαιρετικού θεατρικού έργου το 2005, ενώ την ίδια χρονιά υπήρξε υποψήφιο ως το καλύτερο θεατρικό έργο για το Βραβείο Tony. Με τις παραστάσεις που ανέβηκαν σε μικρές σκηνές της Ελλάδας, έχει ήδη δημιουργήσει ένα μικρό κύκλο φανατικών θεατών. Το 2013 σ’ ένα από τα κεντρικότερα θέατρα της Αθήνας, το Θέατρο Αθηνών με ένα θίασο καταξιωμένων πρωταγωνιστών (Μαρκουλάκης, Κουρής, Πυρπασόπουλος, Παπασπηλιώπουλος), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ευρύ αθηναϊκό κοινό. Ο τίτλος της παράστασης ήταν απόδοση της μεταφράστριας Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη, η οποία τον παραχώρησε ευγενικά για την παραγωγή του θεάτρου Αθηνών.
ΠΗΓΕΣ: https://www.athinorama.gr/theatre/article/o_poupoulenios_-1002098.html , https://www.protothema.gr/culture/article/319856/o-poupoulenios-sto-theatro-athina/ , https://www.elculture.gr/blog/poupoulenios/ , https://www.kathimerini.com.cy/gr/politismos/theatro-xoros/79473/?ctype=ar , http://vivliodiadromes.blogspot.com/2014/04/blog-post.html