Die Welle (Το κύμα): Το πιο τρομακτικό πείραμα της μεγάλης οθόνης

Πλοκή

Ένα πείραμα σε ένα σχολείο της Γερμανίας ξεκινά με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά εξελίσσεται σε κάτι άγριο και βίαιο. Ο Ράινερ Βένγκερ, καθηγητής Λυκείου με αναρχικό παρελθόν και πρωτοποριακές ιδέες για την εκπαίδευση, αναλαμβάνει, στο πλαίσιο του μαθήματος της πολιτικής θεωρίας, να διδάξει στους φοιτητές του για την τυραννία. Ο ίδιος, βέβαια, θα προτιμούσε να αναλάβει να μιλήσει για την αναρχία, αλλά σε αυτό τον έχει προλάβει ένας αυστηρός καθηγητής της παλιάς σχολής. Προκειμένου, λοιπόν, να κάνει το μάθημα πιο ενδιαφέρον και με αφορμή το σχόλιο ενός μαθητή του πως «δεν μπορεί σήμερα να ξαναυπάρξει φασισμός, σοφίζεται ένα παιχνίδι ρόλων: Ο ίδιος αναλαμβάνει το ρόλο του ηγέτη και οι μαθητές του το ρόλο των ακολούθων του. Οι τελευταίοι ανταποκρίνονται με ενθουσιασμό στις ανάγκες του «ρόλου». Πειθαρχούν με χαρά σε μια σειρά κανόνων συμπεριφοράς, ονοματίζουν την μικρή κοινωνία τους «Το κύμα», φορούν ένα είδος ενιαίας στολής, επινοούν έναν κοινό χαιρετισμό, φιλοτεχνούν ένα διακριτικό σήμα, μαθαίνουν τελικά να αντιλαμβάνονται ο ένας τον άλλο ως μέλη μιας εκλεκτής ομάδας, όπου όλοι είναι ίσοι με όλους. Ο Μάρκο, γιος διαλυμένης οικογένειας, είναι ίσος επιτέλους με τον πλούσιο συμμαθητή του. Η ντροπαλή, συνεσταλμένη Λϊζα είναι ίση επιτέλους με τα άλλα, δημοφιλή κορίτσια. Ο Τιμ, που βρισκόταν πάντα στο περιθώριο και κινούνταν καμιά φορά και εκτός νόμου, μπαίνει επιτέλους στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και αισθάνεται χρήσιμος. Ο Ντένις, που ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και αναζητά διαρκώς το νόημα, διοχετεύει επιτέλους κάπου το πάθος του. Ένας μαθητής Τούρκικης καταγωγής είναι ίσος με τον Γερμανό. Μόνο που αν για τα μέλη της ομάδας όλα φαίνονται σωστά, όσοι βρίσκονται στην απ’ έξω δείχνουν την δυσπιστία, αν όχι την αγωνία τους. Πρώτες πρώτες, η σύζυγος του Ράινερ, και αυτή καθηγήτρια στο ίδιο σχολείο, αλλά και η νεαρή Κάρο, το κορίτσι του Μάρκο που βρέθηκε στην ομάδα, εξοστρακίστηκε γιατί αρνήθηκε να φορέσει το ίδιο λευκό πουκάμισο με τους υπόλοιπους και παλεύει να δείξει στους υπόλοιπους το πόσο επικίνδυνες είναι οι νέες ιδέες του. Κανείς όμως δεν μπορεί να σταματήσει το «Κύμα» και την καταστροφή που φέρνει μαζί του…

Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία

Η ταινία βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Martin Rhue (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Todd Strasser), υποχρεωτικό ανάγνωσμα σε πολλά σχολεία της Γερμανίας, που με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από πραγματική ιστορία. Το 1967, ένας καθηγητής ιστορίας στο Λύκειο Cubberley του Πάλο Άλτο με το όνομα Ron Jones εφάρμοσε ένα αντίστοιχο πείραμα στους μαθητές του. Όταν, κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος όπου δίδασκε για τον Εθνικό Σοσιαλισμό, ένας μαθητής του τον ρώτησε για το πώς θα μπορούσε ο λαός της Γερμανίας να αγνοεί για τη σφαγή του Εβραϊκού πληθυσμού, ο καθηγητής δεν μπόρεσε να απαντήσει. Αντ’ αυτού όμως, αποφάσισε να δώσει μια μικρή γεύση από τις συνθήκες της εποχής που μελετούσαν. Έτσι, οργάνωσε την τάξη σε μια ομάδα (με το κάθε άλλο παρά αθώο όνομα «το Τρίτο Κύμα», μια άμεση αναφορά στο Τρίτο Ράιχ), πρότεινε σκληρά κανονιστικά μέτρα και εφάρμοσε σε λίγη ώρα ένα μικρό πρόγραμμα αυστηρής πειθαρχίας μέσα στην τάξη, έκπληκτος με την προθυμία με την οποία τον υπάκουαν οι μαθητές του. Το όλο εγχείρημα, που θα κρατούσε μία μόλις μέρα, εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλο το σχολείο, όσοι είχαν αντίθετη γνώμη γνώριζαν έναν άτυπο αποκλεισμό, τα μέλη της πρώτης ομάδας άρχιζαν να κατασκοπεύουν το ένα το άλλο, και όσοι αρνούνταν να συμμορφωθούν έπεφταν θύματα βίας. Ο Jones κλήθηκε να επιβάλλει την τάξη μετά από πέντε μέρες. Και τα κατάφερε.

Το πείραμα

Οι λεπτομέρειες του “πειράματος” αυτού δεν έγιναν γνωστές για αρκετά χρόνια, παρά το μεγάλο ενδιαφέρον του. Το 1972 ο Τζόουνς δημοσίευσε ένα διήγημα όπου περιέγραφε ορισμένες λεπτομέρειες, και το 1981 διασκευάστηκε σε ταινία (κερδίζοντας βραβείο Έμμυ). ο συγγραφέας Τοντ Στράσσερ, με το ψευδώνυμο Μόρτον Ρου, έγραψε το μυθιστόρημα “Το Κύμα”, βασισμένο πάνω στην ταινία αλλά και τη διήγηση του Τζόουνς. Το βιβλίο γνώρισε επιτυχία, και στη Γερμανία προτεινόταν σαν ανάγνωσμα στα σχολεία. Διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο και μιούζικαλ. Αργότερα, ο Τζόουνς αποκάλυψε την πλήρη δική του εκδοχή της ιστορίας, ορισμένες λεπτομέρειες από την οποία αμφισβητήθηκαν, κυρίως για το μέγεθος που απέκτησε το φαινόμενο μέσα στο σχολείο, αλλά και το κατά πόσον οι μαθητές μέλη του Κύματος συμμετείχαν όλοι σοβαρά. Το πείραμα προσέλκυσε το ενδιαφέρον του ψυχολόγου Φίλιπ Ζιμπάρντο, που αρκετά αργότερα διεξήγαγε το πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ, που και αυτό αφορούσε συνθήκες υπακοής/καταπίεσης.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης Ντένις Γκάνζελ είχε σχολιάσει για την ταινία του: «Έδειχνα ανέκαθεν ειδικό ενδιαφέρον για την ιστορία της Ναζιστικής Γερμανίας. Για το αν θα μπορεί να υπάρξει φασισμός ξανά, για το πώς λειτουργεί το φασιστικό σύστημα, το πώς μπορεί να εκτροχιαστούν οι άνθρωποι από το δρόμο τους. Ήταν κάτι που πάντα με συνάρπαζε. Υποθέτω πως αυτό έχει να κάνει και με την ιστορία της οικογένειάς μου. Ο παππούς μου ήταν αξιωματικός του Τρίτου Ράιχ, κάτι για το οποίο ο πατέρας μου, αλλά και οι δύο θείοι μου, συνάντησαν πολλά και διάφορα προβλήματα στη ζωή τους. Όταν ήμουν νέος συχνά αναρωτιόμουν για το τι θα έκανα αν θα βρισκόμουν σε μια κατάσταση σαν κι αυτή του παρελθόντος. Στο “Wave” η ερώτησή μου είναι το πώς θα μπορούσε να δουλεύει σήμερα ο φασισμός. Θα ήταν πιθανός σήμερα; Θα μπορούσε να ξανασυμβεί αυτό το πράγμα, εδώ και τώρα, σε ένα συνηθισμένο σχολείο στη Γερμανία;… Και πάλι, όταν ήμουν νέος πάντα ευχόμουν να υπήρχε κάτι με το οποίο θα μπορούσα να ταυτιστώ. Ζήλευα τους γονείς μου που έζησαν τη δεκαετία του ’60 και το φοιτητικό κίνημα, όπου οι άνθρωποι είχαν ένα είδος κοινού στόχου, προσπαθώντας να αλλάξουν το κόσμο και να κάνουν τη διαφορά. Εγώ μεγάλωσε στη δεκαετία του ’80 και του ’90, όταν πια υπήρχαν χιλιάδες πολιτικά ρεύματα και ομάδες, αλλά καμιά πραγματική κατεύθυνση. Δεν μπορούσα να ενθουσιαστώ με τίποτα. Κι αυτό μου έλειπε. Αυτό νομίζω πως λείπει και από τα παιδιά σήμερα. Εννοώ, δεν μπορούμε να ορίζουμε τους εαυτούς μας μόνο μέσα από τη μουσική και το ντύσιμο. Νομίζω πως οι άνθρωποι έχουν μια βαθιά ανάγκη για την ουσία, μια ανάγκη που γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Η τάση για τον ατομικισμό και την ιδιώτευση, τη διάσπαση της κοινωνίας σε μικρές ομάδες, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Σε κάποιο σημείο θα βρεθεί ένα τεράστιο κενό. Και τότε ο κίνδυνος θα είναι ότι κάποιος «-ισμός» θα ξεπεταχτεί και θα θελήσει να γεμίσει αυτό το κενό».

Η ταινία αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια από τις καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες όλων των εποχών. Αυτό διότι, αποδεικνύει πώς γίνεται μια ομάδα ανθρώπων να χειραγωγηθεί, να ομογενοποιηθεί, να γίνει φερέφωνο μιας ιδεολογίας, που δε σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ετερότητα. Ακόμη περισσότερο, υπογραμμίζεται ο καθοριστικός ρόλος της εκπαίδευσης, ως αντίδοτο σε κάθε ακραία ιδεολογία. Η ταινία δίνει την απάντηση σε ερωτήσεις όπως : “Υπάρχει ακόμη φασισμός;” Οι τίτλοι τέλους του ναζισμού δεν ήρθαν με το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως άλλωστε ο Γερμανός ποιητής και συγγραφέας, Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε πει: “Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό.”

Πηγές

ΤΟ ΚΥΜΑ του Ντένις Γκάνσελ (DIE WELLE) (2008)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *