Η υπόθεση
Δώδεκα ένορκοι αποσύρονται για να συνεδριάσουν και να βγάλουν την ετυμηγορία τους. Ένας 18χρονος κατηγορείται ότι σκότωσε τον βίαιο πατέρα του μαχαιρώνοντάς τον. Στην υπόθεση υπάρχουν δύο μάρτυρες:ο ηλικιωμένος του κάτω διαμερίσματος που θεωρεί ότι άκουσε την απειλή και τον γδούπο του πτώματος και μια γειτόνισσα από το απέναντι σπίτι, που πιστεύει ότι είδε το φόνο ανάμεσα από τα βαγόνια του διερχόμενου τρένου. Η δουλειά των ενόρκων μοιάζει εύκολη: ο νεαρός προέρχεται από το γκέτο των πιο βίαιων συνοικιών της Νέας Υόρκης. Είναι πιθανώς μετανάστης. Είναι ένοχος. Του αξίζει η ηλεκτρική καρέκλα. Όλοι ψηφίζουν λοιπόν υπέρ της ενοχής του, εκτός από τον 8ο ένορκο, ο οποίος δεν είναι πεπεισμένος ότι ο νεαρός είχε μία δίκαιη δίκη. Όλα έγιναν πολύ εύκολα, γρήγορα, απλοποιημένα μέσα από τα στερεότυπα του συστήματος – εισαγγελέων, μαρτύρων, ακόμα και δικηγόρων υπεράσπισης. Κανείς δεν προσπάθησε να καταρρίψει το «πέραν πάσης αμφιβολίας» δικαίωμα του κατηγορουμένου. Κι αποφασίζει να το κάνει ο ίδιος, παραθέτοντας τα στοιχεία ξανά στους ενόρκους που, αρχικά, δεν έχουν ούτε το χρόνο, ούτε τη διάθεση να ακούσουν. Και τότε, σταδιακά, όλα ανατρέπονται…
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο αυθεντικός τίτλος είναι «12 οργισμένοι άνθρωποι», καθώς αυτή η οργή είναι η πραγματική πρωταγωνίστρια. Το τυχαίο δείγμα των ανθρώπων που καλούνται να κρίνουν τη ζωή ή το θάνατο ενός νεαρού παιδιού, περιλαμβάνει μεσήλικες άντρες που θεωρούν ότι εκείνοι τα ξέρουν όλα, ενώ στην πραγματικότητα κρύβουν μεγάλο θυμό για τις προσωπικές τους ήττες. Ο βίαιος πατέρας που μισεί τον κατηγορούμενο,γιατί στο πρόσωπο του βλέπει τον γιο του με τον οποίο τα τελευατία 2 χρόνια έχουν χάσει κάθε επαφή, ο ξενοφοβικός γκαραζιέρης που κατηγορεί συνεχώς τους μετανάστες για οτιδήποτε συμβαίνει, ο τζογαδόρος τυχοδιώκτης που ενδιαφέρεται μόνο να μη χάσει το παιχνίδι μπέιζμπολ, ο νεόπλουτος νεαρός «Ντον Ντρέιπερ» – διαφημιστής της Μάντισον Άβενιου που δεν κοιτάει πέρα από τα στενά όρια του εαυτού του και την ματαιόδοξη επιφάνεια των πραγμάτων. Ο Ρόουζ αφιερώνει μικρές και μεγαλύτερες σκηνές σε όλους, αποδεικνύοντας ότι το σύνολο των ανθρώπινων κοινωνιών απαρτίζεται από τους πληγωμένους εγωισμούς, τη φιλοδοξία, τις ανασφάλειες και την εκδίκηση που θέλουμε να πάρουμε από τη ζωή που δεν πραγματοποίησε τα όνειρά μας. Κι αυτό, με την πρώτη ευκαιρία εξουσίας, θα μεταφραστεί σε ανεγκέφαλο ξέσπασμα, οργή, τυφλό ρατσισμό.
Αυτή η κατάσταση κορυφώνεται σε μία σκηνή της ταινίας, όπου μετά από ώρες αντιπαραθέσεων, επιχειρημάτων και στοιχείων, ο γκαραζιέρης συνεχίζει να μιλά με ρατσιστικό μένος, ανίκανος να επεξεργαστεί με ανοιχτό μυαλό τη συζήτηση του συνόλου. Τοξικός για όλους τους υπόλοιπους, ο Λιούμετ σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του να σηκώνονται ένας ένας από το τραπέζι και να του γυρίζουν την πλάτη, κοιτώντας από τα ανοιχτά παράθυρα. Συμβολικά και κυριολεκτικά αγνοώντας τον. Αποκόπτοντάς τον από το διάλογο. Ο ρατσιστής σοκάρεται, γκρεμίζεται, παίρνει μόνος του την καρέκλα του και κάθεται απομονωμένος.
Η ταινία
Ο Ρέτζιναλντ Ρόουζ έγραψε το σενάριο για τους «12 Ενόρκους» το 1954, αφού είχε ο ίδιος παρευρεθεί σε δίκη ως ένορκος. Η εμπειρία του έμεινε αξέχαστη:
«Ήταν τόσο εντυπωσιακό και επίσημο το σκηνικό στο δωμάτιο του δικαστηρίου με τους ξύλινους τοίχους και τον ασπρομάλλη δικαστή. Με συγκλόνισε. Με συνεπήρε. Ήμουν ένας από τους ενόρκους για μια υπόθεση ανθρωποκτονίας και συζητούσαμε και διαφωνούσαμε για οχτώ ώρες. Έγραφα μονόωρα δράματα τότε και σκέφτηκα, πόσο ωραίο σκηνικό είναι για δράμα».
Μεταφέρθηκε αρχικά στην τηλεόραση τον Σεπτέμβριο του 1954 και ο Ρόουζ βραβεύτηκε με βραβείο Emmy για το σενάριο. Τρία χρόνια αργότερα, οι «12 Ένορκοι» προβλήθηκαν και στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστή και παραγωγό τον Χένρι Φόντα. Σκηνοθέτης ήταν ο «πρωτάρης» Σίντνεϊ Λουμέτ, που αργότερα έγινε γνωστός για αριστουργηματικές ταινίες όπως το «Σέρπικο» και το «Σκυλίσια Μέρα».
Η δικαστής του Supreme Court Justice των ΗΠΑ, Sonia Sotomayor, είχε δηλώσει πως επέλεξε να ασχοληθεί με τη Νομική όταν είδε την ταινία για πρώτη φορά. Παρά τον θαυμασμό της για το έργο όμως, ξεκαθάρισε πως σε ένα πραγματικό δικαστήριο, δεν θα επιτρεπόταν ποτέ στους ενόρκους να αναιρέσουν τις μαρτυρίες και τις αποδείξεις του δικαστηρίου με απλές υποθέσεις, όπως έγινε στην ταινία.
Στο σενάριο, ο Ρόουζ είχε αποφύγει να αναφέρει λεπτομέρειες για την ταυτότητα του νεαρού κατηγορούμενου, πέρα από το γεγονός ότι ζούσε σε μια κακόφημη φτωχογειτονιά, ενώ άφηνε να εννοηθεί ότι ανήκε σε κάποια μειονότητα. Ήθελε να δείξει πόσο αρνητικά προκατειλημμένοι ήταν όλοι οι ένορκοι, βασιζόμενοι μόνο σε αυτά τα δύο στοιχεία. Άλλωστε στην Αμερική της δεκαετίας του ’50, οι ένορκοι ήταν μόνο λευκοί άντρες. Αυτή την ομοιογένεια επιδίωκαν πάντα οι δικηγόροι είτε μέσω κυβερνητικής απόφασης είτε με τη λίστα αποκλεισμού που είχαν στην κατοχή τους. Σε μία από τις πιο έντονες σκηνές της ταινίας, ο Ένορκος 10 αρχίζει να μιλάει κατά των κατοίκων των φτωχογειτονιών, παρουσιάζοντάς τους ως κατώτερους ανθρώπους, χωρίς συναισθήματα και ήθος. Σταδιακά, οι ένορκοι σηκώνονται απ’ το τραπέζι και του γυρίζουν την πλάτη, εξοργισμένοι με τους ισχυρισμούς. Ο Ένορκος χάνει το σθένος του όταν τους βλέπει να απομακρύνονται και τους ζητάει να τον ακούσουν. Στο τέλος, μένει καθιστός μόνο ο Ένορκος 4, ο οποίος του λέει: «Σε άκουσε. Τώρα κάτσε κάτω και μην ξανανοίξεις το στόμα σου!»
Ο Λουμέτ εφάρμοσε δύο τεχνικές για να δημιουργήσει μία αίσθηση κλειστοφοβίας στο έργο και στο κοινό. Αρχικά, έκλεισε τους ηθοποιούς στο δωμάτιο του δικαστηρίου για ώρες, χωρίς να τους κινηματογραφεί, μόνο και μόνο για να νιώσουν πώς είναι να μένουν ώρες κλεισμένοι στον ίδιο χώρο με άλλους ανθρώπους. Το δεύτερο τέχνασμά του ήταν ότι τοποθέτησε τις κάμερες ψηλά στο ταβάνι και σταδιακά τις κατέβαζε, έτσι ώστε να φαίνεται ότι κάθε ώρα που περνούσε, ο χώρος στένευε και γινόταν πιο αποπνικτικός.
Ο Φόντα δεν απόσβεσε ούτε καν τα έξοδά του, αλλά ήταν τόσο ενθουσιασμένος με το έργο, που το συγκατάλεγε ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της καριέρας του. Ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ, Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθέτη και Σεναρίου, αλλά και στις τρεις κατηγορίες, κέρδισε η ταινία «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι». Η αξία του έργου αναγνωρίστηκε τις επόμενες δεκαετίες και πλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίας στην ιστορία του κινηματογράφου. Το 1997 προβλήθηκε το remake της ταινίας στην τηλεόραση….
Πηγές