Τούτο το άδικο, το μέσα μου το σκότωσε
κι’ναι ο θάνατος βαρύς κι αβυσσαλέος.
Μ’ άφησε άδεια, να μετρώ μνήμων μου πτώματα,
μία χούφτα θύμησες κουφάρια ξεβρασμένα.
Είναι η θάλασσα, κοχύλια που μου έφερε,
σε μι’ αμμουδιά, εστία ερωτευμένων.
Μα ‘ναι η Άμπωτης που τράβηξε τα κύματα,
μαζί της πήρε πίσω, άσπλαχνα, τα δώρα.
Το ακρογιάλι στείρα δάκρυα εποτίστηκε
μα θέλει και άλλα το κενό για να γεμίσει.
Μα ‘μαι μικρή, πώς να τ’ αντέξω τούτο το άδικο,
τ’ άνισο χτύπημα, ψυχής μου την αντάρα;
Άραγε ο πόνος θα το φέρει το ανάσταιμα;
Για πληρωμή μου, τάχα, λύτρωση θα τάξει;
Σαν ντους σκωτσέζικο ανασαιμιών μας σμίξιμο,
ας είν’ τουλάχιστον γλυκόπικρο το τέλος.
Ακούστε το ποίημα εδώ:
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή της Τζωρτζίνας Κουριαντάκη: “Η Γάτα του Σρέντιγκερ” και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής