“Οι Ληστές” του Σίλλερ

Ο Σίλλερ, ο μεγάλος αυτός ρομαντικός Γερμανός υπήρξε μαζί με τον φίλο του Γκαίτε, από τα σημαντικότερα πνεύματα της γερμανικής λογοτεχνίας. Και οι δύο ανήκαν στο κίνημα Θύελλα και Ορμή (Strum und Drang). “Οι Ληστές” αποτελούν ένα από τα αρισουργήματά του. “Οι Ληστές“, εκτός από τη θεατρική τους εκδοχή, αποτέλεσαν το υλικό για το λιμπρέτο της Όπερας του Τζουζέπε Βέρντι, I masnadieri, όπως και πολλά άλλα.

Ο συγγραφέας

Γεννήθηκε στο Μάρμπαχ της Βυρτεμβέργης στις 10 Νοεμβρίου του 1759 και πέθανε στη Βαϊμάρη στις 10 Μαΐου 1805. Η καταγωγή του ήταν ταπεινή και η ζωή του γεμάτη δυσχέρειες. Σπούδασε νομικά και ιατρική. Το πρώτο ώριμο έργο του είναι το δράμα “Οι ληστές”, μια τολμηρή διακήρυξη ελευθερίας εναντίον της τυραννικής και διεφθαρμένης ηθικά κοινωνίας.


Το 1783 εκδίδεται το δραματικό έργο “Η συνωμοσία του Φιέσκο στην Γένουα”· το 1784 το “Ραδιουργία και έρως” και το 1787 το “Δον Κάρλος”. Την ίδια χρονιά γράφει την “Ωδή στη Χαρά” και εγκαθίσταται στη Βαϊμάρη. Γνωρίζεται με τον Γκαίτε (1788) και διορίζεται καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ιένας (1789). Ασχολείται με την συγγραφή ιστορικών έργων, σημαντικότερο εκ των οποίων είναι η “Ιστορία του τριακονταετούς πολέμου”.
Το 1790 νυμφεύεται την Σαρλόττε φον Λέγκενφελτ και αποκτά δυο γιους και δυο κόρες. Το 1791 ασθενεί σοβαρά από υπερκόπωση και κινδυνεύει να πεθάνει. Μεταφράζει αρχαίους έλληνες και λατίνους συγγραφείς και γράφει ορισμένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα. Παράλληλα ασχολείται με την μελέτη της φιλοσοφίας του Καντ, καρπός της οποίας είναι θαυμάσια φιλοσοφικά και αισθητικά δοκίμια, όπως το “Περί αφελούς και αισθηματικής ποίησης”. Το 1794 αναθερμαίνεται η φιλία του με τον Γκαίτε και αρχίζει η περίοδος της ωριμότητας. Γράφει μερικά από τα ωραιότερά του ποιήματα και μπαλλάντες.


Τα δραματικά έργα της περιόδου αυτής είναι: η τριλογία του “Βαλλενστάιν” (1800), Μαρία Στούαρτ (1801), “Η παρθένος της Ορλεάνης (1801), “Η νύμφη της Μεσσήνης” (1803), “Γουλιέλμος Τέλλος (1804) και το ημιτελές “Δημήτριος”. Μετέφρασε πλήθος ξένων δραματικών έργων κυρίως αγγλικών και γαλλικών (Μάκβεθ, Φαίδρα κλπ.) Διηύθυνε τα περιοδικά “Οι ώρες” και “Ημερολόγιο των Μουσών”. Μαζί με τον Γκαίτε έγραψαν τα σατιρικά δίστιχα “Ξένια”.

Το έργο

Οι Ληστές είναι προϊόν της οργής, που ένας νέος νιώθει στα σωθικά του για την κοινωνική αδικία, και της φλόγας που τον καίει και τον ωθεί να καταγγείλει το κακό, να διορθώσει τον κόσμο και να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Εκείνο, όμως, στο οποίο καταλήγει είναι το τραγικό αδιέξοδο της επαναστατικής δράσης. Ο ήρωας που γίνεται «Ληστής», ο Καρλ, που βγαίνει στην παρανομία για να διεκδικήσει το δίκαιο του απλού καταπιεζόμενου ανθρώπου, «έχει περάσει τον Ρουβίκωνα», έχει διαπράξει ύβρη και γι’ αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή στην ομαλότητα. Ο άλλος που μένει πίσω, ο Φραντς, ο παραγκωνισμένος αδελφός που εκμεταλλεύεται την απουσία του άλλου για να οικειοποιηθεί τα του οίκου, που μετατρέπεται σε ένα είδος Κάιν για τον αδελφό του, που βγάζει εκτός μάχης τον πατέρα για να αποκαταστήσει την αδικία που έχει υποστεί, θα πληρώσει επίσης το τίμημα.

Το μήλο της έριδος που χωρίζει τον Φραντς από τον αδελφό του όμως δεν είναι μόνο η περιουσία, αλλά και η γυναίκα, ευκίνητη, αεικίνητη, ευέλικτη, τραγικά πιστή. Ο «Ληστής», τον οποίο ακολουθεί μια παρέα αμοραλιστική, στυγνή και αυθάδης, έτοιμη και για πράγματα, τα οποία ο ίδιος δεν θα ήθελε, μπορεί να είναι ο άσωτος του Ευαγγελίου, μπορεί να είναι κι ένας «ζηλωτής».

Ο Σίλλερ σίγουρα έχει κατά νου τις ευαγγελικές περικοπές, ξέρει τι τίμημα έχει η ανταρσία και πόση έκταση μπορεί να λάβει στην ψυχή του παραγκωνισμένου και παραμερισμένου Φραντς και εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά τα συμπλέγματα που δημιουργεί στην ψυχή του η προτίμηση του πατέρα στον Καρλ. Το χειρότερο όμως είναι το μάταιο του αγώνα και η συνειδητοποίηση της αναποτελεσματικότητας της δράσης του Καρλ, μιας δράσης που δεν ωφελεί τίποτα και κανέναν, που δεν διορθώνει τίποτα από εκείνα που ο ρομαντικός «Ρομπέν των Δασών», κλέφτης των πλουσίων και ευεργέτης των φτωχών είχε οραματιστεί. Υπάρχει μόνο απελπισία από τη διαπίστωση πως επιστροφή στην ομαλότητα δεν υπάρχει και ό,τι χάθηκε ή διασαλεύτηκε, δεν ανακτάται ούτε διορθώνεται.

Όλοι εισπράττουν το τίμημα και κρίνονται κατά τα έργα τους. Ο προπατορικός Παράδεισος δεν μπορεί να ανακτηθεί με το αίμα των άλλων, έστω κι αν είναι άδικοι, άλλωστε ο Παράδεισος δεν είναι παρά μια μακρινή βιβλική ανάμνηση. Το αδιέξοδο λοιπόν του επαναστάτη, του «Ληστή», για την περίπτωσή μας, εμφαίνεται δραματικά στο έργο του Σίλλερ, όπως και της αστικής τάξης η ιδιοτέλεια.

Το ραδιοφωνικό θέατρο


https://diastixo.gr/allestexnes/theatro/2837-fest07082014

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *