Σαν σήμερα το 1940 έφυγε από τη ζωή μετά από χρόνια μάχη με σπάνια νόσο ο Γερμανοελβετός ζωγράφος Πάουλ Κλέε.
Γεννήθηκε κοντά στη Βέρνη το 1879. Αρχικά ασχολήθηκε με τη μουσική, εκδηλώνοντας πρώιμο μουσικό ταλέντο. Ο ίδιος ωστόσο επέλεξε να ασχοληθεί τελικά με τη ζωγραφική παρά τις ενστάσεις τους αποτυπώνοντας το γεγονός αυτό στα ημερολόγια του γράφοντας
“Θα είχα παρατήσει το σχολείο ευχαρίστως ένα χρόνο πριν αποφοιτήσω αλλά έμεινα για χάρη των γονιών μου […] δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο παρά να ζωγραφίζω και να γράφω, ό,τι δηλαδή μου είχαν απαγορεύσει.“
Σε ηλικία 20 ετών σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Επηρεάστηκε από το έργο του Ματίς και συμμετείχε στις αναζητήσεις των Καντίνσκι και Μαρκ. Το 1901 επισκέφτηκε την Ιταλία και γνώρισε την τέχνη της κλασικής αρχαιότητας και το 1914 πήγε στην Τυνησία. Οι επιρροές που δέχτηκε από αυτό το ταξίδι κατέληξαν στην πεποίθηση να δίνει στο χρώμα πρωτεύοντα ρόλο στις συνθέσεις του.
“Το χρώμα και εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος”.
Το Σεπτέμβριο του 1906 παντρεύτηκε την πιανίστα Λίλι Στουμπφ με την οποία εγκαταστάθηκε αργότερα στο Μόναχο. Το Νοέμβριο του επόμενου χρόνου γεννήθηκε ο γιος τους Φέλιξ και ο Κλέε ανέλαβε την μεγαλύτερη ευθύνη για την ανατροφή του, καθώς η Στουμπφ εργαζόταν ως δασκάλα του πιάνου ή δίνοντας συναυλίες.
Τον Ιούλιο του 1914 ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που αρχικά δεν βρήκε αντίθετο τον Κλέε. Όπως διαφαίνεται από την αλληλογραφία του με τον Καντίνκσι, πίστευε πως η Γερμανία θα επικρατούσε γρήγορα, ελπίζοντας πως “η εθνική ανάταση θα μας εξασφαλίσει ξανά τα μέσα (το χρήμα και την εύνοια από τους προστάτες των τεχνών), που έχουμε τόσο στερηθεί τα τελευταία χρόνια”. Αργότερα η γνώμη του άρχισε να διαφοροποιείται, εκφράζοντας μεγαλύτερο σκεπτικισμό, επηρεασμένος και από τους θανάτους του Μάκε και του Μαρκ στο μέτωπο του πολέμου. Συνέχισε να ζωγραφίζει και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά, συμμετέχοντας σε εκθέσεις μέχρι το Φεβρουάριο του 1916, όταν κρίθηκε τελικά στρατεύσιμος και κλήθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο Λάντσουτ και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο 2ο Εφεδρικό Σύνταγμα Πεζικού στο Μόναχο. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε σε μονάδα της αεροπορίας, όπου έβαφε τα γερμανικά αεροπλάνα, χωρίς να σταλεί ποτέ στο μέτωπο.
Senecio
Ο πόλεμος υπήρξε το κυρίαρχο θέμα σε αρκετούς από τους πίνακες που ολοκλήρωσε από το 1914, ωστόσο στα τέλη του 1915 φαίνεται πως σταδιακά εγκατέλειψε τη θεματολογία αυτή. Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις της γκαλερί Der Sturm, το Μάρτιο του 1916 και το 1917 και τα έργα του – κυρίως υδατογραφίες – σημείωσαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ παράλληλα αρκετοί κριτικοί τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους γερμανούς ζωγράφους, ειδικά μετά το θάνατο του Μαρκ. Οι αυξημένες πωλήσεις των έργων του, τον ώθησαν να συνεργαστεί με τον έμπορο έργων τέχνης Χανς Γκολτζ, ο οποίος τον επόμενο χρόνο διοργάνωσε αναδρομική έκθεση με 326 έργα του Κλέε. Παράλληλα, εκδόθηκαν δύο μονογραφίες του, βασισμένες στα ημερολόγια που διατηρούσε συστηματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910, αποτελούσε έναν αναγνωρισμένο και καταξιωμένο καλλιτέχνη.
Καθηγητής στη Βαϊμάρη πλέον, το 1926 ίδρυσε μαζί με τους Καντίνσκι, Γιαβλένσκι και Φάινεγκιρ μια νέα ομάδα με την ονομασία Blaue Vier (Οι τέσσερις μπλε). H φιλία του με τον Καντίνσκι με τον οποίο συγκατοίκησε στο Ντεσάου, τον οδήγησε σε μια γεωμετρική αίσθηση του χώρου και μια γενικότερη αναθεώρηση των πνευματικών του αναζητήσεων. Η σημαντικότερη συνεισφορά του Κλέε στη ζωγραφική έγκειται στην ίδια την επαναστατική δημιουργική του μέθοδο. Δημιούργησε το προσωπικό του ύφος αφού αρχικά πειραματίστηκε με την τεχνοτροπία των Σεζάν, Βαν Γκογκ, Ένσορ, του «Γαλάζιου Καβαλάρη», του σουρεαλισμού και του ντανταϊσμού. Η απλοποιημένη τεχνοτροπία του εκφράζει συμβολισμούς και μια ιδιαίτερη φαντασία. Ο Κλέε επιθυμούσε να παρουσιάσει ένα νέο κόσμο και όχι να απεικονίσει τον πραγματικό. Η μέθοδός του βασιζόταν στη διάθεση της στιγμής και χρησιμοποιούσε μια συνθηματική γλώσσα, η οποία εξέφραζε τις σκέψεις και τις εντυπώσεις του γύρω από τα πράγματα και τα νοήματά τους. Ξεκινούσε με λίγες κηλίδες χρώματος, στη συνέχεια τραβούσε ενστικτωδώς κάποιες γραμμές και κατόπιν ακολουθούσε η ζωγραφική σκέψη. Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν χωρίς να απορρίπτει την εξέλιξή της αλλά και ό,τι προέκυπτε από αυτή. Η τελική δημιουργική του πράξη έδινε το «βάφτισμα» στο έργο. Ο τρόπος αυτός είχε στενή σχέση με κάποια είδη μουσικής σύνθεσης και προερχόταν από την ενασχόλησή του με τη μουσική.
Δίδαξε για δέκα χρόνια στη σχολή Bauhaus και εξέδωσε το «Παιδαγωγικό βιβλίο Σκίτσων» μια ποιητική σύνθεση των εμπειριών του σαν ακαδημαϊκού δασκάλου και καλλιτέχνη.
Η άνοδος του Ναζισμού είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Η προσωπογραφία του Von der Liste gestrichen με το Χ να δεσπόζει στη σύνθεση αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την ενέργεια. Οι Ναζί τον συμπεριέλαβαν στους εκφυλισμένους καλλιτέχνες και λόγω της φήμης για την εβραϊκή του καταγωγή, κι έτσι έργα του εκτέθηκαν στην «Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης» του Μονάχου στις 19 Ιουλίου του 1937. Οι αναφορές του στο απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού αποτυπώνονται σε έργα όπως το Viaducts Break Ranks (Η εξέγερση του υδραγωγείου) το οποίο είχε συμπεριληφθεί στην Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης και θεωρείται έργο σταθμός στον αγώνα κατά του φασισμού. Επίσης στο Gezeichneter διακρίνονται γραμμές σε σχήμα σβάστικας οι οποίες υπάρχουν σε όλο το πρόσωπο το οποίο αποδίδεται με παιδικό τρόπο.
Εγκατέλειψε τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία τον Δεκέμβριο του 1933. Μετά από πέντε χρόνια παραμονής ζήτησε την ελβετική υπηκοότητα η οποία καθυστερούσε λόγω της γενικότερης πολιτικής του στάσης και άποψης του έργου του, ενώ τελικά έγινε δεκτή μετά το θάνατό του.
Όμως με τον θάνατο του η δυναμική των έργων του δε σταματά.
“Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη.”
O κόσμος του Κλέε είναι ένας ονειρικός κόσμος που ανατρέχει στην παιδική ηλικία και στις αναμνήσεις της. Η αντίληψη, τα συναισθήματα ή οι συγκινήσεις στα έργα του αντιπροσωπεύουν έναν ιδεατό κόσμο, κάτι που δεν βλέπουμε αλλά προκύπτει σε μια υποσυνείδητη κατάσταση. Ο καλλιτέχνης καταφεύγει συνεχώς στις δυνάμεις του υποσυνείδητου, τις οποίες οργανώνει με έναν παράξενο και γοητευτικό τρόπο. Η φαντασία του σε συνδυασμό με μοτίβα που έχει αντλήσει από τη λογοτεχνία και τη μουσική πλάθουν ένα ιδιαίτερο εικαστικό σύμπαν. Αρχικά η αποδόμηση του χώρου και η εμβάθυνση σε αυτή την αποδόμηση μέσω του Bauhaus, η απλοποίηση της πραγματικότητας, η γεωμετρική προσέγγιση και τα σύμβολα μεταδίδουν στον θεατή τον συναισθηματικό κόσμο του ζωγράφου. Στα έργα του ο Κλέε ερμηνεύει τη φύση και δεν την μιμείται, παραμένει πιστός στην παραστατική ζωγραφική και πειραματίζεται περιστασιακά με την αφαίρεση. Το χρώμα και η χρήση του αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο της ζωγραφικής του. Ο ποιητικός και φαντασιακός κόσμος του αναδύεται μέσα από τις υπέροχες χρωματικές του επιλογές. Μυστικισμός και λογική, μεταφυσική και φυσική, ορατό και αόρατο, νύχτα και μέρα, θάνατος και ζωή είναι μερικές από τις αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν το έργο του.
Για τον Κλέε η τέχνη ήταν μια διαδικασία όπως η δημιουργία του κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε:
«η τέχνη δεν αναπαράγει το ορατό αλλά κάνει τα πράγματα ορατά»
0 thoughts on “Πάουλ Κλέε, ο ζωγράφος που αντιτάχθηκε στον ναζισμό”