“Ένα πεζογραφικό βιβλίο που πλουτίζει τη νεοελληνική φιλολογία είναι το μυθιστόρημα “Αστροφεγγιά” του κ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Σε διακόσιες πενήντα μία σελίδες υπάρχει η ψυχογραφία ενός κόσμου με τα νιάτα του, που ανεμοδέρνεται και αυτοσυντρίβεται, που αγκαλιάζει το θάνατο, όπως ο Άγγελος του, που “σήκωσε την κουβέρτα ίσαμε το πρόσωπο του, έκρυψε τα μάτια του, με μια κίνηση πονεμένη, σύρθηκε στο μάκρος του κρεβατιού· το κεφάλι του έγειρε στο μαξιλάρι. Η μητέρα δεν ένιωσε τίποτε. Τ’ άστρα βασίλευαν””.
(Μιχ. Ρόδας, “Η πνευματική ζωή: Ο κόσμος των βιβλίων”)
Η “Αστροφεγγιά” είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά γράμματα το 1945. Το βιβλίο αυτό, μαζί με τη “Χαμοζωή” και τους “Αιχμάλωτους”, αποτελεί το δεύτερο και κεντρικό μέρος μιας τριλογίας. Τα τρία αυτά πεζογραφήματα διατηρούν πάντα την αυτοτέλειά τους, ωστόσο μυστικοί δεσμοί τα δείχνουν καθώς ένα τριαδικό πρόσωπο μιας ακομμάτιαστης, ενιαίας ζωής: αποτελούν μια τριλογία που δεν την οργάνωσε η σκέψη αλλά η τύχη.
Η “Αστροφεγγιά” είναι η ιστορία της διαψευσμένης και απροσανατόλιστης εφηβείας στην περίοδο της μεγαλοϊδεάτικης αυταπάτης, της καταστροφής και της ψευδεπίγραφης ειρήνης. Η “Χαμοζωή”, έργο που, όπως είπαμε, προηγείται χρονικά, είναι τα βασανισμένα χρόνια της παιδικής ηλικίας κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, περίοδο εθνικής ανάτασης και ευφορίας, ενώ οι “Αιχμάλωτοι” που ολοκληρώνουν την τριλογία είναι η περιπέτεια του καταχτυπημένου ώριμου άντρα κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου και του αντιφασιστικού αγώνα.
Με φόντο τα ιστορικά γεγονότα που περνούν περιθωριακά στη ζωή των ηρώων του, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος περιγράφει τη μοίρα των φτωχών, εργατικών ανθρώπων, που δεν ορίζουν αλλά ορίζονται από τις καταστάσεις. Έχοντας επίγνωση της “ανηρωικής” ζωής τους επιδίδονται σ’ έναν αγώνα εσωτερικό, και γι’ αυτό πιο απελπισμένο, που η μόνη του σχέση με τις εξωτερικές καταστάσεις είναι πως καθορίζεται καίρια απ’ αυτές. Έτσι, οι δεσμοί τους με τα περιστατικά της καθημερινής ζωής γίνονται δεσμά. Στην τριπλή αυτή αιχμαλωσία, στον εαυτό τους, στους άλλους ανθρώπους και στο ιστορικό πεπρωμένο, τα πρόσωπα της τριλογίας δεν αντιπαραθέτουν τον αγώνα της αλλαγής, αλλά της προσαρμογής. Για τούτο και το δράμα τους δεν οφείλεται στη σύγκρουση με το περιβάλλον, αλλά στην αυτοσυνειδησία. Την απαισιόδοξη αυτή προοπτική φωτίζει μια αισιόδοξη, όσο και απόμακρη χαραγματιά, που ξανοίγεται μέσα στην ίδια τη συνείδηση, και είναι ακριβώς η αισιόδοξη αδυναμία προσαρμογής και αποδοχής.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος (γνωστός μετέπειτα ως Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος) γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1901 στο Αιτωλικό. Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως καθηγητής στο Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Δ.Ν.Μακρή, το οποίο πέρασε το 1938 στην ιδιοκτησία του. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε πολύ νέος και η παρουσία του ήταν πληθωρική, αφού καταπιάστηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικά και κριτικά κείμενα, μελέτες και άρθρα. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά (Μούσα, Νέα Γράμματα, Νέα Εστία, Νέα Ζωή, Γράμματα κ.λπ.) και υπήρξε βασικός συνεργάτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού.
Διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης, του Μορφωτικού Συλλόγου «Αθήναιον» και του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Δίδαξε επί μακρά σειρά ετών στο Διδασκαλείο της Μέσης Εκπαιδεύσεως. Στη μεταπολιτευτική υπηρεσιακή κυβέρνηση χρημάτισε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών και διετέλεσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεοράσεως. Τιμήθηκε με διάφορα βραβεία και για τη συνολική και μακρά προσφορά του στα ελληνικά γράμματα το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα έργα του, που γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις, μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 1982.
“ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ”
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκει στην Αθήνα την οικογένεια του επαρχιώτη φοιτητή Άγγελου Γιαννούζη. Μόλις έγινε ανακωχή και έληξε οριστικά ο Πόλεμος, ο Άγγελος πήγε στο σπίτι του πλούσιου συμφοιτητή του Νίκου Στέργη για να γιορτάσουν αυτή την ανακωχή, η οποία γέμισε με ελπίδες τις ψυχές όλων, εκτός του ίδιου του Άγγελου, ο οποίος καθώς ήταν περήφανος που η δική του οικογένεια ζούσε μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση, ένιωθε μίσος για το συμφοιτητή του, που εκείνος και η οικογένειά του ζούσαν μέσα στα πλούτη, αλλά και ζήλια επειδή η Δάφνη, με την οποία ήταν ερωτευμένος, φαινόταν να προτιμούσε το Νίκο.
Τότε ο Ελληνικός λαός πίστευε είχαν ηρεμήσει οριστικά τα πράγματα. Αυτό όμως δεν συνέβη. Τον Αύγουστο του 1922 ξέσπασε ένας άλλος Πόλεμος και ο Άγγελος δοκιμάστηκε σκληρά στην πρώτη γραμμή του Μικρασιατικού Μετώπου και τελικώς επέστρεψε στην Αθήνα με αναρρωτική άδεια. Με πικρία είδε τους «άκαπνους» φίλους του να απολαμβάνουν όλα τα καλά της ζωής, ενώ η δική του πορεία, όπως και πολλών άλλων επαρχιωτών ήταν κοινή: Φτώχεια, μιζέρια, βάσανα και στο τέλος θάνατος από φυματίωση σε κάποιο Σανατόριο.
Μέρες τώρα ο Άγγελος Γιαννούζης διάβαζε την εφημερίδα του μ’ αγωνία. Στο διάστημα τούτου του πολέμου μεγάλωσε. Ξεκίνησε παιδί και γέρασε πρόωρα. Ο θάνατος έξω, οι θάνατοι στο σπίτι, η ανάγκη που ένιωθε ν’ αφοσιώνεται πάντα σ’ ένα σκοπό, η συνείδηση του άδειου, που τον βάραινε σαν κατάρα – κι άλλα τόσο παρόμοια πράματα τον έσπρωξαν ν’ αγκιστρωθεί σ’ αυτή την ελπίδα, που ήταν το τέλος του πόλεμου, ένα τέλος που δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει σε τι θα του άλλαζε τη ζωή, μα και που το ποθούσε ολόθερμα σα μιαν αλλαγή, σαν ένα ξεκίνημα για καινούρια πορεία, χειρότερη ή καλύτερη -αδιάφορο! Τα νιάτα του Δεκαοχτώ, στερεμένα από τόσες χαρές, παραπλανεμένα σε τόσους δισταγμούς, ξεχειλισμένα από νοσταλγίες κι αρρωστεμένες ηδυπάθειες, έτσι το αντίκριζαν το τέλος τούτο. Κι ο Άγγελος Γιαννούζης, γνήσιο παιδί του καιρού του, με βεβαιότερη και πικρότερη κιόλας πείρα ανάμεσα σε πολλούς, τη λαχταρούσε αυτή τη μέρα που θα ‘κλεινε το βιβλίο του πολέμου και θ’ άνοιγε τη νέα σελίδα μιας εποχής.
Και να που οι τελευταίες μέρες του Οχτώβρη, πλούσιες σε σημαδιακά περιστατικά, προμηνούσαν την καλοκαιριά μέσα στην καρδιά του φθινόπωρου της Αθήνας. Ένα βράδυ, καθόταν πάλι κατάμονος στο σκυθρωπό καμαράκι του και συλλογιόταν. Μια εφημερίδα ήταν απλωμένη μπροστά του: «Οι εύζωνοι εις την Πόλιν. Ελληνικός στρατός εις τον άγιον Στέφανον και τας Μετράς. -Η κατοχή επεκτείνεται. Καταλήψεις, παρελάσεις, ζητωκραγαί». Τι απίστευτο θάμα! Μέσα στην πατρίδα που πραγμάτωνε τ’ όνειρό της έβλεπε και τη δική του ύπαρξη να ζεσταίνεται, να μεγαλώνει, να πλουταίνει.
Την άλλη μέρα η Αθήνα παραφρονούσε. Ανακωχή. Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους. Τραγούδια και σημαίες. Λες και φυσούσε απάνου από την πολιτεία λεύτερη πια η τόσα χρόνια φυλακισμένη ανάσα. Τα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα άνθισαν όλα μονομιάς κι έγιναν πρόσχαρα και χαμογελαστά και τα κλεισμένα παράθυρα της ορφάνιας. Άνθισαν τα τριαντάφυλλα, άνθισαν και τ’ αγόρια και τα κορίτσια, τα γλυκά κορίτσια της Αθήνας με τα ψηλά μποτίνια και τα στενά φουστανάκια, που διάβαιναν σαν αργοπορεμένα φλύαρα χελιδόνια από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Οι μεγάλες πλατείες στέναζαν από τη χαρούμενη ανθρωποσύναξη.
(απόσπασμα από την “Αστροφεγγιά”)
Αν θέλαμε να δώσουμε τον πιο σύντομο χαρακτηρισμό γι’ αυτό το βιβλίο, θα το χαρακτηρίζαμε: “Ένα βιβλίο που στάζει θλίψη”. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1945, το χρονικό πλαίσιο όμως της υπόθεσης είναι τα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Παρ’ όλο που οι ήρωές του είναι νέα παιδιά που τελειώνουν το σχολείο το 1919, ταυτόχρονα σχεδόν με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, παρ’ όλο που τα νέα αυτά παιδιά διακατέχονται από τη χαρά της ζωής και κάνουν όνειρα για το μέλλον, εντούτοις η θλίψη, η μελαγχολία, η διάψευση, ο θάνατος, είναι διάχυτα στο βιβλίο.
Κεντρικός ήρωας, που με τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει συμβάλλει στη δημιουργία αυτής της μελαγχολίας, είναι ο Άγγελος Γιαννούζης. Άριστος μαθητής, αλλά φτωχός και άσχημος, νιώθει πολύ μειονεκτικά απέναντι στην ομάδα των συμμαθητών και φίλων του, παρ’ όλο που εκείνοι τον δέχονται στην παρέα τους. Ιδιαίτερα λειτουργεί μια σχέση έλξης-απώθησης με τον φίλο του, το πλουσιόπαιδο Νίκο Στέργη. Ο Στέργης τον βοηθά οικονομικά, θα του βρει και μια θέση στις επιχειρήσεις του πατέρα του, αλλά ίσα-ίσα γι’ αυτό τα συναισθήματα μειονεκτικότητας του Γιαννούζη γίνονται ακόμα εντονότερα. Αγαπά την ωραία της συντροφιάς, την Δάφνη, πώς μπορεί όμως να ανταγωνιστεί τον Στέργη;
Πολλά άλλα πρόσωπα πλαισιώνουν τους τρεις νέους. Είναι ο αμοραλιστής Πετρόπουλος, ο Αργύρης που ονειρεύεται να μπαρκάρει για τις μακρινές θάλασσες, είναι η Λένα, η Δάφνη, η Έρση, ο φυματικός Πασπάτης, ο Αλέξης, παθιασμένος με το θέατρο και πολλοί άλλοι. Συναντάμε και το καφενείο “Ο Μαύρος Γάτος” με συζητήσεις για ποίηση. Καταφανής η παρουσία του Καρυωτάκη, αν και βέβαια δεν κατονομάζεται.
Μια αστροφώτιστη νύχτα, σε μια σύναξή τους στο κτήμα του Στέργη τα νέα παιδιά διαλέγουν το άστρο τους. “Η λαμπρότατη στροφεγγιά γεμίζει ευλογίες τα όνειρά τους“.
Όταν αποφοιτούν, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Πολλοί γράφονται στο Πανεπιστήμιο, όχι όλοι στις ίδιες σχολές. Ο Άγγελος γράφεται στη φιλολογία. Με χίλιες δυο στερήσεις, δουλεύοντας ταυτόχρονα, προσπαθεί να πάρει το πτυχίο του. Μα ο πόλεμος που τέλειωσε το ’18, θα συνεχιστεί για τα νιάτα της Ελλάδας με άλλη μορφή. Με μεγάλη συντομία, γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος του, ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος αναφέρεται στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στη συμμετοχή του Γιαννούζη σ’ αυτήν, απ’ όπου γυρίζει με φυματίωση, στην προσφυγιά που κατακλύζει την Ελλάδα.
Το βιβλίο είναι πλημμυρισμένο από θλίψη, αλλά ταυτόχρονα και από τη χαρά και τα όνειρα της νιότης, που ο συγγραφέας εκφράζει με την ποιητικότητα που της ταιριάζει: “Όλος ο δρόμος σπάρθηκε κόκκινα γέλια, λουλούδια της νιότης, που πέφταν ανέμελα δω και κει-κ’ οι λόφοι κατέβαζαν δροσιά κ’ ήταν τόσο γλυκό να νιώθει κανένας τα δεκαοχτώ του χρόνια να πιπερίζουν!” “Ο κόσμος όλος είναι δικός μας. Θ’ ανοίξουμε τα χέρια, θα τ’ ανοίξουμε πολύ, για να τον χωρέσει η αγκαλιά μας”.
Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει στον πρόλογό του: [θέλησα να δώσω] την πονεμένη ψυχογραφία της γενιάς, που βγήκε από την κόλαση του πρώτου παγκόσμιου πολέμου βαθιά πληγωμένη, αλλά και με μια σφραγίδα προσδοκίας στο μέτωπο”.Ασφαλώς υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο. Μικρή όμως θα ήταν η αξία τους αν ήταν αποκλειστικά βιογραφικά ή αν αφορούσαν μόνο τη γενιά εκείνη. Γράφει, πολύ σωστά, ο επιμελητής της τελευταίας έκδοσης, Θεοδόσης Πυλαρινός: “Έτσι, κλιμακωτά, από το απτό και συγκεκριμένο η Αστροφεγγιά κορυφώνεται στο παναθρώπινο, ως μήνυμα αγάπης για τον πάσχοντα άνθρωπο (…) και μέσα από την Αστροφεγγιά του ακούγεται σπαρακτικά η κραυγή για την τραγική μοίρα του ανθρώπου κάθε εποχής, όλων των εποχών”.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη, στην ομώνυμη επιτυχημένη σειρά της ΕΡΤ, μία από τις πρώτες έγχρωμες στην ελληνική τηλεόραση. Πρωταγωνιστούσαν οι Αντώνης Καφετζόπουλος, Νόρα Βαλσάμη, Γιώργος Κιμούλης. Το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε στις 30 Απριλίου του 1980. Μπορείτε να παρακολουθήσετε την σειρά μέσα από το αρχείο της ΕΡΤ πατώντας εδώ.
Επίσης, την θεατρική χρονιά 2016-2017 το έργο ανέβηκε και στο θέατρο από το Θέατρο Χώρα.
ΠΗΓΕΣ: https://www.vivliopoleiopataki.gr/product/574683/vivlia-logotexnia-ellhnikh-logotexnia/Astrofeggia/ , http://anagnostria.blogspot.com/2017/03/blog-post_10.html , https://www.vivliopoleiopataki.gr/persons/26640/%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%89%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%99-/ , http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/greek_history/item.html?iid=211 , https://www.goodreads.com/book/show/13485911 , https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CE%AC , https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CE%AC , http://impanagiotopoulos.gr/index.php/to-sxoleio/impanagiotopoulos