«Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» …και δεν πρόλαβες να χάσεις την ιδεολογία σου! Ο Χρόνης Μίσσιος δεν χρειάζεται συστάσεις. Το βιβλίο του «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» έσπασε τα ταμεία και από την έκδοσή του μέχρι σήμερα, αποτελεί ένα από τα “μπεστ σέλερ” της ελληνικής λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, υπήρξε στις λίστες των μπεστ σέλερ που δημοσίευε το 1985, το περιοδικό «Διαβάζω» , για μήνες στην πρώτη θέση και υποχώρησε στη δεύτερη τον Ιούλιο του 1986, από την Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι του Κούντερα.
Ο συγγραφέας
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες.
Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός.
Από τότε ως τον Αύγουστο του 1973 περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.)Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μου έμαθε γράμματα στη φυλακή, ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ» είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στο Βήμα.
Ένα διάλειμμα ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς
Από τον τίτλο ακόμα ο αναγνώστης αποκτά μια σαφή αντίληψη της οπτικής του συγγραφέα απέναντι στα περιστατικά της ζωής του και στα κοινωνικά – πολιτικά συμβάντα. Δεν θα μπορούσε ίσως να υπάρξει πιο πετυχημένη έκφραση της οδύνης, της πίκρας, της απογοήτευσής του. Αλλά και μια προειδοποίηση, ότι θα πει τα πιο τραγικά πράγματα μ’ αυτόν τον ανάλαφρο τρόπο. «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Με άλλα λόγια «Τυχερέ εσύ, ξεμπέρδεψες γρήγορα και έτσι δεν είδες και ενδεχομένως δεν βίωσες».Ολοφάνερη η τραγική ειρωνεία που σαν πνεύμα και διάθεση περνάει όλη την αφήγηση από την αρχή μέχρι το τέλος, μια που αυτή η αφήγηση απευθύνεται στο νεκρό φίλο και σύντροφο, στον απόντα. Σ’ αυτούς γράφει, σ’ αυτούς καταθέτει.
Αναλυτικότερα, πρόκειται για ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, που η αξία του αποδίδεται στην εντυπωσιακή ικανότητα του συγγραφέα να περιγράφει τα βιώματά του αποτυπώνοντας τα συναισθήματα και την καθημερινή βάσανο των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και της δικτατορίας, στην εξορία και στις φυλακές.
Από τη Μακρόνησο μέχρι τις φυλακές Αβέρωφ, από την Κέρκυρα έως τον Κορυδαλλό και τα κρατητήρια στη Μπουμπουλίνας, η κατάρρευση των ιδεολογιών και η απομυθοποίηση των αξιών που πρέσβευε το τότε κομμουνιστικό κόμμα, αποτέλεσαν το μέγιστο βασανιστήριο: «…από ελεύθεροι άνθρωποι, από επαναστάτες, μετατρεπόμασταν μέσα από το σύμπλεγμα πειθαρχία – κόμμα σε ιδιόμορφα θρησκευόμενα άτομα».
«Καταλαβαίνεις πως όλο το πρόβλημα ήταν πώς θα δικαιολογεί την ύπαρξή της η καθοδήγηση, το παιχνίδι της υποταγής φτιαγμένο από πάνω ως κάτω, όλο δημοκρατία και ανθρωπιά».
Ο Χρόνης Μίσσιος, απλός, ανόθευτος, μάγκας, «καρντάσης», περιγράφει τον σκοτεινό χώρο της φυλακής χωρίς καθωσπρεπισμούς, χωρίς ανούσιους εντυπωσιασμούς, χωρίς υποδείγματα ανθρώπινης συμπεριφοράς, δίνει τους ανθρώπους στις φυσικές τους διαστάσεις. Με κρίση και αισθήματα αληθινά.
Οι σκηνές της φυλακής έχουν τέτοια αυθεντικότητα, έτσι που ο αναγνώστης θέλει δε θέλει τις ζει, τις εμπεδώνει. Η στιγμή που ο νεαρός Σαλονικιός κλαίει όλο πίκρα για το χαλασμένο από το χέρι του δεσμοφύλακα χαμομήλι, που πέταξε στο κρύο ντουβάρι της φυλακής, δεν είναι φαντασία ενός συγγραφέα. Είναι πραγματικότητα. Είναι η ίδια η ζωή.
Στην απομόνωση, άμα δεν μπορείς να ταξιδέψεις, είσαι χαμένος. Και μεις ταξιδεύουμε. μεγάλες σιωπές, γεμάτες πόνο και νοσταλγία. Τις πιο πολλές φορές όμως μιλάγαμε, κυρίως την ώρα που η νοσταλγία μας έπνιγε. Ξεφεύγαμε φωναχτά από τη μαγεία της. Η άνοιξη ήταν στα γεμάτα της, και μας έζωναν από παντού μυρουδιές από λουλούδια, δέντρα, φρέσκο χώμα. Αλλά κυρίως τη νιώθουμε από ένα αίσθημα δύναμης, αισιοδοξίας και φοβερής μοναξιάς, που δεν ξέρουμε από πού τρύπωσαν στο κελί μας…
Ο αναγνώστης νιώθει ένα σφύξιμο στην καρδιά, όταν περιγράφει στιγμές συνάντησης με φίλους από τα παλιά, συντρόφους αλλά και ποινικούς κρατούμενους. Όλοι μαζί ένα κουβάρι, χωρίς διαχωριστικές σε πολλά ζητήματα ανθρωπιάς γραμμές.
Ο Γράσος, ο Παυλάρας, ο Τζατζάς, ο Παπαγιός, ποινικοί αλλά και ο Βαγγέλης, ο «τρελός» της Μακρονήσου, η ιστορία με την Αφροδίτη, μάνα και ερωμένη μαζί. Αποτελούν ένα συνονθύλευμα περιστατικών, αναμνήσεων, συναισθημάτων, μια μαγευτική εικόνα ζωής και θανάτου. Επίσης, ένα κομμάτι της ιστορίας που σε φωνάζει να σκύψεις να το αφουγκραστείς.
Απέναντι στην ιδέα της Αριστεράς, ο Μίσσιος υπερασπίζεται όλους εκείνους που χάθηκαν, εκτελέστηκαν, άκαπνοι, αγνοί, για μια ιδέα, ένα όνειρο:
«Ξέρεις πόσοι σύντροφοι πήγαν στο απόσπασμα χωρίς να’ χουν αγκαλιάσει κορμί γυναίκας, και πόσοι γέρασαν στις φυλακές και στις εξορίες, χωρίς να ’χουν γνωρίσει ποτέ τον έρωτα; Τι να πεις…»
Αυτό που ξαφνιάζει ιδιαιτέρως στο βιβλίο είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Είναι κυρίως η αργκό των ποινικών. Ίσως οι πολιτικοί κρατούμενοι να μη μιλούσαν έτσι. Η ομιλία τους ήταν ένα κράμα μικροαστικής ευπρέπειας και επαναστατικού ιδιωματισμού. Όμως, πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τον σκοτεινό κόσμο της φυλακής;
«Μια ζωή η φόρμα μας ένοιαζε …και βέβαια τελικά καταφέρναμε να υποτάσσουμε τις σκέψεις μας στις λεκτικές διατυπώσεις, δηλαδή αντί οι λέξεις να υπηρετούν τη σκέψη μας, οι σκέψεις μας υπηρετούσαν τις λέξεις…»
Πάνω απ’ όλα όμως ο Μίσσιος θέλει, μ’ αυτό τον τρόπο, να ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντι στον καθωσπρεπισμό τον προλεταριακό ασκητισμό, και την ηθική της υποκρισίας που στάθηκαν σε επίπεδο έκφρασης αλλά και συμπεριφοράς εχθροί της αλήθειας, του ανθρώπινου αυθορμητισμού και της πραγματικότητας.Στραγγίζοντας το κίνημα που είχε σαν βάση τον άνθρωπο από τα ανθρώπινα στοιχεία του, θέλει ν’ αποκαθηλώσει όλες τις στημένες καταστάσεις χωρίς όμως να καταλύει το κίνημα και τους μαχητές του.
Απομυθοποιεί την ηγεσία του κόμματος, την αποστέωσή της, την επιβολή της αυθεντίας της, την αδικαίωτη έπαρσή της. Στη θέση όλων αυτών παραθέτει το μεγαλείο. Σε ανθρώπινες πάντα διαστάσεις, των απλών ανώνυμων αγωνιστών.
«Η μέρα είναι ωραία, ένας όμορφος ζεστός ήλιος, εγώ όμως είμαι απελπισμένος… Η γραμμή να μην αυτοκτονούμε δεν μπορεί να είναι πάντα σωστή και για όλες τις περιπτώσεις. Ποιος ξέρει τι φάτσα θα είχα, ξαφνικά οι μπάτσοι με πιάνουν αγκαζέ, αυτοί σίγουρα συμφωνούν με τη γραμμή του κόμματος».
Αυτή είναι η ουσία του συγκλονιστικού αυτού έργου. Ο καθηλωτικός τρόπος γραφής του Χρόνη Μίσσιου απέδειξε ότι η λογοτεχνία είναι το αποτελεσματικότερο μέσο έκφρασης των συναισθημάτων και πολιτικής ανάλυσης. Το πρόβλημα δεν είναι η πολιτική που ασκήθηκε από το κομμουνιστικό κόμμα. Το βιβλίο αυτό αποτελεί κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό μάθημα, ένα μάθημα ζωής, που συμβάλλει στην αναθεώρηση και στον αναστοχασμό των ίδιων των εννοιών…
Απόσπασμα από το έργο
…Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν, ύστερα από κάποιους μήνες στην ασφάλεια, με πετάξανε σ’ ένα τζιπ, δεμένον με χειροπέδες παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα, με φορτώνουν, που λες, σ’ ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Ήξερα ότι πάω για θάνατο, μου το ‘χαν πει σ’ όλους τους τόνους στην ασφάλεια. Ήταν Σάββατο απόγευμα, καλοκαίρι. Θα ‘χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε απ’ το Βαρδάρι, είχαν σκολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά…
Ο ένας απ’ τους χαφιέδες με κατάλαβε. Βλέπεις, ρε μαλάκα; ποιός νοιάζεται για σένα; λες ότι πας να πεθάνεις γι’ αυτούς˙ ποιός σε ξέρει; τους βλέπεις; κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρετσού, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιός νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών… Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή, έβαλα τα κλάματα. Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Διάβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δύο αγόρια ή δύο κορίτσια όμοια σαν δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ».
Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια, ή αμοιβάδες. Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη˙ μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση των κόσμων ολόκληρων, σ’ ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία…
Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο- Στέφανο… τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη…
σελίδες 84-86, από τις εκδόσεις «γράμματα» το έτος 1985
Πηγή
https://www.iefimerida.gr/news/77629/%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%AF%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC-%CE%B5%CF%83%CF%8D-%CE%AD%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%B5%CF%82-%CE%BD%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82