Αντί Προλόγου
Οι άγνωστες μάχες εντός μας και εκτός μας σε μέρη κοντικά και γνώριμα, όπως η πόλη που μεγαλώσαμε ή σε τόπους ξένους και μακρινούς, όπως η χώρα που μεγαλώσαμε δημιουργούν τις καλύτερες ιστορίες. Αυτές που δεν χωράνε σε κανένα επίσημο αφήγημα, σε κανένα ηρώο, παρά μόνο σε μερικές αράδες από τα γράμματα στους αγαπημένους. Μάλιστα οι περισσότερες δεν καταλήγουν καν εκεί, αλλά μένουν κτήμα αυτού που τις βίωσε και χάνονται μαζί του. Ο Ηλίας Μαγκλίνης, στο μυθιστόρημά του “Πρωινή Γαλήνη” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ρίχνει φως εξωτερικά στον πόλεμο της Κορέας, μια πρωτοπορεία για τα λογοτεχνικά ελληνικά δεδομένα που μοιάζει να έχουν γυρίσει την πλάτη τους στο ιστορικό αυτό γεγονός. Παράλληλα, μιλά με παρρησία για έναν αγώνα εσωτερικό, μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας.
Λίγα λόγια για την πλοκή
Όσο και αν εναλλάσσεται το φόντο της ιστορίας, αυτή περιστρέφεται γύρω από τον Δημήτρη. Γέννημα θρέμμα των Βοδενών (Έδεσσα), ο μικρός ακόμα Δημήτρης ονειρεύεται να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά από αυτόν τον τόπο, που μαστίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο, μακριά από το χυτήριο του πατέρα του, μακριά από τα δεσμά που τον κρατούν στη γη. Σε αυτό αδιαμφισβήτητη υπήρξε και η συνδρομή του εξίσου ονειροπόλου θείου του Προκόπη που πριν φύγει στα βουνά του είχε εμφυσήσει την τάση να κυνηγά τα όνειρά του, όσο μακρινά και αν φαντάζουν. Πράγματι αυτό έκανε. Άφησε τα πάντα πίσω του και κίνησε για την Αθήνα για να φοιτήσει στη σχολή Ικάρων.
Στην Αθήνα φιλοξενείται από κάποιους μακρινούς συγγενείς του πατέρα του. Μέσα στη σχολή με τα καψόνια, τη μετεωρολογία, τα νέφη και μέσα στο σπίτι με τη Χριστίνα ξεκινά να γνωρίζει τον εαυτό του, τον εαυτό του που αντιστέκεται, που συνεχίζει, που αγωνίζεται, που παραδίδεται, που παθιάζετε. Τότε γνωρίζει και την Εύα, μια πληθωρική νεαρή φοιτήρια Γαλλικής φιλολογίας, την οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Ωστόσο, για τις ανάγκες της εκπαίδευσής του μεταβαίνει στην Αμερική και εκεί γνωρίζει έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο που αναπτύσσεται προς τα πάνω, με την τζαζ, τα ντίνερ, τους χορούς, τους ουρανοξύστες και τις πτήσεις πάνω από ερήμους. Θα τον εγκαταλείψει πρόωρα και θα βρεθεί πάλι στην Αθήνα.
Η παραμονή στην Αθήνα αυτή τη φορά ήταν απλώς μια μετάβαση προς τον επόμενο προορισμό του, την Κορέα, τη χώρα της πρωϊνής γαλήνης, όπου θα βρεθεί μετά από μερικά χρόνια. Σε αυτή την μέχρι τότε άγνωστη γη θα βρεθεί μετά από ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο, θα πάψει να είναι “άκαπνος”, θα πολεμήσει, θα χάσει ανθρώπους, θα γνωρίσει άλλους, θα χάσει και θα βρει τον εαυτό του, θα βυθιστεί στα λασπώδη της εδάφη, θα αναρριχηθεί στα υψώματά της, θα αφήσει το στίγμα του εκεί πριν την επιστροφή στην πατρίδα.
Λίγα λόγια για τους χαρακτήρες
Ο Δημήτρης είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής του έργου. Γύρω από εκείνον διαδραματίζονται ο ελληνικός και ο κορεάτικος εμφύλιος. Είναι ένας νέος με ατίθασα όνειρα, με επιθυμίες και σχέδια. Όσο και αν αυτά ανατρέπονται ή όσο και να τα αυτοανατρέπει εξακολουθεί να ελπίζει, να αγωνίζεται, να οραματίζεται. Αγαπά τα πρόσωπα που θα βρεθούν στη ζωή του, από τον αδελφούλη και το θείο Προκόπη, ως το Χριστινάκι και την Εύα, τους συμμαθητές του, τον Φούκα και τους συναγωνιστές του, τον Λουκά, τον Τσανγκ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του είχε το θάρρος να ξεφύγει από τα οικογενειακά δεσμά που θα τον κρατούσαν στη γενέτειρά του σε μια ζωή που δε θα του ταίριαζε. Έμοιαζε πάντοτε να ακολουθεί μια μοίρα που ο ίδιος διαμόρφωσε χωρίς να το αντιληφθεί. Ακόμα και αν ένιωθε αδικημένος, παραγκωνισμένος δεν το έβαλε κάτω ούτε στιγμή.
Ο πατέρας του, που εγκατάλειψε το αμερικανικό όνειρο και πολεμούσε από τις αρχές του 20ου αιώνα, η μητέρα με τους φόβους και τις ανησυχίες μιας γυναίκας που είχε χάσει τους αγαπημένους της, ο θείος Προκόπης με την οξυδέρκεια και την παρατολμία του, την προσήλωση στα πιστεύω του, ο Γιώργος, ο μικρός αδελφός που ακολούθησε τα βήματα του μεγάλου και οι δύο αδελφές του συνθέτουν τον οικογενειακό πυρήνα από τον οποίο ο Δημήτρης επεδίωξε να ξεφύγει, χωρίς να τον απαρνηθεί. Η Χριστίνα που τον εισήγαγε στην ερωτική επιθυμία, η εξιδανικευμένη Λιζ, η Εύα με την βραχνή φωνή και τις καμπύλες που τον εισήγαγε στην αγάπη σηματοδότησαν τη μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση. Το ίδιο και πολλά ακόμα πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή του, άλλα που θαύμασε, κάποια με τα οποία συγκρούστηκε, άλλα που απλώς συνάντησε.
Λίγα λόγια για το νόημα
Με φόντο πτήσεις, μάχες σώμα με σώμα, επιχειρήσεις και περιπόλους, ο Ηλίας Μαγκλίνης δεν αρκείται να μας μεταφέρει σε έναν ξεχασμένο πόλεμο ούτε συγγράφει κάποιο πομπώδες απομνημόνευμα αγωνιστή ή κάποιον ειρηνικστικό λίβελο για τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ένα μακρινό εμφύλιο πόλεμο. Τουναντίον, μέσα από τα μάτια ενός ανθυπολοχαγού, μόλις 23 ετών που παλεύει ενάντια σε μια προκαθορισμένη ζωή, ενάντια σε μετεμφυλιακά στεγανά, σε πεδία μάχης εσωτερικά, προσκολλημένα στα ίδια του τα σωθικά, σε πεδία μάχης εξωτερικά εναέρια, γήινα. Με τις σημείωσεις στο τεφτέρι του, με τη ματιά του στραμμένη στα νέφη, με τα γεμάτα πάθος λόγια στα γράμματά του, ο Δημήτρης είναι απλώς ένας απότοκος μιας ταραγμένης και σκοτεινής εποχής, ανάμεσα σε τόσους άλλους, αλλά ένας άνθρωπος φωτεινός. Μας υπενθυμίζει πως παρά τις εκ δεξιών και εξ ευωνύμων αιτιάσεις ανά τα χρόνια αναφορικά με τον εμφύλιο, τόσο τον ελληνικό, όσο και τον κορεατικό, ό,τι συνέβη δε θάβεται, δεν παραμερίζεται, αλλά είναι κομμάτι της συλλογικής μνήμης και ιστορίας για τους περισσότερους, μα για πολλούς κομμάτι της υπόστασής τους, της οικογένειάς τους, της ίδιας τους της ζωής.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Δεν είναι τυχαίο που το μυθιστόρημα απέσπασε το βραβείο Μυθιστορήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τις τέχνες «ο αναγνώστης» το 2016. Θίγει ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο, πέραν των απομνημονευμάτων των βετεράνων, ορισμένων στρατιωτικών και ακόμα ολιγαριθμότερων ιστορικών συγγραμάτων έχει πέσει στη λήθη. Και αυτό το πράττει με μια αξιοσημείωτη αντικειμενικότητα και απόσταση, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ο πατέρας του συγγράφεα συμμετείχε στην ελληνική αποστολή στον πόλεμο της Κορέας. Εστιάζει στον ήρωά του στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, στην ψυχοσύνθεσή του, στις σκέψεις και δευτερευόντως ίσως στα ερεθίσματα που λαμβάνει. Ο Δημήτρης είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας και όχι το αντίστροφο. Αυτό καθιστά και το συγκεκριμένο πόνημα ξεχωριστό. Ο πρωταγωνιστής δεν ακολουθεί απλά την ιστορία, αλλά ζει εντός αυτής και τη συνδιαμορφώνει. Ακόμα και όταν γυρνάμε μουσικά (μέσω του αναλογιστικού τραγουδιού των Cake, I Bombed Korea) στο παρόν, η εστίαση γίνεται στα πρόσωπα εκείνα που πονούν, που θυμούνται, που είναι παρόντα ακόμα και μέσα στην απουσία τους.
Αν και το έργο δεν έχει ασθματικούς ρυθμούς, τα ιστορικά γεγονότα και η πορεία του Δημήτρη που το συναπαρτίζουν του προσδίδουν μια ανέλπιστη ένταση. Αυτή δεν έγκειται στη γραφή, η οποία είναι κατά τα άλλα απλή, περιγραφική, δίχως υπερβολές, αλλά στη διάπλαση ενός πολύ ολοκληρωμένου μέσα από τις ατέλειές του χαρακτήρα. Ακόμα και το τέλος κυοφορεί μέσα στην λιτότητά του αυτή τη φόρτιση. Είναι εμφανής η ιστορική έρευνα πίσω από τα γραφόμενα, η αδυναμία στα νέφη και στα ύψη.
Αντί επιλόγου, ας κρατήσουμε μια φράση σημειωμένη προς το τέλος του βιβλίου: