“Οι τηλεφωνήτριες” με γυναικεία δύναμη από την Ισπανία

Οι Τηλεφωνήτριες, ή αλλιώς las chicas del cable, σε παραγωγή Netflix.

Η σειρά μας ταξιδεύει στην Ισπανία, την δεκαετία του 1920-1930. Ενώ η χώρα έχει πληγεί από τη γρίπη, λίγα χρόνια πριν την έναρξη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, οι τηλεφωνικές εταιρίες αρχίζουν να ανατέλλουν, και να δίνουν νόημα σε έναν όρο άγνωστο ακόμη, αυτόν της τηλεφωνικής επικοινωνίας, έτσι ήταν αναγκαία η εύρεση ατόμων, για να μας συνδέουν με την άλλη γραμμή. Συνεπώς εκεί θα συνδεθούμε και εμείς με τις πέντε νεαρές πρωταγωνίστριες μας.

Η Λίδια, μία κυνηγημένη «απατεώνισσα» προσπαθεί να αλλάξει επιτέλους την ζωή της, “η Μάργα μόλις έχει φτάσει στην πόλη, ούσα συνηθισμένη στην επαρχιακή ζωή, είναι τρομοκρατημένη μπροστά στο χάος της μεγαλούπολης και η Καρλότα, μια γυναίκα που δεν φοβάται να πολεμήσει για τα πιστεύω της, καταφθάνουν όλες για τον ίδιο σκοπό, να κερδίσουν μια θέση στο εργατικό δυναμικό, στο άκουσμα της αγγελίας για πρόσληψη ικανών γυναικών ως τηλεφωνητριών, στην εταιρία Θιφουέντες. Εκεί θα συναντήσουν και τις άλλες δυο, την Άνχελες που θα τις καθοδηγήσει στην νέα τους δουλειά ως η εμπειρότερη, και σε εκείνη θα αντικρίσουμε μια δυναμική αλλά παγιδευμένη ψυχή και την προϊστάμενη τους την Σάρα, ένα κορίτσι με χαμένη ταυτότητα.

Τα πράγματα, όμως, δεν θα είναι τόσο ομαλά, μια διεφθαρμένη οικογένεια ως κάτοχος της εταιρείας και γοητευτικοί εργοδότες θα περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τις εξελίξεις, με τους τελευταίους να αποτελούν επίσης βασικά πρόσωπα κατά την διάρκεια της πλοκής. Ο Κάρλος και ο Φρανθίσκο, δυο στενοί φίλοι, θα δουν τις ζωές τους να αλλάζουν για πάντα, όταν η αινιγματική Λίδια θα διαβεί το κατώφλι της εταιρίας των γονιών του Κάρλος.

Η δύναμη της φιλίας έχει τον πρωταρχικό ρόλο, πέντε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες θα έρθουν κοντά εξαιτίας ενός φόνου, και από τότε θα γίνουν αχώριστες.

Ωστόσο, κάθε κοπέλα κουβαλάει και τα δικά της βάσανα, χρέη, ενδοοικογενειακή βία, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, πατριαρχική οικογένεια, πρόσωπα του παρελθόντος, και σαν να μην φτάνουν αυτά, όλα διαδραματίζονται σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπου οι γυναίκες είναι αποκλεισμένες από βασικά δικαιώματα, έτσι η εταιρία αυτή αποτελεί για την καθεμία μια ξεχωριστή ευκαιρία να αποδείξει την αξία της, να βρει τον εαυτό της και να συμβάλλει στον αγώνα των τότε γυναικών.

Κάτι τέτοιο δεν φαντάζει εύκολο καθώς βρίσκονται αντιμέτωπες με την εξουσία, τα πολιτικά και τα οικονομικά συμφέροντα, καθώς και την ανακάλυψη του τηλεφωνικού θαλάμου, που θα είναι ολέθριο για τις τηλεφωνήτριες…

“Γκερνίκα” ή αλλιώς η φρίκη του πολέμου του Πάμπλο Πικάσο

Σαν σήμερα το 1936 ξεκίνησε μία από τους πιο αιματηρούς πολέμους στην ιστορία της Ισπανίας, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε μέχρι την 1 Απριλίου 1939. Ήταν ο πόλεμος μεταξύ των Ισπανών Εθνικιστών υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο και των Δημοκρατικών, δηλαδή των υπερασπιστών της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, αριστερών, σοσιαλιστών, αναρχικών και κομμουνιστών. Οι Δημοκρατικοί καθοδηγούνταν από τον Πρόεδρο της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας Μανουέλ Αθάνια. Νικήτριες αναδείχθηκαν οι εθνικιστικές-φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο που υποστηρίχτηκαν ανοιχτά από τη Χιτλερική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία.

Φυσικά τα γεγονότα του πολέμου δε μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητους τους καλλιτλεχνες της εποχής. Πολλοί ήταν αυτοί που με την τέχνη τους περιέγραψαν τη φρίκη, την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Πικάσο με το έργο του Γκερνίκα.

Αυτός ο τεράστιος καμβάς, που ξεπερνάει σε διάσταση τα 7.5 μέτρα, ήταν παραγγελία της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας για τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937.

Ο Πικάσο είχε υποστηρίξει τη δημιουργία της Ισπανικής Δημοκρατίας το 1931 και απελπίστηκε από τον Εμφύλιο το 1936. Εκείνη την περίοδο ζωγράφισε την ξακουστή «Γκουέρνικα», προς τιμήν της θανατηφόρας επίθεσης των Γερμανών στο ανυπεράσπιστο χωριό Γκουέρνικα, το οποίο ισοπέδωσαν με βομβαρδισμούς. Οι Γερμανοί πιλότοι χτύπησαν με μανία την απροστάτευτη περιοχή η οποία παραδόθηκε στις φλόγες. Ουσιαστικά έκαναν πρόβα πολέμου και με κυνισμό εξασκήθηκαν σε αληθινούς στόχους.Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.600 και οι τραυματίες ήταν πάνω από 800, αν και τα στοιχεία αμφισβητούνται.

Ο Πικάσο πληροφορήθηκε τα γεγονότα από την εφημερίδα Le Soir, ξεκίνησε το έργο στης 1η Μαΐου και το ολοκληρώνει στις 3 Ιουνίου του 1937.

Ο Πικάσο απέφυγε να ζωγραφίσει αεροπλάνα, βόμβες ή ερείπια. Οι κυρίαρχες μορφές του έργου είναι ένας ταύρος και ένα πληγωμένο άλογο με διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Αρχικά ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο-μαύρο και αποχρώσεις του γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα. Πολλές φορές μετακίνησε φιγούρες και μορφές πριν καταλήξει στην οριστική τους θέση.

«Η αφαίρεση του χρώματος και του αναγλύφου αποτελεί διακοπή της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο: όταν διακόπτεται, δεν υπάρχει πια η φύση ή η ζωή».

Η διαδικασία της ζωγραφικής του πίνακα αποτυπώθηκε σε μια σειρά φωτογραφιών από τη διασημότερη ερωμένη του Πικάσο, την Dora Maar, μια διακεκριμένη καλλιτέχνιδα. Συνολικά σαράντα πέντε σχέδια μας έχουν σωθεί τα οποία προετοιμάζουν την τελική Γκερνίκα. Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο πίνακας, οι αντιδράσεις ήταν μάλλον αρνητικές. Ο Βάσκος τοιχογράφος Χοσέ Μαρία Ουτσενάι δήλωσε:

«Για έργο τέχνης είναι ένα από τα φτωχότερα της παγκόσμιας παραγωγής. Πρόκειται για πορνογραφία 7×3».

Γερμανικό έντυπο έγραψε ότι πρόκειται για «σύμφυρμα από ανθρώπινα μέλη που θα μπορούσε να είχε ζωγραφίσει τετράχρονος». Σταδιακά το γενικό αίσθημα άρχισε να μεταστρέφεται και το έργο περιόδευε για να ενισχύσει τον αγώνα των Δημοκρατικών.

Η περιοδεία σταμάτησε όταν ο Φράνκο κατέλαβε την εξουσία το 1939 και, με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το έργο φυγαδεύτηκε στις ΗΠΑ, για να αποφευχθεί η καταστροφή του.

Λέγεται πως όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στο Παρίσι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην προσπάθειά τους να βρουν καλλιτεχνικούς θησαυρούς και να τους κατασχέσουν, ένας Γερμανός αξιωματικός έδειξε σε φωτογραφία τον πίνακα «Γκερνίκα» στον ίδιο τον Πικάσο που είχε προσαχθεί ρωτώντας τον: -Αυτόν τον πίνακα εσείς τον κάνατε; Κι εκείνος απάντησε με θάρρος: Όχι, Εσείς!

Η Γκερνίκα έμεινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1974 υπήρξε συμβάν βανδαλισμού του έργου με κόκκινη μπογιά, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σφαγή του Μι Λάι στο Βιετνάμ. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο, προστατευμένη με αλεξίσφαιρο τζάμι και οπλισμένους φρουρούς, για το φόβο νέου βανδαλισμού. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα.

Τα τελευταία χρόνια ακούγεται συχνά η πρόταση να μεταφερθεί στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, το οποίο βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα από την κωμόπολη Γκερνίκα, πράγμα με το οποίο δεν συμφωνεί ούτε η ισπανική κυβέρνηση ούτε η διοίκηση του Μουσείου Τέχνης Βασίλισσα Σοφία.

Η Γκερνίκα ή Γκουέρνικα αδιαμφισβήτητα αποτελεί έναν από τους εμβληματικότερους πίνακες ζωγραφικής του 20ου αιώνα. Μόνο ανατριχίλα και ένα αίσθημα θλίψης, μπορεί να προκαλέσει το έργο στον θεατή. Το αν το έργο και τα γεγονότα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου συγκίνησαν βαθύτατα, τίθεται υπό αμφισβήτηση αν λάβει κανείς υπόψη τα γεγονότα που ακολούθησαν με την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.