Η “Ρεβέκκα” είναι μία αμερικανική ταινία μυστηρίου. Για πρώτη φορά την απολαύσαμε στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αυτή η παραγωγή του 1940 βραβεύτηκε και με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Το κινηματογραφικό αυτό έργο, παραγωγής του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Δάφνη Ντι Μωριέ, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται οι Λόρενς Ολίβιε, Τζόαν Φοντέιν και Τζούντιθ Άντερσον. Προτάθηκε για 11 βραβεία Όσκαρ, κέρδισε δύο κι αποτελεί τη μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που κατάφερε να κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο, καθώς και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Χόλιγουντ. Ο Χίτσκοκ ήταν για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά το βραβείο πήγε στο Τζον Φορντ για την ταινία Τα σταφύλια της οργής. Ο μετρ της αγωνίας θα υπήρξε άλλες πέντε φορές υποψήφιος, χωρίς επιτυχία και το 1967 η ακαδημία του παραχώρησε το τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
80 χρόνια μετά, το 2020, η αμερικανική εταιρία Netflix μας χαρίζει το ριμέικ της ταινίας, ένα ακόμη αριστούργημα που δεν έχει να ζηλέψει ( σχεδόν ) τίποτα από το πρωτότυπο έργο. Κι αυτό, διότι το σκηνοθετεί ο Βρετανός Μπεν Γουίτλι, ενώ στους πρωταγωνιστικούς βρίσκονται οι: Λίλι Τζέιμς, Κρίστιν Σκοτ και Άρμι Χάμερ.
Πλοκή
Μια νεαρή συνεσταλμένη γυναίκα, που δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της, η οποία είναι ορφανή και συνοδεύει την πλούσια δεσποτική και καυστική Αμερικανίδα κυρία Βαν Χόπερ στις διακοπές της, στο Μονακό, γνωρίζεται εκεί με τον πλούσιο αριστοκράτη και χήρο Μαξιμίλιαν “Μάξιμ” Ντε Γουίντερ. Η σύζυγος του Μάξιμ, Ρεβέκκα, έχει πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο σε ατύχημα στη θάλασσα. Οι δυο τους ερωτεύονται, και όταν η εργοδότρια της αποφασίζει να φύγουν από το Μονακό, ο Μαξίμ της ζητά κάπως βεβιασμένα να παντρευτούν κι εκείνη δέχεται. Η κυρία Βαν Χόπερ την προειδοποιεί ότι ο Μάξιμ λάτρευε την πρώτη σύζυγό του και της εύχεται καλή τύχη στη νέα ζωή της.
Έτσι φτάνουν μαζί στο Μάντερλεϊ, την έπαυλη του Μάξιμ, όπου η άπειρη δεύτερη σύζυγος προσπαθεί με δυσκολία να προσαρμοστεί στα καθήκοντα της νέας της θέσης και στην πορεία αναπτύσσει έναν φόβο για την κυρία Ντάνβερς, την οικονόμο του σπιτιού και άλλοτε πιστή σύμμαχο της νεκρής Ρεβέκκα, την οποία είχε μεγαλώσει από παιδί. Η νέα κυρία ντε Γουίντερ αρχίζει να πιστεύει ότι η Ρεβέκκα ήταν η τέλεια γυναίκα και ότι ο Μάξιμ τη λάτρευε, κάτι που δεν θα τους αφήσει ποτέ να ευτυχήσουν. Η επίσκεψη του Τζακ Φαβέλ, παρουσιαζόμενου ως ξαδέλφου της Ρεβέκκα, αλλά στην πραγματικότητα εραστή της, κλονίζει την αφηγήτρια και αποφασίζει να πάρει τα ηνία στο σπίτι, δίνοντας εντολή στην κυρία Ντάνβερς να καταστραφούν και να πεταχτούν τα προσωπικά αντικείμενα της Ρεβέκκα, κάτι που εξοργίζει την οικονόμο αλλά το κρύβει.Η σκηνή, όπου η οικονόμος, προκαλεί τη νεαρή γυναίκα να πέσει από το παράθυρο.
Θέλοντας να χαροποιήσει τον σύζυγό της και για να να αποσείσει τη σκιά του παρελθόντος οργανώνει μια γιορτή μεταμφιεσμένων, όπου η κυρία Ντάνβερς την πείθει να φορέσει ένα κοστούμι που εικονίζεται να φορά σε έναν πίνακα η Καρολάιν ντε Γουίντερ, μια πρόγονος του Μάξιμ. Ερήμην της όμως, το κοστούμι αυτό φορούσε και η Ρεβέκκα σε ένα παρόμοιο πάρτι λίγο καιρό πριν πεθάνει και όταν εμφανίζεται στη σάλα με αυτό, ο Μάξιμ οργίζεται και οι καλεσμένοι παγώνουν, οπότε εκείνη συντετριμμένη, αντιμετωπίζει τη κυρία Ντάνβερς για το παιχνίδι που της έπαιξε. Εκείνη της αποκαλύπτει την απέχθεια της και την πεποίθησή της ότι σαν δεύτερη σύζυγος του Μάξιμ προσπαθεί να υποκαταστήσει τη Ρεβέκκα, αλλά είναι ανίκανη για αυτό. Εκμεταλλευόμενη την ψυχολογική κατάσταση της κοπέλας, η οικονόμος την πείθει σχεδόν να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο, αλλά διακόπτεται από την σειρήνα ενός πλοίου, που έχει μόλις ναυαγήσει στα βράχια κοντά στην παραλία που γειτονεύει με το Μάντερλεϊ.
Αποκαλύπτεται ότι κοντά στο πλοίο που ναυάγησε βρίσκεται το ναυάγιο ενός άλλου πλοίου, του σκάφους της Ρεβέκκα, και μέσα σε αυτό ένα πτώμα, το πτώμα της Ρεβέκκα. Ο Μάξιμ διηγείται στην αφηγήτρια πως η Ρεβέκκα ήταν μια σκληρή, επιπόλαιη και αδίστακτη εγωίστρια που, αφότου παντρεύτηκαν, του αποκάλυψε το πραγματικό της πρόσωπο και έκαναν μια άτυπη συμφωνία. Εκείνος θα την χρηματοδοτούσε και εκείνη θα κρατούσε το προσωπείο της τέλειας αριστοκρατικής κυρίας, ζώντας παράλληλα τη ζωή που ήθελε και απατώντας τον Μάξιμ κατά συρροή. Όταν του αποκάλυψε ότι είναι έγκυος με παιδί από κάποιον εραστή της και ότι σκόπευε να το μεγαλώσει σαν δικό του, ώστε να κληρονομήσει την περιουσία του, εκείνος όρμησε να τη σκοτώσει αλλά, σκοντάφτοντας κάτω, η Ρεβέκκα πέθανε από ατύχημα. Έτσι έκρυψε το σώμα της στο σκάφος και το βύθισε αναγνωρίζοντας το πτώμα μιας φτωχής γυναίκας ως της Ρεβέκκα και αφήνοντας ένα σημείωμα αυτοκτονίας, που δήθεν έγραψε η Ρεβέκκα.
Η γυναίκα του χαίρεται που δεν αγάπησε ποτέ τη Ρεβέκκα και παρηγορείται για την πιθανότητα να κατηγορηθεί για φόνο ο Μάξιμ. Διενεργούνται ανακρίσεις που με μάρτυρες τον Τζακ Φαβέλ και την κυρία Ντάνβερς προσπαθούν να δείξουν ότι η Ρεβέκκα δολοφονήθηκε. Όμως, ανακαλύπτεται ότι η Ρεβέκκα είχε επισκεφτεί έναν γιατρό ο οποίος της διέγνωσε καρκίνο σε τελικό στάδιο και, αργότερα την ίδια ημέρα, εκείνη ανακοίνωσε δήθεν ότι ήταν έγκυος και προκάλεσε τον Μάξιμ να τη σκοτώσει για να του καταστρέψει τη ζωή, πριν πεθάνει η ίδια. Ο Φαβέλ τηλεφωνεί στην κυρία Ντάνβερς και της αποκαλύπτει ότι η Ρεβέκκα είχε καρκίνο και ότι οι δύο σύζυγοι μπορούν πλέον να ζήσουν ευτυχισμένοι στο Μάντερλεϊ. Εκείνη, έχοντας παρανοήσει, βάζει φωτιά στο Μάντερλεϊ για να μην ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι. Η αφηγήτρια σώζεται και συναντά τον Μάξιμ που έχει μόλις φτάσει με αυτοκίνητο, έχοντας δει τις φλόγες από μακριά. Αγκαλιάζονται και η κυρία Ντάνβερς πεθαίνει μέσα στις φλόγες. Η ταινία τελειώνει με ένα κεντητό μονόγραμμα της Ρεβέκκα να καίγεται σε ένα μαξιλάρι.
Η ταινία του 1940
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, όπως είναι πιθανότατα γνωστό, είχε ένα σύνολο από εξαιρετικά έργα στην περίοδο που βρισκόταν στην Αγγλία. Η τελευταία του μάλιστα ταινία εκεί, «Η Ταβέρνα της Τζαμάικα», ήταν βασισμένη και αυτή, όπως και η «Ρεβέκκα» σ’ ένα βιβλίο της Δάφνης ντι Μωριέ, συγγραφέως που ο σκηνοθέτης επισκέφθηκε ξανά και στα «Πουλιά» του 1963.
Ο Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ, ο μεγιστάνας παραγωγός που την ίδια χρονιά (1939) ολοκλήρωνε το έπος του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», που θα χαρακτήριζε την φήμη του και θα στιγμάτιζε το μετέπειτα έργο του, κάλεσε τον Χίτσκοκ για μια μεταφορά του τραγικού ναυαγίου του «Τιτανικού». Το σχέδιο όμως “ναυάγησε” και ο Σέλζνικ ζήτησε από τον Χίτσκοκ την «Ρεβέκκα».
Η ταινία, όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και στην περίφημη συνέντευξή του στον Φρανσουά Τριφό, «δεν είναι ταινία Χίτσκοκ». Εν μέρει έχει δίκιο. Πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε, με τη φήμη του υπερεπεμβατικού Σέλζνικ και των ποταμιαίων μνημονίων του που επέβαλλαν στους σκηνοθέτες «του» από τα σκηνικά και τα κοστούμια, μέχρι την διεύθυνση των ηθοποιών και την τροπή του σεναρίου.
Ωστόσο η «Ρεβέκκα», πέραν της αναπόφευκτης λόγω στούντιο και Χίτσκοκ πληρότητάς της, διέθετε πινελιές εδώ κι εκεί που χαρακτήριζαν το ως τότε έργο του σκηνοθέτη. Πινελιές που στην μετέπειτα πορεία θα αποκρυσταλλώνονταν στο αμίμητο στυλ του.
Η ταινία του 2020
Η επιτυχία του ριμέικ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σκηνοθετική δεινότητα του Γουίτλι. Με την αρωγή της τεχνολογίας του 21ου αιώνα, ο ομοεθνής του Χίτσκοκ έδειξε ότι σεβάστηκε τον πρώτο διδάξαντα και ακολούθησε τα βήματά του, ως ένα σημείο.Το χρώμα της εικόνας, δε ζημείωσε καθόλου την πλοκή και το αίσθημα μυστηρίου, αντιθέτως “φώτισε” τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών.
Όσο για τους πρωταγωνιστές, ηΚρίστιν Σκοτ Τόμας συναγωνίζεται σε ερμηνευτική ικανότητα την Τζούντιθ Άντερσον, που είχε κερδίσει τότε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.
Η Λίλι Τζέιμς, ακόμη, στον ρόλο της αδέξιας συζύγου, που βυθίζεται στον υποτιθέμενο καλό κόσμο της Βρετανίας του ’30 τα καταφέρνει περίφημα.
Το τέλος της ιστορίας του Χίτσκοκ πιο άμεσο και ποιητικό από το «αμερικανοποιημένο» φινάλε του Γουίτλι, όμως ακόμη κι έτσι το ριμέικ δεν χάνει τη βαρύτητά του έναντι του πρωτότυπου.
Το φάντασμα της Ρεββέκας, η ενσάρκωση δια της απουσίας της του απόλυτου αριστουργήματος, δεν τρόμαξε τον Μπεν Γουίτλι, που έκαψε όπως το «Μάντερλεϊ», τη ρήση της Σύλβιας Πλαθ: «Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά»… Και απέδειξε ότι κανείς δεν είναι τέλειος, αλλά όλοι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Και η «Ρεββέκα» του, (ίσως όχι καλύτερη από εκείνη του Χίτσκοκ, αλλά…) κατάφερε να σταθεί στο ύψος της!
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)
Πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139
«Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει , να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε με στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδιοι τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία – μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το’ χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως….» [1]
Η 28η Οκτωβρίου 1940 υπήρξε ένα γεγονός καθοριστικό για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Ο ίδιος κατατάχθηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Λίγους μήνες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου 1941,τον μετέθεσαν στην πρώτη γραμμή.
« Η Αλβανία για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη. Για την ψυχική μου όμως ιστορία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω, ηρωοποιώντας έναν από αυτούς με το « Άσμα» που έγραψα. Από το άλλο μέρος ο πόλεμος έγινε η αιτία να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας. Ομαδικός πλέον και όχι προσωπικός. Κατάλαβα τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μια ομάδα που έχει ορισμένα ιδανικά και μάχεσαι και συ γι’ αυτό» [2]
«Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν…
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Κάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο – κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μέσ’ στον ήλιο
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράτος κύλησε από την αριστερή μέρια…
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη oχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μέσ’ στα δόντια ο θάνατος –
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Μοιάζει μπαξές που του ‘ φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε…
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή`
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή…
Έτσι καθώς τινάζεται μέσ’ στη βροχή το δέντρο
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυό μάτια πάνε να δακρύσουν –
Γιατί, ρωτάει ο αιτός, πού’ ναι το παλληκάρι;
Κι όλα τ’ αιτόπουλ’ απορούν πού’ ναι το παλληκάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού’ ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να’ ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ‘ ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι οι σύντροφοι απορούν πού να’ ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
Ήταν γενναίο παιδί `
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
( Φτάσανε τόσο εύκολα μέσ’ στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά – δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
– Φωτιά στην άνομη φωτιά! –
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος…
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μέσ’ στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζονται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούν
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ’ ουρανού!
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μέσ’ στη ζωή
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Λένε για το ζεστό κι αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!» [3]
Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 ο Οδυσσέας Ελύτης προσβλήθηκε από κοιλιακό τύφο και μεταφέρθηκε σε πολύ άσχημη κατάσταση στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. « Ο Ελύτης είναι ένας διασωθείς της ασθένειας του πολέμου και της ασθένειας λόγω πολέμου…» [4]
Καταθέτει ο ποιητής σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» τον Οκτώβριο του 1962 γι’ αυτήν την περιπέτεια που σημάδεψε το κατοπινό του έργο και τον ώθησε να δει διαφορετικά τη σχέση ανάμεσα στην ποίηση , τον ποιητή και την κοινωνία.
« Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο, κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο ελληνισμός ν’ αναδώσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου. Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε , ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστειας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίσανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο – μην σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν απάνω μου – και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της Γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος σ’ έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα « στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κ’ έμεινα τρεις μέρες. Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι « έζησα το θαύμα» και σώθηκα από ένα θαύμα…» [5]
«Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Ετσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.» [6]
Το Μέτωπο του 1940 στην Αλβανία, αλλά και οι κατοπινές εξελίξεις με την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο ενέπνευσαν τον Οδυσσέα Ελύτη να συνθέσει τα πολύ γνωστά μας έργα « Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολογαχό της Αλβανίας» και « Το Άξιον Εστί». Εμπνεύστηκε όμως ακόμα και έγραψε την «Αλβανιάδα», την « Καλωσύνη στις Λυκοποριές» και τη «Βαρβαρία».
Η « Αλβανιάδα», έργο ημιτελές. Το πρώτο μέρος δόθηκε για δημοσίευση από τον ποιητή στην « Πανσπουδαστική» συγχρόνως με τη συνέντευξη που παραχώρησε.
«… δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο « αντίκτυπος». Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε « αόρατη παραγγελία»,η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων , έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ’ ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα. Με τράβηξε το «Άξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ’ έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.» [7]
Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Ένα μικρό απόσπασμα:
« Ένας άγγελος μ’ αμπέχωνο ανοιχτό
Αγουροξυπνημένος γύριζε τ’ αντίσκηνα
Μοιράζοντας «λάμπες θυέλλης».
Η όργητα δάγκωνε τα σίδερα
Στα ρολόγια μέσα τ’ αργοκίνητα
Σφυροκόποι ατσάλωναν ανόμοιες ώρες…» [8]
Η « Καλωσύνη στις Λυκοποριές» , συνθετικό ποίημα, το οποίο ο Ελύτης έγραψε μέσα στη ναζιστική Κατοχή , το 1943. Η λογοκρισία το έκοψε. Το ποίημα δεν συμπεριλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό τόμο των Ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη που εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 2002. Όμως το 1975 ο ποιητής συνεργάστηκε με τον χαράκτη Δημήτρη Παπαγεωργίου, στην Ισπανία, ο οποίος το φιλοτέχνησε με χαρακτικά . Το ποίημα κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση.[9]
Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
«Η Καλωσύνη εδώ που βρέθηκε μες στις λυκοποριές
Πρέπει νάχει μπαρούτι στο σελλάχι της
Και να δαγκάνει κάμες.
Ακούγεται από την περπατηξιά σου η δόξα
Όπως ακούγεται απ’ το βρόντημα του μπρούντζου ο ήλιος
Μελαψό παλληκάρι
Που ακουμπάς επάνω στην Ελλάδα
Με το κουράγιο που ακουμπάει στη μπόρα το έλατο
Και σου παν οι αιώνες όπως της πάει της αντρειάς
Το λουλούδι στα δόντια και το μπαμ
Της πιστολιάς
Πέρασαν μες στη μνήμη σου μνήμες ανέμων
Η φωνή σου σκοτείνιασε σαν δρυμός
Είδες κάτω απ’ τα πόδια σου να ξεκοιλιάζουνται άλογα
Δάση να τρων φωτιές ανθρώπους άνθρωπο
Είδες μια πέτρα τρυπημένη από κραυγή θανάτου
Να σηκώνει τη σκιά της τέρας
Μια γυναίκα με ράμφος και φτερά
Να σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Το φεγγάρι στο στόμα της φοβέρας
Τίποτα συ! Μες στην καρδιά του χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου το διάστημα
Μέσα στη χώρα που ονειρεύομαι
Λες, η ματιά του αρνιού σκοτώνει τα τσακάλια,
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύεσαι
Μελαψό παλληκάρι
Λέω: Η ελπίδα τόφτασε το μπόι της κορασιάς
Είν’ έτοιμη η καρδιά του αντρός να μαχαιρώσει ατσάλι
Κύττα: σελλώνει ο άνεμος τα όνειρα
Σπίθες πετούν τα πέταλα στο πυρρό νέφος
Η μέρα όπου και νάναι με λούλουδα μηλιάς
Θα βγει να σεργιανίσει πάλι στο αρχιπέλαγος!
Τριώνι της θαλλασινής νυχτιάς` Αλετροπόδι
Που σα νεύεις με χρυσούς σταυρούς
Τα πεισματάρικα παιδιά της χίμαιρας`
Και συ εκστατικό μου Ελίκι
Στην ασημένια ζώνη της ματιάς μου
Απόψε
Αγρυπνήσετε
Κι όταν φυσήξει απ’ τα βουνά της ερημιάς η γιαμπολη
Σταλάζοντας πικρά στην υπνωμένη γης
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Σε βάτους που έφτυσαν φωτιά και τώρα κρυώνουν
Σε δέντρα που ματώσαν, σ’ ερημοκκλησιές που ράισαν
Σ’ αγκάθια που φαρμακώσαν ένα φεγγάρι
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Στις σπαραγμένες σάρκες του γκρεμού
Στα ρίγη που κρυστάλλωσαν τις αγωνίες του λόγγου
Για μια στερνή φορά
Φωνάζω
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Άστρα, ο χρησμός σας δε θα πάει χαμένος
Παιδιά, ο χαμός, ο χαλασμός, η πείνα
Κι η ανάγκη τρεμοσβυούν στο ψυχορράγημα
Ορθώσετε τ’ αρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, έκσταση
Ετοιμάσετε τη χώρα σας
Του χάρου τη φωνή δε θα την ανεχτούμε
Η μέρα είναι κοντά που θα ψοφήσει ο λύκος
Που η απονιά θα φάει τις σάρκες της
Που θα βουτήξει σε μια δόξα μύρου το βουνό
Και που η ψυχή θ’ ανάψει από τις μυστικές φλογίτσες σας
Όπως και πριν Τριώδι, Αλετροπόδι, Ελίκι!» [10]
Η «Βαρβαρία» δεν ολοκληρώθηκε
Από τις εφημερίδες της εποχής (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Από τις εφημερίδες της εποχής (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Το 1977 το Εθνικό Θέατρο συμμετέχοντας στον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940 παρουσίασε μια παράσταση με « ήθος σύγχρονης τραγωδίας με το ύφος αρχαίας τραγωδίας» [11], η οποία στηρίχτηκε σε αποσπάσματα από διάφορα ποιήματα που εμπνεύστηκε ο Οδυσσέας Ελύτης κυρίως από τον πόλεμο της Αλβανίας. Η επιλογή των αποσπασμάτων έγινε από τους « Προσανατολισμούς», « Το Άξιον Εστί», « Αλβανιάδα» και « Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
«Μέσα από το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» και το «Άξιον Εστί» ξετυλίγεται όλο το μέγα θάμα, το ελληνικό κι ανθρώπινο μαζί, της « Αλβανιάδας». Και μνήμη ζωντανή απλώνεται σε μια παναρμόνια τοιχογραφία, πραγματική και υπερούσια μαζί. Τα πεζά κείμενα ιστορούν την αληθινή περιπέτεια του πολέμου. Και η ποιητική έξαρση εικονίζει την υπερπραγματιστική εξακόντιση της ψυχής του μαχητή ποιητή. Κανένας ψευτοηρωισμός δεν χωρεί εδώ. Το μέγεθος του αληθινού ηρωισμού αναδύεται από το μέγεθος της θυσίας. Και το θάμα βλασταίνει από τις βαθιές ριζωμένες στην Ελληνίδα φύση ρίζες του ανθρώπου, που εξυψώνεται ως την ισοθέωση της ελευθερίας με την αξία και τος κάλλος της» [12]
Πηγές:
[1] Απόσπασμα από το Ανάγνωσμα Πρώτο . Οδυσσέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1977, 9η έκδοση
[2] Από το άρθρο του Χρήστου Σιάφκου, Το φως, η αρχή και το τέλος. Δημοσιευμένο στην έκδοση της Ελευθεροτυπίας Οδυσσέας Ελύτης ( 1911 – 1996) και στη σειρά «λέσχη αθανάτων».
[3] Αποσπάσματα από το έργο: Οδυσσέα Ελύτη, Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1981, 6η έκδοση
[4, 8 ] Από το άρθρο του Βασίλη Κ. Καλαμαρά, Η διαρκής λυρική επαναμάγευση. Δημοσιευμένο στην έκδοση της Ελευθεροτυπίας Οδυσσέας Ελύτης ( 1911 – 1996) και στη σειρά «λέσχη αθανάτων».
[5, 6,7 ] Από το άρθρο του Δημήτρη Γκιώνη «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας». Ο Οδυσσέας Ελύτης, η ημιτελής «Αλβανιάδα» και η συμμετοχή του στον αγώνα. Δημοσιευμένο στην «Ελευθεροτυπία» το Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011.
[9] Οι πληροφορίες για το έργο Η καλωσύνη στις Λυκοποριές από εδώ
[10] Τα αποσπάσματα από το έργο Η καλωσύνη στις Λυκοποριές εδώ
[11, 12] Από την κριτική του Μπάμπη Κλάρα στην εφημερίδα « Η Βραδυνή» δημοσιευμένο στις 30/10/1977. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.
Στις τρεις και μισή τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Γιώργος Σεφέρης ξύπνησε από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι είχε δώσει το γνωστό τελεσίγραφο στον Μεταξά μισή ώρα πριν. Σηκώθηκε αμέσως και πήγε στο Υπουργείο Τύπου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν γνώριζε με ποια πλευρά θα συντασσόταν ο Μεταξάς.
Ο Σεφέρης, προϊστάμενος τότε της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, μαζί με τον τότε υφυπουργό ανέλαβαν να συντάξουν το κείμενο της επίσημης κήρυξης πολέμου. Ο Γ. Σ. απεχθανόταν ενστικτωδώς τους Ναζί, μολονότι υπηρετώντας στο γραφείο Τύπου ήταν υποχρεωμένος μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο να τηρεί αυστηρή ουδετερότητα. Έχει νηφάλια και με πολλή οξυδέρκεια καταλάβει ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και της επιβίωσής της μέσα στην γεωπολιτική σκακιέρα να ταχτεί με το μέρος των Συμμάχων. Με την διορατικότητα που τον διέκρινε είχε ήδη αναρωτηθεί και απαντήσει για το τι μέλλει γενέσθαι στο μέλλον στην «Τελευταία Ημέρα», ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1939:
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Ο ποιητής, σαραντάρης τότε, ήταν διπλωμάτης καριέρας και τα καθήκοντά του τον υποχρέωσαν να ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο.
Το «Όχι» του Μεταξά ενώνει σύσσωμο τον ελληνικό λαό που με υπέρμετρο ενθουσιασμό κινεί για το μέτωπο να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό εχθρό. Στο ημερολόγιο του ο Άγγελος Τερζάκης μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα :
«Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.» (18 Νοεμβρίου 1940)
Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει εκδώσει την προηγούμενη χρονιά τους «Προσανατολισμούς», την πρώτη ποιητική του συλλογή. Επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και τον Δεκέμβριο βρίσκεται να πολεμά στην ζώνη του πυρός, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Ο χειμώνας του 1940-41 ήταν πρόωρος και ένας από τους βαρύτερους του 20ου αιώνα. Στο μέτωπο της Ηπείρου ο ελληνικός στρατός εκτός από τα εχθρικά πυρά και τους ανελέητους βομβαρδισμούς έχει να αντιμετωπίσει το ψύχος, την έλλειψη σε τρόφιμα και τις δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό. Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Ελύτης παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. Γλυτώνει από θαύμα. Όταν αναρρώνει η Ελλάδα βρίσκεται υπό τριπλή κατοχή. Στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», γραμμένο το 1941, ο επιτάφιος θρήνος για τον ανώνυμο μαχητή μέσα στον δυσοίωνο χειμώνα μετατρέπεται σε ύμνο για τα νιάτα, τον έρωτα και την επικράτηση της ζωής.
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο μέτωπο
Αντίθετα από τον Ελύτη, ο πρωτοπόρος ποιητής Γιώργος Σαραντάρης δεν γλύτωσε τον θάνατο. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, αρρώστησε από τύφο και πέθανε. Στα Ανοιχτά Χαρτιά ο Ελύτης γράφει:
«Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια […] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.»
Ο Άγγελος Σικελιανός, 56 ετών τότε ζήτησε να σταλεί στο μέτωπο. Αν και τελικά δεν βρέθηκε ποτέ κοντά στο μέτωπο δημοσιεύει πατριωτικά και εμψυχωτικά ποιήματα που μοιάζουν να έχουν γραφεί από κάποιον που πολεμά στην πρώτη γραμμή.
Ο Γιώργος Κατσίμπαλης, γνωστότερος ως ο «Κολοσσός του Μαρουσιού», βετεράνος πολεμιστής, καθώς είχε πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια στη Μικρασιατική εκστρατεία, παρόλη την αναπηρία του, υπηρέτησε στην αντιαεροπορική άμυνα με τον βαθμό του εφέδρου υπολοχαγού του Πυροβολικού.
Ο Δ. Ι. Αντωνίου , ο αγαπημένος «Τόνυ» της συντροφιάς λογοτεχνών που γνωρίζουμε ως «γενιά του ‘30», παρέμεινε πλοίαρχος στο δικό του καράβι, το οποίο είχε επιταχθεί για τις ανάγκες του ναυτικού, και το οποίο θα βυθιστεί. Ο Αντωνίου ευτυχώς θα σωθεί.
Ο Νίκος Καββαδίας, ο ιδανικός εραστής «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», παρόλο που είχε ήδη πάρει το δίπλωμα ασυρματιστή στα πλοία, βρέθηκε στρατιώτης στην Αλβανία. Με την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στην Αθήνα και παρέμεινε στην στεριά μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Ο Νίκος Καββαδίας με άλλους δύο στρατιώτες Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (αριστερά)
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Με την υποχώρηση γύρισε πίσω κι αυτός στην Αθήνα και εντάχθηκε στον ΕΑΜ.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος δεξιά γονατιστός,όρθιος πίσω του ο δικηγόρος Άγης Πετροπουλάκης καί δίπλα του ο Ανθυπολοχαγός Ορειβατικού Πυροβολικού Αρτάνης
Ο Τάκης Σινόπουλος επιστρατεύτηκε το 1941 ως λοχίας του υγειονομικού στο Λουτράκι.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον μετέπειτα πρόεδρο της Ελληνικής δημοκρατίας, εκτοπισμένο στα νησιά. Με την κατοχή επανήλθε στη θέση του στη Νομική σχολή. Το 1941, στις 28 Οκτωβρίου, με αφορμή την πρώτη επέτειο του «Όχι», εκφώνησε στους φοιτητές του λόγο για την μελλοντική κοινωνία που πρέπει να χτίσουν οι νέοι σε μια ελεύθερη Ελλάδα. Στην μνήμη των Ελλήνων η 28η Οκτωβρίου συμβόλιζε ήδη την άρνηση της υποταγής. Την επομένη απολύθηκε από την Κυβέρνηση των δοσίλογων.
Ο Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1941. Την 1η Μαρτίου η Βουλγαρία εισέρχεται στον πόλεμο με το μέρος του Άξονα. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού πολεμά στην Αλβανία. Παρόλη τη σθεναρή αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων που υπερασπίζονταν τα σύνορα της Μακεδονίας, ουσιαστικά η «γραμμή Μεταξά» υπερφαλαγγίζεται καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εξαπολύουν σφοδρή επίθεση σε δύο μέτωπα, στα σύνορα με την Βουλγαρία και στα ανοχύρωτα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα σύντομα βρέθηκε κάτω από τριπλή γερμανο-ιταλο-βουλγαρική κατοχή.
Οι κατοχικές αρχές και η λογοκρισία δεν σιώπησαν τις φωνές των ποιητών. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 πεθαίνει ο Κωστής Παλαμάς. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα. Την επομένη από νωρίς το πρωί ο λαός της Αθήνας συγκεντρώνεται στο Α’ νεκροταφείο. Ο Άγγελος Σικελιανός με τη βροντερή φωνή του απαγγέλνει τους στίχους που μόλις είχε γράψει:
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Όταν ο εκπρόσωπος της Γερμανικής πρεσβείας προχώρησε να καταθέσει στεφάνι, μόνος από όλο το πλήθος ο «Κολοσσός» Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Το πλήθος στην αρχή δειλά και μετά με πάθος τον ακολούθησε. Όπως έλεγαν οι στίχοι του Σικελιανού: «Σ` αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!», μονιασμένη για μια μέρα.