Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ: το μυθιστόρημα που σόκαρε την Βικτωριανή κοινωνία

Πρόκειται σίγουρα για ένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η φήμη του δεν συνδέθηκε εξαρχής με την ποιότητα του έργου αλλά με το σοκαριστικό για τα δεδομένα της εποχής περιεχόμενο, όπου ο κεντρικός ήρωας κατάφερε να τραβήξει πάνω του φώτα της δημοσιότητας, θέτοντας στην άκρη τον δημιουργό. Γραμμένο σε πρόζα αστραφτερή, με πνευματώδεις διαλόγους γεμάτους με εύστοχους και πνευματώδεις αφορισμούς, με εμβληματικούς χαρακτήρες και πάνω από όλα για το ίδιο του το θέμα, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι εντάσσεται αναμφίβολα στα αριστουργήματα της κλασσικής λογοτεχνίας. Θεωρείται ότι ανήκει στην κλασσική γοτθική λογοτεχνία με έντονο Φαουστικό θέμα

Η επιτυχία του Ντόριαν Γκρέι γίνεται ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη αν σκεφτεί κανείς ότι υπήρξε το μοναδικό δημοσιευμένο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ. Ήταν όμως αρκετό για να του εξασφαλίσει την υστεροφημία που διαρκεί πάνω από έναν αιώνα μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, αλλά και μια σειρά από καταστροφικές περιπέτειες, όσο ο συγγραφέας βρισκόταν στη ζωή.

Για την ακρίβεια το Πορτρέτο και πάνω από όλα τα ήθη της Βικτωριανής εποχής στη Γηραιά Αλβιόνα, καταδίωξαν τον Όσκαρ Ουάιλντ, σε σημείο εξόντωσης.

Η ιστορία

Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Λίπινκοτ’ς (Lippincott’s Monthly Magazine) στις 20 Ιουνίου 1890 για το τεύχος Ιουλίου του ίδιου έτους και περιλάμβανε 13 κεφάλαια. Ο εκδότης που περιοδικού ενθουσιάστηκε με τη λογοτεχνική αξία του κειμένου, φοβούμενος όμως τις αντιδράσεις λόγω του προκλητικού, για την σεμνοτυφία της εποχής περιεχομένου, αφαίρεσε αποσπάσματα, περί τις 500 λέξεις, χωρίς να ενημερώσει και να πάρει την άδεια του Όσκαρ Ουάιλντ. Ακόμη κι έτσι όμως, το βρετανικό κοινό εξοργίστηκε, ενώ κάποιοι ζήτησαν τη δίωξη του συγγραφέα για προσβολή της Βικτωριανής ηθικής. Η απάντηση του Όσκαρ Ουάλντ ήταν μια σειρά από επιθετικές επιστολές στον Τύπο της εποχής, όπου υπεραμυνόταν βέβαια του έργου του και καυτηρίαζε την υποκρισία των επικριτών του. Την επόμενη χρονιά όμως, όταν επρόκειτο να κυκλοφορήσει το έργο σε βιβλίο, αναγκάστηκε να αυτολογοκριθεί. Αφαίρεσε αμφιλεγόμενα αποσπάσματα που είχαν θεωρηθεί ανήθικα, μείωσε τις ερωτικές σκηνές και πρόσθεσε καινούργια κεφάλαια καθώς και μια εισαγωγή γεμάτη σαρκασμό, που έκτοτε έγινε διάσημη και ως αυτόνομο κείμενο. Η τροποποιημένη έκδοση περιλάμβανε 20 κεφάλαια και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1891 από τον εκδοτικό οίκο Ward, Lock and Company. Αρκετοί μελετητές ωστόσο θεωρούν ανώτερο το αρχικό μυθιστόρημα, που είχε δημοσιευτεί στο Lippincott’s. Αυτή η αρχική εκδοχή του βιβλίου των 13 κεφαλαίων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας σε μετάφραση Βασιλικής Κοκκίνου.

Η υπόθεση

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Ντόριαν Γκρέυ (Dorian Gray), ένας νεαρός του οποίου το πορτραίτο ζωγραφίζει ο Μπάζιλ Χόλγουορντ (Basil Hallward). Ο Μπάζιλ γοητεύεται από την ομορφιά του νέου και σύντομα ξελογιάζεται μαζί του, θεωρώντας τον Ντόριαν υπεύθυνο για μια νέα κατεύθυνση στην τέχνη του. Τότε όμως, ο Ντόριαν συναντά τον Λόρδο Χένρυ Γουότον (Lord Henry Wotton), φίλο του ζωγράφου, και σαγηνεύεται από την φανταχτερή προσωπικότητά του και την κοσμοθεωρία του. Πιστός στις ιδέες του περί νέου ηδονισμού, ο Λόρδος Χένρυ θεωρεί ότι το μόνο πράγμα στην ζωή άξιο αναζήτησης είναι η Ομορφιά και η ολοκλήρωση των αισθήσεων. Συνειδητοποιώντας ότι μια μέρα η ομορφιά του θα χαθεί, ο Ντόριαν εκφράζει, περιπαικτικά, την επιθυμία του να πουλήσει την ψυχή του με αντάλλαγμα το πορτραίτο που φιλοτέχνησε ο Μπάζιλ να γεράσει αντί εκείνου. Η ευχή του Ντόριαν εκπληρώνεται, και καθώς ο νεαρός βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μία έκλυτη ζωή ακολασίας στο κυνήγι των αισθήσεων, το πορτραίτο εξυπηρετεί ως μία διαρκής υπενθύμιση του αντίκτυπου που έχει κάθε πράξη στην ψυχή, με το κάθε αμάρτημα να παρουσιάζεται είτε ως παραμόρφωση της σιλουέτας του είτε ως σημάδι γήρανσης. Ο ίδιος θα μείνει παγερά αδιάφορος και ανέμελος παρατηρώντας αυτή την αλλαγή, η οποία φαινομενικά επέρχεται μόνο στο άψυχο πορτρέρο μέχρι τη στιγμή που θα καταλάβει ότι εκείνη η ευχή ήταν στην πραγματικότητα και η μεγαλύτερη κατάρα για το σώμα και την ψυχή του.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ σε ένα γράμμα του παραδέχεται ότι οι τρεις βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου αποτελούν εκδοχές του εαυτού του: «Ο Μπάζιλ Χόλγουορντ είναι το τι νομίζω πως είμαι, ο Λόρδος Χένρυ αυτό που νομίζει ο κόσμος για μένα και ο Ντόριαν αυτό που θα ήθελα να ήμουν –κάποτε ίσως».

Ήρωες

Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου είναι οι εξής:

  • Ο Ντόριαν Γκρέυ, ένας όμορφος και ναρκισσιστής νεαρός, ο οποίος γοητεύεται από την ιδέα του Λόρδου Χένρυ σχετικά με τον νέο ηδονισμό. Σταδιακά ενδίδει όλο και περισσότερο σε κάθε είδος ευχαρίστησης, ηθικής και ανήθικης, μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή του.
  • Ο Μπάζιλ Χόλγουορντ,ένας καλλιτέχνης ο οποίος ξελογιάζεται με τον Ντόριαν. Το πορτραίτο που φιλοτεχνεί για τον νέο είναι το απαύγασμα της τέχνης του, αντιπροσωπευτικό των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων του. Ένας βαθιά ηθικός άνδρας, πέφτει θύμα της γοητείας του Ντόριαν.
  • Ο Λόρδος Χένρυ «Χάρυ» Γουότον, ένας υπερόπτης και decadent δανδής, φίλος του Μπάζιλ. Μόλις συναντά τον Ντόριαν δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την ομορφιά και το πνεύμα του νέου. Εξαιρετικά πνευματώδης, παρουσιάζεται σαν το κριτικό πνεύμα της κουλτούρας της Βικτωριανής εποχής στα τέλη του 19ου αιώνα, εισάγοντας μία πιο επιεική αντιμετώπιση στο κίνημα του ηδονισμού. Μεταλαμπαδεύει στον Ντόριαν τις ιδέες του, και ο νεαρός, στην προσπάθειά του να τον μιμηθεί, διαφθείρεται από τις απολαύσεις αν και, όπως παρατηρεί ο Μπάζιλ: «Δε λες ποτέ σου μια ηθική κουβέντα και ποτέ δεν κάνεις κάτι που να μην είναι σωστό».

Η Σίβυλλα Βέην, μία όμορφη και ταλαντούχα, αλλά φτωχή, ηθοποιός και τραγουδίστρια, την οποία ερωτεύεται παράφορα ο Ντόριαν. Η αγάπη της για τον νέο την καθιστά ανίκανη να παίξει, καθώς πλέον δεν βρίσκει ευχαρίστηση στον ψεύτικο έρωτα του θεάτρου. Αυτοκτονεί όταν ο Ντόριαν της λέει ότι δεν την αγαπάει πλέον. Ο Λόρδος Χένρυ την παρομοιάζει με την Οφηλία από τον Άμλετ του Σαίξπηρ.

Ο Τζέημς Βέην, ο αδελφός της Σίβυλλας, ένας ναυτικός που μπαρκάρει για την Αυστραλία. Έχει αναλάβει τον ρόλο του προστάτη για την αδελφή του, ιδίως από την στιγμή που η μητέρα τους ενδιαφέρεται μόνο για τα χρήματα του Ντόριαν. Διστάζει να αφήσει την Σίβυλλα μόνη της, γιατί πιστεύει ότι ο Ντόριαν θα την πληγώσει, και ορκίζεται να εκδικηθεί αν της συμβεί κάτι. Μετά τον θάνατο της αδελφής του, στοχοποιεί τον Ντόριαν και αρχίζει να τον καταδιώκει. Σκοτώνεται σε κυνηγετικό δυστύχημα. Η εμμονή του να εκδικηθεί τον Ντόριαν Γκρέυ τον παραλληλίζει με τον Λαέρτη, τον αδελφό της Οφηλίας από τον Άμλετ.

Ο Άλαν Κάμπελ, χημικός και παλιός φίλος του Ντόριαν· λήγει την φιλία τους όταν αρχίζει να αμφισβητείται η υπόληψη του Γκρέυ. Ο Ντόριαν τον εκβιάζει για να εξαφανίσει το πτώμα του Μπάζιλ· αργότερα αυτοκτονεί.

Η Λαίδη Βικτώρια Γουότον, η σύζυγος του Λόρδου Χένρυ, εμφανίζεται μόλις μία φορά στο έργο. Ο Λόρδος της φέρεται με απαξίωση· ο γάμος τους καταλήγει σε διαζύγιο.

Ο Λόρδος Φέρμορ, θείος του Λόρδου Χένρυ, ο οποίος ενημερώνει τον Χάρυ σχετικά με την καταγωγή του Ντόριαν.

Η Πολιτεία
Ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος παρουσιάζουν τον μύθο του δαχτυλιδιού του Γύγη, χάρις στο οποίο όποιος το φορούσε (στον συγκεκριμένο μύθο ο ταπεινός βοσκός Γύγης) γινόταν αόρατος. Ζητούν από τον Σωκράτη να τους εξηγήσει για ποιο λόγο αυτός που το φοράει να μην αδικήσει. Ο Σωκράτης αποκρίνεται ότι ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι ορατός, το κακό που διαπράττει μολύνει την ψυχή του και την παραμορφώνει. Αυτή η παραμορφωμένη (το αντίθετο της όμορφης) και διεφθαρμένη ψυχή βρίσκεται σε ανισορροπία και αταξία, και ασχέτως όλων των υπολοίπων πλεονεκτημάτων που έχει αποκομίσει εξαιτίας της αδικίας που διέπραξε, αισθάνεται απέχθεια για την κατάντια της. Το πορτραίτο του Ντόριαν είναι το μέσο μέσω του οποίου μπορούν και οι υπόλοιποι, όπως ο Μπάζιλ, να δουν την παραμορφωμένη ψυχή του.

ΟΠαράλληλα κείμενα

Τανχόυζερ
Σε κάποιο σημείο του έργου ο Ντόριαν παρακολουθεί μία παράσταση της όπερας Τανχόυζερ (Tannhäuser) του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813 – 1883) και δηλώνει απερίφραστα ότι ταυτίζεται προσωπικά με το έργο. Η όπερα φέρει ορισμένες καταπληκτικές ομοιότητες με το μυθιστόρημα: εξιστορεί την μυθοπλασία του υπαρκτού μεσαιωνικού ποιητή και τροβαδούρου Τανχόυζερ, η Τέχνη του οποίου είναι τόσο όμορφη ώστε αναγκάζει την Αφροδίτη, την θεά του έρωτα και της ομορφιάς, να τον ερωτευτεί και να του προσφέρει την αιωνιότητα δίπλα της, στο Venusberg (Όρος της Αφροδίτης). Η ζωή του όμως εκεί σύντομα τον δυσαρεστεί και ο Τανχόυζερ επιλέγει να επιστρέψει στην σκληρή πραγματικότητα, όπου ύστερα από την συμμετοχή του σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού δέχεται αυστηρή λογοκρισία εξαιτίας της αισθαντικότητας των στίχων του. Καταλήγει να περιφέρεται αναζητώντας την μεταμέλεια και την αγάπη «μιας καλής γυναίκας».

Φάουστ
Ο Ουάιλντ φημολογείται ότι είχε δηλώσει πως «σε κάθε πρωτόλειο ο πρωταγωνιστής είναι ο συγγραφέας ως ο Χριστός ή ο Φάουστ». Ακριβώς όπως και στον μύθο του Φάουστ, ο Ντόριαν βρίσκεται ενώπιον του πειρασμού: του προσφέρεται η προοπτική της άχρονης ομορφιάς, στην οποία ενδίδει. Και στις δυο ιστορίες ο πρωταγωνιστής γοητεύει μια όμορφη γυναίκα, η οποία τον ερωτεύεται και της οποίας καταστρέφει την ζωή. Ο Ουάιλντ ισχυριζόταν ότι το θέμα του Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ είναι «όσο παλιά είναι και η λογοτεχνία», και ότι του έδωσε «μία νέα μορφή».

Σε αντίθεση με τον Φάουστ, ο Ντόριαν δεν φαίνεται πουθενά να κάνει συμφωνία με τον διάβολο. Παρ’ όλα αυτά, το κυνικό βλέμμα του Λόρδου Χένρυ στην ζωή, και η φύση του ηδονισμού, αναλαμβάνουν να παίξουν τον ρόλο του διαβόλου, αυτού που προσφέρει τον πειρασμό, που προσπαθεί να διαφθείρει την Αρετή και την αθωότητα, στοιχεία που αντιπροσωπεύει ο Ντόριαν στην αρχή του βιβλίου. Αν και ο Λόρδος Χένρυ δείχνει αληθινό ενδιαφέρον για τον Ντόριαν, δεν παρουσιάζεται σαν να έχει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του. Η συμβουλή του Χάρυ προς τον Ντόριαν, ότι «ο μόνος τρόπος για να απαλλαγείς από τον πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν. Κάνε ότι αντιστέκεσαι, και η ψυχή σου θα αρρωστήσει από την λαχτάρα» υποδηλώνει ότι ο Λόρδος Χένρυ μπορεί να αντιπροσωπεύει τον διάβολο «ωθώντας τον Ντόριαν να κάνει μία ανίερη συμφωνία, εξαπατώντας την αθωότητα και την ανασφάλειά του».

Σαίξπηρ
Στον πρόλογο του έργου, ο Ουάιλντ αναφέρεται στον Κάλιμπαν, έναν χαρακτήρα από την Τρικυμία (The tempest) του Σαίξπηρ. Όταν ο Ντόριαν διηγείται στον Λόρδο Χένρυ την συνάντησή του με την Σίβυλλα, τα έργα του Σαίξπηρ και ειδικά οι γυναικείοι χαρακτήρες που υποδυόταν η ηθοποιός έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο στον θαυμασμό του νεαρού. Αργότερα στο βιβλίο, ο Ντόριαν, συνοψίζοντας την ζωή του, παραθέτει τα λόγια του Άμλετ, ο οποίος κι αυτός οδήγησε την κοπέλα του στην αυτοκτονία και τον αδελφό της σε μία ατελέσφορη εκδικητική εμμονή.

Ζορίς-Καρλ Υσμάν
Το «δηλητηριώδες γαλλικό βιβλίο» του Ντόριαν που τον οδηγεί στην πτώση εικάζεται πως είναι το À rebours. Ο βιογράφος του Ουάιλντ, Ρίτσαρντ Έλμαν (Richard Ellmann) γράφει:

Ο Ουάιλντ δεν κατονομάζει το βιβλίο όμως στην δίκη του φανέρωσε, σχεδόν, ότι ήταν το À rebours του Υσμάν […] σε μία αλληλογραφία του είχε γράψει ότι είχε σκεφτεί μια «εκπληκτική παραλλαγή» του έργου και κάποια μέρα έπρεπε να την γράψει. Οι αναφορές στον Ντόριαν Γκρέυ σε συγκεκριμένα κεφάλαια είναι εσκεμμένως ανακριβείς.

Η υποδοχή που επιφύλαξαν οι κριτικοί του 19ου αιώνα στο βιβλίο ήταν κακή. Οι υπερβολικές και επικριτικές κριτικές είχαν ως αποτέλεσμα το βιβλίο γρήγορα να αποκτήσει φήμη «σαχλού, εμετικού, βρώμικου, θηλυπρεπούς και μολυσμένου δημιουργήματος». Η αιτία του ηθικού σκανδάλου ήταν οι ομοερωτικές αναφορές που διατρέχουν την νουβέλα, οι οποίες πρόσβαλλαν τις αρχές (κοινωνικές, λογοτεχνικές και αισθητικές) των βικτωριανών κριτικών. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής ήταν προσωπική, με αποδέκτη τον Ουάιλντ, ο οποίος θεωρούνταν ηδονιστής με διαστρεβλωμένη άποψη για την συντηρητική ηθική της εποχής. Ο κριτικός λογοτεχνίας της Daily Chronicle, στις 30 Ιουνίου 1890, έγραψε ότι η νουβέλα του Ουάιλντ «περιέχει ένα στοιχείο.. το οποίο θα μολύνει κάθε νεαρό πνεύμα με το οποίο θα έρθει σε επαφή». Στις 5 Ιουλίου 1890, ο κριτικός του Scots observer αναρωτιόταν «Γιατί πρέπει ο Όσκαρ Ουάιλντ να κυλιέται σε αυτή την βρωμερή λάσπη;». Ήταν αυτή η κριτική η οποία οδήγησε στην εξάλειψη όλων των ομοερωτικών αναφορών στο βιβλίο, καθώς και στην ανάπτυξη του υπόβαθρου των χαρακτήρων.

Ως απάντηση στην δριμεία κριτική που ασκήθηκε στην πρώτη έκδοση της νουβέλας, οι αναθεωρήσεις του Ουάιλντ περιλάμβαναν εκτός των αλλαγών στο κείμενο και έναν πρόλογο, ο οποίος απευθυνόταν στους κριτικούς του Πορτραίτου και σκοπό είχε να αποκαταστήσει την καλλιτεχνική αξία του έργου. Θέλοντας να εξηγήσει πώς πρέπει να διαβαστεί το Πορτραίτο, ο Ουάιλντ αναλύει στον Πρόλογο τον ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία, τον σκοπό της τέχνης και την αξία της ομορφιάς. Σε αυτόν ανιχνεύονται δείγματα της επιρροής του Ταοϊσμού και της φιλοσοφίας του Τσουάνγκ Τσου (Zhuang Zhou, 369 π.Χ. – 286 π.Χ.) στην γραφή του Ιρλανδού φιλόσοφου. Ο Ουάιλντ ήρθε σε επαφή με την φιλοσοφία του Τσουάνγκ Τσου μέσω των μεταφράσεων του Χέρμπερτ Γκιλς (Herbert Giles, 1845 – 1935), για τις οποίες μάλιστα είχε γράψει κριτικές μελέτες. Ο Πρόλογος κυκλοφόρησε πρώτη φορά μαζί με την έκδοση σε βιβλίο του 1891· παρ’ όλα αυτά, λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1891, ο Ουάιλντ θα υπερασπιζόταν το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ απέναντι σε κατηγορίες ότι ήταν κακό βιβλίο.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ βουτάει το πινέλο του στο «αγγελικά και μαύρα» χρώματα του άνευ ορίων ηδονισμού για να φιλοτεχνήσει το λαμπερό και συνάμα αποκρουστικό του πορτρέτο και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που δεν κατανόησαν οι πουριτανοί της εποχής του. Το θέμα του βιβλίου, η αναζήτηση της αιώνιας νεότητας και ομορφιάς, ένα άπιαστο όνειρο για τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου, του δίνει το «διαβατήριο» του διαχρονικού. Με ραφινάτη οξυδέρκεια ο Όσκαρ Ουάιλντ καταγράφει και καυτηριάζει τις συνήθειες της βρετανικής καλής κοινωνίας της εποχής του, με τις δεξιώσεις, τις συγκεντρώσεις, τα τσάι, τις υπερφίαλες και εκκεντρικά ντυμένες γηραιές κυρίες, τις φιλανθρωπίες και τον καμουφλαρισμένο σνομπισμό, δίνοντας την ευκαιρία στο σημερινό αναγνώστη να διαπιστώσει εκκωφαντικές ομοιότητες με την εποχή τη δική μας. Στις σελίδες του βιβλίου ο Ντόριαν Γκρέι, με ή χωρίς το πορτρέτο, μεταμορφώνεται εν τέλει σε μια σκιά, σε κάποιον που πέθανε και δεν το ξέρει, σε φάντασμα που περιφέρεται άσκοπα ανάμεσα στους ανθρώπους και ο ναρκισσισμός αποκαλύπτει το σκληρό κανιβαλικό του πρόσωπο. Όσο για την απαστράπτουσα ομορφιά του περίφημου πορτρέτου είναι ο ίδιος ο Όσκαρ Ουάιλντ που αποκαθηλώνει το αλαζονικό μοντέλο του με ένα από τα αναρίθμητα αποφθέγματα του βιβλίου για τα οποία φημίζεται μέχρι σήμερα: «Κάθε πορτρέτο που γίνεται με την έμπνευση του ζωγράφου, είναι το πορτρέτο του καλλιτέχνη και όχι αυτού που ποζάρει».

Πηγές:

Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, Όσκαρ Ουάιλντ

Wikipedia