Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλυ Μπροντέ

“Αν όλα καταστρέφονταν και έμενε μόνο αυτός, θα συνέχιζα να ζω. Αν όμως χανόταν αυτός και παρέμεναν όλα τα άλλα άθικτα, τότε ο κόσμος ολόκληρος θα ήταν ξένος για μένα και θα ένιωθα σαν παρείσακτη.”

Δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους ζουν με πάθος ένα έρωτα θυελλώδη, αλλά καταδικασμένο. Θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τον εγωισμό και τα κοινωνικά “πρέπει”; Ο λόγος για την Κάθριν και τον Χίθκλιφ και το έργο “Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights)”, ένα μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ.

Για την Έμιλι Μπροντέ

Πριν επιχειρήσει να ασχοληθεί κανείς με τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», το κλασσικό αυτό δημιούργημα μιας ιδιαίτερα γόνιμης, πλούσιας, ωστόσο κλειστής και παράξενης φαντασίας, της Έμιλυ Μπροντέ, θα πρέπει να ψηλαφίσει καλά και πολύ προσεκτικά την ίδια και τον ιδιαίτερο ψυχισμό της. Πρόκειται για μια ποιήτρια –πρώτα απ’ όλα– που καταπιάστηκε με ζέση για ένα χρόνο περίπου, από το 1845 μέχρι το 1846, με το να συγγράψει και να παραδώσει το έργο αυτό, που κατά πολλούς σήμερα θεωρείται ως ένα αριστούργημα του 19ου αιώνα. Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» αποτελούν το ένα και μοναδικό της μυθιστόρημα που μας παραδόθηκε απ’ αυτήν και στην εποχή της –Βικτωριανή– αναστάτωσε, δίχασε και μπέρδεψε κοινό και κριτικούς Χρειάστηκε να παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτού του αριστουργήματος, που αν και τραχύ, δεν είναι απλά ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, αλλά μια ιστορία αγάπης επανασταστική, και αν μη τι άλλο, ρεαλιστική.

Από τα βιογραφικά στοιχεία της Έμιλυ Μπροντέ που έχουν σωθεί γνωρίζουμε πως γονείς της ήταν ο Πάτρικ Μπροντέ και η Μαρίας Μπράνγουελ, είχε πέντε αδέρφια, μία εξ αυτών η συγγραφέας  Σαρλότ Μπροντέ. Το θέμα που αφορά στην ίδια, είναι όσα στοιχεία εξ αυτών μαρτυρούν πάρα πολλά και δεν έχουν αξιοποιηθεί ή δεν έχουν λάβει τη σημασία που θα καταστήσει κατανοήσιμη τη διαδρομή της φαντασίας της στο εν λόγω πόνημα κι εκεί θα επικεντρωθεί όλη η προσοχή. Για την ιστορία όμως αξίζει να αναφερθεί πως γεννήθηκε 30 Ιουλίου 1818 στο Θόρντον του Γιορκσάιρ και πέθανε 30 χρόνων από φυματίωση στις 19 Δεκέμβρη 1848, στο Χάουγουορθ του Γιορκσάιρ. Η μητέρα της πέθανε όταν η ίδια ήταν τριών ετών. Δυο στοιχεία στο ψυχισμό της πρέπει να θεωρηθούν σημαντικά: δεν είχε ποτέ ερωτική εμπειρία και ήταν εξαιρετικά κλειστό, μοναχικό άτομο που όταν βρισκόταν με κόσμο στο σπίτι, καθότανε μονάχη στο δωμάτιό της και διάβαζε κι όταν χρειαζότανε κάποιο βιβλίο, κατέβαινε σιωπηλά, έμπαινε στο σαλόνι, έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν κι εξαφανιζόταν επίσης σιωπηλά, χωρίς καν να κοιτάξει τους παρισταμένους, κι όσο μπορούσε πιο αθόρυβα. Αυτά τα δυο σε συνδυασμόμε το γεγονός πως είχε μικρή εμπειρία σε συναναστροφές και μεγάλες πόλεις κι ήταν κι αντικοινωνικό άτομο, προσφέρει κάμποση σκέψη γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν δίνοντας πολλά στοιχεία για το στήσιμο του έργου, που θα φανούν στη πορεία.

Για το Μυθιστόρημα

Ξεκινώντας το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», τραβά τη προσοχή ο τίτλος, που είναι άλλωστε η ονομασία του αρχοντικού και που λαμβάνει χώρα, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Η περιοχή δε, που βρίσκεται το αρχοντικό, είναι γυμνή, ερημική κι άγονη, σε κάποιο υψόμετρο μάλιστα, πράγμα που σημαίνει πως είναι φυσικά εκτεθειμένη στα διάφορα στοιχεία της φύσης. Και όπως το σπίτι εκτίθεται στα καιρικά φαινόμενα, έτσι και οι ήρωες είναι ευάλωτοι σε δύσκολες καταστάσεις που θα λάβουνε χώρα στην πορεία της αφήγησης.

Το αμέσως επόμενο που συναντά ο αναγνώστης στη πορεία, είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας στο πόνημα, το διηγείται η οικονόμος Νέλλυ. Πράγμα που δημιουργεί εύλογα απορίες, όσο κι αν δείχνει αδιάφορο, δεν είναι διόλου, τουναντίον. Αν δεχτεί κανείς πως η ίδια η Έμιλι θα ήθελε να παρευρίσκεται στο βιβλίο σε μιαν ηρωίδα της, δεν θα μπορούσε να είναι η κεντρική, η Κάθριν, γιατί όπως προανεφέρθη, δεν είχε και δεν εμφανίζεται στα λίγα στοιχεία του βίου της, μια ερωτική σχέση και δεν έδειξε καν το ενδιαφέρον –κι από τα ποιήματά της– να έχει μια τέτοια. Ωστόσο, πιθανότατα εντάσσοντας και τον έρωτα στα… απειλητικά στοιχεία της φύσης που απειλούν τον άνθρωπο. ήθελε να διηγηθεί έναν, να περιγράψει έναν τέτοιο και μάλιστα τραχύ, τραγικό και καταστροφικό σχεδόν.

Η επιλογή της αφήγησης από την Νέλλυ, έχει κι άλλη μια πρόσθετη εξήγηση. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας της και της συστολής της, όπως ήδη ειπώθηκε, η ‘Εμιλυ Μπροντέ δεν είχε εμπειρίες ζωής από μεγάλες πόλεις –εξόν από ένα σχετικά σύντομο ταξίδι με τη μεγάλη της αδελφή Σάρλοτ, στις Βρυξέλλες που άλλωστε δεν της προκάλεσαν το ενδιαφέρον και την έκαναν να επιστρέψει σύντομα, πίσω. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να στήσει τη φυγή του Χίθκλιφ, τον οποίο και παρουσιάζει απότομο, απόμακρο κι ολιγομίλητο κι έτσι αφήνει τη Νέλλυ να διηγηθεί μόνον όλα όσα είδε κι όχι τα λοιπά που δεν υπέπεσαν στην αντίληψή της. Η Νέλλυ λοιπόν είναι η ίδια, η σχετικά απούσα Έμιλυ, στο μυθιστόρημά της.

Υπόθεση-Περίληψη

Συνοπτικά το μυθιστόρημα ξεκινά με έναν ένοικο που νοίκιασε το «Το Αγρόκτημα Στο Σταυροδρόμι Της Τσίχλας» για ένα χρόνο κι αφού γνωρίζεται με τον ιδιοκτήτη Χίθκλιφ και του φαίνεται πολύ παράξενος ζητά από την οικονόμο, να του πει την ιστορία για τα «Ύψη». Εκείνη ξεκινά κι όλη η ιστορία -εκτός από ένα κομμάτι λίγο πριν το τέλος- βγαίνει από τα χείλη της. Ο αρχικός ιδιοκτήτης κύριος Έρνσο, είχε 2 παιδιά, τον Χίντλεϋ και την Κάθριν, αλλά υιοθετεί ένα φτωχό τσιγγανάκι και το ονομάζει Χίθκλιφ. Ο γιος του τον εχθρεύεται από ζήλια, ενώ η μικρή κάνει θαυμάσια παρέα μαζί του. Ο Χίθκλιφ ερωτεύεται την Κάθριν και το εξωτερικεύει όπως μπορεί, μα εκείνη ενώ νιώθει το ίδιο είναι συγκρατημένη. Πεθαίνουν οι γονείς τους κι αναλαμβάνει σαν κληρονόμος ο μεγάλος, βάσει του τότε ισχύοντος νόμου και για εκδίκηση διατάζει τον Χίθκλιφ να αναλάβει καθήκοντα υπηρέτη. Από το «Σταυροδρόμι» ο γιος φλερτάρει με την Κάθριν, αυτή δείχνει θετική, ο Χίθκλιφ ζηλεύει κι όταν κρυφακούει μισή συζήτηση της Κάθριν με την οικονόμο Νέλλυ, φεύγει κρυφά νευριασμένος κι ορκίζεται να επιστρέψει για εκδίκηση.

Επιστρέφει μετά 3 χρόνια –άγνωστο πως– έχοντας γίνει κύριος μεγάλος και τρανός, αγοράζει τα χρεωκοπημένα «Ύψη» από τον άσωτο και μέθυσο Χίντλεϋ κι εγκαθίσται εκεί. Έπειτα για να εκδικηθεί το γιο τον ποτίζει και με περισσότερο αλκοόλ και για να εκδικηθεί την Κάθριν νυμφεύεται την αδελφή του άντρα της ενώ δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Ο Χίντλεϋ πεθαίνει κι αφήνει ορφανό το γιο του Έρτον. Η Κάθριν πεθαίνει στη γέννα ενός κοριτσιού, της Κάθι κι η γυναίκα του Χίθκλιφ φέρνει στον κόσμο τον Λίντον, αλλά επειδή κακοποιείται από τον σύζυγο, τον παίρνει και φεύγουν στο Λονδίνο. Πεθαίνει εκεί κι ο Χίθκλιφ ξαναφέρνει το παιδί στα «Ύψη». Μετά το θάνατο της Κάθριν δε, βασανίζεται από τύψεις κι από το φάντασμά της. Ο Λίντον με τη προτροπή και πιέσεις του Χίθκλιφ νυμφεύεται την Κάθι κι όταν πεθαίνει κι ο άντρας της Κάθριν τελειώνει κι η διήγηση της Νέλλυ. Ο νοικάρης Λόκγουντ αποφασίζει να επιστρέψει στο Λονδίνο για να ξαναγυρίσει οκτώ μήνες μετά και να βρει και τον Χίθκλιφ νεκρό, γιατί είχε καταπέσει πολύ από όλο αυτό και δεν άντεξε. Επισκέπτεται τους τάφους της οικογένειας και το μυθιστόρημα κλείνει με την είδηση πως το νεαρό ζευγάρι, ο Λίντον κι η Κάθι σκέπτονται να μετακομίσουν οριστικά στο «Σταυροδρόμι» και να παρατήσουν στη φθορά, τα ήδη μισοχαλασμένα «Ύψη».

Η Έμιλυ Μπροντέ, έσπειρε με την πέννα της μπόλικο θάνατο, απομάκρυνε κατά κάποιο τρόπο το ρυπαρό, κράτησε ανοιχτή την ελπίδα, με το νεαρό ερωτευμένο πλέον ζεύγος κι αφήνει και τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» να φθαρούν και να περάσουνε στη λήθη. Οι επιλογές κι οι βιαστικές συνεπεία οργής, αποφάσεις, κλόνισαν ολόκληρο το δόμημα τριών οικογενειών κι αυτό ήθελε να στηλιτεύσει.

Για το έργο αυτό έχουνε γραφτεί πολλά και διάφορα, έχει επίσης παιχτεί σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, ραδιόφωνο, έχουν γραφτεί δοκίμια, μελέτες κ.λπ. Και πώς δε θα μπορούσε ένα τέτοιος έρωτας να εμπεύσει όλες τις τέχνες;

Εσύ, με τη θέλησή σου, εσύ το έκανες. Δεν ράγισα εγώ τη καρδιά σου, εσύ τη ράγισες. Και ραγίζοντάς τη ράγισες και τη δική μου.’

Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μετάφραση Βασίλη Καζαντζή από τις εκδόσεις Κάκτος και μπορείτε να το προμηθευτείτε εδώ.

Πηγές

https://frapress.gr/2015/01/kapios-pligoni-kapion-allios-ta-anemodarmena-ipsi/

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%B4%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1_%CE%8E%CF%88%CE%B7

*Τα σχέδια που συνοδεύουν το άρθρο, ανήκουν στον καλλίτεχνη Fernando Vicente.

“Βορράς και Νότος”: ένα ξεχασμένο βικτωριανό αριστούργημα

Είναι αλήθεια πως τα λογοτεχνικά έργα της Βικτωριανής περιόδου έχουν εδραιωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και το φανατικό αναγνωστικό τους κοινό απλώνεται σε όλες τις ηπείρους. Από τις αδελφές Μπροντέ ως την Ώστεν και από τον Ντίκενς ως την Έβανς και από τις αρχές του 20ου αιώνα ως τις μέρες μας η χαρακτηριζόμενη κλασική πλέον λογοτεχνία κερδίζει συνεχώς έδαφος. Οι λόγοι που εξηγούν αυτό το γεγονός είναι πολλοί και διαφέρουν μεταξύ των συγγραφέων και των αναγνωστών. Εξάλλου εύκολα διακρίνει κανείς την αντίθεση ανάμεσα στα έργα του Ντίκενς που κατά κύριο λόγο μιλούν για την δύσκολη και διαβρωτική ζωή στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις από αυτά της Ώστεν που αναπόφευκτα ταξιδεύουν στον νωθρό νότο. Στην μία περίπτωση οι ήρωες αγωνίζονται για την επιβίωση και ενδεχομένως την κοινωνική ανέλιξη μέσω της βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου, ενώ στην άλλη αποσκοπούν στο τελευταίο μέσω της πραγματοποίησης ενός επιτυχημένου ζευγαρώματος. Το κοινό πάντως που παρουσιάζουν όλα τα συγγράμματα της περιόδου αυτής είναι η διεισδυτική ματιά με την οποία οι συγγραφείς βυθίζονται στον ψυχικό κόσμο, στις σκέψεις και τις αντιδράσεις των ηρώων τους. Μεταξύ όλων αυτών κυριαρχεί ένα μοτίβο, μια αλληλουχία που πηγάζει από την ανατροφή και τις παραστάσεις που κυοφορούν μέσα τους. Θα έλεγε κανείς πως οι συγκεκριμένοι λογοτέχνες ήταν δεξιοτέχνες στην σκιαγράφηση χαρακτήρων. Είναι απολύτως λογικό πως χαρακτήρες σαν τον Χίθκλιφ, την Τζέυν Έυρ, τον Πιπ ή τον κ. Ντάρσυ επιβίωσαν μέσα στους αιώνες και δεν χώθηκαν σε κάποιο χρονοντούλαπο της λογοτεχνίας. Σε αυτά τα πού αγαπημένα Βικτωριανά αριστουργήματα θα προσθέσουμε σήμερα ακόμη ένα. Πρόκειται για το “Βορράς και Νότος” της Ελίζαμπεθ Γκασκέλ.

Αν και στενή φίλη του Ντίκενς και της Σαρλότ Μπροντέ, η Ελίζαμπεθ Γκασκέλ μέχρι στιγμής δεν έχαιρε της αναγνωρισιμότητάς τους. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια πολλοί κριτικοί έχουν αρχίσει να αναθεωρούν την στάση τους απέναντι στην εργογραφία της. Μερικά από τα χαρακτηριστικά της γραφής της είναι η εξαιρετική της ικανότητα στην περιγραφή των πιο λεπτών αποχρώσεων των χαρακτήρων και οι λεπτομερείς περιγραφές της υπαίθρου και της αγγλικής πανίδας. Η προτίμησή της για απλούς και ταπεινούς χαρακτήρες φανερώνει την πεποίθησή της ότι η ομορφιά και η ποίηση μπορούν να κρύβονται σε γεγονότα και πρόσωπα καθημερινά. Είναι φανερή η επίδραση των ρομαντικών ποιητών Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ και Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ στον τρόπο σκέψης της αν και το έργο της κατατάσσεται στο χώρο του ρεαλισμού. Τα καυτά κοινωνικά προβλήματα του καιρού της τα αντιμετώπισε από επαναστατική σκοπιά. Δεν ενδιαφέρθηκε για τη νέα τάξη των εξαθλιωμένων εργατών που δημιούργησε η γρήγορη εκβιομηχάνιση της χώρας και για τους κατατρεγμένους από την κοινωνία μόνο ως φιλάνθρωπος σύζυγος πάστορα αλλά τόλμησε να τους αναδείξει ως κεντρικούς χαρακτήρες των ιστοριών της, διακινδυνεύοντας έτσι να ενοχλήσει τη μεσαία αστική τάξη στην οποία ανήκαν οι αναγνώστες της. Στα γυναικεία πρόσωπα των βιβλίων της δεν αρνείται την αφοσίωσή τους στην οικογενειακή εστία αλλά τους δίνει ένα ηθικό ανάστημα και μια ξεχωριστή υπόσταση που ξεπερνούν τα στενά όρια στα οποία τις είχε τοποθετήσει η βικτωριανή κοινωνία. Τοποθετούσε τη δράση των έργων της σε μέρη με τα οποία ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένη, όπως το βιομηχανικό Μάντσεστερ ή η αγγλική ύπαιθρος και πολλές από τις καταστάσεις που ζουν οι ήρωες της έχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τα κείμενά της αντανακλούν τις θεολογικές της απόψεις, που είχαν σαν άξονα έναν ορθολογικό και φιλελεύθερο Προτεσταντισμό. Γνωρίζοντας τα πιο βασικά στοιχεία της λογοτεχνικής της έκφρασης ως προς την μορφή και το περιεχόμενό της μπορούμε ελεύθερα να εισέλθουμε στα ενδότερα της ιστορίας μας.

Ο “Βορράς και Νότος”, όπως θα μάντευε κανείς από τον τίτλο του είναι ένα ρομαντικό μεν μυθιστόρημα με σημαντικές κοινωνιολογικές πτυχές που δομείται εξαρχής σε μια αντιπαράθεση. Από το πολύβουο και κοσμοπολίτικο Λονδίνο όπου ζει τα τελευταία χρόνια η ηρωίδα μας, Μάργκαρετ Χέιλ αλλά πρόκειται να εγκαταλείψει ενόψει του γάμου της ξαδέλφης της Ίντιθ Σο με τον λογαχό Λένοξ μεταφερόμαστε σχεδόν ακαριαία στο ήσυχο και γραφικό Χέλστοουν του Χάμσαιρ, στην μικρή ενορία όπου λειτουργεί ο πατέρας της Μάργκαρετ, Ρίτσαρντ Χέιλ και ζει με την μητέρα της. Λίγες μέρες ανεμελιάς και μια απρόσμονη πρόταση γάμου θα μεσολαβήσουν μέχρι την εκ νέου αλλαγή σκηνικού. Επόμενος και τελικός (ίσως;) προορισμός το βιομηχανικό Μίλτον στον βρετανικό Βορρά. Την ολάνθιστη και πλουμιστή φύση διαδέχεται αναπόφευκτα το νέφος και ο καπνός των εργοστασίων και των βιομηχανιών. Τους πρόσχαρους και ταπεινούς ανθρώπους της υπαίθρου ακολουθούν οι θορυβώδεις και έντονοι εργάτες των βιοτεχνών και τα επιβλητικά τους αφεντικά. Οι δύο όψεις μιας χώρας που μόλις γνώρισε την βιομηχανική επανάσταση, δίχως να γευτεί μια ταξική αντιπαράθεση, μια επανάσταση στα πρότυπα αυτής της Γαλλίας του περασμένου αιώνα αποδίδονται με μοναδικό τρόπο στο εν λόγω βιβλίο.

Η ζωή της Μάργκαρετ από εκεί και πέρα παίρνει διαφορετική τροπή. Θα έλεγε κανείς πως το νεφελώδες και αγριωπό τοπίο αν και δεν επηρεάζει την αγνή καρδιά και τους αβρούς της τρόπους την σκληραγωγεί και την μεταμορφώνει από μια αριστοκράτισσα χαμηλού εισοδήματος αλλά σωστής ανατροφής σε μια ανεξάρτητη και ώριμη γυναίκα. Στην αλλαγή αυτή δε θα συνδράμει μόνο η ανικανότητα των νοτίων γονιών της να αντιμετωπίσουν διάφορες περιστάσεις ή ενίοτε η συστολή τους αλλά και η γνωριμία της με ανθρώπους όπως οι Χίγκινς ή ο κύριος Μπελ. Ίσως, όμως, τον σημαντικότερο ρόλο να διαδραματίσει ο συμπρωταγωνιστής της, ο αυστηρός και βλοσηρός Τζον Θόρντον. Ο κύριος αυτός, αυτοδημιούργητος βιομήχανος που ασχολείται με την επεξεργασία βαμβακιού και την διάθεσή τους στο λιανικό εμπόριο γίνεται ο πρώτος μαθητής του κύριου Χέιλ στο Μίλτον και στην ουσία ο πρώτος του και μοναδικός φίλος. Παρά τους απότομους τρόπους του, ο Θόρντον είναι ένας άνθρωπος μετρημένος και οξυδερκής με θαυμάσια πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση. Ο μόνος άνθρωπος που μοιάζει να αγαπά ειλικρινά είναι η μητέρα του, την οποία χαρακτηρίζουν τα ίδια ακριβώς επίθετα. Σύντομα, η κατάσταση αυτή θα ανατραπεί, καθώς το άκαμπτο σθένος ενός άντρα δυναμικού και μαχητικού θα έρθει να απαλύνει ο έρωτάς του για την Μάργκαρετ, ένας έρωτας μη αναμενόμενος και άδοξος κατά τον ίδιο.

Πράγματι, οι δυο τους θα περάσουν από 40 κύματα, με την σχέση τους να συμπαρασύρεται από απανωτές αλλαγές, από παρεξηγήσεις, από ταραχές, από θλιβερά γεγονότα. Παρότι πρόκειται για ρομαντικό βικτωριανό μυθιστόρημα καθ’ όλη την διάρκειά του ο αναγνώστης αμφιβάλλει έντονα για την κατάληξη. Η αληθοφάνεια της αφήγησης, αλλά ιδίως η ρεαλιστικότητα των χαρακτήρων είναι ανεπανάληπτη. Μέσα από την σύγκρουση των δυο ηρωών συγκρούονται δυο κόσμοι, δυο νοοτροπίες, δυο γεωγραφικά, ταξικά υπόβαθρα. Μένει να δείξει αν αυτή η σύγκρουση θα αποβεί μοιραία για έναν έρωτα που σταδιακά καλλιεργείται συμπαρασύροντάς τον και τσακίζοντάς τον στον εγωισμό ή αν θα οδηγήσει σε μια αλληλοπεριχώρηση και μια μαγευτική σύζευξη. Εξάλλου, ο νόμος της φυσικής περί της έλξης των ετερώνυμων αποδεικνύεται περίτρανα στην βικτωριανή εργογραφία.

Πέρα από την σχέση των δυο φύλων, συγγραφέας με ήρεμο, αλλά ιδιαίτερα καίριο και δεικτικό τρόπο, περιέγραψε βίαιες καταστάσεις, ατομικές και συλλογικές, με αποτέλεσμα να ενοχλήσει την αστική τάξη της βικτωριανής εποχής. Το έργο αυτό όμως δεν μένει μόνο σε εκείνη την εποχή αλλά δημιουργεί καίρια ερωτήματα και για την δική μας. Η συγγραφέας, με την απαράμιλλη αφηγηματική της δεινότητα και με την περιγραφή των πιο λεπτών αποχρώσεων των χαρακτήρων, καταφέρνει να καταγράψει την κατάσταση των εργατών, τις δυσκολίες, τα πάθη και τις ελπίδες τους σε έναν κόσμο που αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Αναφέρεται επίσης μεταξύ άλλων στον ρόλο των συνδικάτων και των κινημάτων, όπως ο μεθοδισμός. Ακόμη εκπλήσσει η οξυδέρκεια με την οποία η Γκάσκελ αντιλαμβάνεται τις σχέσεις εξουσίας, όχι μόνο μεταξύ αφεντικών και εργατών, αλλά και μες στους κόλπους της κάθε μιας από αυτές τις τάξεις. Παρόλα αυτά, η Κυρία Γκάσκελ δεν αμελεί την ατομική διάσταση και τις επιπτώσεις όλων αυτών των σημαντικών γεγονότων στον καθένα από τους ήρωές της ξεχωριστά. Έτσι, παρακολουθούμε σε όλο το βιβλίο μια εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών δρωμένων αλλά και μια εξέλιξη των ηρωών.

Το αξιοθαύμαστο στο έργο της Γκασκέλ είναι ότι συνδυάζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του Ντίκενς δίχως την ζοφερότητα τους και το ψυχογραφικό ειδύλλιο της Ώστεν δίχως την υπερανάλυσή της, αλλά με χιούμορ και διορατικότητα. Η πάλη των τάξεων, η έννοια της δικαιοσύνης, ο ρόλος της Εκκλησίας, η θέση της γυναίκας αποτελούν λίγα από τα ζητήματα που θίγει αυτό το μυθιστόρημα και που το καθιστούν μοναδικό μεταξύ των ομοίων του και αναμφίβολα το σημαντικότερο έργο της συγγραφέως. Η Μάργκαρετ Χέιλ και ο Τζον Θόρντον είναι οι εξέλιξη της Ελίζαμπεθ Μπένετ και του Φιτζγουίλιαμ Ντάρσυ και η πολιτικοκοινωνική τους εκδοχή. Σίγουρα, τους αναλογεί πολύ μεγαλύτερη μελέτη και εμβάθυνση και σε κάθε περίπτωση αναγνωσιμότητα ανάμεσα στο φανατικό και όχι μόνο αναγνωστικό κοινό της βικτωριανής λογοτεχνίας.

Στιγμιότυπο από την σειρά “Βορράς και Νότος”

Προσωπικά γνώρισα το έργο μέσα από την μεταφορά του στην μικρή οθόνη το 2004 από το BBC, για την οποία ελπίζω να έχω την ευκαιρία να μιλήσω σε ένα άλλο άρθρο. Διαβάζοντάς το στην γλώσσα που γράφτηκε στην αρχή, καθώς η ελληνική μετάφραση δεν είχε ακόμα συντελεστεί, ήταν μια συναρπαστική εμπειρία, καθώς ο τρόπος έκφρασης της Γκασκέλ είναι σαγηνευτικός, ενώ η παράθεση στην αρχή κάθε κεφαλαίου αποφθεγμάτων ή μικρών ποιημάτων με ενθουσίασε. Πίστευα, ειλικρινά πως κάθε απόπειρα μετάφρασης, θα κατέστρεφε αυτό το δημιούργημα. Παρ’ όλα αυτά έκανα λάθος και η μετάφραση για τον εκδοτικό οίκο Μίνωα για την σειρά Ξένη Κλασική Λογοτεχνία με εξέπληξε ευχάριστα. Το ύφος της Γκασκέλ, σαρκαστικό σε διάφορα σημεία και φιλοσοφικό σε άλλα διατηρείται, ενώ η μαγεία της δικής μας γλώσσας συναρπάζει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Αν αγνοούσατε την ύπαρξη ή ακόμα δεν είχατε να σκεφτεί το έργο αυτό, ελπίζουμε αυτό το άρθρο μας να σας παρακινήσει να το πράξετε!

Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε μετάφρασης της Βασιλικής Κοκκίνου από τις εκδόσεις Μίνωα.

Πηγές:

«Βορράς και Νότος» της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ: γράφει η Βασιλική Κοκκίνου

Μεγάλες Προσδοκίες, το μεγαλειώδες έργο του Ντίκενς στην μικρή οθόνη

Ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα του Ντίκενς σε μια αριστουργηματική μεταφορά του στη μικρή οθόνη. Ένα τρομακτικό συναπάντημα με τον δραπέτη Μάγκουιτς στους βάλτους, η εκκεντρική και απομονωμένη Μις Χάβισαμ, η φιλία με την όμορφη αλλά άκαρδη υιοθετημένη κόρη Εστέλα, η ξαφνική γενναιοδωρία ενός μυστηριώδη ευεργέτη: αυτά είναι τα γεγονότα που κάνουν τη ζωή του ορφανού Πιπ να αλλάξει για πάντα.

Μια τρομακτική συνάντηση στους βάλτους μ’ έναν δραπέτη και το κάλεσμα από τη μυστηριώδη Μις Χάβισαμ αλλάζουν τη ζωή του ορφανού Πιπ για πάντα. Τολμά να πιστέψει πως θα μπορούσε να έχει ένα άλλο μέλλον, πέρα από τους βάλτους – ένα μέλλον που να συνδέεται μ’ αυτό της όμορφης Εστέλα. Ο Πιπ αρχίζει τη νέα του ζωή σαν τζέντλεμαν στο Λονδίνο, αποκτώντας γρήγορα ακριβά γούστα και μεγάλα χρέη. Ερωτεύεται με πάθος την Εστέλα και κυκλοφορεί μαζί της στην πόλη. Καθώς πλησιάζουν τα γενέθλιά του, όπου θα κλείσει τα είκοσι ένα χρόνια, ο Πιπ περιμένει να φανερωθεί ο ευεργέτης του και οι προθέσεις του. Ο Πιπ δεν θέλει καμία σχέση με τον Μάγκουιτς και σπεύδει στο αρχοντικό της  Μις Χάβισαμ, για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μαζί της. Εκεί μαθαίνει πως μπορεί να χάσει την Εστέλα για πάντα. Πίσω στο Λονδίνο μαθαίνει ότι η ποινή του Μάγκουιτς, όταν γυρίσει πίσω από την Αυστραλία, θα είναι η κρεμάλα και ο Πιπ πρέπει να τον βοηθήσει να δραπετεύσει.

Γεμάτη αγωνία και μυστήριο, μια υπέροχη ιστορία, όπου όλα μπορούν να αλλάξουν σε μια στιγμή, μια ιστορία για εμμονές, διαφθορά, εκδίκηση, εξιλέωση και συγχώρεση.

Ο συγγραφέας, έχοντας μια τραυματική εμπειρία της φτώχειας και της αδικίας κατά την παιδική του ηλικία, πλάθει χαρακτήρες και γεννά με τη φαντασία του καταστάσεις που αντικαθρεπτίζουν τη βρετανική κοινωνία των βικτοριανών χρόνων.

Ο πλούτος έρχεται σε αντίθεση με τη μιζέρια και τη μεγάλη φτώχεια, ο έρωτας βρίσκεται σε συνεχή διαμάχη με την απόρριψη, ο σνομπισμός με την πίκρα των περιφρονημένων, το δίκαιο με το άδικο. Στο τέλος νικά η καλοσύνη, η καλή πλευρά του ανθρώπου έρχεται στην επιφάνεια ενώ ο σκοταδισμός και το κακό περιορίζονται. Στις «Μεγάλες Προσδοκίες», μάλιστα, ο συγγραφέας εμβαθύνει περισσότερο στην ψυχολογική ανάλυση των προσώπων του σε σχέση με άλλα έργα του.

Με φόντο την ύπαιθρο, που παρακμάζει, και το άστυ, που αναπτύσσεται γοργά, ο Ντίκενς δημιουργεί μια σειρά αξιαγάπητους χαρακτήρες (όπως τον καλοκάγαθο Τζο και την γλυκιά Μπίντυ) που συγκρούονται με τους Κακούς, που κι αυτοί απ’ την πλευρά τους έχουν τις δικαιολογίες τους. Η ωραία Εστέλλα είναι δύστροπη και καταστροφική, η μις Χάβισαμ είναι μισότρελη, η αδελφή του Πιπ είναι μια μέγαιρα: και ο Μάγκγουιτς, που αποτελεί με τον τρόπο του το κέντρο αυτής της ιστορίας, είναι ένας παράνομος – σαν τον Γιάννη Αγιάννη στους Αθλίους. Όμως πίσω από τα φαινόμενα κρύβονται απρόσμενες αλήθειες και παλιά μυστικά που συνιστούν την ίδια την πλοκή και που κινούν το γαϊτανάκι των ηρώων.

Χαρακτήρες που η πένα του Κάρολου Ντίκενς ζωντανεύει με τις πιο αδρές πινελιές και τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό του Λονδίνου των αρχών του 19ου αιώνα. Οι «Μεγάλες προσδοκίες» είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στον κόσμο.

Oι περισσότεροι θυμόμαστε τις Μεγάλες Προσδοκίες στην ομότιτλη ταινία του Alfonso Cuarón που κυκλοφόρησε το 1998 με πρωταγωνιστές τους Ethan Hawke και Gwyneth Paltrow. Ωστόσο, η σειρά αυτή του BBC ήταν μια υπέροχη αφορμή να ξαναθυμηθούμε το μεγαλειώδες αυτό έργο.

Πηγή:https://m.tvxs.gr/mo/i/102358/f/news/san-simera/oi-megales-prosdokies-toy-karoloy-ntikens-oloklironontai.html

https://www.clickatlife.gr/cinema/story/14363

Poldark, μια τηλεοπτική επιτυχία εποχής

Φαίνεται πως οι Βρετανοί εξακολουθούν να αγαπούν πολύ τα δράματα εποχής, μιας και το «Poldark» μας γυρνάει σε ένα προβικτωριανό τοπίο της πανέμορφης Κορνουάλης, με τοπία και μουσική που μας υποβάλλει και με μια υπόθεση ιστορικά ενδιαφέρουσα, ολίγον αργή σε κάποια σημεία.

Μια τέτοια, κινηματογραφικών προδιαγραφών, είναι και το «Poldark» που ήρωα έχει τον ωραίο και μοιραίο Έινταν Τέρνερ, που υποδύεται τον Ρος Πόλνταρκ. Αυτός επιστρέφει στην πατρίδα του την Κορνουάλη, από τον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας μετά από χρόνια, και μαθαίνει ότι ο πατέρας του δεν ζει πια, η περιουσία του έχει σχεδόν εξανεμιστεί και, κυρίως, η αγαπημένη του Ελίζαμπεθ είναι πια γυναίκα τού εξαδέλφου του! Το κλίμα από πλευράς των συμπολιτών του είναι περίεργο για τον ίδιο, το διάστημα της απουσίας ήταν μεγάλο, οι δεσμοί και οι συγγενικές του σχέσεις δεν βρίσκονται στο σημείο που τις άφησε. Αποφασίζει, όμως, να μη φύγει και να ενεργοποιήσει ξανά τα οικογενειακά ορυχεία και – δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο, όμως – η αγάπη του για την Ελίζαμπεθ (αλλά και εκείνης) φαίνεται ότι ακόμη σιγοκαίει. Η πρώτη σεζόν αναλώνεται περισσότερο στις συστάσεις αλλά και στη λαογραφική γνωριμία με την Κορνουάλη, που είναι χωρίς άλλο πανέμορφη και ιδανική τοπική «ταπετσαρία» για μια τέτοια ιστορία και όσο εξελίσσεται μπαίνει πιο δυναμικά στον κεντρικό έρωτα και είναι γεμάτο μικρές συναντήσεις, βλέμματα και υπονοούμενα της αγάπης που δεν πέθανε ποτέ με τον χρόνο. Οι έρωτες ανά καιρούς θα αλλάξουν στο βάθος του χρόνου και καθώς η σειρά προχωρά. Αναμφίβολα, με κάποιες εξαιρέσεις οι δημιουργοί της σειράς προφανώς λόγω του ίδιου το βιβλίου δεν εξιδανίκευσαν το ερωτικό κομμάτι. Ίσα ίσα το έκαναν πιο ήρεμο, πιο ανθρώπινο, με όλα τα λάθη και τα ελαττώματα που προκύπτουν στις ανθρώπινες σχέσεις του σήμερα και του τότε. Καθώς αναπτύσσεται η πλοκή δημιουργούνται ενίοτε κενά. Μπορεί σε άλλα σημεία να κυλά αρκετά αργά και αψυχολόγητα. Ωστόσο, στο σύνολο της είναι ενδιαφέρουσα και από ιστορικής απόψεως, διότι βλέπει κανείς πως λειτουργούσε η αγγλική επαρχία αυτού του αιώνα σε αδρές γραμμές, παίρνει μια ιδέα από την Αποικιοκρατία και από τον τρόπο λειτουργίας του αγγλικού πολιτεύματος.

Η σειρά έχει συνολικά έξι μέρη, ως συνήθως, και εύλογο απορίας είναι γιατί ξανά ένα remake μιας μεγάλης τηλε-επιτυχίας του 1975 (βασισμένα και τα δύο στη λογοτεχνική σειρά δώδεκα βιβλίων του Γουίνστον Γκράχαμ); Δημιουργήθηκαν έτσι πέντε σεζόν, ορισμένες εξαιρετικές και άλλες τουλάχιστον ανεκτές. Σαν σύνολο πάντως το έργο σου αφήνει μια πολύ ωραία αίσθηση και δεν ξέρουμε αν για αυτό ευθύνεται η μουσική, η Κορνουάλη ή ο Τέρνερ ή όλα αυτά μαζί!

Ο Ρος είναι περιζήτητος εργένης μέχρι να γνωρίσει την Ντεμέλζα και να ξεκινήσει το δεύτερο ρομάντζο της σειράς! Αναμφίβολα, είναι ένας πολύ δημοφιλής ήρωας της βρετανικής λογοτεχνίας, έχει πάρα πολλούς fans στη χώρα του, και το βάρος στις πλάτες τού Έινταν Τέρνερ και των δημιουργών ήταν πολύ μεγάλο για προφανείς λόγους. Επαναστάτης, με έντονη αίσθηση της ευθύνης του και της κοινωνικής δικαιοσύνης και πάνω από όλα μια ρομαντική φιγούρα, βρίσκει έναν άξιο εκπρόσωπο στον Τέρνερ, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει υπερβάσεις (και λόγω του επαναλαμβανόμενου του ρόλου), όμως χτίζει έναν δικό του ήρωα, όχι ιδιαιτέρως επαναστατικό ή αντισυμβατικό όπως ίσως ήταν ο Ρόμπιν Έλις του original, αλλά με κάτι ξεκάθαρα δικό του. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν δεν φέρουν ανάλογο βάρος. Πλην της υποβλητικής Ντεμέλζα και του Τζορτζ Ουέλινγκτον, οι υπόλοιποι φαντάζουν μάλλον λίγο αδιάφοροι.

Επί της ουσίας, το «Poldark» έχει όλα τα σχηματικά συστατικά μιας όμορφης ρομαντζάδας που απευθύνεται προς ευρεία κατανάλωση και είναι από αυτά τα πράγματα που εκλείπουν από τη μικρή οθόνη. Δίχως να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για εμβάθυνση των χαρακτήρων, πράγμα που διευκολύνεται όπως πάντα από τα ήθη και τις συμπεριφορικές συμβάσεις των εποχών, αλλά ούτε και για τους δεσμούς των προσώπων, έχουμε να κάνουμε με γνήσια ψυχαγωγική τηλεόραση που βαδίζει μια πεπατημένη επιτυχή, η οποία ποντάρει και στην ομορφιά του τοπίου και των ηρώων της.

Αν έχετε χρόνο και όρεξη για ένα προσεγμένο δράμα εποχής χωρίς εξάρσεις (ούτε χαράς ούτε λύπης) τότε το Poldark είναι η σειρά για εσάς!! Δοκιμάστε την και δε θα σας απογοητεύσει!

Πηγές: https://freecinema.gr/tv/poldark-an-old-fashioned-romance-in-cornwall/

H ένοικος του Γουάιλντφελ Χωλ,ένα κρυμμένο φεμινιστικό διαμάντι του ΒΒC

Οι αδελφές Μπροντέ είναι μια ευρέως γνωστή οικογένεια της Βικτωριανής λογοτεχνίας. Ιδίως, τα έργα των δύο πρώτων: Ανεμοδαρμένα ύψη και Τζέην Έυρ έχουν μείνει στο βάραθρο των εξιδανικευμένων ερωτικών ιστοριών, με τιςπρωταγωνίστριές τους Κάθριν καιΤζέην να συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά μιας τραγικής ηρωίδας και στα πρόσωπα των Χίθκλιφ και κ. Ρότσεστερ να αποτυπώνονται δύο εντελώς διαφορετικοί, αλλά εξίσου γοητευτικοί μέσα στα ελαττώματα τους.

Η μικρότερη, η Αν, αδίκως παραμελημένη από την ελληνική εκδοτική και μεταφραστική κοινότητα διαφοροποείται αισθητά από τις αδελφές της. Αν και μένει στο ίδιο μοτίβιο της ηθογραφικής προσέγγισης των ηρωών και της κοινωνίας στην οποία ζουν και δρουν, στην εμβάθυνση στον ψυχισμό τους, όπως αυτός διαμορφώνεται από τα ερεθίσματα που παίρνουν από τους γύρω τους και από τη δική τους ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία, προχωρά ένα βήμα παρακάτω από τις αδεφλές της και εντάσσει στο έργο της κοινωνκά μηνύματα.

Προτού, όμως, μιλήσουμε για το εξαιρετικό της λογοτεχνικό έργο, ας δούμε κάποια στοιχεία για τη ζωή της. Ανν Μπροντέ γεννήθηκε το 1820 στο Θόρντον του Γιορκσάιρ και ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του αιδεσιμώτατου Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρίας Μπράνγουελ. Αδέλφια της ήταν η Μαρία (1814-1825), η Ελίζαμπεθ (1815-1825), η Σαρλότ (1816-1855), ο Πάτρικ Μπράνγουελ (1817-1848) και η Έμιλι (1818-1848). Λίγους μήνες μετά τη γέννησή της, ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε στο Χάουορθ, όπου έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Το 1821 η μητέρα της απεβίωσε και την ανατροφή των παιδιών ανέλαβε η αδελφή της, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ. Η Ανν υπήρξε η αγαπημένη της θείας της και ήταν επίσης πολύ δεμένη με την αδελφή της Έμιλι. Μέχρι τα 15 της χρόνια έλαβε κατ’ οίκον μόρφωση από τη θεία της και τον πατέρα της. Όπως και οι αδελφές της, διδάχτηκε μουσική και ζωγραφική και μελέτησε τους κλασικούς συγγραφείς. Στα δεκαπέντε της στάλθηκε για 2 χρόνια εσωτερική στο Roe Head School, στο οποίο δίδασκε η μεγαλύτερη αδελφή της Σάρλοτ. Σε ηλικία 19 ετών εργάστηκε για πρώτη φορά ως γκουβερνάντα. Λόγω της απειρίας της δεν κατάφερνε να επιβληθεί στα παιδιά και έτσι ύστερα από λίγους μήνες την απέλυσαν. Από το 1840 έως το 1845 εργάστηκε ως γκουβερνάντα στο σπίτι του αιδεσιμώτατου Ρόμπινσον. Επισκεπτόταν την οικογένειά της μόνο 2 φορές το χρόνο, τον Ιούνιο και στις γιορτές των Χριστουγέννων. Με την οικογένεια Ρόμπινσον έκανε διακοπές κάθε καλοκαίρι στην παραθαλάσσια κωμόπολη του Σκάρμπορο, την οποία και λάτρεψε.

Αφού εγκατέλειψε την εργασία της ως γκουβερνάντα, αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το 1846, η Σαρλότ, η Έμιλι κι η Άννα εξέδωσαν μια ποιητική συλλογή με τα ψευδώνυμα Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ. Η συνεισφορά της Ανν στη συλλογή ήταν 21 ποιήματα. Το Δεκέμβρη του 1847 δημοσιεύτηκε το πρώτο της μυθιστόρημα Agnes Grey (Άγκνες Γκρέι), εμπνευσμένο από τις εμπειρίες της ως γκουβερνάντα πλούσιων και κατά κανόνα κακομαθημένων παιδιών και τον Ιούνιο του 1848 δημοσίευσε αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο της μυθιστόρημα The Tenant of Wildfell Hall (H μισθώτρια του Γουάιλντφελ Χωλ), όπου ξεδιπλώνονται οι φεμινιστικές της θέσεις. Και τα δυο έργα τα εξέδωσε με το ανδρικό ψευδώνυμο Άκτον Μπελ, που είχε υιοθετήσει για τα ποιήματά της.Το τελευταίο αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης τη σειράς για την οποια ετοιμάσαμε το σημερινό μας άρθρο.

Το δεύτερο μυθιστόρημά της συνάντησε αμέσως μεγάλη επιτυχία και μέσα σε 6 εβδομάδες είχε κιόλας εξαντληθεί η πρώτη έκδοση. Πολλούς τους σόκαρε η φεμινιστική στάση της ηρωίδας, που παίρνει την τύχη στα χέρια της και εγκαταλείπει τον αλκοολικό και φιλήδονο άντρα της πηγαίνοντας όχι μόνο ενάντια στις βικτωριανές αντιλήψεις αλλά και ενάντια στους βρετανικούς νόμους. Δρα σαν αυθύπαρκτο ον και όχι σαν διακοσμητικό στολίδι, έρμαιο των ανδρών, όπως όριζαν οι κανόνες της εποχής. Από την άλλη μεριά, η συγγραφέας κατακεραυνώνει τους άνδρες που καταστρέφουν την οικογενειακή γαλήνη του σπιτιού τους εξαιτίας του αλκοολισμού, κάτι που γνώριζε και η ίδια πολύ καλά λόγω του εθισμού του αδελφού της Μπράνγουελ, ο οποίος, αφού δημιούργησε ουκ ολίγα προβλήματα στις αδελφές του, τελικά απεβίωσε τον Σεπτέμβρη του 1848.

Μετά τον Μπράνγουελ, ήταν η σειρά της Έμιλι, η οποία απεβίωσε τον Δεκέμβρη του 1848. Στην Ανν κόστισε πολύ ο θάνατος της αγαπημένης της αδελφής και όταν ο γιατρός την επισκέφθηκε, δεν της έδωσε ελπίδες, αφού η φυματίωση ήταν σε τελευταίο στάδιο. Καθώς παρουσίασε όμως μια μικρή βελτίωση, αποφάσισε να πάει στο παραθαλάσσιο Σκάρμπορο, με την αμυδρή ελπίδα πως ο θαλασσινός αέρας θα την ωφελούσε. Στις 24 Μαΐου έφυγε με την αδελφή της Σάρλοτ για το Σκάρμπορο, όπου άφησε την τελευταία της πνοή το απόγευμα της 28ης Μαΐου 1849. Η αδελφή της αποφάσισε να μην τη μεταφέρει στον τόπο κατοικίας τους αλλά να την θάψει στο Σκάρμπορο.

Η Σάρλοτ Μπροντέ ήταν αντίθετη με το θέμα του έργου της Ανν The Tenant of Wildfell Hall και γι’ αυτό δεν επέτρεψε μετά το 1850 την ανατύπωσή του. Έτσι, κοινό και κριτικοί ξέχασαν για πολλά χρόνια τη μικρότερη από τις αδελφές Μπροντέ. Τα τελευταία χρόνια όμως, με το ενδιαφέρον που υπήρξε για τις γυναίκες συγγραφείς, τα έργα της Ανν Μπροντέ βγήκαν από τη λήθη και το The Tenant of Wildfell Hall, ακριβώς για το θέμα του, θεωρείται από πολλούς ένα από τα πρώτα φεμινιστικά έργα και ένα κλασικό της αγγλικής λογοτεχνίας.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια μικρή και κλειστή κοινωνία της Βρετανικής εξοχής, στην οποία καταφθάνει ξάφνου μια μυστηριώδης γυναίκα με το γιο της. Αυτό θα συνταρράξει τους ολιγάριθμους, αλλά πολύ περίεργους κατοίκους, οι οποίοι μέσα από εικασίες, αδιάκριτες ερωτήσεις για τη ζωή και τις πεποιθήσεις προσπαθούν, μάταια βέβαια, να βρουν την άκρη του νήματος. Όλοι νομίζουν πως πρόκειται για χήρα, μα αργότερα αποκαλύπτεται πως η γυναίκα αυτή δεν έχει χάσει, αλλά έχει εκούσια εγκαταλύψει τον μέθυσο βίαιο και άπιστο άντρα της. Κάτι τέτοιο είναι σκανδαλιστικό για την ελισαβετιανή εποχή. Ωστόσο, για την πρωταγωνίστρια ήταν απλά μια ανάγκη να σώσει τον εαυτό της και το παιδί της από την αυτοκαταστροφικότητα του άνδρα της και πατέρα του. Η Έλεν, όπως ονομάζεται ο κύριος χαρακτήρας, θα τα εκμυστηρευτεί αυτά μόνο στον Γκίλμπερτ,έναν νέο αγρότη που την ερωτεύεται παράφορα. Οι δυσκολίες που περνούν λόγω της μικροπρέπειας του κόσμου που τους περιβάλλει, της μισαλλοδοξίας και του δήθεν καθωσπρεπισμού, αλλά και τα εμπόδια που θέτει ο σύζυγος της Έλεν μένει να φανεί αν θα σταθούν τροχοπέδη στον έρωτά τους .

Το 1996, το BBC, αποφασίζει να μεταφέρει το έργο στη μικρή οθόνη σε σκηνοθεσία του Μάικ Μπέικερ. Και η προσπάθεια στέφεται με επιτυχία. Με τους Τάρα Φιτζέραλντ στο ρόλο της Έλεν Γκράχαμ, τον Ρούπερτ Γκρέιβς στον ρόλο του συζύγου της Άρθουρ Χάντινγκτον και τον Τόμπι Στίβενς στο ρόλο του Γκίλμπερτ Γκράχαμ, το έργο φτάνει και στα βραβεία BAFTA. Η σκηνοθεσία, σκοτενή όπως το μυστηριώδες κλίμα που πλαισιώνει το έργο, μεταφέρει υπέροχα στο σκηνικό στο οποίο ξεδιπλώνεται η ιστορία. Η Τάρα ως Έλεν είναι μαγευτική. Δυναμική, αγέρωχη, στοργική, ανοιχτόμυαλη, ένας μαχητής της ζωής για τη σωτηρία του εαυτού και του παιδιού της, που όμως ενλω πληγώθηκε δεν αρνείται από φόβο τον έρωτα ή την ευτυχία. Ο έξοχος Τόμπυ Στίβενς που μας έχει χαρίσει μια εξίσου καλή ερμηνεία και σην Τζέην Έυρ ως Έντουαρτ Ρότσεστερ, έρχεται σε έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο, αυτό του γλυκού, αθώου και αγαθού Γκίλμπερτ, τον οποίο υποστηρίζει για άλλη μια φορά άψογα να αποδώσει με μια υποκριτική ακρίβεια τον χαρακτήρα που η Αν Μπροντέ αποτύπωσε στο βιβλίο της.

Οι δύο πρωταγωνιστικές ερμηνείες μαζί με όσες τις πλαισιώνουν, η επιλογή της ζοφερής σκηνοθεσίας, τα πολύ όμορφα βικτωριανά κουστούμια και η ωραια μουσική συνθέτουν μια σειρά 3 επεισοδίων που δεν πρέπει να χάσετε.

Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD_%CE%9C%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AD#%CE%98%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%C

Η Τζέην Ώστεν όπως τη γνώρισα και τη λάτρεψα

Είχα την τύχη να γνωρίσω την Ώστεν μέσα από τα βιβλία της και τη μεταφορά τους στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη από νεαρή ηλικία. Διαβάζοντάς τα, όμως, διαρκώς από τότε δεν έχω πάψει να θαυμάζω την ιδιαίτερη, γεμάτη ειλικρίνεια και σαρκασμό γραφή της, τους γεμάτους ατέλειες τέλειους χαρακτήρες και τις ρεαλιστικές ιστορίες που καταλήγουν σε έναν μη ρεαλιστικό γάμο. Η ζωή της, λιγότερο ενδιαφέρουσα από αυτές των ηρωίδων της, δεν χαραμίστηκε σε έναν γάμο χωρίς έρωτα αλλά αφιερώθηκε στη συγγραφή και στην παραγωγή των έργων αυτών που χιλιάδες άνθρωποι αγάπησαν και διαβάζουν μέχρι σήμερα. Η Ελίζαμπεθ Μπένετ, ο κύριος Ντάρσυ, η Αν Έλιοτ, οι αδελφές Ντάσγουντ, η Έμμα και ο κύριος Μπίνγκλεϊ είναι χαρακτήρες που επιβίωσαν με το πέρασμα των χρόνων, αγαπήθηκαν και συντρόφευσαν αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Όπως είπε εύστοχα και ο Σερ Ουώλτερ Σκοτ:

«Το ξαναδιάβασα για Τρίτη φορά το Περηφάνια & Προκατάληψη, αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα της δεσποινίδας Τζέην Ώστεν. Αυτή η νέα γυναίκα έχει ένα μοναδικό ταλέντο να περιγράφει τις σχέσεις, τα συναισθήματα και τους χαρακτήρες της καθημερινότητας. Το επιτηδευμένο και στομφώδες ύφος μπορώ κι εγώ άνετα να το χειριστώ. Όμως δεν είχα την τύχη να έχω το σπάνιο χάρισμα που κάνει τα ασήμαντα και καθημερινά πρόσωπα και πράγματα ενδιαφέροντα χάρη στην ειλικρίνεια της περιγραφής και στα συναισθήματα. Τι κρίμα που ένα τόσο προικισμένο πλάσμα χάθηκε τόσο νωρίς!»

Για να ρίξουμε μα ματιά στη ζωή της:

Για την Τζέην Ώστεν έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά. Παρόλα αυτά, οι πληροφορίες που ευσταθούν ή που μπορούν να επιβεβαιωθούν ιστορικά είναι πραγματικά λίγες.

Γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1775, σ’ένα μικρό χωριουδάκι της κομητείας του Χάμσαιρ, το Στίβεντον, με μόλις 250 κατοίους και ήταν το έβδομο παιδί του Αγγλικανού ιερωμένου Τζορτζ Ώστεν και της Κασσάνδρας Λη. Η οικογένειά της αν και ευκατάστατη δεν θεωρούταν πλούσια. Μεγάλωσε, ωστόσο, σε ένα ευτυχισμένο σπιτικό που τελικά ποτέ δεν εγκατέλειψε. Πέρασε τα πρώτα της χρόνια στο πρεσβυτέριο του Στίβεντον, και το 1783 ο πατέρας Ώστεν την στέλνει μαζί με την αδελφή της, την Κασσάνδρα στην Οξφόρδη για να μαθητεύσουν πλάι στην θεία τους, την Αν Κόλλυ. Το φθινόπωρο, όμως, τα δύο κορίτσια αρρωσταίνουν βαριά από τύφο με αποτέλεσμα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Το 1875 στέλνονται στο οικοτροφείο θηλέων Abbey School. Εκεί θα μάθουν Γλώσσα, Γαλλικά, χορό, πλέξιμο και θέατρο. Θα σπουδάσουν μόνο για ένα χρόνο εκεί, καθώς το σχολείο ήταν πολύ ακριβό και ο πατέρας της Τζέην δυσκολευόταν να ανταπεξέλθει οικονομικά. Τα κορίτσια επιστρέφουν σπίτι για να συνεχίσουν το διάβασμα με την βοήθεια του πατέρα και των αδερφών τους.

Η Τζέην όπως και κάθε κορίτσι στην εποχή της βοηθάει στο νοικοκυριό, παίζει πιάνο για ένα διάστημα κάθε μέρα πριν το πρόγευμα και καταβροχθίζει με πάθος την βιβλιοθήκη του πατέρα της. Τρελαίνεται για τα μυθιστορήματα κάτι που θα γράψει και αργότερα στα βιβλία της. «Το να διαβάζει κανείς μυθιστορήματα είναι δείγμα ευφυούς μυαλού», γράφει η Τζέην Ώστεν μέσα από την φωνή της Κάθριν στο «Το Αββαείο του Νόρθαγκερ».

Τα μυθιστορήματα γίνονται όλη της η ζωή και με την προτροπή του πατέρα της αρχίζει και γράφει τα πρώτα της. Μόλις στα 11 της χρόνια, γράφει στίχους και ιστορίες τα οποία τα διαβάζει στις οικογενειακές συναθροίσεις. «Juvenilia» ονόμασε τις ιστορίες και τα ποιήματα που έγραψε τότε. «Τα μεγαλύτερα χαρίσματά της υπήρχαν εκεί σε εμβρυϊκή κατάσταση», γράφει η Πόλα Μπερν, επισημαίνοντας τη σατιρική διάθεση και την έλλειψη αναστολών της Ώστεν. Η νεαρή συγγραφέας διακωμωδούσε διάσημα πρόσωπα και έγραφε παρωδίες ρομαντικών μυθιστορημάτων. Μέσα σε αυτή τη συλλογή βρίσκεται το σατιρικό διήγημα «Αγάπη και Φιλία» όπου ειρωνεύεται τα δημοφιλή διηγήματα της εποχής περί ευαισθησίας, και «Η ιστορία της Αγγλίας», ένα χειρόγραφο 34 σελίδων που παρωδεί την ιστορική γραφή της εποχής και ειδικά την «Ιστορία της Αγγλίας του Oliver Goldsmith».

Οι μελετητές θεωρούν ότι ήταν γύρω στο 1789 που αποφάσισε πλέον να ασχοληθεί με τη συγγραφή επαγγελματικά – απόφαση σοκαριστική για την κοινωνία της εποχής και ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή, λόγω των προκαταλήψεων απέναντι στο γυναικείο φύλο. Στο διάστημα 1793 – 1795 έγραψε το διήγημα «Lady Susan», ενώ πριν από το 1796, σύμφωνα με την αδερφή της, είχε ήδη ολοκληρώσει την πρώτη της απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος, με το «Elinor and Marianne», από το οποίο όμως δεν έχει διασωθεί κανένα χειρόγραφο. Πάντως, από αυτό το έργο φέρεται να προέκυψε αργότερα, μετά από σοβαρές αλλαγές, το «Λογική και Ευαισθησία».

Σε ηλικία 20 χρονών γράφει το Περηφάνια και Προκατάληψη αν και αρχικά το είχε ονομάσει «Πρώτες Εντυπώσεις». Γράφει συνολικά 6 μυθιστορήματα 4 από τα οποία εκδίδει με ψευδώνυμο. Το 1811 εκδόθηκε ως το μυθιστόρημα «μιας κυρίας» το Λογική & Ευαισθησία προκαλώντας ευμενέστατη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους. Το μυθιστόρημα έγινε αυτό που λένε οι Άγγλοι the talk of town ενώ η λογοτεχνική του αρτιότητα έκανε πολλούς κοντόφθαλμους να πιστέψουν πως δεν ήταν το έργο μιας γυναίκας. Το 1813 επανεκδόθηκε μαζί με το Περηφάνια & Προκατάληψη, που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία, ενώ το 1814 εκδόθηκε το Μάνσφηλ Παρκ. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το Έμμα, ενώ το 1816 κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση του Μάνσφηλ Παρκ. Αρκετά από αυτά μεταφράστηκαν και στα γαλλικά, όλα τους φυσικά ανώνυμα μιας και ήταν κατακριτέο να κερδίζει μια αστή χρήματα από την ενασχόληση της με τη συγγραφή.

Η Τζέην διασκέδαζε με την ανωνυμία της και απολάμβανε να διαβάζει αποσπάσματα των δημοσιευμένων έργων της σε κοινωνικές συναθροίσεις χωρίς οι παρευρισκόμενοι να ξέρουν πως είναι η ίδια η συγγραφέας. Τα μοναδικά έργα που φέρουν το όνομα της ήταν το Αββαείο του Νορθάνγκερ και το Πειθώ, που κυκλοφόρησαν το 1817 μετά το θάνατό της σ’ ένα τόμο επιμελημένα από τον αδελφό της Χένρυ.

«Ζωή γεμάτη χρησιμότητα για τους άλλους, θρησκευτικότητα και αφοσίωση στη λογοτεχνία, η ζωή της δεν ήταν κατά κανένα τρόπο περιπετειώδης», έγραψε ο Χένρι Ώστεν για την αδερφή του Τζέην.

Μέχρι πριν χρόνια, περιγραφόταν σαν μια γυναίκα που δεν είχε καθόλου ζωή, κλεισμένη στο σπίτι της με μόνη διέξοδο και διαφυγή το γράψιμο, ακριβώς όπως η Έμιλι Ντίκινσον. Οι σύγχρονοι μελετητές διαφωνούν. Η Ώστεν μπορεί να προτιμούσε την ήσυχη ζωή της εξοχής και την πένα της, αλλά λάτρευε του χορούς, να γνωρίζει κόσμο και να αλληλογραφεί. Είχε σπουδάσει και ταξιδέψει επίσης, ενώ είχε και αρκετούς υποψήφιους μνηστήρες. Με κανέναν από αυτούς δεν προχώρησε σε γάμο ή κάποια σχέση διαρκείας, ωστόσο πολλοί ανακαλούνται με ευθυμία στις επιστολές της.

Η Ώστεν έμεινε από επιλογή χωρίς γάμο σε μια εποχή που μια ανύπαντρη γυναίκα θεωρούνται γεροντοκόρη, δυστυχισμένη, προβληματική και δαχτυλοδυκτούμενη. Μέχρι και σήμερα τα περισσότερα άρθρα που διαβάζει κανείς χαρακτηρίζουν την Ώστεν γεροντοκόρη αποδεικνύοντας περίτρανα πως οι αντιλήψεις της πατριαρχικής κοινωνίας καλά κρατούν. Η ίδια είχε προχωρημένες αντιλήψεις για την εποχή της για την θέση της γυναίκας, κάτι που φαίνεται και στα έργα της. Κριτικάρει και στηλιτεύει μοναδικά την κοινωνία της εποχής της, όπου η γυναίκα εξαρτιόταν από έναν καλό γάμο, προκειμένου να αποκτήσει -ή να διατηρήσει- μια καλή θέση στην κοινωνία και μία αξιοπρεπή ζωή, όπου ο σκοπός της γυναίκας είναι να παντρευτεί άνευ έρωτα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο ρόλο της εποχής. Παρόλα αυτά, η Ώστεν δεν αντιτίθεται στις κοινωνικές επιταγές και δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε φεμινιστική ή ριζοσπαστική ματιά στην τελική καθώς οι ήρωές της ακολουθούν με πιστή προσήλωση τις ηθικές και κοινωνικές επιταγές εκείνης της εποχής, ενώ οι ηρωίδες της αν και δυναμικές και ανεξάρτητες καταλήγουν πάντα να παντρεύονται με ένα καλό σύζυγο. Ωστόσο, στη δική της ζωή η Ώστεν δεν παντρεύτηκε για χάρη της κοινωνίας. Ο ρόλος ως μητέρα και σύζυγο δεν φαίνεται να της άρεσε και τόσο πολύ, ενώ δεν θέλησε να παντρευτεί χωρίς να υπάρχει έρωτας στον γάμο.

Το Δεκέμβριο του 1802 της γίνεται πρόταση γάμου από τον Χάρις Μπιγκ Γουίδερ. Η Τζέην αποδέχεται την πρόταση – ο γάμος θα προσέφερε σημαντικές διευκολύνσεις στην οικογένειά της, εξασφάλιση για τους γονείς αλλά και για την αδερφή της. Το επόμενο πρωί όμως, η Ώστεν συνειδητοποιεί ότι η πραγματοποίηση ενός τέτοιου γάμου θα ήταν λάθος και αποσύρει το λόγο της. Δεν υπάρχει καταγραφή σε αλληλογραφία ή ημερολόγια για το πως ένιωθε για αυτή την πρόταση γάμου, σε μια επιστολή της όμως προς την ανιψιά της, η οποία ζητούσε συμβουλή για μια σοβαρή σχέση, η Ώστεν γράφει: «Θα σε παρότρυνα να μην δεσμεύσεις τον εαυτό σου περαιτέρω και να μην σκέφτεσαι καν να τον δεχθείς, εκτός και αν πραγματικά τον θέλεις. Οτιδήποτε είναι προτιμότερο ή ανεκτό από το να παντρευτείς χωρίς αγάπη». Ίσως σε αυτό το σημείο να μιλά και για τον έρωτα που φέρεται να είχε νιώσει για τον Τόμας Λεφρόι

Σε ηλικία 20 ετών, και κατά τη διάρκεια κάποιας τέτοιας κοινωνικής εκδήλωσης, η Ώστεν γνώρισε τον Τομ Λεφρόι όταν εκείνος επισκέφτηκε το Στίβεντον από το Δεκέμβριο του 1795 έως τον Ιανουάριο του 1796. O Λεφρόι είχε μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και μετακόμιζε στο Λονδίνο για να ακολουθήσει το επάγγελμα του δικαστικού.

Από επιστολές της Τζέην στην αδερφή της, Κασσάνδρα, φαίνεται ότι οι δύο νέοι περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί. Μάλιστα, σε μία από τις λιγοστές επιστολές που έχουν σωθεί, η Ώστεν γράφει για τον Λεφρόι ότι είναι πολύ ευγενής, όμορφος και ευχάριστος νεαρός άνδρας, ενώ τον αποκαλεί φίλο της. Σε άλλη επιστολή, πέντε ημέρες αργότερα, γράφει ότι περίμενε κάποια πρόταση από εκείνον, την οποία -χαριτολογώντας γράφει- ότι θα αρνούνταν, αν εκείνος δεν εγκατέλειπε το λευκό παλτό του. Σύντομα το ειδύλλιο έλαβε άδοξο τέλος, με την οικογένεια του Λεφρόι να επεμβαίνει και να τον απομακρύνει από το Στίβεντον αφού ένας γάμος μεταξύ των δύο δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ πραγματικότητα. Κανένας από τους δύο δεν είχε χρήματα και εκείνος βασιζόταν σε ένα θείο του στην Ιρλανδία για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές και να τον βοηθήσει να στήσει την καριέρα του.

Αν και οι δυο τους δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά, η ανάμνηση του Λεφρόι συντρόφευε την Ώστεν για καιρό, και κανείς από τους υποψήφιους μνηστήρες που ακολούθησαν, δεν έβγαινε κερδισμένος από τη σύγκριση μαζί του.

Μόλις 41 χρονών και ταλαιπωρημένη η Τζέην Ώστεν πεθαίνει από μία σπάνια τότε ασθένεια που οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν, τον Ιούλιο του 1817. Πριν από 202 ακριβώς χρόνια. το 2017 το βρετανικό κράτος την τίμησε τοποθετώντας το πορταίτρο της στην πίσω πλευρά του νέου, πλαστικοποιημένου δεκάλιρου. Ένα χαρτονόμισμα που λέγεται ότι είχε τεράστια συμβολική σημασία για την ίδια αφού αυτό ήταν το ποσό που πήρε για το πρώτο μυθιστόρημα της «Λογική και Ευαισθησία». Άφησε πίσω της ένα έργο που θα αντέξει για πάνω από 200 χρόνια, κυρίως αφήνοντας πίσω μυθοπλαστικούς χαρακτήρες όπως ο κ. Ντάρσυ, η Ελίζαμπεθ Μπένετ, η Έμμα που ακόμα και σήμερα αναπαράγονται και συντροφεύουν τους αναγνώστες.

Η Σαρλότ Μπροντέ που αγάπησα

1. Λίγα λόγια για τη ζωή της

Η Σαρλότ Μπροντέ απεβίωσε μα μέρα σαν σήμερα το 1855. Ήταν η μεγαλύτερη από τις Αδελφές Μπροντέ. Γεννήθηκε στο Θόρντον του Γιορκσάιρ (Αγγλία) το 1816 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Ιρλανδού κληρικού Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρία Μπράνγουελ. Μετά το θάνατο της μητέρας της από καρκίνο, την ανατροφή της καθώς και των αδελφών της ανέλαβε η θεία της, ενώ τον Αύγουστο του 1824, η Σαρλότ, μαζί με την Έμιλι, τη Μαρία και την Ελίζαμπεθ, στάλθηκαν σε εκκλησιαστικό σχολείο στο Λάνκασαϊρ. Οι κακές συνθήκες του σχολείου επηρέασαν την υγεία και τη φυσική κατάσταση της Σαρλότ, ενώ επέσπευσαν το θάνατο των δυο μεγαλύτερων αδελφών της (Μαρία και Ελίζαμπεθ) από φυματίωση το 1825.
Στο πατρικό τους σπίτι, η Σαρλότ μαζί με τα αδέλφια της, Μπράνγουελ, Έμιλι και Άννα, άρχισαν να γράφουν για τη ζωή και τα έργα των κατοίκων των φανταστικών βασιλείων τους: η Σαρλότ κι ο Μπράνγουελ για το βασίλειο της Άνγκρια, η Έμιλι κι η Άννα για το βασίλειο του Γκόνταλ.
Η Σαρλότ συνέχισε την εκπαίδευσή της κι έγινε δασκάλα. Από το 1839 ως το 1841 δούλεψε ως οικονόμος σε αρκετές οικογένειες, ενώ το 1842 μαζί με την Έμιλι εργάστηκαν σε ένα οικοτροφείο στις Βρυξέλλες, μέχρι το θάνατο της θείας τους το 1842.
Το 1843, η Σαρλότ επέστρεψε στο οικοτροφείο, όπου έγινε μοναχικός χαρακτήρας, νοσταλγούσε το πατρικό της σπίτι κι ήταν ιδιαίτερα δεμένη με τον εργοδότη της, Κονσταντέν Εζέ. Επέστρεψε το 1844 και τα βιώματά τής ενέπνευσαν κάποια από τα μετέπειτα έργα της.
Το 1846, η Σαρλότ, η Έμιλι κι η Άννα εξέδωσαν μια ποιητική συλλογή με τα ψευδώνυμα Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ.

Η εργογραφία της περιορίζεται σε τέσσερα μυθιστορήματα:

  • Jane Eyre «Τζέιν Έιρ» (1847)
  • Shirley «Σίρλεϊ» (1849)
  • Villette «Βιλέτ» (1853)
  • The Professor «Ο Καθηγητής» (1857)

Τα έργα της δεν βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση από τους κριτικούς, ενώ υπήρξαν αρκετές συζητήσεις για την πραγματική ταυτότητα του «Κάρερ Μπελ». Το πρώτο της βιβλίο, «Ο Καθηγητής», ήταν εμπνευσμένο από τον έρωτα της για τον Εζέ, ενώ μεγάλη επιτυχία κι αναγνώριση της έφερε η Τζέιν Έιρ, που ήταν ουσιαστικά σαν αυτοβιογραφία της.
Πέθανε το 1855 ένα χρόνο μετά τον γάμο της με τον Άρθουρ Μπελ Νικόλς και κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης. Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή της είναι γνωστά από τη βιογραφία της, από την Ελίζαμπεθ Γκάσκελ.

2. Λίγα λόγια για το έργο της

Σε αντίθεση με την δυσχερέστατη και μίζερη, εξωτερικά τουλάχιστον ζωή της, τα έργα της βρίθουν πάθους, δίψας για ζωή, φιλοδοξία και αγώνα για επιβίωση, για αγάπη, για συντροφικότητα. Όλα χαρακτηρίζονται από έντονο ρομαντισμό και λυρισμό και είναι κυρίως εμπνευσμένα από τις προσωπικές της εμπειρίες. Η ροή είναι κοινή κια στα τέσσερα βιβλία της. Ξεκινά λοιπόν η Μπροντέ να στήνει μια σκηνή γύρω από την οποία θα διαδραματίστει το κύριο περιστατικό. Αυτή η σκηνή περιπλέκεται αρμονικά με το παρελθόν των πρωταγωνιστών, με αποτέλεσμα τίποτα από όσα θα εκτυλιχθούν εν συνεχεία να μην ξενίζει. Συνήθως οι περιγραφές αυτές, το ταξίδι στη ζωή των πρωταγωνιστών είναι εκτενέστατο, ώστε μέσα από αυτό να διαγράφονται οι χαρακτήρες, να δικαιολογούνται οι συμπεριφορές και να προοικονομούνται με τον πιο διακριτικό τρόπο όσα πρόκεινται να ακολουθήσουν. Η μαγεία στο γράψιμό της εντοπίζεται στο ότι η ροή που περιγράψαμε παραπάνω δεν απέχει από αυτή του ποταμού. Έτσι, η αρχή είναι ομαλή, θα έλεγε κανείς μάλλον συνηθισμένη, στη συνέχεια που και που το ρεύμα αλλάζει και άλλοτε αγριεύει, άλλοτε γαληνεύει. Μέχρι που έρχεται το σημείο του καταρράκτη. Τότε που όλα ανατρέπονται, που οι προσδοκίες καταρρέουν, που οι ήρωες βρίσκονται έρμαιοι στα χέρια της μοίρας. Το αν θα αγωνιστούν να την νικήσουν είναι καθαρά δική τους απόφαση. Κάποιοι παλεύουν και νικούν την ορμή του ποταμού, καταλήγοντας σε μια όαση. Άλλοι πάλι, λιγότερο τολμηροί ή αδύναμοι αφήνοται. Το που θα καταλήξουν τότε εξαρτάται από τους τολμηρούς. Σε κάθε περίπτωση όμως, το τέλος είναι αυτό που αρμόζει στις επιλογές του καθενός, ευτυχισμένο ή δυστυχισμένο.

3. Λίγα λόγια για τους ήρωές της

Αυτό που η Σαρλότ Μπροντέ επιτυγχάνει με μοναδικό τρόπο είναι να συμπορεύσει την απόλυτη παράδοση που αισθάνεται κάποιος στον έρωτα με την εγωιστική εγκράτεια που επέβαλε η εποχή μέσα στην οποία έζησε και δηιούργησε. Δεν έπλασε ήρωες που θυσιάζουν τα πάντα για το όνειρό τους ,έπλασε ανθρώπους προσγειωμένους στην πραγματικότητα που πασχίζουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Μοιάζει σα να πήρε τα πορτρέτα των ανθρώπων που συνάντησε στη ζωή της και να τα επεξεργάστηκε περίτεχνα, κτίζοντας γύρω από την εμφάνιση και τους τρόπους τους αληθοφανείς και ρεαλιστικούς χαρακτήρες με τα ελαττώματα και τις ατέλειες. Η Σαρλότ απεχθανόταν την τελειότητα ή μάλλον οι θρησκευτικές της αντιλήψεις την ώθησαν στο να πιστεύει πως η τελειότητα δεν ταιριάζει στον άνρθωπο παρά μόνο στο Θεό. Η άποψη αυτή, ακόμα και αν ήταν βαθιά ριζωμένη μέσα της λόγω της αγγλικανής παιδείας που πήρε ήταν καθόλα ευεργετική για το έργο της. Οι “αντήρωες” των ιστοριών της είναι προσιτοί στον αναγνώστη, βλέπει μέσα σε αυτούς τον εαυτό του, τις δικές του ελλέιψεις. Διευκολύνει όλη αυτή η διαδικασία την ταύτιση και την παρακολούθηση των ενεργειών των πρωταγωνιστών. Αλλά και οι φιγούρες που τους περιτριγυρίζουν είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένες, προσεγμένες μέχρι και στην λεπτομέρεια, ώστε τίποτα να μην φαίνεται παράλογο, περιττό, ανούσιο ή οξύμωρο.

Εκτός των άλλοων, η Σαρλότ άλλαξε συνειδητά τον όρο “έρωτας” από αυτό που σήμαινε στην εποχή της και ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες, με έναν τρόπο που επηρέασε την κοινωνία μας πολύ περισσότερο από τις ταπεινές της προσδοκίες και, ίσως, πέρα ακόμα κι από τις προθέσεις της. Για εκείνη έρωτας ήταν απελυθέρωση, όχι υποδούλωση. Η παράδοση τους ενός στον άλλο ήταν πάντα αμφίδρομη και δε σήμαινε τον παραγκωνισμό της περηφάνειας (όχι της εγωπαθούς αλλά αυτής που ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο με αυτοσεβασμό), των επιθυμιών και των μελλοντικών σχεδίων, όπως ήταν διαδεδομένο στη Βικτωριανή εποχή. Οι γυναίκες στο έργο της είναι γυναίκες κοινές, που έχουν βιώσει τις δυσκολίες της ζωής, κυρίως οικονομικά και κοινωνικά αδύναμες, αλλα έχουν μια ασύγκριτη εσωτερική δύναμη, έναν ενθουσιασμό, μια βαθιά σιγουριά με την οποία πορεύονται. Δεν είναι μόνη τους έγνοια ο καλλωπισμός προκειμένου να πετύχουν ένα καλό γάμο, αλλά η μόρφωση και η καλλιέργεια, η πίστη στις αρχές και στα όνειρά τους, όσο ταπεινά και αν είναι αυτά. Ερωτεύονται όχι τη δύναμη ή τα χρήματα, αλλά την ψυχή του ανθρώπου που έχουν απέναντί τους. Και αυτό ακριβώς ερωτεύονται με τη σειρά τους οι ίδιοι, αφού οι πρωταγωνίστριες της Σαρλότ ποτέ δεν αυγκαταλέγονται στα κλασικά πρότυπα γυναικείας ομορφιάς. Η απλότητα και η φυσικότητα είναι αυτά τα στοιχεία που τις κάνουν να ξεχωρίζουν. Σε αυτά συγκατελέγονται βέβαια και ο φεμινισμός του που συμπορεύεται με την αντιθετική ταπεινή τους θέση. Εξωτερικά γυναίκες παγιδευμένες σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη, εσωτερικά όμως δυνατές, με πυγμή, φιλοδοξίες και ελπίδα. Έχουν θάρρος, όχι θράσος, αγαπούν βαθιά και ουσιαστικά και όχι επιφανειακά, έχουν σεβασμό στον εαυτό τους και αυτοπεποίθεση, μαζί με επίγνωση όμως της θέσης και των δυνατοτήτων τους, έχουν ελαττώματα, αλλά τα προτερήματά τους είναι τόσο σπάνια που μαγεύουν στους άνδρες συμπρωταγωιστές τους. Δεν τους τυφλώνουν όμως, γιατί τις ερωτεύονται όχι για αυτό που δείχνουν στους άλλους και στην κοινωνία αλλά για αυτό που είναι και δείχνουν μόνο σε αυτούς.

4. Λίγα λόγια για τα βιβλία της

Τζέην Έυρ

Το πιο αναγωνρίσιμο βιβλίο της είναι χωρίς αμφιβολία, η Τζέην Έυρ, ένα μυθιστόρημα ρομαντικό που περιγράφει τον έρωτα μια γκουβερνάντας με τον κύριο του σπιτιού. Η Τζέην της ιστορίας είναι μια ορφανή κοπέλα που οδηγείται σε οικοτροφείο από τη θεία της, η οποία δεν επιθυμεί να την αναθρέψει. Εκεί διαβιώνει με δυσκολία, καθώς η ψυχοσύνθεσή της συνθίβεται από την αυστηρότητα, την πείνα και τις αρρώστιες. Η διαμονή της στο ίδρυμα για οκτώ χρόνια την κάνει πιο δυνατή και την προικίζει με γνώσεις, με αποτέλεσμα να γίνει δασκάλα. Με την ιδιότητά της αυτή, προσλαμβάνεται ως γκουβερντάντα ενός μικρού κοριτσιού στο Θόρνφιλντ. Εκεί γνωρίζει τον Έντουαρντ Ρότσεστερ. Η σχέση τους εξελίσσεται από φιλία και έναν δυνατό έρωτα που όμως δεν καταφέρνει να τους ενώσει, διότι τους χωρίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια. Η Τζέην αναγκάζεται να φύγει και να ζήσει απομονωμένη μακριά από όλους και όλα. Ο έρωτάς της όμως δεν κατευνάζεται και επιστρέφει κοντά στον αγαπημένο της.

Ο Καθηγητής

Το πρώτο της έργο, σχεδόν αυτοβιογραφικό, περιγράφει τη ζωή ενός νέου που φεύγει από την πατρίδα του μετά από τη διάψευση των προσδοκιών του να δουλέψει ως έμπορος. Καταλήγει στις Βρυξέλλες να εργάζεται ως καθηγητής Αγγλικών σε σχολείο αρρένων και μετέπειτα και θηλέων. Τα αισθήματά του θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, μέχρι να γνωρίσει και να αγαπήσει μια μαθήτριά του, τη Φράνσις που εργάζεται παράλληλα ως δασκάλα στο ίδιο σχολείο. Θα περάσουν μέσα από 40 κύματα ώσπου να καταφέρουν να είναι μαζί. Θα νικήσει όμως στο τέλος, η αγάπη, η ταπεινότητα και η αέναη προσπάθειά τους για κάτι καλύτερο, οι αρχές και το ήθος έναντι στην ανηθικότητα που κυριαρχούσε τους κύκλους τους.

Βιλέτ

Δημοσιευμένο τον Ιανουάριο του 1853, πέντε χρόνια μετά την εκπληκτική επιτυχία της “Τζέην Έυρ”, το μυθιστόρημα Βιλέτ αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας ώς τη στιγμή που η ζωή της κατασταλάζει. Μεγάλα κομμάτια του, μεταπλασμένα με αριστοτεχνικό τρόπο σε λογοτεχνία, αποτυπώνουν μάλλον τη ζωή της ίδιας της Σάρλοτ Μπροντέ. Λεπτότατες ψυχολογικές παρατηρήσεις παρακολουθούν την περιπέτεια της ηρωίδας λεπτό προς λεπτό: έναν απροσδόκητο έρωτα, μια μεγάλη αγάπη, την αγωνία, τη μοναξιά, το θάρρος ενός ανθρώπου που ψάχνει το δρόμο του. Ο αναγνώστης παρασύρεται σ’ άλλον χρόνο, συνδιαλέγεται, εισχωρεί στο τοπίο του 19ου αιώνα.

Σίρλεϊ

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο Γιόρκσαϊρ του 1811-12, κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής ύφεσης που προκλήθηκε στην Αγγλία, εξαιτίας των Ναπολεόντειων πολέμων και του πολέμου του 1812 και εκτυλίσσεται με φόντο τις εξεγέρσεις των Λουδιτών στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας του Γιόρκσαϊρ. Το μυθιστόρημα αποτελείται από δύο σκέλη που συνυφαίνονται. Το πρώτο αφορά στους αγώνες των εργαζομένων ενάντια στους ιδιοκτήτες των κλωστοϋφαντουργικών μύλων και το δεύτερο αφορά στην έντονη εσωτερική συναισθηματική ζωή των δύο ηρωίδων του βιβλίου.
Η Σίρλεϊ, είναι μια ισχυρή και πεισματάρα κοπέλα, που μετακομίζει σε ένα μικρό χωριό όπου έχει κληρονομήσει μία τεράστια έκταση γης, ένα σπίτι και έναν μύλο. Ο Ρόμπερτ Μουρ υπενοικιάζει αυτόν τον μύλο και τον λειτουργεί ως κύριος ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Το εμπόριο δεν πάει καλά και πολλοί έμποροι αντιμετωπίζουν ενδεχόμενη πτώχευση. Οι ιδιοκτήτες μύλων όπως ο Ρόμπερτ Μουρ, αναγκάζονται να διώξουν πολλούς από τους εργαζόμενούς τους. Η φτώχεια και η απόγνωση του κόσμου οδηγεί σε μεγάλη ένταση μεταξύ των αγροτών και της ανώτερης τάξης και οι κληρικοί βρίσκονται ανάμεσά τους. Ο Ρόμπερτ Μουρ ασχολείται πάρα πολύ με την προβληματική δουλειά του και δεν δίνει προσοχή στη μακρινή ξαδέλφη του, την ευαίσθητη και ντελικάτη Κάρολαϊν Χέλστοουν που είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του. Η Κάρολαϊν και η Σίρλεϊ γίνονται επιστήθιες φίλες. Ο Ρόμπερτ σκέπτεται το γάμο με την πλούσια και ανεξάρτητη Σίρλεϊ, για να ξεφύγει από το οικονομικό του αδιέξοδο, αλλά βαθειά μέσα στην καρδιά του έχει την ξαδέλφη του, Κάρολαϊν. Ενώ η Κάρολαϊν προσπαθεί να καταστείλει τα αισθήματά της για τον Ρόμπερτ, πεπεισμένη ότι εκείνος δε θα ανταποδώσει ποτέ την αγάπη της, η Σίρλεϊ τρέφει συναισθήματα για κάποιον, που κανείς δεν μπορεί να υποπτευθεί..

5. Προσωπικότητες που ξεχώρισα

Τζέην Έυρ (από το ομώνυμο βιβλίο)

Η Τζεην Ευρ είναι μια ήρεμη δύναμη, μια φιλομαθής νέα που υπερασπίζεται τον εαυτό της, τα θέλω της και τις αρχές της. Απορροφά τη γνώση σαν σφουγγάρι και σε αυτή βλέπει τη μόνη διαφυγή από μια πραγματικότητα που την ταλανίζει. Έχει αυτογνωσία χωρίς όμως έλλειψη αυτοπεποίθησης. Έχει θάρρος να εκφράζει τη γνώμη της με ειλικρίνεια και είναι υπέρμαχος του σωστού και του δικαίου ηθικά. Ο έρωτας της είναι αγνός και ολοκληρωτικός, όπως είναι και η ίδια. Αγαπά τους ανθρώπους, συγχωρεί και πάρα το νεαρό της ηλικίας της είναι ώριμη και κατασταλαγμένη.

Έντουαρντ Ρότσεστερ (από το βιβλίο Τζέην Έυρ)

Από την άλλη πλευρά, το αντικείμενο του πόθου της Τζέην είναι ένας άντρας εύστοχος, εύστροφος και οξυδερκής, βαθύς όμως σε αντίθεση με άλλους της αντίστοιχης κοινωνικής και οικονομικής θέσης. Μοιάζει να αναζητά μια γαλήνη, μια εσωτερική ηρεμία, ένα λιμάνι γιατί διαρκώς διώκεται από τον κόσμο και τον εαυτό του. Αυτό το βρίσκει στα μάτια της Τζέην που αγαπά με πάθος ενός νέου και με στοργικότητα ενός πεπειραμένου. Όταν την χάνει, χάνει και τον εαυτό του, την καλή εκδοχή του εαυτού του, που εκείνη του χαρίζει, αφήνεται. Θα πρέπει μόνο να βρεθούν πάλι κοντά για να ξαναγεννηθεί ο δυναμικός, με χιούμορ και ενσυναίσθηση άνδρας που αγάπησε η Τζέην.

Γουίλιαμ Κρίμσγουορθ (από το βιβλίο Καθηγητής)

Ο καθηγητής είναι ένας άνδρας νέος, αλλά μόνος. Αναζητά το αποκούμπι στον αδελφό του και μετέπειτα και σε φίλους, αλλά κανείς δεν του συμπεροφερεται όπως του αρμόζει με αποτέλεσμα να πορεύεται μόνος του. Είναι αυστηρός στις αρχές και έχει κυριαρχία των συναισθημάτων του, αγαπά τη διδασκαλία και τους μαθητές του. Για αυτόν ο έρωτας είναι κάτι που έρχεται σταδιακά και πορεύεται από το θαυμασμό των αρετών της συντρόφου, όχι των εξωτερικών αλλά των εσωτερικών.

6. Η Σαρλότ Μπροντέ εμπνέει την 7η τέχνη

Τα βιβλία της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο αλλά και στη μικρή οθόνη και έχουν αγαπηθεί από τους θεατές παγκοσμίως. Πάρτε μια γεύση :

    • 1997: Jane Eyre, με σκηνοθέτη τον Robert Young, και πρωταγωνιστές Ciarán Hinds and Samantha Morton
    • 2006: Jane Eyre, a BBC series starring Toby Stephens (Mr. Rochester), Ruth Wilson (Jane) and Georgie Henley (Young Jane)