Τραβάτε γραμμές, νεαρέ μου, χαράζετε γραμμές εκ του φυσικού ή από μνήμης και θα γίνετε καλός καλλιτέχνης – Η ζωή του Εντγκαρ Ντεγκά

Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Έντγκαρ Ντεγκά, τον γνωστό Παριζιανο καλλιτέχνη που άφησε ένα βαθιά ανθρώπινο στιγμή στη σύγχρονη ζωγραφική

Η οικογένεια Ντε Γκα

Ο Εντγκαρ Ντε Γκα γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Ιουλιου του 1834. Καταγόταν από μία πλούσια οικογένεια, με πατέρα Γάλλο-Ίταλό και μητέρα Κρεολή, από τη Νέα Ορλεάνη. Ήταν ο μεγαλύτερος από πέντε αδέλφια. Ο πατέρας του, στο επάγγελμα τραπεζίτης, ήταν ένας άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος και ιδιαίτερα φιλόμουσος. Όταν πέθανε η μητέρα του ζωγράφου, στα 13 του χρόνια, την πνευματική του καλλιέργεια ανέλαβε αποκλειστικά ο πατέρας.

Το όνομα

Το πλήρες όνομα του ζωγράφου ήταν Εντγκάρ Ιλαίρ Ζερμαίν ντε Γκα και αντανακλά την πολυπολιτισμικής καταγωγή του. Το επίθετό του, ντε Γκα, διατήρησε ως είχε ως τα σαράντα του έτη, όποτε άρχισε να υπογράφει με εκείνο μονολεκτικά, ως Ντεγκά.

Η κλίση προς τη ζωγραφική

Ο Εντγκάρ Ντεγκά ζωγράφιζε από μικρή ηλικία. Αποφοιτώντας από το λύκειο, με μπακαλορεά στη λογοτεχνία, είχε ήδη μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού σε στούντιο. Ξεκινα να δουλεύει ως αντιγραφέας στο Λούβρο, εμπνέεται από τον Ενγκρ και τους μεγάλους Αναγεννησιακους ζωγράφους, αλλά ο πατέρας του επιμένει να ακολουθήσει νομικές σπουδές. Γράφεται στη νομική σχολή του Παρισιού, αλλά μετά από δύο χρόνια εγκαταλείπει. Σε αυτό συνετέλεσε και η γνωριμία του με τον Ενγκρ.

Τραβάτε γραμμές, νεαρέ μου, χαράζετε γραμμές εκ του φυσικού ή από μνήμης και θα γίνετε καλός καλλιτέχνης

Ντ. Ενγκρ

Αυτά ήταν τα λόγια του μεγάλου Ενγκρ στον Ντεγκά όταν τον πρωτογνώρισε, το 1855. Την ίδια χρόνια, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου φοιτησε κοντά στον Λ. ντε Λαμότ, μαθητή του Ενγκρ.

Στην Ιταλία

Το 1858 ο Ντεγκά ταξιδεύει στην Ιταλία. Δεν είναι η πρωτη φορά που πηγαινει εκεί, αλλά είναι η πιο καθοριστική. Ταξιδεύει στη Ρώμη, τη Φλωρεντία, το Βιτερμπο , το Ορβιέτο, στην Περρούτζια και την Ασσιζη. Μελετά τους αναγεννησιακους ζωγράφους, που θα αποτελέσουν μια από τις βασικές επιρροές του και δημιουργεί προσχέδια για το γνωστό του πίνακα «Η οικογένεια Μπελέλλι», που αποτελεί οικογενειακό πορτραίτο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι από τους αριστουργηματικούς αναγεννησιακους πίνακες, ο Ντεγκά επιλέγει να μελετήσει λεπτομέρειες και αποσπάσματα που του έκαναν εντύπωση και όχι τη συνολική παράσταση.

Η οικογένεια Μπελέλλι

Αντλώντας θεματολογία από την Ιστορία

Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, περίπου το 1860, επικεντρώνεται σε θέματα ιστορικά. Δίνει μεγάλη έμφαση στη λεπτομέρεια, στο καθαρό σχέδιο. Δίνει περισσότερη σημασία στην απόλυτη απόδοση των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών και των εκφράσεων παρά στην απεικόνιση του ιστορικού γεγονότος καθεαυτού. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στον πίνακα του «Νεαροί Σπαρτιάτες», όπου οι μορφές μοιάζουν περισσότερο με Παριζιανους εφήβους από νεανικές συμμορίες της Μονμάρτης, παρά με αρχαίους Έλληνες νέους.

Νεαροί Σπαρτιάτες σε ασκηση
Η Σεμίραμις χτίζοντας τη Βαβυλώνα

Η φιλία με τον Μανέ

Την ίδια χρονική περίοδο, ο Ντεγκά γνωρίζεται με τον Μανέ. Από εκεί και στο εξής θα συνάψουν μία δυνατή φιλιά και αμοιβαία αλληλοεκτίμηση. Ο Μανέ τον γνωρίζει σε ένα κύκλο Ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών, τον φέρνει σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Ζολά, ο Σεζάν, ο Ρενουάρ και ο Μονέ. Σταδιακά αρχίζει μια νέα περίοδος στη ζωγραφική του.

Ένας ιμπρεσσιονισμος της καθημερινότητας

Η τέχνη του Ντεγκά αρχίζει να αντλεί θεματολογία από την καθημερινότητα. Ιπποδρομίες, άνθρωποι στη δουλειά, καπελάδες και πλύστρες, αριστοκράτες και χορεύτριες αρχίζουν να γίνονται κυρία θέματα στους πίνακές του. Απαρνούμενος σταθερά τον Ιμπρεσσιονισμό, τη ζωγραφική στην ύπαιθρο και επιμένοντας να αυτοχαρακτηρίζεται Ρεαλιστής, αποτυπώνει ωστόσο την έμπνευση του με τον ιμπρεσιονιστικό τρόπο. Σκηνές της πόλης, της ρουτίνας, ακόμα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης αποδίδονται με ζωντάνια και εξαντλητική λεπτομέρεια.

Οι πλύστρες

Ο Πόλεμος

Με την έναρξη του Γάλλο-πρωσικού πολέμου, το 1870, ο Ντεγκά επιστρατεύεται, όπως και πολλοί συνάδελφοι του στην Εθνοφρουρά. Αυτή είναι και η περίοδος που θα αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης. Η σταδιακή επιδείνωση της κατάστασής του θα τον καταστήσει σχεδόν τυφλό προς το τέλος της ζωής του. Αντίστοιχα θα επηρεάσει και το καλλιτεχνικό του ύφος

Το Φουαγιέ του Χορού και η Σχολή Μπαλέτου

Μετα την ανακωχή, ο ζωγραφος αρχίζει να συχνάζει στα παρασκήνια της όπερας. Η Σχολή Μπαλέτου τον εμπνέει να αρχισει την απεικόνιση σκηνών χορού και μικρών χορευτριών, το θέμα για το οποίο είναι κυρίως γνωστός. Ο πρώτος του πίνακας αυτού του είδους ήταν «Το φουαγιέ του Χορού»

Η Νέα Ορλεάνη

Ο Ντεγκά έζησε για ένα περίπου χρόνο κοντά στο θείο του στη Νέα Ορλεανη. Άντλησε έμπνευση από το εξωτικό -για τα δικά του δεδομένα- στοιχείο, αλλά τα προσχέδια του ως επι το πλείστον δεν κατέληξαν σε πίνακες. Η ξεχωριστή αύρα της Λουϊζιάνα, ωστόσο, αφήνει το ιδιαίτερο στίγμα της στον καλλιτέχνη. Επιστρέφοντας ζωγραφίζει έναν από τους γνωστότερους πίνακες του, την Αγορά του μπαμπακιού, που απεικονίζει τις συναλλαγές στο γραφείο του θείου του.

Η επιστροφή στη Γαλλία

Επιστρέφοντας στη Γαλλία, οι πίνακες του Ντεγκά επιστρέφουν στην ρεαλιστική θεματολογία. Η σύνθεση ωστόσο αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία και η παλέτα του γίνεται πιο έντονη και λαμπερή. Μετά το θάνατο του πατέρα του, και τα χρέη που είχε αφήσει ο αδελφός του, εισέρχεται σε μια ιδιαίτερα δημιουργική δεκαετία, κατά την οποία φιλοτεχνεί ορισμενα από τα πιο εμβληματικά έργα του. Εκθέτει τη δουλειά του σε πέντε εκθέσεις μαζί με τους ιμπρεσιονιστές συντρόφους του, συμμετέχοντας και στην οργάνωσή τους, παρά τις αντιθέσεις του προς το Κινημα. Καθώς η οικονομική του κατάσταση βελτιώνεται, στρέφεται και προς τη συλλογή έργων τέχνης, με έμφαση στους αγαπημένους του Ντελακρουά, Ενγκρ και Ντωμιέ.

Ο εφευρέτης της κοινωνικής φωτοσκιάσεως

Η ζωγραφική του Ντεγκά αποκτά όλο και μεγαλύτερη ελευθερία, οι σκηνές γίνονται πιο ρευστές, το φως αξιοποιείται για να διαχωριστούν τα πλάνα, με τέτοιο τρόπο, ώστε στο βάθος να γινεται ένα με τις μορφές. Οι αντανακλάσεις, οι σκιές και οι αποχρώσεις δουλεύοντας με τρόπο πρωτοποριακό και μοναδικό. Αυτή η τεχνική, η οποία έγινε το κύριο μέλημα του ζωγράφου ήταν και ο λόγος που οι φίλοι του τον αποκαλούσαν ειρωνικά «Εφευρέτη της κοινωνικής φωτοσκιάσεως».

Η απομόνωση

Ο Ντεγκά πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του σε πλήρη απομόνωση. Οι αντισημιτικές του ιδέες τον απομάκρυναν από μεγάλο μέρος των φίλων του, ενώ η όραση του είχε εξασθενήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ζωγράφιζε κυρίως με βάση το νέφτι, το παστέλ η την τέμπερα, δίνοντας όλο και μεγαλύτερη προσοχή στο φως και το χρωμα. Με τη δεξιοτεχνία του δημιούργησε έργα λυρικά, φαντασιακα, συνδυάζοντας τεχνικές. Υπήρξε μάλιστα ο εφευρέτης της μονοτυπίας. Η πιο χαρακτηριστική συλλογή που δημιούργησε με παστέλ ήταν η σιερα των γυναικών που «Λούζονται, πλένονται, χτενίζονται ή τις χτενίζουν»

Ο Εντγκάρ Ντεγκά πέθανε απομονωμένος σε ηλικία 83 ετών σαν σήμερα, το 1917 στο Παρίσι, αφήνοντας μια μεγάλη συλλογή πινάκων, χαρακτικών και γλυπτών, αποτέλεσμα μιας δυναμικής και προοδευτικής καλλιτεχνικής αναζήτησης, μιας έμπνευσης που αξιοποίησε ακόμη και τους φυσικούς περιορισμούς για να μετουσιωθεί σε πρωτότυπο καλλιτεχνικό έργο.

Αλέξης Ακριθάκης, ένας σύγχρονος μποέμ καλλιτέχνης

Το σημερινό άρθρο της φίλης μας θα αφιερώσουμε στον Αλέξη Ακριθάκη, ένα σύγχρονο έλληνα ζωγράφο, που έζησε μια περιπετειώδη μποέμ, όπως θα τη χαρακτηρίζαμε, ζωή .

Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, από μια ευκατάστατη οικογένεια που ζούσε στο Κολωνάκι. Υπήρξε ιδιαίτερα αντιδραστικός ως μαθητής και είχε αποβληθεί από κάθε σχολείο όπου φοίτησε!

Τα πρώτα του σχέδια έκανε στο ιστορικό καφενείο Βυζάντιο, το οποίο βρισκόταν στην πλατεία Κολωνακίου και φιλοξενούσε κύκλους αντισυμβατικών διανοούμενων. Όπως ο ίδιος έχει αναφέρει, Κυριότερη πηγή έμπνευσης του αποτελούσε η λογοτεχνία και η ποίηση, ιδιαιτέρως ο Μακρής και ο Ταχτσής.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 αποφασίζει να φύγει με μια μοτοσικλέτα για να ζήσει στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα παραμείνει για τρία περίπου χρόνια, αρνούμενος κάθε συμβατικότητα στον τρόπο ζωής του. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1960 πραγματοποιεί έκθεση των έργων του στην Θεσσαλονίκη και αργότερα, στο γαλλικό ινστιτούτο Αθηνών στήνει την πρώτη σημαντική ατομική του έκθεση. Παράλληλα ασχολείται με την εικονογράφηση, για παραδειγμα με έργα που έκανε για το περιοδικό “Πάλι” του Νάνου Βαλαωρίτη, και την σκηνογραφία.

Το 1968, ο Ακριθάκης λάμβανε υποτροφία από το γερμανικό κράτος και εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Στα επόμενα χρόνια η ζωή και η εργασία του Λαμβάνουν χώρα μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας και αποκτά διεθνή φήμη.

Το καλλιτεχνικό του στυλ είναι έντονα αφηγηματικό, Χρησιμοποιεί συμβολικά μοτίβα και έντονα χρώματα. Σε πολλά έργα του διακρίνουμε και στοιχεία μιας πυκνής γραφής, ως επιρροή από τη λογοτεχνία. Εκτός από πίνακες δημιουργεί κολλάζ, εργα εικονογράφησης, σκηνικά και σχέδια αντικειμένων. Στις επιρροές του μπορεί να συμπεριληφθεί και το κίνημα του φωβισμού. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε να ενταχθεί καλλιτεχνικά σε κανένα κίνημα, αναζητώντας διαρκώς μία προσωπική γλώσσα στη ζωγραφική του.

Η οριστική επιστροφή του Αλέκου Ακριθάκης στην πατρίδα θα γίνει το 1984, με τη υγεία του να βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Η σχέση του με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνέβαλε κατα κύριο λόγο σε αυτή την επιδείνωση. Ο καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή το 1994 σε ηλικία 55 ετών, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία συλλογή με έργα του, εμπνευσμένα από τους τροφίμους του Δρομοκαΐτειου, όπου νοσηλεύθηκε για αποτοξίνωση.

Η φύση την αυγή, ένας πίνακας του Μαξ Έρνστ

Το έργο τέχνης της ημέρας που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα είναι ο πίνακας “Ηφύση την αυγή”, του Μαξ Ερνστ.

Ο Ερνστ γεννήθηκε σε μια πόλη λίγο έξω από την Κολωνία, το 1891. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος σε ένα άσυλο κωφαλάλων, ενώ ασχολούνταν και ο ίδιος ερασιτεχνικά με την ζωγραφική. Οι πρώτες αναθέσεις για πίνακες που είχε ο Μαξ Έρνστ ήταν από τον επίσκοπο της περιφέρειας του, και αφορούσαν σε αντιγραφές έργων μεγάλων ζωγράφων. Τα πρώιμα έργα του Έρνστ είναι κυρίως ρομαντικού ύφους.

Οι πνευματικές και καλλιτεχνικές τα ανησυχίες εκδηλώνονται αρχικά με τη συμμετοχή του σε ομάδες, όπως η”Νεαρή Ρηνανία” του Α. Μάκκε και ο “Γαλάζιος Καβαλάρης”, μια ομάδα εμπνευσμένη από τον Καντινσκυ και τον Μαρκ, καθώς και στο περιοδικό “Η θύελλα”. Γνωρίζει τον Γάλλο ποιητή και διανοούμενο Απολλιναίρ και τις ιδέες του στη Βόννη, ενώ την αποφασιστική στροφή προς τη ζωγραφική θα κάνει το 1911, έχοντας έρθει σε επαφή με έργα των Βαν Γκογκ, Σεζάν και Picasso σε μία έκθεση στην Κολωνία. Λίγο αργότερα γνωρίζει και τον Χάνς Αρπ, ο οποίος του δίνει το έναυσμα να ασχοληθεί με τον μοντέρνο ποιητή Ρεμπώ.

Το ευρύ πνεύμα του ζωγράφου και ο κοσμοπολιτισμός του, σε μία ιδιαίτερα ταραγμένη ιστορική περίοδο -ο Α παγκόσμιος πόλεμος, κατά τον οποίο ο ζωγραφος στρατεύτηκε- τον έφεραν σε μια ιδιαίτερα καρποφόρα πνευματική καλλιτεχνικη και φιλοσοφική αναζήτηση. Ο Έρνστ, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες και διανοούμενων της εποχής του, είχε αγανακτήσει από την αγριότητα και τη ματαιότητα του πολέμου. Έτσι, όταν στο Μόναχο ανακαλύπτει δημοσιεύματα των Ντανταϊστών της Βιέννης και την τέχνη του ντε Κίρικο, σε ένα τεύχος του περιοδικού μου πλαστικές αξίες, Αρχίζει ενθουσιωδώς να ασχολείται με τον ντανταϊσμό. Βασική φιλοσοφία του κινήματος αυτού είναι η άρνηση όλων των καθιερωμένων κοινωνικών, ηθικών και αισθητικών αξιών, η γελοιοποίηση και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εκθέτει μερικά έργα και στη συνέχεια αρχίζει να ασχολείται με επιτυχία με το κολάζ, μέσω του οποίου βρίσκει σταδιακά το μονοπάτι του Σουρεαλισμού.

Η αμοιβαία εκτίμηση και η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ζωγράφο και τον ποιητή Πωλ Ελυάρ, Γίνεται η αφορμή να εγκατασταθεί ο Έρνστ στο Παρίσι. Η ζωή του είναι δύσκολη, έχει μεταναστεύσει παράνομα, και για να συντηρηθεί ο ίδιος και οικογένειά του δουλεύει σε μία βιοτεχνία ενθύμιο. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στην Άπω Ανατολή, μετά από πρόσκληση του Ελυάρ. Το 1924, Γυρνώντας στο Παρίσι μετά από αυτά τα ταξίδια του, διαβάζει το “Μανιφέστο του Σουρεαλισμού” που δημοσίευσε ο Μπρετόν. Στο σουρεαλισμό βρίσκει την απόλυτη έκφραση των καλλιτεχνικών του ιδεών. Ζωγραφίζει παραστάσεις που μοιάζουν βγαλμένες από το ασυνείδητο. Την ίδια περίπου εποχή αποφασίζει να ασχοληθεί και με το φροττάζ, την τεχνική αποτύπωσης της υφής και του ανάγλυφου των υλικών σε χαρτί, με τη βοήθεια ενός μολυβιού. Εξελίσσει αυτή τεχνοτροπία σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να δημιουργεί όχι μόνο εξαιρετικά σκίτσα με συνθέσεις μεταφορικές και υποβλητικές, αλλά επίσης παραστάσεις στις οποίες χρησιμοποιεί σε τοπία και πρόσωπα μεταφέροντάςτες στον καμβά.

Με την έναρξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ωμά ξέρεις καταφεύγει στην Αριζόνα των ΗΠΑ. Κατά την περίοδο παραμονής του στην Αμερική δημιουργεί όχι μόνο 36 περίπου πίνακες, αλλά και γλύπτες εικόνες και παραστάσεις.

Ο πίνακας τον οποίο θα παρατηρήσουμε σήμερα ονομάζεται η φύση την αυγή. Είναι λάδι σε μουσαμά, όπου κυριαρχούν τα ψυχρά χρώματα Και δημιουργήθηκε το 1936. Στο έργο διακρίνεται ένα ανθρωπόμορφο πίνω πίνω στα αριστερά, το οποίο ανοίγει δρόμο μέσα από την πυκνή βλάστηση, ώστε να φτάσει στη γυμνή γυναικεία φιγούρα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, κάτω δεξιά, του πίνακα. Η σκηνή αυτή της καταδίωξης, που είναι ερωτικά φορτισμένη, αποτελεί μία αλληγορία της δημιουργικής διαδικασίας που ακολουθεί ο καλλιτέχνης, προκειμένου να μετουσιώσει την έμπνευση του σε έργο. Η πυκνή βλάστηση εδώ, δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη φύση με τις σκοτεινές πλευρές της, αλλά και την περίπλοκη διαδικασία της αισθητικής αναδημιουργίας. Κατ αναλογία, του πουλί είναι ένας εναλλακτικός εαυτός, ένα alter ego, του ζωγράφου, που ένα κομμάτι του σε κάθε δημιούργημά του.

Το πολεμικό Τεμεραίρ, ο αγαπημένος πίνακας του τοπιογραφου Γ. Τέρνερ.

Στο σημερινό αφιέρωμά μας θα σας παρουσιάσουμε έναν άκρως ενδιαφέροντα πίνακα με ξεχωριστή ιστορία και ποικίλα συμβολικά επίπεδα. Πρόκειται για μία ελαιογραφία του Άγγλου τοπιογράφου William Turner, με τίτλο “Το πολεμικό Τεμεραίρ οδηγείται στον πολεμικό ναύσταθμο για να βυθιστεί ένδοξα“.

Ο William Turner είναι ο μεγαλύτερος άγγλος ρομαντικός ζωγράφος. Ανέδειξε την τέχνη της τοπιογραφίας και έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη για τους μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Στους πίνακες του δεν αποτυπώνει απλώς τοπία με τρόπο νατουραλιστικό. Οι τοπιογραφίες του μεταφέρουν επίσης εντυπώσεις και συναισθήματα, σε μία διάσταση που δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη φυσική πραγματικότητα. Εμπεριέχουν ένα στοιχείο φαντασιακό, ενίοτε νοσταλγικό, που κάνει τον παρατηρητή να δώσει μία προσωπική ερμηνεία και ένα προσωπικό νόημα στην τέχνη που βλέπει. Αυτή η πρωτοποριακή για την εποχή της οπτική είναι και ο λόγος που ο Τέρνερ θεωρείται πρόδρομος του ιμπρεσιονισμού.

Ο συγκεκριμένος πίνακας, εκτός από το γεγονός ότι αποτυπώνει μία πραγματική ιστορική στιγμή, έχει ιδιαίτερη συμβολική διάσταση, ώστε να συγκινεί ακόμα και μη Άγγλους παρατηρητές. Το μαχητικό Τεμεραίρ ήταν ένα ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο 98 κανονιών, το οποίο έπλευσε πρώτη φορά το 1798. Στη συνείδηση του αγγλικού λαού, έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου, καθώς συνδέεται με σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Το 1801 είχε ξεσπάσει στο πλοίο εξέγερση η οποία κατεστάλη με αιματηρές συγκρούσεις. Η σημαντικότερη όμως στιγμή το μαχητικού ήταν ο απεγκλωβισμός της ναυαρχίδας Victory του ναυάρχου Νέλσον, μετά το θανάσιμο πυροβολισμό του, στην ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, το 1805. Το 1838, όντας πλέον σε αχρηστία, το πλοίο ρυμουλκήθηκε προς το νότιο ανατολικό Λονδίνο ώστε να διαλυθεί σε παλιοσίδερα.

Το συμβολικό βάθος του έργου εξαρτάται από την οπτική του εκάστοτε παρατηρητή : μπορεί να συμβολίζει όχι μόνο την παρακμή του αγγλικού ναυτικού, αλλά και το πέρασμα στην βιομηχανική εποχή, ή γενικότερα την μετάβαση από το παλιό, οικείο και γνώριμο προς κάτι καινούργιο, με νέες προοπτικές. Το μαχητικό σκάφος τοποθετείται στα αριστερά του πίνακα, στοιχείο παράδοξο αν σκεφτούμε ότι αποτελεί το θέμα του πίνακα. Ρυμουλκείται από ένα ατμοκίνητο σκάφος και η κίνηση των δύο αυτών πλεούμενων, όπως αποκαλύπτεται από τα κύματα που δημιουργούν, είναι το μόνο στοιχείο έντασης στο κατά τ’άλλα γαλήνιο, ατμοσφαιρικό τοπίο ενός ήλιου που δύει. Ο Τέρνερ χρησιμοποιεί για να απεικονίσει το μαχητικό πλοίο τόνους του λευκού και το γκρίζο κυρίως, δημιουργώντας την αίσθηση μίας σχεδόν εξαϋλωμένης φιγούρας. Ταυτόχρονα όμως το πλοίο είναι ζωγραφισμένο σε όλο του το μεγαλείο, με τα κατάρτια και τα κανόνια του, αν και είναι γνωστό ότι διαφορα μέρη του σκάφους είχαν αφαιρεθεί προτού αυτό ρυμουλκηθεί προς διάλυση. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποδίδεται και φόρος τιμής στο ιστορικό αυτό πολεμικό πλοίο.

Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι το καράβι δεν φέρει τη σημαία του αγγλικού ναυτικού, αλλά μία λευκή σημαία η οποία υποδεικνύει ότι το πλοίο σε εκείνη τη φάση ήταν προϊόν εμπορικής εκμετάλλευσης. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα ιστιοφόρο φαίνεται να ρυμουλκείται από ένα ατμοκίνητο, φανερώνει και το πέρασμα στην βιομηχανική πλέον φαση της ιστορίας. Στο βάθος του πίνακα διακρίνονται και άλλα “εξαϋλωμένα” ιστιοφόρα σε ακινησία, συμβολίζοντας πιθανώς το τέλος της φασης της ιστιοπλοΐας. Το παλιό ιστιοφόρο, που αξιοποιούσε την ενέργεια της φύσης κατά κάποιον τρόπο μοιάζει να παραδίδει τα όπλα του στη μηχανή, καθώς έχει φτάσει μια εποχή ακμάζουσας τεχνολογικής εξέλιξης. Συγχρόνως, ωστόσο, η ομορφιά του μαχητικού έρχεται σε αντίθεση με τους μαύρους τόνους και τον καπνό του μηχανοκίνητου ρυμουλκού.

Ακόμη, ο Τέρνερ για συμβολικούς προφανώς λόγους έχει δώσει στο πλοίο και το ρυμουλκό του κίνηση αντίθετη από εκείνη που ιστορικά ακολούθησαν, καθώς οι εκβολές του Τάμεση,το σημείο διάλυσης του πλοίου βρισκόταν στα νοτιοανατολικά. Το μεταβατικό στάδιο, επομένως, χρωματίζεται με την αίσθηση του αγνώστου, του αβέβαιου και το καράβι μπορεί να λάβει μια απόλυτα μεταφορική διάσταση.

Το έργο αυτό είχε ιδιαίτερο νόημα για τον Τέρνερ, ο οποίος είχε έντονα πατριωτικά αισθήματα. Ο ζωγραφος αποκαλούσε τον πίνακα “My dear” , δεν επιθυμούσε να τον πουλήσει, ούτε να τον δανείσει σε ιδιωτικές εκθέσεις, αλλά ήθελε να τον δωρίσει στο αγγλικό κράτος, όπως και το σύνολο των έργων του. Ο πολυσηζητημένος πίνακας, που από την πρώτη του παρουσίαση ελαβε τις καλύτερες κριτικές, σήμερα εκτίθεται στην εθνική πινακοθήκη της Αγγλίας.

Γιάννης Τσαρούχης: η Αγιογραφία δίπλα στη σύγχρονη τέχνη και η λαϊκή παράδοση δίπλα στα κλασικά πρότυπα.

20 Ιουλίου του 1989, σε ηλικια 79 ετών, πεθαινει στην Αθήνα ο Γιάννης Τσαρούχης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες, υπεύθυνος για τη διάδοση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης στο εξωτερικό.

Η καταγωγή του ήταν από τα Ψαρά, αλλά μέχρι τα 17 του χρόνια μεγάλωσε στον Πειραιά και ύστερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα ευκατάστατη οικογένεια, με κοσμοπολίτικο αέρα. Η ζωή στον Πειραιά, οι εικόνες από το λιμάνι, τα νεοκλασικά κτίρια -να σημειωθεί ότι ο ζωγράφος είχε περάσει μέρος των παιδικών του χρόνων στην έπαυλη της θείας του, Δέσποινας Μεταξά- αλλά και οι φτωχές λαϊκές συνοικίες και το θέατρο σκιών επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ζωγραφική του Τσαρούχη.

Ο ζεϊμπέκικος

Η μετακόμιση του στην Αθήνα συμπίπτει χρονικά με μια πιο εντατική και πιο σοβαρή ενασχόληση με την ακουαρέλα, όπως λέει ο ίδιος ο Τσαρούχης. Σε ηλικία 19 ετών τα πρώτα του έργα εκτίθενται στο άσυλο τέχνης και αυτό γίνεται για να φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου πολυτεχνείου από το 1929. Καθηγητές του υπήρξαν επιφανείς έλληνες ζωγράφοι όπως ο Ιακωβίδης, ο Βικάτος, ο Θωμόπουλος και ο Παρθένης.

Παράλληλα με τις σπουδές του στη σχολή καλών τεχνών μαθητεύει κοντά στον Φώτη Κόντογλου. Ο τελευταίος παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Τσαρούχη, καθώς τον φέρνει κοντά στην ελληνική και βυζαντινή λαϊκή πνευματική παράδοση και του διδάσκει την τέχνη της αγιογραφίας. Ο Τσαρούχης ενδιαφέρεται επίσης για την παρασημαντική, την οποία διδάσκεται την ίδια εποχή. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια του μεγάλου αγιογράφου προς τον Τσαρούχη, όταν τον πρωτογνώρισε και είδε τα πρώτα έργα του:

«Μου ‘παν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό, παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού».

Οι τέσσερις εποχές

Την ίδια εποχή οι ενασχολήσεις του Γιάννη Τσαρούχη δεν περιλαμβάνουν μόνο την κοσμική ζωγραφική και την αγιογραφία. Ασχολείται επίσης και με το θέατρο, αναλαμβάνοντας αρχικά την σκηνογραφία και την σχεδίαση κοστουμιών. Θα αναπτύξει σταδιακά σπουδαίες συνεργασίες με εξέχοντα πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου, όπως η Έλλη Παπαδημητρίου και ο Κάρολος Κουν, αλλά και με θεατρικές παραγωγές στο εξωτερικό. Θα συμμετάσχει και στην ίδρυση της Λαϊκής Σκηνής, το 1934, ενώ το 1977 θα ανέβασει και ο ίδιος μια θεατρική παράσταση, τις Τρωάδες του Ευρυπίδη.

Πορτραίτο της Τζένης Καρέζη, που σήμερα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του κτηρίου της Βουλής των Ελλήνων.

Κοστούμι που σχεδίασε για τη Μαρία Κάλλας, όταν εκείνη υποδύθηκε τη Μήδεια , το 1958

Το καλλιτεχνικό στυλ του Τσαρούχη αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στη σκηνοθεσία. Σε εκείνον οφείλεται η παρουσία ναυτών με χορευτικά σε λαϊκά κέντρα, στον ελληνικό κινηματογράφο.

Αφού αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών ταξίδεψε αρχικά στην Κωσταντινούπολη και ύστερα στην Ιταλία και το Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα έργα των αναγεννησιακών ζωγράφων, των ιμπρεσιονιστών και εκπροσώπων νεότερων κινημάτων, όπως Ανρί Ματίς.

Η πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα έγινε το 1938 στην Αθήνα, στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Μέσα στα επόμενα χρόνια συνήψε συμβόλαια με γκαλερί του Παρισιού και της νέας Υόρκης, ενώ συνεχίζει την σκηνογραφία και το σχεδιασμό κοστουμιών. Υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και επίσης συμμετείχε στην έκθεση Μπιενάλε της Βενετίας, μαζί με τον Αντώνη Μόραλη.

Το 1967, σε ηλικία 57 ετών εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι και πεθαίνει 22 χρόνια αργότερα στην ελληνική πρωτεύουσας. Το ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη είναι ο θεματοφύλακας της καλλιτεχνικής του παραγωγής, ενώ από το 1981, στο σπίτι του στο Μαρούσι λειτουργεί το μουσείο Γιάννη Τσαρούχη.

ΠΗΓΕΣ:

https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A4%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%B7%CF%82

https://www.mixanitouxronou.gr/giannis-tsarouchis-o-zografos-pou-ithele-na-gini-akrovatis-ke-i-gonis-tou-ton-proorizan-gia-michaniko-i-dikigoro/

http://www.nikias.gr/ell/product/%CE%A4%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%B7%CF%82-%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82

Φασιανός: ένας καλλιτέχνης πολλών ταχυτήτων

Τα έργα του «κινούνται σε παράλληλες τροχιές, αλλά στον ίδιο μεσημβρινό, καθώς ”σκηνογραφούν” κι εμβληματικά ”αφηγούνται” πραγματικότητες, μέσα από το ένδυμα της δικής του μυθοπλοκής. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα στον θεατή, μέσα από την συμπαρουσίαση των έργων τους, να διακρίνει και να συνομιλήσει κανείς με τις διαφορετικές εκδοχές της “θεατρικότητας”, που ως κοινός θα λέγαμε τόπος, τα χαρακτηρίζει, σημειώνει η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά. Οι μορφές του Αλέκου Φασιανού που «γεφυρώνει με άλματα, μέσα από τις δικές του υποβλητικά δυναμικές μορφές, τη ζωτικότητα μιας παραμυθίας συναρπάζουν σε κάθε τους πινελιά.

Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του καλλιτέχνη : άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η σπουδή του ελληνικού πολιτισμού και η ενασχόληση με τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική επηρέασαν και το ζωγραφικό του έργο. Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού, με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή. Γίνονται ζεύγη, που γεμίζουν το χώρο, μόλις αγγίζοντας η μία την άλλη, ωστόσο ενωμένες σχεδιαστικά σε μία μάζα.

Οποιος γνωρίζει τις μορφές του ώριμου έργου του τις προμαντεύει κρυμμένες πίσω από τις ηθελημένα απειρότεχνες, σχεδόν παιδικές φιγούρες αυτής της εποχής, που μαρτυρούν τον συντονισμό του με κάποια συγγενή ρεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας: την κηλιδογραφία (tachisme), την άξεστη τέχνη (art brut) και τον άγριο αφηρημένο εξπρεσιονισμό της ομάδας Κόμπρα (Cobra). Ο Φασιανός υποστηρίζει ότι πρόκειται για καθαρή σύμπτωση αλλά επιβεβαιώνει τη συγγένεια, που επισημάνθηκε μάλιστα από τους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού ήδη από τις πρώτες του εκθέσεις εκεί. Ο ίδιος ο Ντυμπυφέ, ο κυριότερος εκπρόσωπος της art brut, αναγνώρισε στον Φασιανό έναν προικισμένο νέο που ακολουθούσε παράλληλους δρόμους με τον δικό του. Τα πρώιμα έργα του νέου ζωγράφου διαθέτουν ήδη μερικά χαρακτηριστικά που ανήκουν στα σταθερά γνωρίσματα του ώριμου ύφους του: την αγάπη της αφήγησης, το χιούμορ, τον λεκτικό σχολιασμό του θέματος, τη μονοχρωμία ή καλύτερα τη χρωματική δεσπόζουσα με έμφαση στα κόκκινα, στα μπλε και στα κίτρινα.

Τις γκροτέσκες κοντόχοντρες μορφές, που σχηματοποιούνται μέσα σε παστόζικες μάζες χρώματος, θα τις διαδεχθούν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι σκιώδεις πλακάτες φιγούρες, άλλοτε μπλε, άλλοτε κόκκινες, πάντα σε χρυσοκίτρινο βάθος. H πυκνή πάστα χρώματος δίνει τώρα τη θέση της σε μια ανάλαφρη και λαμπερή χρωστική ύλη που καλύπτει ομοιόμορφα τη ζωγραφική επιφάνεια. H αγαπημένη θεματική του Φασιανού, οι ποδηλάτες-καπνιστές, που ζωγραφίζει «αενάως» ακολουθώντας το παράγγελμα του Ανδρέα Εμπειρίκου, διασχίζουν βιαστικά την οθόνη του καμβά αφήνοντας πίσω τους ένα νέφος από καπνό ή ανεμίζοντας ένα χρωματιστό φουλάρι. Οι ποδηλάτες είναι συχνά ζευγάρια και τότε στον άνεμο παραδίδεται και η μακριά κόμη του κοριτσιού. Ναι, κορίτσια και αγόρια είναι οι πρωταγωνιστές της ζωγραφικής του Φασιανού, οι «νικητές της ζωής», όπως τους ονόμασε πρόσφατα. Νικητές, γιατί έχουν κερδίσει την αιωνιότητα της νιότης μέσα στο έργο του. Εκεί, προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, η θεματολογία του νέου ζωγράφου διευρύνεται για να συμπεριλάβει τα ερωτικά επιθαλάμια. Νεαρά ζευγάρια ξαπλωμένα πάνω σε ντιβάνια με χρυσοκίτρινα ριγέ ή καρό κλινοσκεπάσματα, μοιάζει να έχουν παραδοθεί σε μια μακάρια μετερωτική ρέμβη. Το ενιαίο κόκκινο σμίγει τα σώματα των εραστών σε μια μέθεξη, συναισθηματική και κυρίως ζωγραφική. Την ίδια εποχή ο Φασιανός ζωγραφίζει λευκές γυναικείες μορφές, συχνά σχεδιασμένες με την πλάτη γυρισμένη προς τον θεατή, με ένα σχέδιο που εγγράφει μέσα στο περίγραμμα τον όγκο και την τρίτη διάσταση.

Μέσα από αυτά τα τελευταία έργα, τόσο τα κόκκινα επιθαλάμια όσο και τις λευκές μορφές, αναδύεται με δύναμη η βαθιά και μακρινή καταγωγή της τέχνης του ζωγράφου. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί πόσες ώρες περνούσε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μελετώντας τα αρχαία αγγεία και κυρίως τις λευκές ληκύθους. Το σχέδιό του επιβεβαιώνει αυτή τη μαρτυρία. Ενα λύγισμα της γραμμής, ένα γύρισμα της καμπύλης, μια επιδέξια προοπτική συνίζηση και το σώμα αποκτά όγκο και βάρος εκτοπίζοντας παράλληλα τον ζωτικό του χώρο. Το επίπεδο χρώμα, χρώμα που εκπέμπει φως – κόκκινο, λευκό, βαθύ γαλάζιο και αργότερα χρυσό -, δεν αναιρεί αυτή τη νοητή πλαστικότητα, όπως δεν την αναιρούσε το ενιαίο λευκό των ληκύθων ή το πορτοκαλόχρωμο της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας. Υιοθετώντας αυτόν τον διπλό και φαινομενικά αντινομικό κώδικα, να αποδίδει τον όγκο με το περίγραμμα και ταυτόχρονα να τον αναιρεί με το επίπεδο χρώμα, ο ζωγράφος ικανοποιεί δύο αιτήματα: το αξίωμα της μοντέρνας τέχνης που επιτάσσει τον σεβασμό της επίπεδης επιφάνειας του καμβά και τη ζωντανή ακόμη «εντολή» της Γενιάς του Τριάντα. H απόρριψη της τρίτης διάστασης και ο σεβασμός της ζωγραφικής επιφάνειας ανήκαν στα θεμελιώδη στυλιστικά γνωρίσματα και των δύο μορφών τέχνης. Από αυτή την άποψη – και όχι μόνο – ο Αλέκος Φασιανός μπορεί να θεωρηθεί επίγονος της Γενιάς του Τριάντα. Για να δώσουν πιστοποιητικό ιθαγένειας στα ευρωπαϊκά ρεύματα του μοντερνισμού οι καλλιτέχνες της περιούσιας γενιάς όφειλαν να επαληθεύσουν τα διδάγματά της πάνω στο σώμα της ελληνικής παράδοσης· και η παράδοση για τους κυριότερους εκπρόσωπους της Γενιάς του Τριάντα ταυτιζόταν με το Βυζάντιο και τη λαϊκή τέχνη.

Ο κυρίαρχος μύθος της «ελληνικότητας», της πίστης στις διαιώνιες ελληνικές αξίες, τις μόνες που, σύμφωνα με την ιδεολογία της περιώνυμης γενιάς, παρείχαν εχέγγυα αυθεντικότητας και ιθαγένειας στη δημιουργία ενός έλληνα καλλιτέχνη, φαίνεται να αποτέλεσε πυξίδα στην αναζήτηση του Αλέκου Φασιανού. Τα παιδικά του χρόνια, που τα πέρασε στη λαϊκή γειτονιά της Πλάκας στη σκιά της Ακρόπολης, η φιλόλογος μητέρα του και η θητεία του στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών πρέπει να λειτούργησαν σαν καταλύτες επιταχύνοντας αυτόν τον προσανατολισμό. Ο αγαπημένος δάσκαλος, ο Μόραλης, ο νεότερος και πιο νηφάλιος εκπρόσωπος της Γενιάς του Τριάντα, έμελλε να ενθαρρύνει τη στροφή του προικισμένου μαθητή προς την αρχαιότητα. Πράγματι ο Μόραλης είναι ο μόνος ζωγράφος της γενιάς του που μελέτησε και αφομοίωσε το ήθος, το ύφος και τη μορφή της αρχαίας τέχνης όπως μας παραδόθηκε από τις επιτύμβιες στήλες και τη ζωγραφική της Πομπηίας.

Ο μαθητής ωστόσο δεν συμμερίζεται τη μελαγχολική ενατένιση, τον διαστοχασμό πάνω στη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο που σφραγίζει τη ζωγραφική του δασκάλου. Τον δικό του λαϊκό παγανισμό τον εμπνέει ένας άλλος δάσκαλος: ο Γιάννης Τσαρούχης. Αρχαιότητα, Φαγιούμ, Βυζάντιο, Αναγέννηση και λαϊκή τέχνη βρίσκουν τον τρόπο να συνδιαλλαγούν στη ζωγραφική του Τσαρούχη με καταλύτη τη μοντέρνα τέχνη και τις αναζητήσεις της. Ιδιαίτερη γοητεία άσκησε πάνω στο έργο του ο Ανρί Ματίς. Πρωταγωνιστές στη ζωγραφική του Τσαρούχη είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, μελέφηβοι και νέοι άνδρες που εξυψώνονται σε καβαφικά ινδάλματα της ομορφιάς και του έρωτα, χωρίς να χάνουν τη λαϊκότητά τους. Αυτό το λαϊκό στοιχείο που συναντούμε στη θεματική του Τσαρούχη και αργότερα του Φασιανού, εξευγενισμένο, εξιδανικευμένο, ισοδυναμεί στη συνείδησή μου με την καταξίωση της δημοτικής γλώσσας από τους λογοτέχνες της Γενιάς του Τριάντα. Και όπως πεζογράφοι και ποιητές αναγνωρίζουν στην αδρή, την «απελέκητη» γλώσσα του Στρατηγού Μακρυγιάννη ένα απαράμιλλο πρότυπο δημοτικού λόγου, έτσι και οι καλλιτέχνες αναγνωρίζουν στον «αφελή», τον «καταπληκτικό ξυπόλυτο», κατά τον Φασιανό, λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο έναν «δάσκαλο» άξιο να τους εμπνεύσει.

Κάτω από το βάρος των κορυφαίων αυτών δημιουργών ο δρόμος της «ελληνικότητας» θα φάνταζε αδιέξοδος σε έναν λιγότερο γενναίο, λιγότερο οπλισμένο και αποφασισμένο νέο ζωγράφο. Οτι ήταν αποφασισμένος και δυνατός ο Φασιανός το απέδειξε με τον τρόπο που αντιμετώπισε τις σειρήνες του Παρισιού στη δεκαετία του ’60, όταν κυριαρχούσε η Σχολή του Νέου Ρεαλισμού και πολλοί νέοι ομότεχνοί του που είχαν φθάσει στη γαλλική πρωτεύουσα τον ίδιο καιρό αναζητούσαν τον δικό τους δρόμο μέσα στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Οι απόψεις του είναι ξεκάθαρες: «Και όλον τον κόσμο αν γνωρίσεις, πρέπει σαν τη μέλισσα να παίρνεις ό,τι χρειάζεσαι για να δημιουργήσεις το δικό σου μέλι. Το να έρχεται κάποιος στη Γαλλία για να δείξει ότι κάνει και αυτός έργα όπως τα γαλλικά, αυτό αυτόματα τον κατατάσσει στους μιμητές». Ο νέος ζωγράφος ήταν πράγματι οπλισμένος με ισχυρά αντισώματα: πλούσια και υγιή βιώματα, μια στέρεη καλλιτεχνική παιδεία και την ευλογία των δασκάλων που προαναφέραμε. Ο ίδιος θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει «μια έννοια τοπικής τέχνης, που εκφράζει την προσωπική αίσθηση του καθημερινού βίου και του περιβάλλοντος χώρου, ας πούμε του ελληνικού», που έζησε και γνώρισε βαθιά. Για τον Αλέκο Φασιανό αυτό που είναι τοπικό είναι το μόνο ανεπανάληπτο, το μόνο που «μπορεί να έχει απήχηση σε όλον τον κόσμο», με άλλα λόγια το μόνο οικουμενικό. Ετσι ο Φασιανός χάραξε τον προσωπικό του δρόμο στην τέχνη λαξεύοντας με επιμονή το δικό του κοσμοείδωλο, τον ιδιαίτερο κόσμο που φέρει τη δική του απαρομοίαστη σφραγίδα. H τέχνη του είναι ακαριαία αναγνωρίσιμη ακόμη και από έναν αδαή ή ένα παιδί.

Συχνά μιλώντας στους μαθητές μου της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών για τους τρόπους που αναγνωρίζουμε έναν γνήσιο καλλιτέχνη τους έλεγα ότι ο αυθεντικός δημιουργός, ως άλλος deus artifex, «χτίζει» έναν κόσμο που πριν από αυτόν δεν υπήρχε και που αφού δημιουργήθηκε διεκδικεί και κατακτά τη θέση του στη νοόσφαιρά μας και δεν μπορούμε, ακόμη και αν το θέλαμε, να τον αγνοήσουμε. Ο κόσμος του Φασιανού, εμπλουτισμένος με νέα θέματα, με χρυσούς και μπλε καβαλάρηδες, με σκηνές που διαδραματίζονται άλλοτε σε κλειστούς χώρους και άλλοτε στο ύπαιθρο, διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Μοναχικές ή συντροφικές φιγούρες, επίπεδες ή πλασμένες με φώτα και σκιές, οι μορφές του Φασιανού είναι πάντα αναγνωρίσιμες. Τα αθλητικά σώματα των ηρώων του ξεχειλίζουν, διαστέλλοντας τον χώρο, απειλώντας να τον διαρρήξουν με τη ζωτικότητά τους. H γραμμή του ορίζοντα τοποθετείται συνήθως χαμηλά έτσι που τονίζεται η ηρωική, μνημειακή κλίμακα των μορφών. Το σχέδιο του Φασιανού δεν είναι ρεαλιστικό. Τα πρόσωπα απεικονίζονται συνήθως σε κατανομή ή στα τρία τέταρτα με χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικά, τυποποιημένα. Λειτουργούν σαν αρχέτυπα σύμβολα που «κλίνονται» με διάφορους τρόπους, σε διάφορους χρόνους, για να συνθέσουν μιαν αφήγηση: την αφήγηση που ονομάσαμε στην έκθεσή μας «Μυθολογίες του καθημερινού». Ο κόσμος του Φασιανού είναι ένας κόσμος παραδείσιος, μια συνεχής πρόκληση για απόδραση σε έναν χώρο απόλαυσης και ηδονής, όπου ο χρόνος εξισώνεται με μια αιώνια Κυριακή.

Ο Αλέκος Φασιανός μυθοποίησε τη δική του καθημερινότητα και μας άνοιξε τα μάτια στην κρυμμένη γοητεία της. Ως γνήσιος «λαϊκός καλλιτέχνης» άφησε την τέχνη του να διαχυθεί, να διαδοθεί, να πλημμυρίσει και να φαιδρύνει και τη δική μας καθημερινότητα με τη ζωική της ευφορία, με την ανθηρή της γοητεία, με την αμάραντη νιότη της. H αισιοδοξία που αποπνέουν τα έργα του είναι μεταδοτική και την έχουμε ανάγκη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί γιατί η ζωγραφική του Φασιανού είναι τόσο λαοφίλητη.

Πηγή:https://www.tovima.gr/2008/11/24/culture/h-zwgrafiki-toy-alekoy-fasianoy/

Οι καημοί του βασιλιά – Henry Matisse

Ο Ανρί Ματίς ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ζωγράφους, ένας καλλιτέχνης τον οποίο χαρακτήριζε η αστείρευτη φαντασία και ο διαρκής πειραματισμός. Γεννήθηκε στη βόρεια Γαλλία, σπούδασε νομικά στο Παρίσι και εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Το 1889, η μητέρα του του έφερε σύνεργα ζωγραφικής, ώστε να έχει κάποια ενασχόληση κατά την ανάρρωσή του από σκωληκοειδήτιδα. Αυτό ήταν το έναυσμα ώστε εφεξής η ζωγραφική να γίνει Το πάθος του, η μόνιμη ασχολία του. Το 1891 γράφτηκε στην ακαδημία τεχνών Julian, όπου σπούδασε κοντά σε καλλιτεχνες, όπως ο Οντιλόν Ρεντόν και ο Γκυστάβ Μορώ.

Ο Ματίς υπήρξε ο ιδρυτής του κινήματος του φωβισμού. Χαρακτηριστικά της έκφρασης των φωβιστών ήταν η χρήση ποικιλίας έντονων χρωμάτων, πολλές φορές σε σκοτεινούς τόνους. Οι αντιθέσεις είναι έντονες και οι γραμμές απλές, δεν δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην μορφή, όσο στην εντύπωση που δημιουργούν οι έντονες αποχρώσεις. Εξάλλου, η ελεύθερη και αυθόρμητη αυτή έκφραση αποτυπώνεται και στην ονομασία του κινήματος, η οποία προέρχεται από τη γαλλική λέξη fauve, που μεταφράζεται ως “άγριο θηρίο”.

Ο πίνακας “Οι καημοί του βασιλιά” θεωρείται η τελευταία αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη . Την τελευταία 15ετία της ζωής του ο Ματίς διαγνώστηκε με καρκίνο και ύστερα από μια επέμβαση χρειάστηκε να χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο. Συνέχισε την τέχνη του με το ντεκουπάζ και το κολλάζ, χρησιμοποιώντας χαρτιά σε πλούσιες και έντονες αποχρώσεις, βαμμένα με γκουάς, τα οποία έκοβε στα επιθυμητά σχήματα και τα συνδύαζε σε μικρών διαστάσεων κολλάζ, που αργότερα μετατρέπονταν σε τοιχογραφίες και μεγάλου μεγέθους έργα.

Το συγκεκριμένο έργο είναι εμπνευσμένο από έναν πίνακα του Ρεμπράντ, όπου ο Δαβίδ παίζει άρπα στον θλιμμένο βασιλιά Σαούλ (“Δαβίδ και Σαούλ”, μέσα 17ου αιώνα) .

Ο Ματίς απεικονίζει την ψυχοσύνθεση της τρίτης ηλικίας και τον καταπραϋντικό χαρακτήρα της μουσικής. Η μαύρη φιγούρα στο κέντρο είναι ο ίδιος, είναι καθισμένος σε μια πολυθρόνα, κρατώντας μια κιθάρα κα περιτριγυρίζεται από τις απολαύσεις της ζωής του, σε μια ατμόσφαιρα αναπόλησης. Τα κίτρινα πέταλα που αιωρούνται στο χώρο αποτελούν συμβολισμό της μουσικής, ενώ η πράσινη φιγούρα, που μοιάζει με μια υπηρέτρια, συμβολίζει το εξωτικό στοιχείο, το οποίο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον καλλιτέχνη. Στα δεξιά, μια λευκή φιγούρα χορεύει, εκπροσωπώντας τη γυναικεία φιγούρα και το αισθησιακό στοιχείο.

“Οι καημοί του βασιλιά”, θεωρούνται από πολλούς κριτικούς έργο της πιο πρωτοποριακής περιόδου του ζωγράφου, η οποία ταυτίζεται μάλιστα με τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η ιστορία του μουσικού Ορφέα μέσα από τη ζωγραφική

Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα μουσικής, σαν χθες 21 Ιουνίου, ας αφιερώσουμε το έργο τέχνης της ημέρας στον Ορφέα, τον μυθικό μουσικό της αρχαιότητας κι ας δούμε την ιστορία του μέσα από πίνακες διαφόρων εποχών.

Πλήθος μύθων περιγράφουν τη γέννηση, τη ζωή και το θάνατο του Ορφέα. Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή ήταν γιος του θεού-ποταμού ή βασιλιά της Θράκης Οιάγρου και της Μούσας Καλλιόπης, κόρης του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας του χάρισε τη λύρα, ενώ οι Μούσες τον μύησαν στην τέχνη της μουσικής και της ποίησης.

Ορφεας, ερυθρόμορφο αγγείο, 5ος αιώνας π.Χ.

Έπαιζε μουσική τόσο όμορφη που ημέρωνε ακόμη και τα άγρια ζώα.

“Ο Ορφεας εξημερώνει τα ζώα”, Παντοβανίνο, περ. 1636

Αγαπημένη του ήταν η Δρυαδα Ευρυδίκη, κόρη του Απόλλωνα. Η ευτυχία τους, ωστόσο, δεν κράτησε για πολύ, καθώς η Ευρυδικη την ημέρα του γάμου τους (κατά πολλούς) , δαγκώθηκε από μια Οχιά και ξεψύχησε.

«Άνοιξη» ή «Ο θάνατος της Ευρυδίκης» , Ε. Delacroix, περ. 1863

«Ο θάνατος της α Ευρυδίκης», N. del Abbate, 1571

Ο Ορφεας ήταν απαρηγόρητος, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη.

“Ο Ορφεας θρηνεί το θάνατο της Ευρυδίκης” A. Scheffer, 1814

«Ο Ορφεας στον τάφο της Ευρυδίκης», G. Moreau, 1891

Γι’ αυτό κατέβηκε στον Άδη, ενώπιον της Περσεφόνης και του Πλούτωνα κι έπαιξε μουσική θρηνώντας την αγαπημένη του. Ο θρήνος του ήταν συγκλονιστικός και συγκίνησε τις χθόνιες θεότητες• για λίγο όλα σταμάτησαν να κινούνται στον Κάτω Κόσμο.

“Ο Ορφεας κατεβαίνει στον Άδη για να ζητήσει την Ευρυδίκη” , J. Restout II, 1763

«Ορφεας και Ευρυδίκη», P. Rubens, 1638

Έπειτα από την υπέροχη μουσική του Ορφέα αποφασίστηκε να επιστρέψει η Ευρυδικη στον κόσμο των ανθρώπων μαζί του, αλλά υπό έναν όρο. Μέχρι να βγουν από τον Άδη , ο Ορφέας δε θα έπρεπε να γυρίσει να κοιτάξει καθόλου την αγαπημένη του. Έτσι ξεκίνησε η ανάβαση.

«Ορφέας και Ευρυδικη», Α. Feuerbach, 1869

“Ο Ορφεας οδηγεί την Ευρυδικη έξω από τον κάτω κόσμο”, Camille Coro, 1861

Τον μουσικό, όμως έτρωγε η αμφιβολία. Ακολουθούσε οντως πίσω η Ευρυδικη; Έτσι, γύρισε να την κοιτάξει. Αμέσως η Ευρυδικη επέστρεψε στον Κάτω Κόσμο και ο Ορφέας την έχασε για πάντα.

«Ορφεας και Ευρυδίκη», M. Drölling, 1820

“Ορφεας και Ευρυδίκη”, F. Leighton, 1864

Απαρηγόρητος γύρισε στην πατρίδα του, όπου αρνήθηκε τη λατρεία όλων των θεών, εκτός του Ηλίου. Το τέλος που επεφύλασσε η μοίρα για τον ίδιο ήταν επίσης τραγικό. Όπως λέει η μια εκδοχή του μύθου, τον κατασπάραξαν οι Μαινάδες, κόρες του Διονύσου, καθώς είχε απαρνηθεί τον άλλοτε θεό-προστάτη του. Υπό άλλη εκδοχή, ο Μουσικός σκοτώθηκε βίαια εν είδει εκδίκησης από τς γυναίκες της Θράκης.

«Ο θάνατος του Ορφέα», Ε. Lévy, 1866

O μύθος του χαρισματικού αυτού μουσικού έχει αποτέλεσει πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες του αρχαίου, νεότερου και σύγχρονου κόσμου, όχι μόνο στη ζωγραφική, αλλά και τη λογοτεχνία και την ποίηση. Αναφορές σε εκείνον συναντάμε και στο φιλοσοφικό λόγο, όπως για παράδειγμα στον Πλάτωνα. Η τραγικότητα του Ορφέα έρχεται να αντισταθμίσει το ασύγκριτο χάρισμά του. Η μουσική, που εμφανίζεται ως θείο δώρο, είναι μέσο λύτρωσης για τον καλλιτέχνη, τον εξυψώνει και τον εντάσσει στη σφαίρα του μεταφυσικού. Εξάλλου ο μύθος λέει ότι μετά το θάνατό του, η ψυχή του μεταφέρθηκε στα Ηλύσια πεδία, όπου συνέχιζε να τραγουδά, ντυμένη στα λευκά, για τους Μάκαρες, τους αγαθότερους νεκρούς του Κάτω Κόσμου .

Ο πρόσφυγας, ο διαχρονικός διωγμός σε έναν βιωματικό πίνακα

Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες πίνακες που προέκυψε από αυτή την τραγική εποχή είναι ο Πρόσφυγας από τον Felix Nussbaum. Ο πίνακας δείχνει ένα δωμάτιο που μοιάζει με ένα κελί φυλακής, αλλά ένα με μια ανοιχτή πόρτα. Παρά την σκληρότητα του, το δωμάτιο είναι μια προσωρινή θέση ανάπαυσης για τον απελπισμένο άνθρωπο με το κεφάλι του να είναι θαμμένο στα χέρια του και τα υπάρχοντά του σε ένα σάκο στα πόδια του.

Ένας άνδρας κάθεται φτωχός σε μια καρέκλα, το κεφάλι του θάβεται στα χέρια του σε μια χειρονομία απόλυτης απελπισίας. Δίπλα του βρίσκεται ένα μπαστούνι και ένα πακέτο αντικειμένων. Ένα μακρύ τραπέζι, γυμνό εκτός από μια σφαίρα, κυριαρχεί στο δωμάτιο, το οποίο μοιάζει με μια φυλακή. Μέσα από μια τοξωτή πόρτα, μπορεί να δει κανείς γυμνά δέντρα. Ένα σμήνος κοραλλιών κυκλώνει πάνω από την καμάρα της πόρτας. Η υδρόγειος είναι οι επιλογές που είναι μεν φωτεινές αλλά δεν μοιάζουν καθόλου κοντά του, διόλου εφικτές. Παρ’ όλα αυτά θα έλεγε κάποιος πως συγκεντρώνουν το φως του πίνακα. Ίσως το εναλλακτικό όνομα του έργου, δηλαδή οπτική της Ευρώπης να οφείλεται σε αυτό.

Ο πίνακας αντικατοπτρίζει το φόβο και την απελπισία του Nussbaum την παραμονή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς η απειλητική σκιά της Γερμανίας απλώνεται σε όλη την Ευρώπη, ο καλλιτέχνης δεν έχει καμία διαδρομή διαφυγής. Η ερήμωση του δωματίου σημαίνει την ανικανότητά του, ενώ η ζοφερή θέα στην απόσταση αντανακλά τη ζοφερή πραγματικότητα – για τον Εβραίο που δεν υπάρχει καταφύγιο.

Η ιστορία του Nussbaum ήταν αυτή του πρόσφυγα. Ήταν ένας νεαρός καλλιτέχνης που μελετούσε στη Ρώμη όταν οι Ναζί απέκτησαν τη δύναμη στη Γερμανία. Οι γονείς του εγκατέλειψαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της πρώτης χρονιάς του Χίτλερ στην εξουσία, αλλά αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Γερμανία όταν η βία κατά των Εβραίων έμοιαζε να υποχωρεί. Ο Felix δεν επέστρεψε και παρακαλούσε τους γονείς του να μην διακινδυνεύσουν την επιστροφή στη ναζιστική Γερμανία. Ο καλλιτέχνης πήγε στο Βέλγιο, όπου θα ήταν ασφαλής.

Το 1939 οι γονείς του έφυγαν και πάλι από τη Γερμανία, αυτή τη φορά για την ασφάλεια του Άμστερνταμ. Ήταν περίπου την ίδια εποχή που ο Nussbaum ζωγράφισε τον πρόσφυγα. Στο γυμνό τραπέζι, το μόνο ορατό αντικείμενο είναι μια σφαίρα, η οποία στο μισό σκοτεινιάζει. Ο πρόσφυγας ψάχνει για ένα νέο σπίτι, αλλά το μόνο που βλέπει είναι ένας σκοτεινός και ανυπέρβλητος κόσμος. Είναι οδυνηρά μόνος. Έξω από την ανοιχτή πόρτα είναι νεκρά δέντρα και κοράκια που περιμένουν να καταβροχθίσουν ένα πτώμα.

Το χρόνο που ο Felix έγραψε το The Refugee, ο ναζισμός πέρασε στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες. Από τον Αύγουστο του 1940 έως τον Ιούλιο του 1944, ο Felix έζησε κρυμμένος. Κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου, οι γονείς του, ο αδελφός του και η σύζυγός του εξολοθρεύτηκαν. Τέλος, με τους συμμάχους στα πρόθυρα της απελευθέρωσής του, ο Felix δολοφονήθηκε επίσης από τους Ναζί.

Οι σημερινοί πρόσφυγες επίσης φεύγουν από τόπο σε τόπο. Κανένας τόπος δεν είναι πρόθυμος να τους επιτρέψει να αποκαλέσουν τη νέα χώρα τους “σπίτι”. Πολλοί βρίσκουν μόνο προσωρινό καταφύγιο και στη συνέχεια στέλνονται πίσω. Όλο αυτό το δράμα, την απόγνωση και την βαθιά ελπίδα για ένα νέο σπιτικό προσπάθησε να αποτυπώσει μέσα από το βίωμα του που έκανε πίνακα ένας διωγμένος που έμελε να είχε μοιραία κατάληξη…

Πηγές:

https://www.yadvashem.org/yv/en/exhibitions/nussbaum/refugee.asp

“The Refugee” How a 1939 Painting Informs Us About Modern U.S. Refugee Policy

Η Ελένη στη ζωγραφική

Μετά την Παναγία, η Ελένη είναι ίσως η πιο διάσημη και πιο ζωγραφισμένη γυναίκα. Γύρω από το πρόσωπο της επικρατεί ένα μυστήριο: απήχθη από τον Πάρη; Παραπλανήθηκε από τη θέα; Ή απελευθερώθηκε από έναν καταπιεσμένο γάμο; Υπήρξε θύμα ή μια κοινή μοιχαλίδα;

Η συμβολή του Οβιδιού στη συζήτηση παρέχεται με ένα φανταστικό γράμμα, το πρώτο που απευθύνεται από τον Πάρη στην Ελένη, και εν συνεχεία η απάντησή της. Είναι μεταξύ των πιο ευχάριστων και πιο διασκεδαστικών έργων του και αφήνουν επιτηδευμένα τον αναγνώστη να αποφασίσει για τις αρετές και τις πινελιές των δύο μορφών, μια λύση που είναι πολύ πιο δύσκολη για τον εικαστικό καλλιτέχνη.

Τόσο η Ελένη όσο και ο Πάρης είχαν – ακόμα και για το θρύλο – πολύ περίεργη προέλευση.

Αυτό το ερμηνευμένο αντίγραφο της Λήδας και του Κύκνου του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, πιθανόν ζωγραφισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1500 και τώρα στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, συνοψίζει τη μοναδική γέννηση της Ελένης. Το αποτέλεσμα της σύζευξης της Λήδας, σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, με τον Δία, υπό τη μορφή ενός κύκνου. Ετσι, η Ελένη δεν είχε ανθρώπινη γέννηση, αλλά εκκολάφθηκε από ένα αυγό που έθεσε η ανθρώπινη μητέρα της. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Λήδα είχε επαφή με τον Κύκνο και τον σύζυγό της Τύνδαρεως την ίδια νύχτα και παρήγαγε ένα ή δύο αυγά που περιείχαν την Ελένη, την Κλυνταιμνήστρα , τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη , όπως φαίνεται εδώ.

Όταν ήταν ακόμα σε ηλικία (σύμφωνα με μια παράδοση της μυθολογία ), η όμορφη Ελένη απήχθη από τον Θησέα (τον «ήρωα» που εγκατέλειψε την Αριάδνη στο νησί της Νάξου). Οι αδελφοί της Ελένης δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτό, έκαναν στον Θησέα μια επίσκεψη και τον έπεισαν να επιστρέψει το κορίτσι. Η Ελένη του Léon Cogniet, που παραδόθηκε στον Κάστορα και τον Πολυδεύκη (1817), που εξασφάλισε στον καλλιτέχνη το Prix de Rome, δείχνει τη διάσωση.

Σε αντάλλαγμα για το αδίκημα του γιου της, η Αθήρα, μητέρα του Θησέα, έγινε σκλάβος της Ελένης και δεν απελευθερώθηκε μέχρι την πτώση της Τροίας, πολλά χρόνια αργότερα. Την εποχή εκείνη, η ομορφιά της Ελένης ήταν γνωστή τοις πάσι και το χέρι της ζητούσαν πολλοί μύστες σε ένα διαγωνισμό που διοργάνωσαν οι αδερφοί της. Ανάμεσα σε αυτούς τους τύπους ήταν πολλοί εξέχοντες φιγούρες, όπως ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας και άλλοι πολλοί .

Ο πατέρας της Ελένης, ο βασιλιάς Τυνδαρέως, φοβόταν ότι, επιλέγοντας ανάμεσα στους μνηστήρες της, θα προσβάλλει και θα προκαλούσε προβλήματα. Συνεπώς, αυτοί συμφώνησαν να ορκιστούν ότι η επιλογή αυτή δε θα οδηγούσε σε κάποιο διαπληκτισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Μενέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, επιλέχθηκε ως σύζυγος της Ελένης και το ζευγάρι αργότερα είχε μια κόρη, την Ερμιόνη και ίσως και γιους.
Η νεμέση του Πάρη επήλθε με την απόφαση του κατόπιν του διαγωνισμού ομορφιάς που προέκυψε από την το μήλο της Έριδος ανάμεσα στην Ήρα, την Αθηνά και την Αφροδίτη . Η Αφροδίτη με επιτυχία δωροδόκησε το Παρίσι με την υπόσχεση της πιο όμορφης γυναίκας στον κόσμο (δηλαδή την Ελένη, παντρεμένη με τον Μενέλαου τότε) και της απονεμήθηκε το μήλο. Ο Πάρης έπρεπε τότε να διεκδικήσει με τη σειρά το βραβείο του και να υποστεί την οργή των άλλων δύο ηττημένων θεών.

Δεδομένης της σημασίας της για τα μεταγενέστερα γεγονότα (τον Τρωικό πόλεμο) και όλη την ιστορία, ίσως να έχετε αναμείνει σαφήνεια για το πώς η Ελένη και ο Πάρης έγιναν ζευγάρι. Αντίθετα, υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις που αφήνουν τα πάντα μετέωρα.

Οι περισσότεροι από τους πρώιμους πίνακες, όπως του Primaticcio’ ” Η αρπαγή της Ελένης” από περίπου το 1530-39, δείχνουν ότι ο Πάρης απαγάγει την Ελένη ενάντια στη θέλησή της. Εδώ, τη μεταφέρει από την πόλη της Σπάρτης σε ένα από τα πλοία του, έτοιμο να αποπλεύσει στην Τροία με το βραβείο του.

Το πανέμορφο πανόραμα του Maerten van Heemskerck με την απαγωγή της Ελένης μέσα στα θαύματα του αρχαίου κόσμου (1535) βάζει την ίδια ιστορία σε ένα παγκοσμίου φήμης πανόραμα που περιλαμβάνει κλασικά «θαύματα» όπως ο Κολοσσός της Ρόδου. Η Ελένη είναι εδώ μέρος μιας μικρής επιδρομής στη Σπάρτη, στην οποία αρπάζονται επίσης διάφορα άλλα λάφυρα.

Για τον Tintoretto, η αρπαγή της Ελένης (1580) δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τον πόλεμο. Καθώς ένας τοξότης σκοπεύει να εκτοξεύσει το βέλος του και ένας άλλος Τρώας αποφεύγει τους επιτιθέμενους με μια τσουγκράνα, η Ελένη, ντυμένη με το λεπτό της ύφος, διοχετεύεται στο πλοίο του Πάρη σαν κλεμμένο άγαλμα.

Κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα, η ιστορία που εμφανίζεται στους πίνακες αρχίζει να αλλάζει. Η αρπαγή της Ελένης από τον Guido Reni, από το 1626-29, δείχνει ότι ο Πάρης οδηγεί την Ελένη μακριά με τις υπηρέτριες και τους αυλικούς της. Δεν φαίνεται καθόλου ευτυχισμένη και δεν είναι πολύ πρόθυμη και ο έρωτας στέκεται με ένα δάχτυλο σηκωμένο σαν να λέει ότι θα χρησιμοποιήσει το τόξο του πολύ σύντομα.

Η αρπαγή της Ελένης του Juan de la Corte’s (c 1620-50) είναι επίσης λίγο πιο διφορούμενο. Η Ελένη συλλαμβάνεται γύρω από τη μέση της από έναν από τους Τρώες, αλλά φαίνεται ότι παραιτήθηκε από τη μοίρα της.

Μέχρι το 1776, όταν ο Benjamin West ζωγράφισε την Ελένη που δόθηκε στον Πάρη, αυτό έχει αρχίσει να φαίνεται πολύ συναινετικό, αν εξακολουθεί να είναι μια αποπλάνηση από τον Πάρη. Καθώς αυτός γονατίζει ενώπιον της, η Αφροδίτη και ο γιος της Έρωτας δείχνουν πιο καθαρά την εικόνα της Ελένης . Σημειώστε πως η Ελένη φορούσε κυρίως λευκά ρούχα και αντίθετα με τις υποδείξεις της Αφροδίτης, αλλά με το δέρμα να καλύπτεται.

Λίγα χρόνια αργότερα, η Angelica Kauffman επιδιώκει μια πολύ παρόμοια απεικόνιση στο έργο της Η Αφροδίτη πείθοντας την Ελένη να ερωτευτεί τον Πάρη (1790). Έτσι ίσως ο Πάρης να μην έπρεπε να απαγάγει την Ελένη, αλλά η Αφροδίτη και ο Έρωτας έπρεπε να πείσουν τη βασίλισσα να αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί.

Για τον Ζακ-Λουίς Νταβίντ , κύριος άξονας του έργου του ήταν το θέμα της Αγάπης της Ελένης και του Πάρη (1788). Το ζευγάρι τίθεται μπροστά από το κρεβάτι τους με τσαλακωμένα φύλλα. Ο Πάρης είναι γυμνός και παίζει τη λύρα του, τα μάγουλά του φαίνονται ροδαλά . Η Ελένη φοράει διαφανή ρούχα που έχουν γλιστρήσει από τον δεξιό ώμο της, και τα μάγουλά της τονίζονται επίσης ξεκάθαρα. Παρακολουθώντας τους πίσω φαίνεται ένα μικρό άγαλμα της Αφροδίτης.

Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, λιγότεροι πίνακες έδειξαν μαζί την Ελένη και τον Πάρη και η Ελένη έγινε το δημοφιλέστερο θέμα για τα πορτρέτα.

Η Ελένη της Τροίας (1863) του Dante Gabriel Rossetti την δείχνει μπροστά από ένα σχεδόν κατασταλμένο υπόβαθρο της καύσης της Τροίας. Και τα δύο χέρια της κρατούν ένα κρεμαστό κόσμημα στο λαιμό της, πάνω στο οποίο απεικονίζεται μια φλόγα , ως αναφορά στον Πάρη και στο συμβολισμός στο όνειρο της μητέρας του.

Αντίθετα, η Ελένη της Τροίας (1895) του Gaston Bussière παρουσιάζει το φόντο της Τροίας πριν από την πτώση της, σύμφωνα με τις μεγάλες αρχαίες πόλεις της εύφορης ημισελήνου στη Μέση Ανατολή. Φοράει ένα περίτεχνο κοτσάνι με μια ζώνη από φτερά παγωνιού, και τα άφθονα κοσμήματά της είναι φανταχτερά και όχι βασιλικά.

Η Έλεν ντε Μόργκαν στην Ελένη της Τροίας (1898) αφήνει την καλλονή μα θαυμάζει τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη, το πίσω μέρος του οποίου φέρει την εικόνα της Αφροδίτης. Γύρω της είναι λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα που συμβολίζουν την αγάπη και πέντε λευκά περιστέρια, δύο εκ των οποίων «φλερτάρουν». Στην απόσταση βρίσκονται οι μεγαλοπρεπείς πύργοι της οχυρωμένης πόλης της Τροίας.

Η παράδοση και ο μύθος είναι εξίσου αναποφάσιστοι ως προς την τελική μοίρα της Ελένης, μετά την πτώση της Τροίας. Ο Όμηρος περιγράφει την επιστροφή της στον Μενέλαο στη Σπάρτη και επαναλαμβάνει τον προηγούμενο ρόλο της βασίλισσας και της μητέρας, σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Ίσως ο Ευριπίδης να έρχεται πιο κοντά στην αλήθεια στις Τρωάδες του, όπου περιθωριοποιείται από τις άλλες γυναίκες που επέζησαν από την πτώση της Τροίας και τελικά επιστρέφει στην Ελλάδα για να εκτελεστεί σε θανατική ποινή για τις πράξεις της..

Η Ελένη του Gustave Moreau στην Πύλη Scaean (c 1880) δείχνει την απρόσωπη Ελένη και στέκεται ανάμεσα στον καπνό και τα ερείπια της Τροίας που ίσως ήταν το καλύτερο μέρος για να την εγκαταλείψουν.