Ανδρέας Γεωργιάδης ο “Κρης”, «…Ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος»

Σαν σήμερα, πριν από 38 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ζωγράφους που ανέδειξε η Κρήτη, ο Χανιώτης Ανδρέας Γεωργιάδης που υπέγραφε τα έργα του ως “Κρης”, τον οποίον ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου χαρακτήρισε ως «…Ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος».

Ελαιογραφία στην οποία απεικονίζεται ο Ανδρέας Γεωργιάδης

Μαθητής του Γεωργίου Ροϊλού, του Δημήτρη Γερανιώτη, του Γεωργίου Ιακωβίδη και του Σπυρίδωνος Βικάτου στη Σχολή Καλών Τεχνών, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (Académie Julian και Académie de la Grande Chaumière) και στη Μπολόνια (Regia Scuola per Industria d’ Arte, 1930-1931). Δίδαξε στη Σχολή από το 1947 ως το 1961. Υπήρξε ο κατεξοχήν θιασώτης της μεγάλης δυτικής καλλιτεχνικής παράδοσης.

Ο πατέρας του μόλις έχει επιστρέψει στην Κρήτη το 1892, μετά από την αμνήστευσή του από καταδικαστική απόφαση της Πύλης και έχει καταφύγει στην Αθήνα στέλνοντας τους δικούς του στη Μήλο.

Το 1896 ο Ανδρέας φτάνει στην Αίγυπτο μετά την πυρπόληση της πόλης των Χανίων. Στην Ισμαηλία και το Κάιρο ζει τα παιδικά του χρόνια. Δουλεύει στην αρχή στα συνεργεία του εργολάβου Β.Βερνάρδου που αναλαμβάνει διακοσμήσεις οικοδομών. Με την εμπειρία που αποκτά εργάζεται αργότερα κοντά στον ζωγράφο – διακοσμητή Orlando και στην συνέχεια στο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Nistri, μέχρι που συμπλήρωσε τα 18 του χρόνια.

Έρχεται στη Αθήνα το 1910 και δίνει εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών («Σχολή Γραφικών Τεχνών» τότε) και κατατάσσεται στην τρίτη τάξη με δάσκαλο τον Γερανιώτη.

Πολεμά ως εθελοντής με το σώμα των Γαριβαλδίνων («Ερυθροχιτώνων»), στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στη μάχη του Δρίσκου τραυματίζεται και χάνει το ένα του μάτι.

Ξαναρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή το 1914 για μια επταετία με δασκάλους του τους Ιακωβίδη, Ροϊλό και Βικάτο. Παίρνει το πρώτο βραβείο του Υπουργείου Τ.Τ.Τ. το 1922 στον Πανελλήνιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό για τη δημιουργία έργου με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου.

Αποσπά το πρώτο βραβείο στον Αβερώφειο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και εξασφαλίζει τετραετή υποτροφία για το Παρίσι (1925 – 1929). Εκεί φοιτά στην Ecole des Beaux Arts και στις ελεύθερες Ακαδημίες Julian, Colarossi και Grande Chaumiere. Μελετά παράλληλα τα έργα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης στα μουσεία του Παρισιού, της Μαδρίτης, του Τολέδο και του Εσκοριάλ. Ταξιδεύει επίσης στις Βρυξέλες, στην Αμβέρσα και στην Γάνδη. Εκπονεί μια σειρά από εικοσιπέντε μελέτες με ελεύθερες αφομοιώσεις από τα έργα των Ριμπέρα, Καρένιο, Τισιανού, Βελάσκεθ, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Ρενουάρ.

Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1929 και παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση με σαράντα έργα στην αίθουσα «Παρνασσός». Του χορηγείται υποτροφία Ηρακλέους Βόλτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών και συνεχίζει για τρία χρόνια τις σπουδές του πάνω στις τεχνοτροπικές και τεχνικές εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Μελετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο στο Λούβρο και στην Γκαλερία Κορσίνι.

Το έργο του «Μάνα» γίνεται δεκτό από κριτική επιτροπή ζωγράφων και παρουσιάζεται στην έκθεση του Grand Palais στο Σαλόν της χρονιάς, όπου εκθέτουν κατ’εξαίρεση και μη γάλλοι ζωγράφοι. Φοιτά για ένα χρόνο στην Βασιλική Ακαδημία Regia Scuola per Industria Arte στην Μπολόνια και ειδικεύεται στην τεχνική της νωπογραφίας με καθηγητή τον Μάριο Ροβέρσι.

Του απονέμεται «τιμής ένεκεν» μετάλλιο και δίπλωμα για τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους το 1931. Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της Ενώσεως Παλαιών Πολεμιστών και του δίνεται δίπλωμα για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και την τέχνη. Το 1934  παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση της Βενετίας και μαζί με τον Δημήτριο Δήμα αποσπούν το ενδιαφέρον του κριτικού τέχνης Ούγκο Οτζέτι.

Το 1935  διορίζεται, μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, από το Υπουργείο Παιδείας, μέλος της Επιτροπής για την επισκευή και αποκατάσταση των τοιχογραφιών στην Αίθουσα Τροπαίων στα Παλιά Ανάκτορα. Εκλέγεται από την Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών να αποστείλει έργο του στη Διεθνή Έκθεση του Σίδνεϋ της Αυστραλίας.

Διορίζεται από την ολομέλεια των καλλιτεχνικών σωματείων μέλος της Κριτικής Επιτροπής της Πανελληνίου Εκθέσεως και το 1947 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει χρώμα και σύνθεση στην έδρα της ζωγραφικής μέχρι το 1961.Το 1965 επιλέγεται πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1970. Πέθανε στην Αθήνα σαν σήμερα, 11 Αυγούστου του 1981.

το προσωπικο υφοσ του γεωργιαδη

Ο Γεωργιάδης δουλεύει προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και ιστορικές σκηνές με μεγάλη εμβρίθεια, κάνοντας αναφορές σε μεγάλες μορφές της παραδοσιακής Ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Παρά την αγάπη και τη φιλοπατρία με την οποία αποτυπώνει θέματα από την ελληνική ιστορία, η έννοια της παράδοσης που επαγγέλλεται δεν είναι γεωγραφικά περιορισμένη στα όρια της ελληνικής επικράτειας, όπως στην περίπτωση του Φώτη Κόντογλου, μια και φαίνεται πως διαπνεόταν από την πεποίθηση ότι ο Ευρωπαϊκός ανθρωπισμός είναι ουσιαστικά ελληνοκεντρικός από τη σκοπιά της καταγωγικής του προέλευσης.

Είναι επίσης αποκαλυπτικό το γεγονός, το οποίο δεν έχει προσεχθεί όσο του αξίζει, ότι ο Γεωργιάδης δεν εμπνέεται από τις κλασικές αξίες της Ιταλικής Αναγέννησης αλλά ούτε από το κληροδότημα της κλασικής ή νεοκλασικής ορθολογιστικής ζωγραφικής του τύπου του Πουσέν. Οι επίμονες αναφορές του είναι στους Τισιάνο, Γκρέκο, Ρέμπραντ, Χαλς, Βελάσκεθ,Ντελακρουά, Ανγκρ, Κουρμπέ, Μανέ, Πισαρό, Κορό και Ρενουάρ. Οι αναφορές αυτές, οι οποίες αναγνωρίζονται στην ίδια τη ζωγραφική του πρακτική,τόσο στη χειρονομιακή αλλά και απόλυτα ελεγχόμενη πινελιά, στην πληθωρική αλλά συγκροτημένη και ζυγισμένη σύνθεση, όσο και στην πλούσια χρωματική και τονική γκάμα, θεσπίζουν μιαν αμφίσημη σχέση με τις αξίες της κλασικής παράδοσης, ειδικά όταν αυτές εννοηθούν με αυστηρό τρόπο και αναφορικά με την Ιταλική Αναγέννηση και τα ρεύματα του κλασικισμού και νεοκλασικισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη συστηματική κριτική που διατυπώνει στα κείμενά του για την καταλυτική επέλαση του μοντερνισμού και τις δυσμενείς αναφορές του σε ζωγράφους όπως οφορών των ζωγράφων και των σχολών από τις οποίες εμπνέεται. Η απόπειρά του να επωμιστεί τη συνολική υπεράσπιση της ζωγραφικής σε μια εποχή που η πρωτοκαθεδρία της απειλείται, τον οδηγεί σε μια εκλεκτικιστική και συγκρητική αντιμετώπισή της από επάλξεις οι οποίες αργότερα, τη δεκαετία του 1980, θα καταληφθούν από τους μεταμοντέρνους υπερασπιστές της. Έτσι εξηγείται και ο επιτυχημένος χαρακτηρισμός που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προφητικά του απέδωσε το 1929 επισημαίνοντας στην κριτική του το παράδοξο των πηγών του: «ένας παρ’ ολίγο μοντέρνος». Επομένως το έργο του Γεωργιάδη δεν είναι συντηρητικό, διότι δεν υπακούει στα κελεύσματα της εποχής του αλλά έχει την τραγικότητα κάποιου που τολμά να ορθώσει το ανάστημά του ενάντια σε αυτά.

Ούτε ακαδημαϊκό είναι, με τις έννοιες του ψυχρού, τυποποιημένου, στείρου και ψεύτικου, διότι διέπεται από μια ζέση και ένα πάθος που τολμά ένα μεγαλεπήβολο συγκερασμό ρευμάτων και τεχνικών κι έχει γι’ αυτό μιαν αλήθεια, όπως αποδεικνύουν αφενός η τροπή που πήραν τα πράγματα προς το τέλος του εικοστού αιώνα, αφετέρου η μαρτυρία των πολυάριθμων μαθητών του.

ΠΗΓΕΣ: https://www.cretalive.gr/history/andreas-georgiadhs-o-krhs-enas-par-oligo-monternos , http://photodentro.edu.gr/aggregator/lo/photodentro-aggregatedcontent-8526-4998 , https://pinakothiki-chania.gr/exhibition/%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%BF-%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%8D%CF%80%CF%84%CF%85/ , “Η Κρήτη των Καλλιτεχνών 19ος – 20ος αιώνας, Αγιογραφία – Ζωγραφική – Γλυπτική, εκδ. Δοκιμάκης”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *