Έργο μεταιχμιακό, με πολλές φιλοσοφικές και αλληγορικές προεκτάσεις, η «Σκακιστική νουβέλα*» του μεγάλου αυστροεβραίου συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ είναι δικαίως μια από πλέον διαβασμένες και σχολιασμένες νουβέλες του εικοστού αιώνα.
Ήταν η τελευταία πράξη ενός πολυσύνθετου έργου –ποίηση, μεταφράσεις, λιμπρέτα, δοκίμια, πεζογραφία–, το οποίο σημαδεύτηκε από την αναγκαστική εξορία του συγγραφέα στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και τέλος στη Βραζιλία, υπό το βάρος της επέλασης της ναζιστικής κτηνωδίας στη χώρα του και στην Ευρώπη γενικότερα. Εκεί, σε ένα μπάγκαλοουζ στην Πετρόπολη, στα εξήντα ένα του χρόνια, ο Τσβάιχ και η δεύτερη γυναίκα του, η Λότε Άλτμαν, έδωσαν τέλος στη ζωή τους, δίνοντας έτσι στη «Σκακιστική νουβέλα» το χαρακτήρα πνευματικής διαθήκης. Στο σημείωμά του προς τις βραζιλιάνικες αρχές, το ύφος του οποίου μαρτυρά πνευματική διαύγεια και ψυχική νηφαλιότητα, εξηγεί ως εξής την απόφαση που πήρε από κοινού με τη γυναίκα του: «[…] Ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα, και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί. […] Οι δυνάμεις μου έχουν εξαντληθεί από τα ατελείωτα χρόνια της ξενιτιάς μακριά από τα μέρη που με σημάδεψαν.»
H “σκακιστική νουβέλα” μας μεταφέρει σε ένα πλοίο που ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και το Μπουένος Άιρες, όπου η μοίρα θα φέρει σε επαφή, μέσω ενός αθώου στοιχήματος αρχικά, δύο αντίθετης τεχνικής σκακιστές, τον δρ.Μπ και τον παγκόσμιο πρωταθλητή σκακιού Μίρκο Τσέντοβιτς, για να μας δείξει πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να παίξουν εάν δεν έχουν σκακιέρα μπροστά τους, και άλλοι οι οποίοι στήνουν ολόκληρες παρτίδες στο μυαλό τους με το ρίσκο να διασχίσουν το κατώφλι της σχιζοφρένειας.
Ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί το σκάκι ως αλληγορικό στοιχείο για να καθρεφτίσει έναν κόσμο, τόσο τον δικό του, τον εσωτερικό όσο και αυτόν που ξεθωριάζει γύρω του. Η ζωή μοιάζει με σκακιέρα και εκείνος μοιάζει με πιόνι χαμένο στην μετάφραση, βυθισμένο στην απουσία και την ανυπαρξία. Ο κ. Μπ όπως και ο ίδιος ο Τσβάιχ είναι η προσωποποίηση ενός αέναου δράματος που τέλος δεν έχει αλλά βρίσκει. Στην νουβέλα δράττεται της ευκαιρίας να αφηγηθεί την τρέλα ενός ανθρώπου που βίωσε την απόλυτη παράνοια όντας έγκλειστος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δίχως την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Σε ένα βιβλίο σκακιού βρίσκει ένα στήριγμα, μια παρέα, μία προσωρινή λύτρωση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε εφιάλτη, θα αντέξει; Επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που έχει μέσα του αντιστέκεται και εξαντλεί κάθε πιθανότητα επιβίωσης ενώ μάχεται να ξεφύγει από τον παραλογισμό, την σύνθλιψη, τον εξευτελισμό αλλά και από μια μιζέρια και μια οικουμενική φυλακή που ετοιμάζεται να απλώσει τα δίχτυα της μέσω ενός καθεστώτος που είναι αβυσσαλέο και αδυσώπητο, ανελέητο και παράφρον. Και όμως οι παρτίδες σκάκι που είναι ο μονόδρομος απασχόλησης του μυαλού καταντούν πλέον η απειλή του αφού εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, παίζει για λογαριασμό δύο, σκέφτεται για δύο, ταυτόχρονα είναι το άσπρο και το μαύρο στρατόπεδο σαν τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί δύο ρόλους με διαφορά δευτερολέπτων.
Τελικά από ποιο είδος αιχμαλωσίας κινδυνεύει πλέον; Και ομολογεί: «Η φοβερή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν με ανάγκασε να κάνω τουλάχιστον αυτήν την προσπάθεια, να διχάσω το εγώ μου σε μαύρο και λευκό, προκειμένου να μη με συνθλίψει η φρικτή ανυπαρξία γύρω μου». Αλλά παράλληλα παραδέχεται: «Είχα καταληφθεί από μια μανία, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ». «Ήταν αδύνατο να φανταστώ τη ζωή ενός ανθρώπου με ζωηρό πνεύμα ο οποίος περιορίζει τον κόσμο του σε έναν στενό μονόδρομο ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, αναζητεί τους θριάμβους του σε τριάντα δύο πιόνια και στο συνεχές τους πέρα δώθε, στο πίσω μπρος […]». Πράγματι η αποστολή του είναι δύσκολη, είναι ένας αγώνας άνισος και όταν βρίσκεται στο πλοίο της γραμμής αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος τότε όλα παίρνουν άλλη τροπή. Γιατί θα αναρωτηθεί και εύλογα είναι πάλι μία επικίνδυνη επιστροφή σε έναν εθισμό από τον οποίο πίστευε πως έχει απαλλαχθεί;
Ο Τσβάιχ παίζει επικίνδυνα με την ίδια του την ψυχολογία και δεν το κάνει για πρώτη φορά. Καταπιάνεται με την ασταθή ψυχοσύνθεσή του, τον ευαίσθητο όσο και εύθραυστο χαρακτήρα του, το πολιτιστικό και πολιτισμικό σοκ μέσα από το οποίο προσπαθεί συνεχώς να συνέλθει αλλά αδυνατεί. Δέσμιος της απογοήτευσης και της απελπισίας να βρει το δικό του καταφύγιο περιπλανιέται από χώρα σε χώρα ξένος να αναζητά τον τόπο εξορίας του δίχως αυτό να επουλώνει τις ανοιχτές πληγές. Είναι θαυμαστό όμως πως βρίσκει το θάρρος, το σθένος, την τόλμη και την γενναιότητα να μιλήσει για τον ίδιο, να θέσει τον ίδιο στο κέντρο της προσοχής μας και να παραδώσει ένα τέτοιο αριστουργηματικό τελικό σύγγραμμα και ύστερα ξεμένοντας από δυνάμεις να θέσει τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο με την ησυχία και την βεβαιότητα πως έπραξε ότι ήταν λογοτεχνικώς και ανθρωπίνως δυνατό.
Αν και μόλις 120 σελίδες, η «Σκακιστική νουβέλα» αποτελεί ένα συναρπαστικό και πολυεπίπεδο ανάγνωσμα, που επιδεικνύει την ώριμη συγγραφική μαεστρία του Τσβάιχ. Με μία παιγνιώδη όσο και ουσιαστική αφήγηση, συνδυάζει την πολιτική αλληγορία με το ψυχογράφημα των χαρακτήρων. Τα θέματα του μονομανιακού πάθους και των μυστηρίων της ανθρώπινης φύσης ξεδιπλώνονται παράλληλα με μία σοφά εξελισσόμενη ψυχολογική προσέγγιση. Έτσι, σε μια διήγηση που κόβει την ανάσα, γίνεται αναφορά στις μεθόδους βασανιστηρίων του εθνικοσοσιαλισμού, ενώ έχουμε επίσης μια σύγκριση ανάμεσα σε δύο ανθρώπινους τύπους, ο ένας κλειστός και με αυτάρκεια στο παιχνίδι του, και ο άλλος που έζησε μια τρομερή δοκιμασία, στην οποία οφείλει την πνευματική του ιδιαιτερότητα αλλά και εξαιτίας της οποίας παραμένει υπερβολικά εύθραυστος.
Όπως καταλάβατε, η σκακιστική νουβέλα είναι πολλά περισσότερα από μια παρτίδα σκάκι. Μέσα στις λίγες σελίδες της που ο αναγνώστης της απορροφά με μανία πετυχαίνει να αναδείξει τις βαρβαρότητες του εθνικοσοσιαλισμού, την ευθραυστότητα του ανθρώπινου νου, τη μαγεία και τη μανία ενός παιχνιδιού. Εκτός από τα πιόνια του σκακιού που εμφανίζονται στην σκακιέρα, εμφανίζονται μπροστά μας σκέψεις περί εγκλεισμού, περί αντοχής, περί προσδοκιών. Το τέλος αφήνεται με μαεστρία στην φαντασία του αναγνώστη που καλείται να λύσει τον δικό του σκακιστικό γρίφο! Αν δεν το έχετε διαβάσει ακόμα, τώρα είναι η ευκαιρία να το πράξετε!
Πηγές:
https://www.culturenow.gr/skakistiki-noyvela-stefan-tsvaix-kritiki-vivlioy/
https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/skakistiki-vouvella
https://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1386_2585
2 thoughts on “Η σκακιστική νουβέλα: το κύκνειο άσμα του Στέφαν Τσβάιχ”