Tο “Σινεμά ο Παράδεισος” του Τζουζέπε Τορνατόρε παραμένει ως σήμερα ένα διαχρονικό αριστούργημα αλλά παράλληλα οδηγεί τον θεατή σε μια εσωτερική πάλη ανάμεσα στη νοσταλγία και την αναγκαιότητα του να κοιτάς μπροστά.
Συγχρόνως αποτελεί ίσως την αντιπροσωπευτικότερη ταινία που έγινε ποτέ με θέμα την επιρροή του ίδιου του κινηματογράφου στις μικρές, επαρχιακές κοινωνίες όλου του κόσμου στον 20ό αιώνα. Η έβδομη τέχνη ωθεί τους ανθρώπους να ζουν, να ονειρεύονται, να ταξιδεύουν, να κάνουν έρωτα και να αγαπούν… Αυτό ακριβώς συνέβη και στον πρωταγωιστή της ταινίας, τον Σαλβατόρε ή αλλιώς Τότο.
Πλοκή
Βρίσκόμαστε στη Ρώμη, την δεκαετία του 80. Ο διάσημος σκηνοθέτης Σαλβατόρε Ντι Βίτα γυρίζει σπίτι του, όπου η ερωμένη του του λέει ότι τηλεφώνησε η μητέρα του για να τον ενημερώσει πως πέθανε ο Αλφρέντο. Μετά από 30 χρόνια απουσίας, με αφορμή αυτό το γεγονός, ο Σαλβατόρε αποφασίζει να επισκεφθεί το χωριό του, το Τζιανκάλντο της Σικελίας.
Και τότε αρχίζει μια γλυκόπικρη ιστορική αναδρομή, που ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του Σαλβατόρε. Παρ’ ότι η μητέρα του προσπάθησε να τον αποτρέψει, ο μικρός Σαλβατόρε -που τον αποκαλούσαν Τότο- γίνεται θαμώνας του σινεμά της γειτονιάς του, του Cinema Paradiso και σύντομα φίλος με τον άντρα που προβάλλει τις ταινίες, τον Αλφρέντο. Στο πρόσωπο του Αλφρέντο, ο μικρός Τότο, δε βλέπει μόνο τον φίλο και συνεργάτη, αλλά και τον πατέρα, καθώς ο ίδιος είχε χάσει τον δικό του στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το σινεμά το επισκέπτεται πλήθος κόσμου και γι’ αυτό το λόγο, ο ιερέας, ως αυστηρός εκπρόσωπος της μικρής κοινότητας του χωριού, ζητά από τον Αλφρέντο να κόβει τις κινηματογραφικές σκηνές με τα φιλιά, καθώς τις θεωρεί ανήθικες.
Μία μέρα, δημιουργείται επιπλοκή και η αίθουσα που βρίσκεται ο Αλφρέντο παίρνει φωτιά. Τότε ο μικρός Τότο τρέχει και σέρνει τον Αλφρέντο έξω, σώζοντας τη ζωή του. Ωστόσο, ο Αλφρέντο χάνει μία για πάντα το φως του.
Μετά από μια δεκαετία, ο Σαλβατόρε είναι μαθητής λυκείου και ταυτόχρονα εργάζεται στο Cinema Paradiso, το οποίο ξαναχτίστηκε, προβάλλοντας ταινίες. Ο Σαλβατόρε είναι ερωτευμένος με την Έλενα, την κόρη ενός τραπεζίτη. Μετά από πολλή προσπάθεια κάνουν σχέση, όμως χωρίζουν λόγω της άρνησης του πατέρα της. Ο Σαλβατόρε απογοητευμένος, πηγαίνει στον στρατό και στέλνει συνεχώς γράμματα στην Έλενα, δίχως ανταπόκριση. Όταν γυρίζει στο χωριό του, ο Αλφρέντο τον παρακινεί να φύγει για πάντα από εκεί και να μην ξαναγυρίσει πίσω, ούτως ώστε να εκπληρώσει τα όνειρά του.
Πίσω στο σήμερα, ο Σαλβατόρε γυρίζει στο χωριό του για την κηδεία του Αλφρέντο. Έχει αλλάξει πολύ η όψη της περιοχής και το Cinema Paradiso είναι ένα ερείπιο. Ο ιδιοκτήτης τον πληροφορεί πως έχει κλείσει εδώ και 6 χρόνια και πως σε λίγες μέρες θα το γκρεμίσει ο δήμος για να το κάνει χώρο στάθμευσης.
Ο Αλφρέντο όμως έχει αφήσει κάτι μετά τον θάνατό του για τον Σαλβατόρε, μια σειρά από φιλμς. Γυρνώντας στη Ρώμη, ο Σαλβατόρε προβάλλει τα φιλμς που του άφησε ο Αλφρέντο… Ήταν όλες οι ρομαντικές στιγμές της μεγάλης οθόνης, που είχαν κοπεί με διαταγή του ιερέα και είχε ζητήσει ο ίδιος ο Σαλβατόρε από παιδί στον Αλφρέντο…
Και κάπως έτσι, με τον συναισθηματισμό και το βλέμμα στο μέλλον να συνδυάζονται, το Σινεμά ο Παράδεισος κλείνει μεγαλουργώντας, με το διάσημο μοντάζ των απαγορευμένων φιλιών υπό τους ήχους του Μορικόνε, που γεμίζει πρωταγωνιστή και θεατές με δάκρυα και προτρέπει μέσα από την κάμερα του αλλά και αυτήν των μεγάλων του σινεμά: αγαπήστε, μην ξεχνάτε, προχωρήστε μπροστά.