«Η Καρδερίνα» της Donna Tartt είναι το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της συγγραφέως και βραβεύτηκε με το Pulitzer Μυθοπλασίας το 2014 στην Αμερική. Έχουν προηγηθεί η -εξαιρετική- «Μυστική Ιστορία», 1992, και ο «Μικρός Φίλος», 2002, τα οποία σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία, μεταφράστηκαν σε τριάντα γλώσσες και την καθιέρωσαν ως μια από τις πιο σημαντικές μορφές της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η εμβληματική αλλά ολιγογράφος συγγραφέας που εμφανίζεται μόνο κάθε δέκα χρόνια, ανταμείβει τους χιλιάδες αναγνώστες της, αν όχι ολάκερο τον κόσμο, με ένα εκπληκτικό, εθιστικό, περίτεχνο δράμα το οποίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη (που έχουν εκδώσει με μεγάλη επιτυχία και τα άλλα δύο βιβλία της συγγραφέως).
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αμερική με την Donna Tartt να προσπαθεί να διατυπώσει στις σελίδες της την νοοτροπία της σύγχρονης Αμερικανικής κοινωνίας. Στα δεκατρία του, ο Θίο Ντέκερ, γιος μιας αφοσιωμένης μητέρας και ενός ασυλλόγιστου, κατά κύριο λόγο απόντα πατέρα, επιζεί ως εκ θαύματος από μία τρομοκρατική επίθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, θύμα της οποίας είναι όμως η μητέρα του. Το τραγικό αυτό συμβάν του διαλύει τη ζωή και τον αφήνει μόνο κι απροστάτευτο στη Νέα Υόρκη. Τελικά θα βρει καταφύγιο στην οικογένεια ενός πλούσιου φίλου. Θαμπώνεται από το καινούριο του σπιτικό στη Λεωφόρο Παρκ, αγανακτεί με συμμαθητές που δεν ξέρουν πώς να τον αντιμετωπίσουν, βασανίζεται από μια αβάσταχτη νοσταλγία για τη μητέρα του και, όσο περνάει ο καιρός, αγκιστρώνεται σε αυτό που διατηρεί πιο έντονη τη θύμησή της: ένα μικρό, ανεξήγητα σαγηνευτικό πίνακα που απεικονίζει μία καρδερίνα. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του αποφασίζει να τον πάρει κοντά του στο Λας Βέγκας. Εκεί θα γνωρίσει τον Μπόρις, ένα παιδί με καταγωγή από την Πολωνία, το οποίο, όπως και ο Θίο, μεγαλώνει σχεδόν μόνο του. Χωρίς εποπτεία από τους γονείς τους, οι δύο έφηβοι το ρίχνουν στο αλκοόλ, το κάπνισμα και τα ναρκωτικά, ενώ μεταξύ τους αναπτύσσεται κάτι παραπάνω από φιλία. Μετά το θάνατο του πατέρα του και χωρίς να τον δένει κάτι με το Λας Βέγκας, εκτός από τη σχέση του με τον Μπόρις, ο Θίο επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Καταφεύγει στον Χόμπι,τον αναπαλαιωτή επίπλων που είχε γνωρίσει λίγο μετά την έκρηξη, ο οποίος θα τον υιοθετήσει, θα τον αγαπήσει σαν πραγματικό του γιο, ενώ παράλληλα θα του μάθει την τέχνη της αναπαλαίωσης αντικών. Η ενασχόληση του όμως με την πώληση αντικών και αντιγράφων θα τον παρασύρει στον υπόκοσμο και στην παρανομία. Έτσι, ο Θίο καταλήγει στο Άμστερνταμ, στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά και μπλεγμένος με την μαφία, ξεκινάει τη μακροσκελή αφήγηση για τα δεκατρία χρόνια της ζωής του με την καρδερίνα και χωρίς αυτήν.
H Καρδερίνα, ουσιαστικά, είναι μια στοιχειωμένη Οδύσσεια μέσα στη σύγχρονη Αμερική. Συνιστά ένα επίπονο οδοιπορικό ενηλικίωσης, μια περιπλάνηση στα πιο σκοτεινά μονοπάτια μιας νεανικής ψυχής που αναζητά την ταυτότητά της σε ένα τοπίο αβέβαιο, που της στερεί όλες της τις σταθερές και της αρνείται το συναίσθημα. Η Ταρτ κινείται σε γνώριμα μοτίβα μεγάλων λογοτεχνών, όπως του αγαπημένου της Ντίκενς, και στιγματίζει τον ήρωα της με την πρώιμη, βίαιη εξάλειψη της μητρικής φιγούρας. Ο ίδιος ηθικός αποπροσανατολισμός και η ίδια αβεβαιότητα για το αύριο κατακλύζουν το Είναι του ορφανού Θίο, όπως ακριβώς συνέβη με τον Όλιβερ Τούιστ και τον Πιπ. Εμείς παρακολουθούμε όλα τα σκαλοπάτια και σκοτεινά μονοπάτια που στοιχειοθετούν τον απογαλακτισμό του και τη ανάληψη της ευθύνης του ίδιου του εαυτού του.
H Καρδερίνα αποτελεί παράλληλα και έναν ύμνο στη φιλία: τη φιλία του Θίο με τον Μπόρις,, τη φιλία που απλόχερα ο Χόμπι προσέφερε στον Θίο σώζωντάς τον από μία ζωή που δεν θα συνεχιζόταν με τον καλύτερο τρόπο για τον μικρό, αφού ακόμη και οι συγγενείς του τον είχαν ξεγράψει με συνοπτικές διαδικασίες.
Πυρήνα, όμως, της Καρδερίνας αποτελεί η σύνδεση του πίνακα με τη μητέρα του ήρωα. Ο Θίο ταύτισε την Καρδερίνα με η μητέρα του, ταύτισε την ομορφιά και την αθωότητα του πίνακα με την ομορφιά και την αθωότητα της ζωής του μαζί της, της ζωής του πριν την απότομη και χωρίς τη θέλησή του ενηλικίωση, όταν ήταν κοντά της, ασφαλής και ζεστός, γεμάτος αγάπη και κυρίως πλημμυρισμένος από όμορφες δυνατότητες, δυνατότητες που περιορίστηκαν βίαια με τον θάνατό της. Σώζοντας τον πίνακα ο μικρός Θίο, έσωζε κατά κάποιο τρόπο τη μητέρα του από τον θάνατο. Η Καρδερίνα ήταν ο φάρος του, η άγκυρά του που τον κρατούσε σφιχτά δεμένο με τη μητέρα του και δεν τον άφηνε να ξεστρατίσει (εντελώς). Ήταν η φλόγα που κρατούσε ζωντανό το παιδί μέσα του, που δεν άφηνε την ψυχή του να βυθιστεί στο σκοτάδι.
Η ιδέα να χρησιμοποιηθεί ο πίνακα σαν σύμβολο γεννήθηκε από μια επίσκεψη της συγγραφέως στο Άμστερνταμ, όπου τον αντίκρισε κι αμέσως, ένα μυστηριακό δέσιμο την ένωσε μαζί του και έμελλε να πυροδοτήσει στη φαντασία της μια ιστορία καταστροφής: άλλωστε, υπάρχει η μοιραία, θα έλεγε κανείς, κατάληξη του ζωγράφου Carel Fabritious, ο οποίος έχασε την ζωή του σε μία έκρηξη 30 τόνων πυρίτιδας στο οπλοστάσιο της πόλης Nτελφτ στην Ολλανδία το 1654. Με την έκρηξη καταστράφηκε σχεδόν το σύνολο του έργου του. Η Καρδερίνα ήταν από τα ελάχιστα έργα που διασώθηκαν, ίσως και το μοναδικό.
«Αυτός πρέπει να είναι ο πρώτος πίνακας που αγάπησα με όλη τη σημασία της λέξης, έλεγε τώρα η μητέρα μου […] Ήταν μικρός, ο πιο μικρός στην έκθεση, και ίσως ο πιο απλός: ένα κίτρινο πουλάκι σε ένα γυμνό, άχρωμο φόντο, με μια αλυσίδα να το κρατάει δεμένο στην κούρνια του από το σαν κλαράκι αδύνατο ποδαράκι».
Η γραφή της Donna Tartt ξεκινά και σταματά σαν πυροτέχνημα σε διάφορα χρονικά διαστήματα της ζωής του Θίο για να καθηλώσει τον αναγνώστη σε μια εγρήγορση και με μια αίσθηση που τον κάνει να μη μπορεί να αφήσει κατώ το βιβλίο. Ο λόγος της πάντοτε αιχμηρός, περιφραστικός, εμπλουτισμένος και φροντισμένος με ομηρικούς συμβολισμούς σε περιγραφές, προσπαθεί να πλανεύσει τη φαντασία μας. Με την ιδιαιτερη ιδιοσυγκρασία της και την ακλόνητη πίστη που τρέφει ότι για να παράξει ένα καλογραμμένο βιβλίο οφείλει πρώτα να κάνει χρόνια λεπτομερής και πολυδιάστατης συγγραφής, αφήνει το δικό της στίγμα στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Ξεπερνώντας τα 1.500.000 αντίτυπα παγκοσμίως, το βιβλίο-τόμος των 992 σελίδων εκθειάστηκε από πολλούς και κατηγορήθηκε από άλλους. Θα μπορούσε να είναι μικρότερο σε έκταση. Θα μπορούσε να έχει λιγότερα κλισέ. Θα μπορούσε επίσης σε ορισμένα σημεία να μη γίνεται τόσο διδακτικό και σε άλλα όχι τόσο συναισθηματικο. ‘Ομως, με τον συγγραφέα Στίβεν Κινγκ να χαρακτηρίζει τον Θίο ως έναν «σύγχρονο Όλιβερ Τουίστ», η Donna Tartt αγνοεί τους κατακριτές και παρασέρνει τον αναγνώστη στον κόσμο του εθισμού και της μοναξιάς, της εργασιομανίας και των επίδοξων τυχοδιωκτών, αλλά και της τέχνης και της μόρφωσης, της αλληλεγγύης και της ανάγκης για επαφή. Μπορεί, βέβαια, καποιες φορές να είναι υπερβολικά περιγραφική ή να “φωνάζει” το μήνυμα της μέσα από τον συμβολισμό, αλλά εν τέλει καταφέρνει να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να υπογραμμίσει την σημασία της οικογένειας. Δυστυχώς, η πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, αδυνατεί να συλλάβει το δυσβάσταχτο άχθος του Θίο και να ανοίξει τα φτερά της με τον συγκλονιστικό τρόπο που όλοι περιμέναμε μετά την ανακοίνωση του υπέρλαμπρου καστ και του πολλά υποσχόμενου σκηνοθέτη Τζον Κρόουλι.
Η Καρδερίνα, όμως, παραμένει ένα συγκινητικό βιβλίο για τη δύναμη του πεπρωμένου, τα βαθύτερα μυστήρια του έρωτα, την αξία της φιλίας αλλά συγχρόνως και για το ταξίδι προς την αυτογνωσία. Ο πρωταγωνιστής βρίσκει την ελπίδα στον πίνακα ο οποίος τον οδηγεί προς την καταστροφή αλλά και προς την λύτρωση. Αποτελεί ένα σύγχρονο “Ντικενσιανό”, όπως χαρακτηρίστηκε, αριστούργημα που πραγματεύεται την απώλεια, τον θρήνο και την εμμονή, με μια ξεχωριστή ευαισθησία και μια ευθραυστότητα που, ακριβώς λόγω της ισορροπίας τους, επιτρέπουν στον αναγνώστη να βρει στον Θίο Ντέκερ τον εαυτό σου και να συμφιλιωθεί με την δική του “κατεστραμμένη” πλευρά.
Πηγές:
http://www.livanis.gr/ViewPreRelease.aspx?ProductId=2354201
https://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=195120
https://simplylife.gr/pages/biblia/article/id/84