Τις νύχτες άνοιγε διάπλατα τα παράθυρα της ψυχής της.
Έσκαγαν σαν βόμβες, παχιές και αμείλικτες οι σταγόνες της βροχής.
Περπατούσε στ’ απόνερα μιας ουτοπικής καταιγίδας,
κι έκλαιγε αναζητώντας λίγο έαρ στον απόηχο του χειμώνα.
Και ήταν τα δάκρυα της πιο γκρίζα απ’ τα σύννεφα.
Ξεθώριαζαν τις σελίδες των βιβλίων.
Και τα γράμματα χάνονταν.
Σβήνονταν ένα προς ένα, παίρνοντας μαζί τους στον θάνατο χιλιάδες μυστικά.
Και τα ρουφούσε το νερό.
Σαν λαίμαργο σφουγγάρι, που έκλεινε μέσα του κάθε λογής ψάρι. Κι ένας αόρατος άνθρωπος στράγγιζε το νερό.
Μήτε σε χώμα, μήτε σ’ ωκεανό.
Παρά μονάχα στην άσφαλτο.
Εκεί που καμία ελπίδα δεν θα τολμούσε να ευδοκιμήσει.
Καμία άνοιξη δε θα ‘χε το σθένος να τραγουδήσει.
Και το αίμα τρύπωνε βαθιά στις ρωγμές του δρόμου. Αθώων ψυχών απομεινάρια στέρνα,
που έψαχναν μία σκιά ν’ ακουμπήσουν.
Εκεί που ο αέρας μαστίγωνε τους βράχους με αρχηγό τον χειμώνα.
Δες, μια παπαρούνα κουβαλάει στα χέρια της την άνοιξη.
Είναι αυτή που καλύφθηκε απ’το χιόνι.
Αυτή που χτυπήθηκε ανελέητα από τα διερχόμενα φορτηγά. Αυτή που συνέχισε ν’ αναπνέει με τα ρουθούνια της γεμάτα τσιμέντο.
Είναι ο πορφυρός σηματοδότης της ζωής, πριν μία στροφή θανάτου.
Είναι το άλφα και το ήττα της άνοιξης.
Είναι ο Μάρτης ο Απρίλης και ο Μάης.
Είναι η ίδια ζωή…
Ακούστε το ποίημα εδώ:
Πηγή: Η ποιητική συλλογή της Ροδάνθης Πάντου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φύλατος