Λίγη ιστορία
Αναρτημένο ανάμεσα σε άλλα ιμπρεσιονιστικά έργα, ο μεγάλος διαστάσεων πίνακας του Gustave Caillebotte φανέρωνε περίτρανα τις έντονες επιρροές που ο δημιουργός του είχε δεχτεί από τα νέα ήθη των χρόνων εκείνων, απεικονίζοντας πιστά το νέο μοντέρνο κέντρο του Παρισιού που μόλις τότε διαμορφωνόταν.
Το Παρίσι δεν είχε πάντα τη μορφή που είχε σήμερα. Δεν υπήρχαν τα όμορφα πολυώροφα κτίρια, οι περιποιημένες προσόψεις, τα φαρδιά πεζοδρόμια και οι μεγάλες λεωφόροι. Αντιθέτως, ήταν μία πόλη μεσαιωνική με στενά δρομάκια, πλημμελή καθαριότητα και πολλούς πολίτες που ζούσαν άστεγοι κάτω από το όριο της φτώχειας. Την εικόνα του αυτή με μία ριζική ανοικοδόμηση άλλαξε δια παντός ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’. Ο τότε δήμαρχος Haussman κατεδάφισε περίπου 25.000 κτίσματα και ανήγειρε 40.000 κτίριαو μεταμορφώνοντας πλήρως το κέντρο της πόλης. Οι χαμηλότερες τάξεις αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στα προάστια, αφού πλέον δεν μπορούσαν να μένουν στις ακριβές πολιτικές του κέντρου.
Το νέο Παρίσι στόλισαν τα λαμπρά οικοδομήματα, περίτρανα κτίρια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, πολυκαταστήματα και λεωφόροι που αναγεννήθηκαν μέσα από οικοδομικές εργασίες είκοσι περίπου χρόνων. Ο Μπωντλαίρ θα θρηνήσει την παλιά εικόνα του Παρισιού, αλλά σύντομα θα αλλάξει γνώμη μιλώντας για τους περιπατητές των μεγάλων βουλεβάρτων.
Λίγα λόγια για τον πίνακα
Αυτοί ακριβώς οι περιπατητές, οι κάτοικοι της νέας πόλης είναι που απεικονίζονται στο έργο του Caillebotte με μία απαράμιλλη ακρίβεια. Η σύνθεση μας μιλάει για μία βροχερή χειμωνιάτικη μέρα στο κέντρο της πόλης με τις δύο κεντρικές μορφές να βαδίζουν κάτω από μία ομπρέλα ντυμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας. Ο άντρας φοράει ρεντιγκότα και η γυναίκα δίπλα του ένα παλτό με γούνινη επένδυση, ενώ το μαργαριτάρι στο σκουλαρίκι της συνιστά τη μόνη λάμψη στην κατά τα άλλα μουντή εικόνα. Από τις ενδυματικές επιλογές συμπεραίνει κανείς πως οι περαστικοί ανήκουν στους εύπορους αυτούς πολίτες που εγκαταστάθηκαν στο κέντρο του Παρισιού, διότι φέρουν όλοι μία ομπρέλα, αντικείμενο που είχε εφευρεθεί κι είχε ξεκινήσει να χρησιμοποιείται στην Αγγλία μόλις πριν από 3 χρόνια.
Όλοι απολαμβάνουν παρά τον βροχερό καιρό να χαζεύουν τις βιτρίνες. Για πρώτη φορά, επίσης, στην ιστορία του εμπορίου οι πελάτες μπορούσαν να περιεργάζονται τα αγαθά που εκτίθενται στις βιτρίνες χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να ζητάνε τη βοήθεια και τη διαμεσολάβηση των πωλητών και των εμπόρων. Οι απρόσωπες συναλλαγές αρχίζουν να κυριαρχούν και να ομοιάζουν με την απρόσωπη ζωή.
Κανένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν κοιτάζει το διπλανό του, ούτε το απευθύνεται. Μοιάζει να βαδίζουν παράλληλα ένας τον άλλον χαμένος ωστόσο στο δικό τους κόσμο στη σημερινή Place du Dublin. Οι Παριζιάνοι μπορούσαν πια να χαθούν στο πλήθος, να απελευθερωθούν από κοινωνικούς περιορισμούς και κανόνες. Αυτή τη νέα ζωή αποτυπώνει και ο πίνακας. Η επιρροή της φωτογραφίας φαίνεται στη φαινομενικά καθημερινή σύνθεση και τον τρόπο που είναι τοποθετημένες οι φιγούρες, μέσα από τις οποίες αναδύεται μια ιδιάζουσα γεωμετρία.
Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη
Ο καλλιτέχνης σπούδασε νομικά και ζωγραφική. Υπήρξε ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού, χωρίς βέβαια να συμμετέχει την πρώτη έκθεση των ιμπρεσιονιστών το 1874. Εξέθεσε, όμως, τα δημιουργήματά του σε αυτή του 1876 και του 1877, όπου και παρουσιάστηκε το εν λόγω έργο. Υπήρξε ο ίδιος συλλέκτης ιμπρεσιονιστικών έργων τέχνης τα οποία μετά το θάνατο του παραχώρησε στο γαλλικό κράτος. Η συλλογή του έχει μοιραστεί στα σπουδαιότερα μουσεία του Παρισιού. Μεταξύ αυτής συμπεριλήφθηκε μόνο ένα δικό του έργο: “Οι συντηρητές πατώματος”. Η δική του ζωγραφική εκτιμήθηκε πολύ αργότερα μόλις το 1994 στην πρώτη αναδρομική έκθεση που διοργανώθηκε για εκείνον με τίτλο ” Ο αστικός ιμπρεσιονιστής”. Η ταπεινοφροσύνη του και η ενασχόλησή τους με διάφορα αντικείμενα, καθώς και η κοινωνικότητά του υπήρξαν ανασχετικοί παράγοντες για την ανάδειξη του ταλέντου του.
Πηγές:
32 Ιστορίες Ζωγραφικής/ Από την Αναγέννηση ως τον Εξπρεσιονισμό, Μάργαρη Ελένη, εκδ. Historical Quest
Ιστορία της Τέχνης, εκδ. Πεδίο