Μετά τον Γιανγκ: Ένα ανδροειδές απαντά στην ερώτηση “Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος;”

«Με απασχολεί το φορτίο και η ομορφιά της καθημερινότητας»

Το βασικότερο θέμα της ενήλικης επιστημονικής φαντασίας, λογοτεχνικής και κινηματογραφικής, ήταν ανέκαθεν αυτό του ορισμού της ανθρώπινης υπόστασης, ο οποίος με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης αποδεικνύεται όλο και περιπλοκότερος. Από το εμβληματικό “Εγώ, το ρομπότ” του Ισαάκ Ασίμοφ μέχρι την πρόσφατη “Εκπνοή” του Τεντ Τσιάνγκ, η συνάντηση ηθικής και βιοτεχνολογίας μοιάζει να απασχολεί πλέον την καλλιτεχνική κοινότητα το ίδιο έντονα με την επιστημονική, καθώς τα ερωτήματα όλων πολλαπλασιάζονται. Ο Αμερικανός συγγραφέας Αλεξάντερ Γουαϊνστάιν έθεσε μια σειρά από αυτά στη συλλογή διηγημάτων του “Children of the new world” (2016), από την οποία ο Νοτιοκορεάτης/Αμερικανός σκηνοθέτης Κογκονάντα διάλεξε να διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη το “Saying goodbye to Yang”. Σε αυτό το φουτουριστικό δημιούργημα με τίτλο “Μετά τον Γιανγκ” (“After Yang”) πρωταγωνιστούν οι Κόλιν Φάρελ, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Τζάστιν Μιν, και Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών στα πλαίσια του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα, ενώ ξεχώρισε και στο Φεστιβάλ Σάντανς.

«Το αλλόκοτο στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας ήταν μία πρόκληση για εμένα, γιατί αποκαλύπτει απίστευτες αλήθειες που ξεπερνάνε το παρόν. Προτιμώ αλήθειες που εδρεύουν στην κανονικότητα. Κι αυτό μου άρεσε στο διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν».

Βρισκόμαστε στον πλανήτη Γη, σε ένα μακρινό, δυστοπικό μέλλον. Ο κόσμος που ξέραμε έχει καταστραφεί και οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει στην νέα τους πραγματικότητα. Περνούν περισσότερες ώρες σε εσωτερικούς χώρους, συναναστρέφονται με χιλιάδες άλλους μέσα από οθόνες, χρησιμοποιούν αυτοκίνητα που δεν χρειάζεται να τα οδηγούν για να πάνε στον προορισμό τους. Ο Τζέικ και η Κίρα, ένα διαφυλετικό παντρεμένο ζευγάρι, έχουν υιοθετήσει την Μίκα, ένα κοριτσάκι από την Κίνα, και για να τη συνδέσουν με τις ρίζες, την κουλτούρα και τη γλώσσα της, αγόρασαν τον Γιανγκ – ένα ανδροειδές, έναν «τεχνοσάπιεν μεγάλο αδελφό». Ενα ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης, τόσο προηγμένο που μπορεί να διδάξει τα πάντα στην Μίκα, τόσο ανθρωπόμορφο που καμιά φορά ξεχνάς ότι πρόκειται για μηχανή. Μία βλάβη όμως στο λειτουργικό του Γιανγκ τούς το θυμίζει. Ο Τζέικ αναλαμβάνει να βρει τεχνικό που θα επισκευάσει τον Γιανγκ. Ομως αυτό σημαίνει να εξεταστεί το «μαύρο κουτί» του ρομπότ – κάτι περίπλοκο και απαγορευμένο. Ανοίγοντας το μαύρο κουτί, ο Τζέικ δεν ανακαλύπτει μόνο τι έχει πάει λάθος με το ρομπότ του. Αλλά και τι έχει πάει λάθος και με τον ίδιο. Οσο παρακολουθεί τις οικογενειακές μνήμες που ο Γιανγκ καταχώρησε στο εσωτερικό του, τόσο θυμάται τον παλιό εαυτό του – πριν γίνει ένας απογοητευμένος άντρας, ένας απών σύζυγος και πατέρας. Τώρα που ο Γιανγκ δεν υπάρχει, τώρα που η μικρή Μίκα δεν έχει κάποιον να την προσέχει, πώς θα επιβιώσει αυτή η οικογένεια; Τι θα συμβεί… μετά τον Γιανγκ;

Έχοντας πραγματοποιήσει ένα εξαιρετικά επιτυχημένο σκηνοθετικό ντεμπούτο το 2017 («Columbus»), ο Κογκονάντα συνεχίζει στον ίδιο δρόμο του φιλοσοφικού στοχασμού διατυπώνοντας ένα καίριο ερώτημα που δεν έχει εύκολη ή αυτονόητη απάντηση. «Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος;» μοιάζει να ρωτά σε κάθε σκηνή ο σκηνοθέτης όχι μόνο τους πρωταγωνιστές του αλλά και τους θεατές. Πριν βιαστείτε να απαντήσετε, ο Κογκονάντα βάζει μια σειρά από δεδομένα πάνω στα ζητήματα της ίδιας της ύπαρξης με μια σειρά από πανέμορφες, τρυφερές σκηνές βυθισμένες σε μία ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και μία παράδοξη αισιοδοξία που αλληλοσυμπληρώνονται υποδειγματικά στο φιλμ. Ο Κογκονάντα υιοθετεί μια μινιμαλιστική, χαμηλότονη αφήγηση που επικεντρώνεται στα βασικά γνωρίσματα της ύπαρξης. Η μνήμη, ο χαμένος χρόνος, η ψυχική γαλήνη, η ανάγκη συμφιλίωσης με το παρελθόν, η γονική ευθύνη, η διατήρηση της ανθρωπιάς, η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι κάποια στοιχεία που καθορίζουν όχι μόνο τις ζωές των πρωταγωνιστών αλλά συνθέτουν και το βασικό πυρήνα της ταινίας. Στην καρδιά της δημιουργίας του Κογκονάντα εδρεύει ο ανθρωπισμός εναρμονισμένος με τις κυριολεκτικές και συναισθηματικές αποστάσεις, με τις υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής και τα εσωτερικά πεδία της μνήμης, του χρόνου και της ταυτότητας.

Καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται, καταλαβαίνουμε ότι ο σκηνοθέτης δεν αναφέρεται πια στο μέλλον αλλά κριτικάρει το παρόν και την τρέχουσα, σταδιακή απώλεια της ανθρωπιάς μας. Γιατί στην απάντηση του τι μάς κάνει τελικά ανθρώπους κρύβεται και σκοτάδι. Η απογοήτευση, η προσωπική αποτυχία, ο φόβος κάνουν τον άνθρωπο ρατσιστή. Ετσι ήταν κι έτσι θα είναι. Ο «άλλος» στην ταινία μπορεί να μην είναι ο μαύρος, ο μετανάστης, ο αλλόθρησκος – αλλά τα ρομπότ και οι κλώνοι. Κι όμως, όπως μας αποδεικνύει ο Γιανγκ, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι υπάρχει τόση ομορφιά όταν επιτρέπεις τη διαφορετικότητα. Οπως και το τσάι που παράγει και πουλάει ο ρομαντικός Τζέικ είναι μείγμα διαφορετικών αποξηραμένων βοτάνων για να φτιαχτεί κάτι νέο και μοναδικό, έτσι και η ίδια η οικογένειά του είναι μία μίξη εθνικοτήτων, χρωμάτων, πολιτισμών και πλασμάτων. Μοναδικό συνθετικό τους: η αγάπη. Που παραμένει ακόμα και μετά την απώλεια.

Ο Τζέικ παρακολουθεί τις “αναμνήσεις” του Γιανγκ, βλέπει τα λάθη, τις αδυναμίες του, τις ελπίδες του να ξαναζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του. Παρακολουθεί το παρελθόν του σαν ένα αιθέριο ντοκιμαντέρ του εαυτού που άφησε πίσω. Οταν θύμωσε που η καριερίστα γυναίκα του κατέληξε να τους συντηρεί κι ένα ρομπότ τα καταφέρνει καλύτερα ως ανδρικό πρότυπο για την κόρη του. Ο Κόλιν Φάρελ τον ερμηνεύει με εκφραστική μελαγχολία και συγκινητική απόγνωση, αλλά διακριτικά, όχι μεγαλόφωνα. Και καθώς παρακολουθούμε μαζί με τον Τζέικ στιγμές μίας ολόκληρης ζωής, ένα πράγμα γίνεται ολοφάνερο. Είμαστε η μνήμη μας. Τόσο σε προσωπικό (αναμνήσεις) όσο και κοινωνικό (ιστορία) επίπεδο. Αυτή ορίζει τη διαδρομή που μας έχει φέρει ως εδώ, κάτι που ο Τζέικ ξέρει, αλλά καταλαβαίνει πραγματικά μόνον όταν ξεκλειδώνει τα παρελθόντα μυστικά του Γιανγκ, τον οποίο ο σκηνοθέτης (όπως είχε κάνει και ο Γουαϊνστάιν) δεν περιγράφει απλοϊκά ως μια ευφυή μηχανή που θέλει να γίνει άνθρωπος, αλλά ως έναν περίπλοκο χαρακτήρα, ο οποίος προσπαθεί, όπως κι άλλοι γύρω του, να συνδιαλλαγεί με διλήμματα ηθικής, ταυτότητας και συνείδησης. Η ακαταμάχητη ανθρωπιά στην οποία επικεντρώνεται ο φακός του Κογκονάντα δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο. Ακόμη και οι επαγγελματίες κυνικοί είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υποχωρήσουν μπροστά στην ανεπιτήδευτη αλήθεια μιας ταινίας με μεγάλο λυρικό εκτόπισμα που προσπερνά τα πεπερασμένα μέτρα μιας τυπικής φουτουριστικής δημιουργίας και μεταμορφώνεται σε μια οδυνηρή σπουδή πάνω στη σημασία του να είσαι άνθρωπος.

«Αγάπησα την καθημερινή φύση αυτής της ιστορίας. Είναι γειωμένη. Πώς θα ήταν αν τα ανδροειδή ήταν εξίσου κοινά με τα τηλέφωνα μας ή με τους ίδιους τους ανθρώπους; Αν η αλήθεια αυτού του φουτουριστικού κόσμου είναι εξίσου κανονική με τις μνήμες που όλοι κουβαλάμε στις συσκευές μας ή στο μυαλό μας; Τι θα συνέβαινε αν ο Γιανγκ αποκάλυπτε αυτό που τελικά ίσχυε από πάντα: ότι είμαστε όλοι συνεχείς καταγραφές της αγάπης, της απώλειας, της ζωής και του ίδιου του χρόνου; Είμαστε όλοι Γιανγκ. Αυτό που ξεκινάει σαν το ενοχλητικό καθήκον του να επιδιορθωθεί μία συσκευή εξελίσσεται σταδιακά σε κάτι υπαρξιακό».

Πηγές:

https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3002504/meta-ton-giangk/

https://www.monopoli.gr/2022/03/08/showtimes/cinema/563375/meta-ton-giangk/

https://flix.gr/cinema/after-yang-review.html

https://www.athensvoice.gr/culture/cinema/749115-kritiki-tainias-meta-ton-giangk-after-yang

https://www.culturenow.gr/meta-ton-giangk-h-sygkinitiki-tainia-toy-kogkonanta-me-ton-kolin-farel/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *