Μιχάλης Τόμπρος: ένας πρωτοποριακός γλύπτης

Η καλλιτεχνική γενιά του ’30

Οι Έλληνες δημιουργοί της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα προσπάθησαν να προσδιορίσουν μια τέχνη ελληνική συνενώνοντας την ελληνική παράδοση (κλασική, βυζαντινή, λαϊκή) με τις ευρωπαϊκές διατυπώσεις όχι μόνο στα εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά και στα εσώτερα και πνευματικά. Μεταξύ αυτών και ο γεννηθείς το 1889 Μιχάλης Τόμπρος που έμελλε να χαράξει την ατομική του καλλιτεχνική πορεία, δίνοντας στο παραπάνω εγχείρημα απαντήσεις προσωπικές.

Λίγα βιογραφικά στοιχεία

Ο Μιχάλης Τόμπρος γεννήθηκε στη Νεάπολη συνοικία της Αθήνας στις 25 Νοεμβρίου 1889. Ήταν ο μοναδικός γιος του κρητικής καταγωγής γεννημένους το Κόρθιο της Άνδρου μαρμαροτεχνίτη Θεοδώρου Τόμπρου και της επίσης Ανδριώτισσας Μαργαρίτας το γένος Ραμούνδου.

Είχε την πρώτη του επαφή με τη γλυπτική στο εργαστήρι του μαρμαρογλύπτη πατέρα του. Το 1903 γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο και για μικρό χρονικό διάστημα με τον Λάζαρο Σώχο. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σχεδίου από τους Δημήτριο Γερανιώτη, Αλέξανδρο Καλλούδη και Γεώργιο Ιακωβίδη, ενώ παράλληλα εργαζόταν στο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής του Ν.Μ. Περάκη. Αποφοίτησε από το Σχολείο Τεχνών το 1909 και το 1910 άνοιξε εργαστήριο στην Αθήνα. Το 1914, με υποτροφία του κληροδοτήματος Γ. Αβέρωφ, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους Ανρί Μπουσάρ και Πωλ Λαντόφσκι. Δουλεύοντας τον πηλό στην πόλη όπου κάθε ζωντανή ωραιότητα, μαραμένη από την αρχαιολογία, είχε απομακρυνθεί στα μουσεία, κατάλαβε ότι το μάθημα των επαναστατών καλλιτεχνών που είναι συγκεντρωμένοι στο Παρίσι ήταν γόνιμο γιατί βοηθούσε τη γνήσια ανάπτυξη του.

Μετά την επιστροφή του, το 1919, διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στην τακτική έδρα πλαστικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια, μεταξύ των οποίων στην Ολυμπία, όπου μελέτησε τα γλυπτά του ναού του Δία, και στο Παρίσι. Το 1925 επισκέφθηκε για τέταρτη φορά το Παρίσι και παρέμεινε ως το 1928. Η παραμονή του αυτή στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε πλούσια σε εκθεσιακή δραστηριότητα και ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία. Την περίοδο 1933-1934 εξέδωσε τον 20ό Αιώνα, το πρώτο αμιγώς εικαστικό περιοδικό στην Ελλάδα. Το 1938 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο Β΄ εργαστήριο γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1960, ενώ από το 1957 ως το 1959 διετέλεσε διευθυντής. Το 1967 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείον Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο τον εξέλεξε μέλος της.

Ο καλλιτέχνης

Όπως σημειώνει ο Παλαμάς: “Βλέπει προς ύψη οριζόντων με την κεφαλήν προς τα άνω, εντόνως, σχεδόν αποτόμως ορθούμένη, με προτεταμένο το στήθος και όταν ακόμη σας ατενίζει δεν σας παρατηρεί ακριβώς ειπείν• φαίνεται συχνά-πυκνά ως να απασχολεί την προσοχή του υπεράνω ημών κάποιος κόσμος ιδεών, μη συμπυκνωθής ακόμη και ως εν καταστάσει φωτονεφέλης διατελών ρέπει προς την συζήτηση, έτοιμος είναι προς αντίρρηση • δεικνύει αντιπάθεια προς τα αισθητικά εκ του προτέρου δόγματα από το φόβο ότι τα αυτά δύνανται μάλλον επιβλαβώς να ενεργήσουν επί του καλλιτεχνικού και να δεσμεύσουν την ελεύθερη ανάπτυξη της ιδιοφυΐας• και όμως ο φόβος αυτός δεν είναι ακριβώς ειπείν ή τρόπος εκδήλωσης της ιδεολογικής τάσεως του καλλιτέχνου. Ενθυμίζει και ο τρόπος ούτως, πλην άλλων, πόσον και ανέκαθεν και επί των ημερών ημών εντονότερος ίσως ο δημιουργικός νους και το κριτικό πνεύμα συνυπάρχουν και συνεργάζονται όσον και αν έχουν αμφότερα τα στοιχεία αυτά αρκούντως καθαράν συνείδηση της συνύπαρξης και συνεργασίας αυτής.

Ως δημιουργός Μιχάλη Τόμπρος από την αρχή της σταδιοδρομίας του αγωνίζεται να υπερβεί την ακαδημαϊκή παράδοση και να στραφεί στις πιο σύγχρονες κατευθύνσεις. Εκβίασε τη ζωή και μπήκε στον αγώνα της τέχνης με τη δύναμη του νεανικού του ονείρου: ονειρεύτηκε να επιστρέψει σαν άνθρωπος του 20ου αιώνα στην Ελλάδα του 20ου αιώνα φέροντας μία πλαστική ελληνική και μαζί συγχρονισμένη, σύμφωνη με την ατμόσφαιρα της σημερινής Ελλάδας.

Το έργο του

Αινιγματικός, αλλά βαθύτατα καλλιεργημένος, με ανόθευτο τον αυθορμητισμό, υποταγμένος αυστηρούς κανόνες, έχει γίνει τέλεια κάτοχος των εκφραστικών μέσων, ύστερα από επίμονες αναζητήσειςς και έχει δημιουργήσει μία τέχνη προσωπική. Το έργο του είναι πλατύ και πολύμορφο: ανδριάντες, μνημεία, επιτάφια, ηρώα, προτομές, συνθέσεις, ανάγλυφα. Υπήρξε εξαρχής πρωτοπόρος και φρόντιζε πάντα να ανανεώνεται σύμφωνα με τον Σπύρο Παναγιωτοπούλο.

Ο γλύπτης κινείται σε δύο κατευθύνσεις: μία νεορεαλιστική και μία που δίνει έμφαση στα καθαρά, πλαστικά στοιχεία με αναγωγές στα αιγαιοπελαγίτικα και αρχαϊκά ειδώλια, δουλεύοντας τα έργα του τόσο παραστατικά, όσο και αφαιρετικά. Τη στιγμή που πολλοί Έλληνες γλύπτες οργανώνουν τα παγερά έργα τους με την στείρα γνώση της ανατομίας και θεωρούν για μόνο στοιχείο τέχνης τα τυχαία εφέ του πηλού και την επιδερμική φλυαρία, ο Τόμπρος εμψυχωμένος από τη νέα όσο κα την πανάρχαια γνώση του αληθινού ρυθμού, οικοδομεί εκ των ένδον έργα γλυπτικής, τόσο σύμφωνα προς την τέχνη αυτή όσο , όσο και σύμφωνα ήταν προς την πλαστική και τα προγονικά έργα.

Παρουσίασε το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εκθέσεις με την Ομάδα Τέχνη, το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών, το Σαλόν του Κεραμικού και το Σαλόν των Ανεξαρτήτων στο Παρίσι, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937, οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, 1938 και 1956 και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1955. Το 1959 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Αίθουσα Εκθέσεων της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και το 1972 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.

Τα ζώα και το ψάρι, 1933

Η προσφορά του

Η προσφορά του Μιχάλη Τόμπρου στη νεοελληνική γλυπτική υπήρξε σημαντική. Με την έκδοση του περιοδικού 20ός Αιώνας, τη δημοσίευση πλήθους άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, αλλά και με τη διδασκαλία του στη Σχολή, συνέβαλε στη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στην Ελλάδα. Η καλλιτεχνική του δημιουργία χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυϊσμό. Παραμένοντας ανθρωποκεντρικός, δημιούργησε συνθέσεις ελεύθερες, ιδιαίτερα γυναικείες μορφές, που απηχούν κυρίως το πλαστικό ύφος του Αριστίντ Μαγιόλ, και έργα που προέρχονται από παραγγελίες, στα οποία ακολουθεί το γενικά παραδεδεγμένο ακαδημαϊκό ύφος. Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία συμπόρευσης με τα ρεύματα της πρωτοπορίας τον οδήγησε σε διάφορους πειραματισμούς. Έτσι δημιούργησε συνθέσεις με αφαιρετικό χαρακτήρα, κυβιστικές και σουρεαλιστικές επιρροές, που αναφέρονται σε μορφές από το ζωικό και φυτικό κόσμο, αλλά και σε πλάσματα της φαντασίας ή παράξενα σχήματα.

Αντί Επιλόγου

Στο πρόσωπο του Μιχάλη Τόμπρου η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης πρέπει να δει τον άνθρωπο, τον δημιουργό και το δάσκαλο, καθώς υπήρξε μία προσωπικότητα με ταυτόχρονη θεωρητική και πρακτική έκφανση και επίδραση πολύπλευρη.

Πηγές:

Παυλόπουλος, Δημήτριος (1997, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)), Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΟΜΠΡΟΣ (1889-1974)

https://www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/tompros-mihalis.html

Ο πολυτάλαντος “γλύπτης” των Αθηνών Θωμάς Θωμόπουλος

Ο Θωμάς Θωμόπουλος αποτελεί περίπτωση προοδευτικού και πολυτάλαντου καλλιτέχνη. Υπήρξε ποιητής, μουσικός, ζωγράφος, αγιογράφος και γλύπτης. Οι πειραματισμού και οι αναζητήσεις του στο χώρο της τέχνης εμπεριείχαν και τις δυνατότητες για τη μελλοντική εξέλιξη και καταξίωση του έργου του.
Στην εποχή της γλυπτικής του σαλονιού και της μίμησης του κλασικισμού της αρχαιότητας ο σύμβουλος των έργων του Θωμόπουλου, μόνο αποδεκτός δε θα μπορούσε όμως να ήταν.

Γεννιέται στη Σμύρνη το 1873 από Κύπριους γονείς. Τα παιδικά του χρόνια τα περνά στην Αθήνα, αφού έχει μετακομίσει εκεί με την οικογένειά του σε ηλικία τεσσάρων ετών.

Όταν ολοκληρώνει τη μαθητεία του στο σχολείο και φτάνει σε ηλικία σπουδών, επιλέγει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί θα διδαχτεί την αγαπημένη του τέχνη, από τους κουρυφαίους στο είδος τους, Γεώργιο Βρούτο και Νικηφόρο Λύτρα.

Κερδίζει το Θωμαΐδιο και Χρυσοβέργειο βραβείο, αποτέλεσμα μόχθου και αγάπης για το αντικείμενο που επέλεξε. Μια υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό έρχεται να συμπληρώσει τους καλούς οιωνούς για το καλλιτεχνικό του μέλλον.

Σπούδασε αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών ζωγραφική με τον Νικηφόρο Λύτρα και γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο και συνέχισε στο εργαστήριο του Σ. Έμπερλε στο Μόναχο, καθώς και στην Ακαδημία της βαυαρικής πρωτεύουσας, όπου παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης. Επισκέφθηκε και μελέτησε τα μουσεία της Φλωρεντίας, της Ρώμης και της Νάπολης. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1900 και άνοιξε εργαστήριο, ενώ το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήριο του Κ. Κωνσταντινίδη. Τα έργα του επηρεάζονται από γερμανικά και ιταλικά ρεύματα, έχουν όμως το δικό τους μοναδικό χαρακτήρα που τα κάνει να ξεχωρίζουν.

Ανάμεσα στα άλλα έργα του φιλοτεχνεί πολλές προτομές και ανδριάντες, ενώ ο ρόλος του είναι καθοριστικός στην ανάδειξη των έργων του Γιαννούλη Xαλεπά.

Γνωστά έργα του Θωμόπουλου βρίσκονται σε κεντρικότατα σημεία της Αθήνας αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας:

Προτομή του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό Κήπο (1924)


Προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου, στην πλατεία Κολωνακίου


Ανδριάντας του Χαριλάου Τρικούπη μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων

Είχε συνεργαστεί αρχικά για το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στη Βουλή των Ελλήνων με τον Μανώλη Λαζαρίδη
το οποίο τελικά ανατέθηκε και φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Φωκίωνα Ρώκ.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στον Προφήτη Ηλία Χανίων Χανίων Χανίων

Τον Ιανουάριο του 1912 διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και διατήρησε αυτή τη θέση ως το θάνατό του. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη διάσωση του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, καθώς το 1922, ως επικεφαλής συνεργείου του Υπουργείου Παιδείας, πήγε στην Τήνο και μετέφερε σε γύψο τα έργα της τελευταίας περιόδου του τήνιου γλύπτη. Το 1930 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο Θωμάς Θωμόπουλος δουλεύει τη δεκαετία του 1930 στη λεωφόρο Συγγρού 10. «Μουσείο, αποθήκη, εργαστήριο, πινακοθήκη. Τι απ’ όλα; Αγάλματα λευκά και χρωματισμένα, γυμνά και πήλινα προπλάσματα, μάρμαρα ακατέργαστα, σκίτσα κ’ έργα ζωγραφικής, ακουαρέλες, λάδια, κάρβουνα, έργα ξυλογλυπτικής, ανάγλυφα, φωτογραφίες, λάμπες του πετρελαίου, βιβλία, κεριά», είδε ο δημοσιογράφος Δημήτριος Καλλονάς που τον επισκέφτηκε τη δεκαετία του 1930. Ο Θωμόπουλος αποθηκεύει έργα του και στην Πλάκα, στη Μάρκου Αυρηλίου, εκεί που στεγαζόταν το Ατελιέ και όπου ο γράφων τα είχε δει εγκαταλελειμμένα τη δεκαετία του 1990…

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται εκθέσεις του Παρνασσού και της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας, καθώς και η Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, ενώ έργα του παρουσιάστηκαν τιμητικά στην Πανελλήνια Έκθεση του 1948.

Στη μαθητεία του κοντά στον Γεώργιο Βρούτο οφείλονται τα κλασικιστικά στοιχεία του έργου του, ενώ ήδη από τις πρώτες του δημιουργίες, με την προτίμησή του στα μυθολογικά και αλληγορικά θέματα, γίνονται φανερές νεοϊδεαλιστικές και συμβολιστικές τάσεις με τις οποίες είχε έλθει σε επαφή κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο. Ωστόσο ο Θωμόπουλος δεν περιορίζεται σ` αυτές, καθώς το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας χαρακτηρίζεται από εκλεκτικιστική διάθεση. Έτσι διακρίνονται και ρομαντικά στοιχεία, όπως η επιδίωξη της απόδοσης του πάθους ή η ρευστοποίηση των περιγραμμάτων που έχει την αφετηρία της στον Ροντέν, καθώς και ρεαλιστικά, κυρίως στις προτομές του. Η μεγαλύτερη καινοτομία του υπήρξαν τα έγχρωμα γλυπτά, τα οποία εισήγαγε περίπου από το 1900.

Πηγές : https://www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/thomopoulos-thomas.html

Θ όπως… Θωμόπουλος, Θωμάς

https://m.lifo.gr/guide/cultureblogs/magic-circus/4564

Ο μοντερνιστής γλύπτης Χένρυ Μουρ, το ελληνικό φως κι οι θεωρίες συνωμοσίας

Ο Χένρι Μουρ, Βρετανός γλύπτης, από τους σημαντικότερους δημιουργούς του προηγούμενου αιώνα, γεννήθηκε στις 30 Ιούλη 1898. Ήταν το έβδομο από τα οκτώ παιδιά ενός μηχανικού εξόρυξης. Από το σχολείο ακόμη, εμπνευσμένος από τον Μιχαήλ Άγγελο, αρχίζει να δημιουργεί με πηλό και ξύλο. Συγκρούεται έντονα με τον πατέρα του όταν επιλέγει να ασχοληθεί με τη γλυπτική γιατί δεν ήθελε ο γιος του να έχει μια χειρωνακτική εργασία, όπως ο ίδιος.

Το 1919 εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λιντς και ήταν ο πρώτος σπουδαστής γλυπτικής. Ακολούθως με υποτροφία θα παρακολουθήσει μαθήματα για δυο χρόνια στο Royal College of Art του Λονδίνου. Εκεί περνά πολύ χρόνο στο Βρετανικό Μουσείο μελετώντας τις εθνογραφικές συλλογές. Η επιρροή τους εκφράστηκε έντονα στα μεταγενέστερα μνημειώδη έργα του. Το 1924 για έξι μήνες περιόδευσε την Ιταλία και τη Γαλλία, όπου εντυπωσιάστηκε από την τέχνη των Τζόττο, Μαζάτσο και Μιχαήλ Άγγελου.

Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, παρακολούθησε μαθήματα στο Λούβρο. Στο Παρίσι, στο Musée d’ Ethnographie, μέσα από τα Chacmool γλυπτά συναντά τη γλυπτική των Αζτέκων από το 900-1000 μ.Χ., που θα επηρεάσει αποφασιστικά την πρώιμη δουλειά του. Ενισχύεται έτσι η τάση του να δημιουργήσει άμεσες σκαλισμένες, μοναδικές φιγούρες που επικεντρώνονται στη μάζα και τη μορφή τους.

Με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του, αποδέχεται επταετή θέση διδασκαλίας στο Royal College of Art στο Λονδίνο και το 1932 γίνεται επικεφαλής του Τμήματος Γλυπτικής στην Σχολή Τέχνης της Τσέλσι. Μαζί με τη ζωγράφο σύζυγό του Ιρίνα Ράντεσκι κι άλλους μοντερνιστές καλλιτέχνες κυριαρχούν στο κίνημα «Seven and Five Society». Επισκέπτονται τακτικά το Παρίσι για να δουν τις δουλειές του Πάμπλο Πικάσο, του Ζωρζ Μπρακ και του Αλμπέρτο Τζακομέττι. Το ενδιαφέρον του για το σουρεαλισμό διαρκεί μέχρι και το 1936.

Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αναγκάζεται να παραιτηθεί από τη θέση διδασκαλίας που κατείχε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου δημιουργεί μια σειρά από σχέδια, κυρίως ανθρώπων σε καταφύγια και σε πλατφόρμες των σταθμών του μετρό.

Το 1946, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική για την αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Παράλληλα, με τη γέννηση της κόρης του Μαρίας και το θάνατο της μητέρας του, το έργο του το οποίο ήταν συνήθως μια φιγούρα, μετασχηματίζεται, για να αντικατοπτρίζει τώρα τη νέα δομή της οικογένειάς του. Αρχίζει τώρα να ενδιαφέρεται για το μοτίβο «μητέρας και παιδιού». Ωστόσο, το έργο του γίνεται ακόμη πιο αφηρημένο.

Ταξίδι στην Ελλάδα
Το 1951 παρουσιάζεται στο Ζάππειο Μέγαρο η διετής ευρωπαϊκή περιοδεύουσα έκθεση που ξεκίνησε το 1949. Ο ίδιος παραβρίσκεται σε αυτή και επισκέπτεται πολλές πόλεις με αρχαιολογικό ενδιαφέρον: Μυκήνες, Κόρινθο, Δελφούς και Ολυμπία.

Την επιρροή που είχε στα έργα του η κυκλαδική, η αρχαϊκή και η κλασική τέχνη, συνόψισε ο ίδιος ο Χένρι Μουρ, μετά το ταξίδι του στην Ελλάδα:

«Το ελληνικό φως είναι, όπως λένε όλοι, κάτι που δεν μπορείς να το φανταστείς προτού το βιώσεις. Στην Αγγλία, το μισό φως, κατά κάποιον τρόπο, απορροφάται μέσα στο αντικείμενο, όμως στην Ελλάδα το αντικείμενο μοιάζει να αναδίδει φως σα να φωτίζεται το ίδιο από μέσα».

Κατά τη δεκαετία του 1950, τα δημόσια έργα του Μουρ ήταν σε σταθερή ζήτηση. Οι τιμές για τα έργα του αυξήθηκαν σημαντικά και το προφίλ του ως διεθνής καλλιτέχνης ενισχύθηκε. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, γίνονταν πάνω από 40 εκθέσεις έργων του το χρόνο και ήταν ένας από τους πιο οικονομικά επιτυχημένους καλλιτέχνες εν ζωή.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, το όνομά του ήταν συνώνυμο με τη σύγχρονη γλυπτική και σχεδόν συνώνυμο με τους παγκόσμιους οργανισμούς έξω από τους οποίους βρίσκονται τα μεγαλοπρεπή γλυπτά του, μέσω των οποίων προσπάθησε να αποδώσει την ανθρωπιστική τους αποστολή. Αναμφισβήτητα είχε μεγάλη επίδραση στη γενιά γλυπτών που τον ακολούθησε, όπως ο Εντουάρντο Παολόζι, ο Ουίλιαμ Τέρονμπουλ, Άνθονι Κάρο και Φίλιπ Κίνγκ.

Το καλοκαίρι του 2000, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου παρουσίασε την έκθεση «Henry Moore: Υπό το Φως της Ελλάδος». Στόχος της θεματικής έκθεσης ήταν να προσεγγίσει συγκεκριμένες πτυχές του έργου του μεγάλου βρετανού γλύπτη, να αναζητήσει και να αναδείξει ορατές ή αδιόρατες επιρροές που δέχθηκε από την αρχαία ελληνική τέχνη. Μια τέχνη που ο Μουρ στην αρχή της σταδιοδρομίας του, απέρριψε σθεναρά και ύστερα, περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, την ενστερνίστηκε εξίσου σθεναρά.

Ο Μουρ ήταν γνώστης της Ιστορίας της Τέχνης. Το ενδιαφέρον του προσέλκυε και η γλυπτική γοτθικού ρυθμού. Μελέτησε τη σχέση μεταξύ μητέρας και παιδιού όπως εδώ στο έργο «Αποκαθήλωση» του 1420. Αποτύπωσε την εγγύτητα και τον πόνο της απώλειας στα σχέδια του. Η αγάπη του για το ανθρώπινο σώμα και για τις μορφές έκφρασης τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή.
Ο Μουρ ήταν γνώ­στης της Ιστο­ρί­ας της Τέ­χνης. Το εν­δια­φέ­ρον του προ­σέλ­κυε και η γλυ­πτι­κή γοτ­θι­κού ρυθ­μού. Με­λέ­τη­σε τη σχέση με­τα­ξύ μη­τέ­ρας και παι­διού όπως εδώ στο έργο «Απο­κα­θή­λω­ση» του 1420. Απο­τύ­πω­σε την εγ­γύ­τη­τα και τον πόνο της απώ­λειας στα σχέ­δια του. Η αγάπη του για το αν­θρώ­πι­νο σώμα και για τις μορ­φές έκ­φρα­σης τον συ­νό­δευαν σε όλη του τη ζωή.

Στη δεκαετία του 1920 τα έργα του χαρακτηρίζονται από τις επιδράσεις των καλλιτεχνών της Αναγέννησης Μαζάτσο, Πιζάνο και του Μικελάντζελο αλλά και άλλων όπως του Ρουμάνου γλύπτη που εργαζόταν στη Γαλλία Κονσταντίν Μπρανκούζι. Δέχτηκε επίσης έμπνευση από την προκολομβιανή τέχνη της Αμερικής του Μεξικού (Ίνκας). Άρχισε να γίνεται γνωστός μετά τον πόλεμο.

Στη δεκαετία του 1930 δέχτηκε επιδράσεις από τον Πικάσο και τα γλυπτά του εκείνης της περιόδου είναι κυρίως από ξύλο, με απλές μορφές και γραμμές με τρύπες και με οδοντώσεις και με καλύμματα λεπτά σιδερένια.

Η μεγαλύτερη επίδραση στο έργο του προέρχεται όμως από την παρατήρηση των μορφών που υπάρχουν στη φύση, όπως ομολογεί και ο ίδιος. Στα ώριμα έργα του ο Μουρ αναπαριστά μορφές που καθρεφτίζονται από μορφές που υπάρχουν στην φύση, κυρίως με σχήματα που έχουν καμπύλες.

Τα αγαπημένα του θέματα είναι μητέρες με μωρά στην αγκαλιά, οικογένειες, πεσμένοι στρατιώτες και κυρίως μια φιγούρα ανθρώπου πλαγιαστού, που την έφτιαξε σε ξύλο, πέτρα και μπρούντζο και στο τέλος με μάρμαρο. Τα έργα του είναι από ρεαλιστικά μέχρι αφηρημένα.

Εκτός από τα γλυπτά ο Μουρ έφτιαξε και σχέδια, κυρίως ανθρώπων σε καταφύγια στη διάρκεια του β’ παγκοσμίου πολέμου. Στα σχέδια αυτά φαίνεται η επίδραση του πολέμου στα αθώα και ανυπεράσπιστα πρόσωπα των ηρώων του.

Στα έργα του, κα­τά­φε­ρε να συν­δυά­σει ετε­ρό­κλη­τα υλικά, όπως η πέτρα και ο χαλ­κός και να πα­ρου­σιά­σει αρι­στουρ­γή­μα­τα, που εκ­προ­σω­πούν τις κα­λύ­τε­ρες αν­θρω­πι­στι­κές πα­ρα­δό­σεις στην τέχνη. Πολλά έργα του θε­ω­ρού­νται ήδη μνη­μεια­κά. Μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες συλ­λο­γές γλυ­πτών του Μουρ, όπως και σχε­δί­ων, αλλά και υλι­κών που χρη­σι­μο­ποιού­σε βρί­σκε­ται στο Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης του Το­ρό­ντο του Κα­να­δά. Ορι­σμέ­να από τα πιο φη­μι­σμέ­να γλυ­πτά του βρί­σκο­νται έξω από την έδρα της ΟΥ­ΝΕ­ΣΚΟ, στο Πα­ρί­σι (1958), στο Κέ­ντρο Λίν­κολν στη Νέα Υόρκη (1965), ενώ με δικά του σχέ­δια έγινε η ανα­το­λι­κή πτέ­ρυ­γα του Μου­σεί­ου Τέ­χνης στην Ουά­σιγ­κτον.

Οπως αποκαλύπτεται στις σελίδες των ημερολογίων του ιστορικού και επί 26 χρόνια επικεφαλής της Tate, Τζον Ροθενστέϊν, το 1945 το διοικητικό συμβούλιο του μουσείου σκεφτόταν να προχωρήσει στην αγορά ξύλινου γλυπτού το οποίο είχε δημιουργήσει η Μπάρμπαρα Χέπγουορθ. Ο Μουρ, μέλος τότε του ΔΣ της Tate, μπλόκαρε ωστόσο τη διαδικασία της αγοράς εκμηδενίζοντας την αξία του έργου της καλλιτέχνιδος.

Υπήρχε σχέδιο από το οποίο φυσικά θα έβγαινε κερδισμένος ο Μουρ: με την απόρριψη της αγοράς του έργου της Χέπγορτ, αγοράστηκαν επτά γλυπτά του Μουρ.

Τα πλούσια σε αποκαλύψεις ημερολόγια του Ροθενστέϊν είχαν μείνει για πολλά χρόνια θαμμένα στα αρχεία του μουσείου μέχρι που η κόρη του γνωστοποίησε το περιεχόμενό τους στον ιστορικό Αντριαν Κλαρκ, ο οποίος έγραψε βιβλίο για τον πατέρα της.

Στο βιβλίο του υποστηρίζει ότι το γλυπτό της Χέπγουορθ, για το οποίο ο Μουρ είχε χρησιμοποιήσει εξαιρετικά υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, θα ήταν ένα πολύτιμο απόκτημα. Πρόκειται ένα έργο αξίας εκατομμυρίων, όπως υπολογίζεται, λιρών.

Ο Μουρ όμως δεν ήταν τότε ο μόνος ισχυρός αντίπαλος της Χέπγουορθ. Και ο Τζον Πάιπερ, ο οποίος διαφωνούσε με την αγορά έργων των Πάμπλο Πικάσο και Ανρί Ματίς και τασσόταν υπέρ της προώθησης της βρετανικής Τέχνης, βρισκόταν επίσης στο αντίπαλο στρατόπεδο.

«Ηταν τόσο υποκριτές. Η Tate θεωρούσε ότι ήταν μεγάλη υπόθεση το να τοποθετεί καλλιτέχνες αντί για αριστοκράτες στο διοικητικό συμβούλιο».

Στο βιβλίο του, πάντως, ο Κλαρκ διαπιστώνει πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην όχι και τόσο υγιή λογική της εποχής του Μουρ και σε εκείνη του 21ου αιώνα, βάσει της οποίας λειτουργούσε η Tate.

Η Charity Commision (Επιτροπή Φιλανθρωπιών -βρετανικός θεσμός στήριξης ευγενών σκοπών) άσκησε, μάλιστα, κριτική πριν από μια δεκαετία στο μουσείο για την αγορά έργων με αποκλειστικό σκοπό την ικανοποίηση συμφερόντων μελών του ΔΣ. Η αγορά έργου του Κρις Οφίλι για 600.000 λίρες μαρτυρά τη διάθεσή αυτή του μουσείου.

Ο Κλαρκ υποστηρίζει, επίσης, ότι ο Μουρ δεν ήταν ανοικτός στη σύγχρονη τέχνη, αντίθετα αντιμετώπιζε με μεγάλη ανασφάλεια του καλλιτέχνες του είδους του. Ο Ροθενστέϊν δεν ανήκει, όμως, στο ίδιο ρεύμα καθώς προωθούσε τα ποιοτικά έργα της σύγχρονης τέχνης.

Το χειρότερο ήταν, πάντως, ότι ο Μουρ δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι υπήρχε σύγχρονος καλλιτέχνης αντάξιός του…

Πηγές:http://www.katiousa.gr/politismos/chenri-mour-elliniko-fos-einai-kati-pou-den-mporeis-na-fantasteis-protou-vioseis/

Χένρι Μουρ, κορυφαίος γλύπτης του 20ού αιώνα

https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%AD%CE%BD%CF%81%CF%85_%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%81

Γιαννούλης Χαλεπάς: η τραγική ιστορία του κορυφαίου γλύπτη της νεότερης Ελλάδας

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι για την νεοελληνική γλυπτική ο μεγάλος τραγικός της μύθος. Ο νεαρός ταλαντούχος καλλιτέχνης με την τεράστια αναγνώριση, την τραγική μοίρα, την τρέλα και την απομόνωση, την μάνα που καταστρέφει τα έργα του, του απαγορεύει την γλυπτική και θέλουν να την ταυτίζει με την Μήδεια.  Ο Χαλεπάς μέσα από την τραγική πορεία της ζωής του, από την τεράστια αναγνώριση, στην τρέλα, κατάφερε να μπει στο πάνθεον των μεγάλων τραγικών καλλιτεχνών. Υπήρξε μία μυθολογική μορφή, όπως είναι και τα έργα του, η οποία ακόμη και σήμερα συγκινεί τους ειδικούς και του ευρύ κοινό.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Στις 14 Αυγούστου του 1851 γεννιέται στο χωριό Πύργος της Τήνου ο διακεκριμένος Έλληνας γλύπτης, Γιαννούλης Χαλεπάς.
Ο πατέρας και ο θείος του ασχολούνταν με την οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής, η οποία διατηρούσε παραρτήματα στο Βουκουρέστι, τη Σμύρνη και τον Πειραιά.
Ο ίδιος ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του και οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο και συνεχιστή της επιχείρησης, κάτι που τον έβρισκε αντίθετο, αφού όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με την γλυπτική. Το πάθος του αυτό θα δημιουργήσει ρήξη στις σχέσεις με τον πατέρα του, αλλά ο Γιαννούλης θα καταφέρει να σπουδάσει αυτό που αγαπάει στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση.
Το 1872 θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Στο Μόναχο θα μαθητεύσει δίπλα στον Μαξ φον Βίντμαν και σε ηλικία 24 ετών θα παρουσιάσει το έργο του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» και «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», για το οποίο θα βραβευθεί.
Το 1876, ύστερα από τη διακοπή της υποτροφίας του, επιστρέφει στην Αθήνα και ανοίγει δικό του εργαστήριο. Σε μικρό χρονικό διάστημα, γίνεται γνωστός και δέχεται πολλές παραγγελίες για έργα.

η ψυχικη καταρρευση

Το 1877 η ψυχική υγεία του Γιαννούλη Χαλεπά θα κλονιστεί, ύστερα από την γνωριμία του με μία συγχωριανή του, τη Μαριγώ Χριστοδούλου. Ο Χαλεπάς θα την ζητήσει σε γάμο από τους γονείς της, οι οποίοι θα αρνηθούν και θα οδηγήσουν τον γλύπτη σε ψυχική κατάρρευση.
Η ερωτική απογοήτευση σε συνδυασμό με την υπερκόπωση τον οδηγούν σε νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα την καταστροφή των έργων του και την κατ’ επανάληψη προσπάθεια να αυτοκτονήσει.
Οι γονείς του, μη μπορώντας να καταλάβουν τα αίτια της ασθένειας, αποφασίζουν να τον στείλουν ταξίδι στην Ιταλία, κάτι που βοηθάει το νεαρό Χαλεπά για κάποιο διάστημα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα όμως, τα συμπτώματα εμφανίζονται και πάλι και η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται.
Το 1888, ύστερα από την ιατρική διάγνωση «άνοιας», ο Γιαννούλης Χαλεπάς κλείνεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1902. Η αντιμετώπιση του, από το προσωπικό – γιατρούς και φύλακες – ήταν σκληρή. Ζούσε χωρίς φάρμακα, βρώμικος και δεμένος με αλυσίδες. Του απαγόρευαν να πλάθει και να σχεδιάζει και οτιδήποτε και αν δημιουργούσε του το κατέστρεφαν. Σύμφωνα με μαρτυρίες, από τον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο, διασώθηκε μόνο ένα του έργο, το οποίο είχε κλέψει ένας φύλακας και βρέθηκε το 1942, πεταμένο στο υπόγειο του Ιδρύματος.

Το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και ένα χρόνο αργότερα, η μητέρα του τον βγάζει από το ψυχιατρείο και τον παίρνει στην Τήνο, αναλαμβάνοντας την κηδεμονία του.
Στο νησί ζει κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της, η οποία θεωρεί ότι η γλυπτική είναι η αιτία για την ψυχική κατάρρευση του γιου της. Του απαγορεύει να ασχοληθεί με την τέχνη που αγαπάει και τα έργα του τα κρατάει κλειδωμένα στο υπόγειο.
Ο Χαλεπάς φτάνει στο σημείο να θεωρείται ο τρελός του χωριού. Τριγυρνάει στους δρόμους βρώμικος και ρακένδυτος, γίνεται νεροκουβαλητής, βοσκάει τα κοπάδια των συγχωριανών του και μικροί-μεγάλοι περιγελούν τον «Μπάρμπα Γιάννη». Τα βράδια επιστρέφοντας στο σπίτι, απομονώνεται σε μία γωνιά, χωρίς να μιλάει, από φόβο μην τον μαλώσει η μάνα του.
Ο μεγάλος γλύπτης έχει πλέον ξεχαστεί από όλους και η μεγάλη του αγάπη κοιμάται για 40 χρόνια.

Το 1916 η μάνα του πεθαίνει και ο ίδιος ακολουθεί τη νεκρική πομπή χωρίς να χύσει ένα δάκρυ. Επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει πάλι να δουλεύει. Τα χέρια του δεν έχουν ξεχάσει την τέχνη της γλυπτικής και, σαν από θαύμα, η μεγάλη του αγάπη καταφέρνει να τον θεραπεύσει εντελώς.
Ξεκινάει πάλι να δημιουργεί, προσπαθώντας να κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Τα μέσα που διαθέτει είναι πρωτόγονα και η κοινωνία του χωριού εχθρική προς το πρόσωπο του «τρελού». Ο ίδιος όμως, δουλεύει με πείσμα, καταφέρνοντας να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Επτά χρόνια αργότερα, το 1923, ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θωμάς Θωμόπουλος, μεγάλος λάτρης της τέχνης του Γιαννούλη Χαλεπά, αντιγράφει σε γύψο έργα του και το 1925 τα παρουσιάζει στην Ακαδημία Αθηνών. Ο κόσμος γνωρίζει το έργο του «τρελού» γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του και το 1927 βραβεύεται με το Αριστείο των Τεχνών. Ακολουθεί δεύτερη έκθεση, το 1928, στο Άσυλο Τέχνης και το 1930, ύστερα από προτροπή της ανηψιάς του, Ειρήνης Χαλεπά, μετακομίζει στο σπίτι της στην Αθήνα και συνεχίζει να εργάζεται με εντατικούς ρυθμούς. Για τα επόμενα 8 χρόνια γνωρίζει τη δόξα και αναγνωρίζεται ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης, μέχρι που μία ημιπληγία νεκρώνει το δεξί του χέρι.
Λίγο καιρό αργότερα και συγκεκριμένα στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, σε ηλικία 84 ετών, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή, έχοντας προλάβει να αφήσει πίσω του εξαιρετικά έργα, κερδίζοντας την αγάπη και το σεβασμό της Ελλάδας.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΧΑΛΕΠΑ

Το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά χωρίζεται σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη περίοδος χρονολογείται από το 1870 έως το 1878. Περιλαμβάνει τα πρώτα του έργα μέχρι και τα πρώτα σημάδια της ψυχικής του ασθένειας.
Έργα της πρώτης περιόδου είναι:

«Το παραμύθι της Πεντάμορφης» (1874), με το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο και χρηματικό έπαθλο σε διαγωνισμό.

«Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» (1877), με το οποίο κέρδισε χρυσό μετάλλιο στην Έκθεση του Μονάχου. Το έργο είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα.

«Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα». 

Την ίδια χρονιά, αρχίζει να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την «Κοιμωμένη», για τον τάφο της κόρης της οικογένειας Αφεντάκη, Σοφίας, η οποία έβαλε τέρμα στη ζωή της από ερωτική απογοήτευση, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Το 2017 το γλυπτό μεταφέρεται στην Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης, στο Άλσος Στρατού, για λόγους συντήρησης. Στη θέση του τοποθετήθηκε ένα πιστό αντίγραφο.

«Κοιμωμένη». 

Η πρώτη περίοδος εμπνέεται από θέματα της αρχαιότητας και της ελληνικής μυθολογίας και με το έργο του «Κεφάλι Σατύρου» (1878) στρέφεται προς τον ρεαλισμό.

«Μήδεια». 

Η δεύτερη περίοδος των έργων του καλύπτει τα έτη 1902 έως 1930, μετά την επιστροφή του στην Τήνο, ύστερα από τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και η τρίτη περίοδος τα δημιουργικά χρόνια στην Αθήνα, από το 1930 έως το 1938.
Τα περισσότερα έργα των δύο τελευταίο περιόδων δημιουργίας του δεν ολοκληρώθηκαν σε μάρμαρο και τα θέματά τους είναι μυθολογικά, όπως και της πρώτης περιόδου. «Σάτυρος και έρωτας»«Μήδεια» και σκηνές από την καθημερινή ζωή.
Από τα έργα του Χαλεπά, σώζονται σήμερα εκατόν δεκαπέντε γλυπτά, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες, υπάρχουν άλλα τριάντα του έργα, που καταστράφηκαν ή αγνοούνται.
Σώζονται επίσης πολλά σχέδια του σε μονόφυλλα ή τετράδια, καθώς και σε κατάστιχα λογαριασμών της επιχείρησης του πατέρα του. Από αυτά τα σχέδια σώζονται δέκα. Τα οκτώ ανήκουν στην οικογένεια Β. Χαλεπά, ένα στη συλλογή Κωστόπουλου και ένα στην Εθνική Πινακοθήκη.

2018 – ΕΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΧΑΛΕΠΑ

Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από το θάνατο του Γιαννούλη Χαλεπά και ο Δήμος Τήνου σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο Πανόρμου «Γιαννούλης Χαλεπάς» πραγματοποιούν μία σειρά εκδηλώσεων προς τιμήν του σπουδαίου γλύπτη, στην Τήνο, από τον Ιούλιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Οι εκδηλώσεις περιλαμβάνουν Εκθέσεις, τις οποίες επιμελήθηκε ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης, σύγχρονων Τηνιακών καλλιτεχνών με έργα γλυπτικής, χαρακτικής, σχεδίου και φωτογραφίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση ζωγραφικής του Πέτρου Ζουμπουλάκη, ο οποίος θα παρουσιάσει στο Πνευματικό Κέντρο Πανόρμου την έκθεση «Πορτρέτα σε βάθος χρόνου», με 60 προσωπογραφίες του πνεύματος και της τέχνης, ανάμεσα τους και το πορτρέτο του Χαλεπά, το οποίο επελέγη ως λογότυπο του Έτους Χαλεπά 2018.
Το τελευταίο τρίμηνο του έτους θα παρουσιαστούν τα καλλιτεχνικά γραφήματα που βρέθηκαν στα επιχρίσματα των τοίχων του σπιτιού-μουσείου του Χαλεπά στον Πύργο της Τήνου.


Ο επιμελητής των εκθέσεων κ. Μάνος Στεφανίδης, μεταξύ άλλων, τόνισε την ανάγκη να μεταφερθεί το διάσημο γλυπτό του Χαλεπά «Κοιμωμένη» στην Τήνο. Το συγκεκριμένο γλυπτό έχει γίνει «μήλο της έριδος» ανάμεσα στην Εθνική Πινακοθήκη και στο Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, στο οποίο ανήκει το γλυπτό.

Σήμερα, ο Γιαννούλης Χαλεπάς αναγνωρίζεται ως ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας που με το έργο του επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει γλύπτες τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Είναι άλλωστε σήμερα που περισσότερο από ποτέ το έργο του Χαλεπά μοιάζει να συγκινεί και να εμπνέει καλλιτέχνες, ερευνητές, επιστήμονες, οι οποίοι φαίνεται να έχουν πια την ωριμότητα να το προσεγγίσουν. Στο έργο του Χαλεπά, στα γλυπτά και τα σχέδιά του, αποκαλύπτεται η απελευθέρωση του δημιουργού από τις δεσμεύσεις του ακαδημαϊσμού και η κατάκτηση μιας προσωπικής έκφρασης κερδισμένης με πολλές δυσκολίες, βασανιστικά, μέσα από μια τραγική μοίρα. Σχεδόν αναπόφευκτα η συγκινησιακή αυτή φόρτιση οδηγεί στην ταύτιση της μοίρας του Χαλεπά με αυτή της πορείας της νεοελληνικής τέχνης 19ο – 20ο αιώνα: την σταθερή σχέση με την κλασική τέχνη, τον ακαδημαϊσμό και την λαχτάρα των διανοούμενων της εποχής να συνδεθούν με την νεωτερικότητα, που στην περίπτωση του Χαλεπά προκύπτει επιπλέον μέσα από σταθερές αξίες, την εντοπιότητα, την αυθεντικότητα της τραγικής μοίρας, την εκφραστικότητα στην θέση της δεξιοτεχνίας.

ΠΗΓΕΣ: https://www.maxmag.gr/afieromata/giannoylis-chalepas-tragiki-istoria-enos-idiofyoys-kallitechni/ , https://www.ellines.com/myths/14515-o-pio-diakekrimenos-gluptis-tis-neoteris-elladas/ , https://www.tinos.biz/ghalepas.htm