8 λογοτεχνικές ηρωίδες για τις 8 Μαρτίου

Η Ημέρα της Γυναίκας

Το ημερολόγιο έδειχνε 8 Μαρτίου του 1857, όταν στη Νέα Υόρκη εργάτριες υφαντουργείων κατέβηκαν σε απεργία. Ζητούσαν μείωση ωραρίου εργασίας, καθώς εργάζονταν για περισσότερες από 16 ώρες την ημέρα, με βασικά αιτήματα τις πιο ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μεγαλύτερες απολαβές. 129 εργάτριες στις 8 Μαρτίου του 1908 κάηκαν ζωντανές στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας «Cotton» της Νέας Υόρκης.

Continue reading “8 λογοτεχνικές ηρωίδες για τις 8 Μαρτίου”

“Η Πάπισσα Ιωάννα” του Εμμανουήλ Ροΐδη

«Η Πάπισσα Ιωάννα» θεωρείται το σημαντικότερο από τα έργα του Εμμανουήλ Ροΐδη και ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα, το οποίο τελικά αφορίστηκε ως «αντιχριστιανικόν και κακόηθες». Το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1866 με τον χαρακτηρισμό “μεσαιωνική μελέτη” βασίζεται στο σχετικό μεσαιωνικό θρύλο της Πάπισσας Ιωάννας, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα προσποιούμενη ότι ήταν άντρας, βρέθηκε στο θρόνο του Βατικανού κατά την περίοδο 855-858. Είναι ένα βιβλίο-σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία, ένα κλασικό μυθιστόρημα που εξακολουθεί να γοητεύει και να «σκανδαλίζει». Ο συγγραφέας του Εμμανουήλ Ροΐδης εκμεταλλεύεται μια μεσαιωνική ιστορία (για το σκάνδαλο ενός θηλυκού Πάπα που γέννησε στη μέση του δρόμου), με σκοπό να στηλιτεύσει τον σκοταδισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας και να παρωδήσει την κοινωνική υποκρισία. Το έργο αυτό βρίθει παραπομπών και υποσημειώσεων και είναι στην ουσία ένα σατυρικό μυθιστόρημα, που ο συγγραφέας έρχεται σε ρήξη με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό και την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας.

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου:
Η αφήγηση ξεκινά από την ιστορία των γονέων της Ιωάννας, δύο ιεραποστόλων και συνεχίζει με την ένταξή της στον μοναχισμό σε νεαρή ηλικία, τη γνωριμία και τον έρωτά της για τον μοναχό Φρουμέντιο. Τα ταξίδια τους, με την Ιωάννα μεταμφιεσμένη σε άντρα, στη Γερμανία, στην Ελβετία και τη Γαλλία, τη μακροχρόνια παραμονή τους στην Αθήνα και την εγκατάσταση της Ιωάννας στη Ρώμη. Την άνοδό της στην εκκλησιαστική ιεραρχία που την οδήγησε τελικά στο παπικό αξίωμα. Την ερωτική της σχέση με τον θαλαμηπόλο της, την εγκυμοσύνη και τέλος την αποβολή και τον θάνατό της κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας.

Το έργο φαινομενικά έχει τη μορφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος που αφηγείται την περιπετειώδη ζωή μιας γυναίκας του Μεσαίωνα, η οποία κατάφερε να ανεβεί στον θρόνο του Αποστόλου Πέτρου. Ο Ροΐδης όμως, επίγονος των μεγάλων σατιρικών του 18ου αι., του Στερν, του Σουίφτ και του Βολταίρου (χαρακτηρίστηκε ως ο Έλληνας Βολταίρος), αλλά και θαυμαστής της σατιρικής γραφής του “Δον Ζουάν” του Βύρωνα, υπονομεύει σε κάθε βήμα τη συνοχή της ιστορικής αφήγησης με τη σάτιρά του. Οι αλλεπάλληλες ιδιότροπες παρομοιώσεις, οι αναλογίες και οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή, οι απροσδόκητες παρεκβάσεις και τα σχόλια που απευθύνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, διασπούν τη ροή της αφήγησης και μεταφέρουν τον αναγνώστη στο παρόν, καθιστώντας το έργο μια ανελέητη σάτιρα της κοινωνίας και των ηθών του 19ου αι.

Το πολύκροτο έργο εκδόθηκε στις αρχές του 1866. Ο Ροΐδης στον πρόλογο του έργου ισχυρίζεται ότι άκουσε για πρώτη φορά τον μεσαιωνικό θρύλο για την Πάπισσα Ιωάννα όταν ήταν παιδί στη Γένοβα, όπου ζούσε με την οικογένειά του. Η ιστορία τον εντυπωσίασε και αργότερα κατά την πολύμηνο διαμονή του στη Γερμανία (1855-1856) συγκέντρωσε υλικό για την εποχή, το οποίο συμπλήρωσε ταξιδεύοντας στην Ιταλία αλλά κι επισκεπτόμενος την Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Εκεί, οι αδιάκοπες αιτήσεις μεσαιωνικών βιβλίων, «ἅτινα οὔτε ἐγνώριζον οὔτε εὐκόλως ἀνεύρισκον οἱ τότε βιβλιοφύλακες, ἠνάγκασαν μάλιστα τὸν ἐφορεύοντα Παναγιώτην Σοῦτσον νὰ λύῃ τὰ ἑκάστοτε ἐγειρόμενα ζητήματα δίδων εἰς τὸν Ροΐδην μίαν κλίμακα καὶ τὴν ἄδειαν ν’ ἀναζητῇ ὁ ἴδιος τὰ συναξάρια».

Ο μύθος της Πάπισσας Ιωάννας ήταν αρκετά διαδεδομένος και είχε απασχολήσει και στο παρελθόν ιστορικούς και λογοτέχνες, επομένως ο Ροΐδης είχε στη διάθεσή του αρκετά κείμενα από τα οποία άντλησε υλικό για το θέμα του.

Η δημοσίευση του έργου αντιμετώπισε αμέσως αρνητική κριτική από εκπροσώπους της Εκκλησίας, εξαιτίας της τολμηρότητας κάποιων σκηνών και κυρίως της κριτικής που ασκούσε ο Ροΐδης σε συγκεκριμένες πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις επιθέσεις εναντίον του Ροΐδη πρωτοστάτησε αρχικά ο κληρικός Μακάριος ο Καρυστίας, με άρθρα στον Τύπο, και αργότερα ενεπλάκη και η Ιερά Σύνοδος που με εγκύκλιό της αναθεμάτισε το έργο ως «κακόηθες καὶ βλάσφημον» και ζήτησε την παρέμβαση του κράτους για την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου, κάτι που τελικά δεν έγινε. Το θέμα αυτό φαίνεται πως απασχόλησε για αρκετό καιρό τον Τύπο της εποχής, αλλά οι απόψεις των αρθρογράφων ήταν διχασμένες.

Image result for παπισσα ιωαννα ροιδης

Ο Ροΐδης απάντησε στις επιθέσεις αρχικά με τα σατιρικά κείμενα «Ἡ Πάπισσα Ίωάννα καὶ ἡ ἠθική. Ἐπιστολαὶ ἑνὸς Άγρινιώτου» και στη συνέχεια με το κείμενο «Ὁλίγαι λέξεις εἰς ἀπάντησιν τῆς ὑπ’ ἀρ. 5688 ἐγκυκλίου τῆς Ἱεράς Συνόδου κατὰ τῆς Παπίσσης Ἰωάννας». Στο πρώτο κείμενο εξέταζε την Πάπισσα παράλληλα με άλλα σατιρικά κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, με κύριο στόχο να αποδείξει σε όσους επαινούσαν μεν το έργο, αλλά κατηγορούσαν την αθυροστομία του, ότι σε όλα τα σατιρικά κείμενα η αθυροστομία ήταν αναγκαία, ενώ στο δεύτερο ανασκεύαζε τις κατηγορίες της Ιεράς Συνόδου, διανθίζοντας παράλληλα την επιχειρηματολογία του με χιούμορ: για παράδειγμα αναγνώριζε ότι χάρη στην Ιερά Σύνοδο το βιβλίο του αναγνώστηκε και έγινε διάσημο στο ευρύ κοινό, ενώ αλλιώς θα παρέμενε γνωστό μόνο σε κάποιους λογίους! Βεβαίως, η κριτική στο έργο αυτό δεν ασκήθηκε μόνο από την Εκκλησία, αλλά και από πολλούς λόγιους της εποχής, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. 

Image result for παπισσα ιωαννα ροιδης

Ο Ροΐδης αντιμετώπισε αντιδράσεις και για την λογοτεχνική πλευρά του έργου, αφού κατηγορήθηκε για «λογοκλοπή» από τις πηγές που χρησιμοποίησε. Αργότερα όμως, «Η Πάπισσα Ιωάννα»  αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πιο πρωτοποριακά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα, όχι μόνο χάρη στο επιμελημένο ύφος του αλλά και λόγω της αντιρομαντικής διάθεσής του, η οποία θεωρήθηκε πρόδρομος της στροφής προς τον ρεαλισμό που πραγματοποιήθηκε στην ελληνική πεζογραφία μετά την εμφάνιση της γενιάς του 1880. Παρά την αποκήρυξη του βιβλίου από την Εκκλησία και την δικαστική δίωξη του Ροΐδη από την ελληνική πολιτεία, το σατιρικό ύφος της «Πάπισσας Ιωάννας»  κέρδισε τους αναγνώστες και το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Είναι το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αι. που εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες και να βρίσκει ανταπόκριση σε ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό. 

ΠΗΓΕΣ: https://www.politeianet.gr/books/9789602520161-chantzopoulos-dimitris-the-athens-review-of-books-i-papissa-ioanna-280966 , https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%AC%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1_%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1_(%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1) , https://www.ebooks4greeks.gr/%CE%B7-%CF%80%CE%AC%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1-%CE%B9%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1 , https://www.metaixmio.gr/el/products/%CE%B7-%CF%80%CE%AC%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1-%CE%B9%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1-978-618-03-1212-6 , https://www.openbook.gr/papissa-iwanna/

Η εορτή του πατρός μου, Εμμανουήλ Ροΐδης

Την ερχομένην Πέμπτην είναι η εορτή του Aγ. Iωάννου και του πατρός μου. Δεν υπάρχει κίνδυνος να το λησμονήσω, αφού η μητέρα μου μού το ενθυμίζει δέκα φορές τουλάχιστον την ημέραν, με κάποιον μάλιστα θυμόν, ευρίσκουσα ότι δεν με συγκινεί όσον έπρεπε η αγγελία ότι ο πατήρ μου λέγεται Iωάννη

H αλήθεια είναι ότι τον πατέρα μου τον σέβομαι και κάπως τον φοβούμαι, διότι είναι άνθρωπος σοβαρός, ολιγόλογος και δεν μου δίνει πολύ θάρρος, δύσκολον όμως μου είναι να θεωρήσω ως μέγα κατόρθωμά του και το ότι ονομάζεται Γιάννης.

Oκτώ ημέρες προ της εορτής, με είπεν η μητέρα μου ότι ήτο καιρός να ετοιμάσω την προσφώνησίν μου. H διαταγή αυτή ηύξησε την στενοχωρίαν μου. Eύρισκα ότι ήτο όλως περιττόν και κάπως άνοστον να προσφωνήσω τον πατέρα μου, ενώ δεν είχα τίποτε νεότερον να του είπω. Έπειτα δεν ήξευρα και καλά πώς φέρονται οι προσφωνούντες. Έπρεπεν άρα να σταθώ εις δύο βημάτων απόστασιν, να υποκλιθώ και έπειτα ν’ αρχίσω την ανάγνωσιν της προσφωνήσεως, ή πρώτα να χώσω την μύτη μου, καλοσφουγγισμένην, εις τα κόκκινα γένια του πατρός μου; Εφοβούμην μήπως φανώ γελοίος και ακόμη περισσότερον μήπως εννοήσει πόσον γελοίαν εύρισκα την τελετήν.

Διά να γίνουν τα πράγματα με τάξιν, ηθέλησεν η μητέρα μου να κάμομεν προγυμνάσεις και δοκιμάς, απαράλλακτα καθώς εις το θέατρον. Η απαγγελία μου δεν την ευχαρίστησε διόλου, διά τον λόγον ότι έλειπεν από αυτήν η απαιτουμένη δόσις συγκινήσεως. Απεφάσισε λοιπόν ότι καλύτερο θα ήτο να προσφέρω την προσφώνησίν μου έγγραφον και μαζί με αυτήν μίαν γάστραν ανθέων.

Την επομένην ημέραν ηρχίσαμεν από το πρωί την σύνταξιν της προσφωνήσεως. Η μητέρα μου ήτο παλαιά μαθήτρια του Αρσακείου και επροσπάθει, ξύουσα την κεφαλήν της με την βελόνην του πλεξίματος, να ενθυμηθεί όσα έμαθεν από τον Ράνταν αρχαία ελληνικά. Η προσφώνησις άρχιζε:

«Πάνσεπτε και Αγαπητέ μοι Πάτερ,

Έμπλεως συναισθημάτων ευφροσύνης παρίσταμαι κατά τήνδε χαρμόσυνον ημέραν, ίνα υποβάλω υμίν …» και ηκολούθουν άλλαι δέκα αράδες απελέκητες ελληνικούρες, τας οποίας έπρεπε ν’ αντιγράψω επάνω εις χαρτί με χρυσάς σειράς και ένα περιστέρι εις την αριστεράν γωνίαν. Δεν ηξιώθην ποτέ να λάβω βραβείον καλλιγραφίας, έπειτα έτρεμαν ολίγον και τα δάκτυλά μου, διότι ήτο Γενάρης και δεν ανάπταμεν φωτιάν παρά μόνον εις το μαγειρείον. Με όλην μου λοιπόν την καλήν θέλησιν εγέμιζα μελάνι τα ο, τα ρ, και τας ουράς του ζ, και διά κάθε μουντζούραν ελάμβανα από την μητέρα μου έναν μπάτσον. Με έκαμε ν’ αντιγράψω την προσφώνησιν επτά φορές και θα την αντέγραφα βεβαίως πολύ περισσότερες, αν το χαρτί με τας χρυσάς γραμμάς και το περιστέρι δεν εκόστιζεν δεκαπέντε λεπτά το φύλλον.

img3_3

Αριστείδης Βαρούχας,
Κύριος που διαβάζει εφημερίδα

Το απόγευμα υπήγαμεν εις την Αγίαν Ειρήνην να προμηθευθώμεν την γάστραν και εκάμαμεν τα δύο ανθοπωλεία άνω κάτω. Η μητέρα μου εμυρίζετο το εν μετά το άλλο όλα τα φυτά, με κάποιαν δυσπιστίαν, ως να ήσαν ψάρια, και όσα δεν εύρισκε βρόμικα τα εύρισκεν ακριβά. Έτυχε και να πατήσει επάνω εις ένα νεκρικόν στέφανον, όπου ευρίσκετο καταγής. O ανθοπώλης ήτο άνθρωπος με ολίγην υπομονήν και ακόμη ολιγοτέραν ανατροφήν. Την ονόμασε «Μάγισσαν» και εμένα «έκτρωμα». Η αλήθεια είναι ότι είχα μίαν κάποιαν ομοιότητα με τον πατέρα μου. Μετά πολλά παζάρια εδέχθη, διά να μας ξεφορτωθεί, να μας αφήσει ένα αρρωστημένον γεράνιον διά μίαν και εξήντα πέντε.

Την παραμονήν της εορτής εκάμαμεν γενικάς δοκιμάς. Η μητέρα μου με είχε διδάξει πώς έπρεπε να παρουσιασθώ, κρατών το χειρόγραφον εις την μίαν χείρα και το άνθος εις την άλλην, πώς έπρεπε να το προσφέρω και να προβώ έπειτα εις τον ασπασμόν της πατρικής δεξιάς. Κατ’ εκείνην ακριβώς την στιγμήν ηκούσαμεν το βήμα του πατρός μου και έσπευσα να κρύψω την γάστραν υποκάτω από την κλίνην. Είμαι όμως βέβαιος ότι ο πατήρ μου την παρετήρησεν, αλλ’ εθεώρησε πρέπον να υποκριθεί ότι δεν είδε τίποτε, διά να μη στερηθεί αύριον την ευχαρίστησιν της εκπλήξεως.

Τέλος πάντων ανέτειλεν η επίσημος ημέρα, σκοτεινή, βροχερή και παγωμένη. Η μητέρα μου ήλθε να μ’ εξυπνήσει πριν φέξει. Είχε βάλει το μεταξωτόν της φουστάνι και μ’ έκαμε να φορέσω τα καλά μου. Ενύσταζα ακόμη, εκρύωνα, έσταζεν η μύτη μου και μ’ εβασάνιζαν αι χιονίστραι. Τον πατέρα μου ευρήκαμεν εις το κρεβάτι, φέροντα όμως επί της φαλάκρας του, αντί του καθημερινού άσπρου του σκούφου, το βελούδινον κεντητόν φεσάκι του των επισήμων ημερών. Τούτο όμως δεν τον εμπόδισε να υποκριθεί έκπληξιν, όταν επαρουσιάσθημεν ενώπιόν του, η μητέρα μου με το μεταξωτόν της φόρεμα και εγώ με την προσφώνησιν και με την γάστραν.

Πώς!, ανέκραξεν, είναι σήμερον η εορτή μου! Εγήρασα ακόμη έναν χρόνον. Έλα γυναίκα, να σε φιλήσω.

Όταν ήλθεν η σειρά μου, ευρέθην κάπως συγχυσμένος, διότι κατά το πρόγραμμα επροηγείτο η προφώνησις, έπειτα ήρχετο η προσφορά της γάστρας και το φίλημα τελευταίον. Oπωσδήποτε επροσπάθησα ν’ αναρριχηθώ επί της κλίνης, αλλά μ’ εδυσκόλευε πολύ το γεράνιον. Είχα κατορθώσει να θέσω το εν γόνατον επ’ αυτής, όταν μου εξέφυγεν από τας χείρας η γάστρα και εχύθη το βρεγμένον καστανόχωμα επάνω εις τα σινδόνια και το υποκάμισον του πατρός μου. Το τοιούτο περίχυμα ήτο βεβαίως δυσάρεστον μ’ εκείνο το κρύον. Άδικον λοιπόν θα ήτο να παραπονεθώ αν, αντί φιλήματος, έλαβα από τον πατέρα μου μίαν μούντζαν, η δε μήτηρ μου μ’ εσυνόδευσεν ως την θύραν διά να με φιλοδωρήσει έναν τελευταίον μπάτσον. Η μόνη μου μετά τα τόσα βάσανα παρηγορία είναι ότι η προσεχής εορτή του πατρός μου απέχει ακόμη τριακοσίας εξήντα πέντε ημέρας.