Παράδεισος και κόλαση, ένα παραμύθι του Πάολο Κοέλο

Πάουλο Κοέλο, «Παράδεισος και κόλαση» (παραμύθι)

Ένας άνδρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε ένα δάσος. Καθώς περνούσαν κάτω από ένα δένδρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε στάχτη! Όμως ο άνδρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία του με τα δύο του ζώα. Κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούργια κατάσταση. Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός και αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μια πανέμορφη μαρμάρινη πύλη, που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. Ο διαβάτης κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο.

  • «Καλημέρα».
  • «Καλημέρα», απάντησε ο φύλακας.
  • «Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;».
  • «Αυτός είναι ο παράδεισος».
  • «Τι καλά που φτάσαμε στον παράδεισο, γιατί διψάμε».
  • «Μπορείτε, κύριε, να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε», είπε ο φύλακας και του έδειξε την πηγή.
  • «Το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης».
  • «Λυπάμαι πολύ», είπε ο φύλακας, «αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα».

Ο άνδρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μια και διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει μόνο αυτός. Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.

Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα περικυκλωμένη από δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άνδρας και είχε το κεφάλι του καλυμμένο με ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.

  • «Καλημέρα», είπε ο διαβάτης. Ο άνδρας έγνεψε ως απάντηση με το κεφάλι του.
  • «Διψάμε πολύ το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ».
  • «Υπάρχει πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια», είπε ο άνδρας δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.

Ο άνδρας, το άλογο και ο σκύλος του πήγαν στην πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άνδρα.

  • «Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε», του απάντησε εκείνος.
  • «Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος;», ρώτησε ο άνδρας.
  • «Παράδεισος».
  • «Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μού είπε ότι εκείνο το μέρος ήταν ο παράδεισος».
  • «Εκείνο δεν ήταν ο παράδεισος, αλλά η κόλαση», απάντησε ο φύλακας. Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
  • «Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προξενήσει μεγάλο μπέρδεμα», είπε ο διαβάτης.
  • «Σε καμία περίπτωση», αντέτεινε ο άνδρας, «στην πραγματικότητα μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερους φίλους τους!

[πηγή: Πάουλο Κέλο, Ο διάβολος και η δεσποινίδα Πριμ, Λιβάνης, Αθήνα 2001]

Ο έρωτας και η ψυχή: μια δυνατή ιστορία αγάπης και ένα μοναδικό έργο τέχνης

Ο έρωτας και η ψυχή είναι ένα γλυπτό από τον Ιταλό καλλιτέχνη Αντόνιο Κανόβα που του ανατέθηκε για πρώτη φορά το 1787 από τον συνταγματάρχη John Campbell. Θεωρείται ως αριστούργημα της Νεοκλασικής γλυπτικής, παρότι δείχνει τους μυθολογικούς ήρωες εραστές σε μια στιγμή έντονου συναισθήματος, χαρακτηριστικό του αναδυόμενου κινήματος του Ρομαντισμού. Αντιπροσωπεύει τον θεό έρωτα στο ύψιστο σημερινό της αγάπης και της τρυφερότητας, αμέσως μετά την αφύπνιση της άψυχης Ψυχής με ένα φιλί. Η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής προέρχεται από το λατινικό μυθιστόρημα του Λουκιού Απουλέιου Το χρυσό σκαθάρι που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην τέχνη.

Ο Joachim Murat απέκτησε την πρώτη ή καλύτερα ίσως πρωταρχική έκδοση το 1800. Μετά το θάνατό του, το άγαλμα δόθηκε στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι της Γαλλίας το 1824. Ο πρίγκιπας Yusupov, ρώσος ευγενής, απέκτησε τη δεύτερη έκδοση του έργου Canova στη Ρώμη το 1796 και αργότερα αποκτήθηκε από το Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη.

Αφυπνισμένη πρόσφατα, η Ψυχή ακουμπά τον εραστή της, τον Έρωτα, ο οποίος την κρατά απαλά υποστηρίζοντας το κεφάλι και το στήθος της. Η λεπτή τεχνική του Antonio Canova στην κατεργασία του μαρμάρου αντιπαραβάλλει το ρεαλιστικό, απαλό δέρμα με τα γύρω στοιχεία. Χαλαρά χαραγμένο γύρω από το κάτω μέρος του σώματος της Ψυχής, ένα φύλλο τονίζει περαιτέρω τη διαφορά μεταξύ της υφής του δέρματος και του υφάσματος. Η τραχιά υφή εντοπίζεται στη βάση του βράχου πάνω στο οποίο τοποθετείται η σύνθεση συμπληρώνοντας τις διακρίσεις των στοιχείων. Λεπτές μπούκλες και γραμμές συνθέτουν τα μαλλιά και οι ελαφριές φτερωτές λεπτομέρειες καθιστούν ρεαλιστικά τα φτερά του Έρωτα.

Το μαρμάρινο γλυπτό αναπαριστά στιγμιότυπο από τον δημοφιλή ελληνικό μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, και συγκεκριμένα τη στιγμή που ο Έρωτας ξαναζωντανεύει την Ψυχή. Είναι επίσης ευρέως γνωστό και σαν «Η Αναγέννηση της Ψυχής από το Φιλί του Έρωτα». Σύμφωνα με την εκδοχή του Απουλήιου, ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής ξεκινά από τον φθόνο της Αφροδίτης, μητέρας του Έρωτα.

Η Ψυχή και οι 2 αδελφές της, κόρες ενός βασιλιά, είναι φημισμένες για την ομορφιά τους. Η ομορφιά της Ψυχής ήταν θεϊκή και γι’ αυτόν τον λόγο την ερωτεύονταν όλοι, άνθρωποι από όλο τον κόσμο έφταναν στο παλάτι για να τη δουν από κοντά και την τιμούσαν περισσότερο από τη θεά Αφροδίτη.

Τότε η Αφροδίτη θύμωσε και ζήτησε από τον γιο της, τον Έρωτα, να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών και να μην επιθυμούν την Ψυχή. Μόνο που δεν υπολόγισε πως και ο Έρωτας θα ερωτευόταν την Ψυχή.

Τα χρόνια περνούσαν και η Ψυχή δεν μπορούσε να βρει μνηστήρα. Οι γονείς της ζήτησαν χρησμό από τους Δελφούς, και εκεί ο Απόλλωνας, υπό την καθοδήγηση του θεού Έρωτα, έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί. Σκοπός της ήταν να την οδηγήσει σε δυνατό έρωτα με τον ασχημότερο των ανθρώπων, θεόφτωχο, πάντα άρρωστο και κακομοίρη».

Οι γονείς ακολούθησαν τον χρησμό και ετοίμασαν τη Ψυχή για τον γάμο. Ανέβηκαν ψηλά στο βουνό και από εκεί την παρέλαβε ο άνεμος Ζέφυρος, σταλμένος από τον Έρωτα. Η Ψυχή έχει παγιδευτεί στο παλάτι του Έρωτα και κάθε βράδυ ο ίδιος με χαμηλωμένα φώτα, για να μην τον δει, πλάγιαζε μαζί της. Ήταν ωστόσο τόσο τρυφερός και καλόκαρδος, που η Ψυχή κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά ο άντρας που επιθυμούσε σε όλη της τη ζωή.

Όταν επισκέφθηκε την οικογένειά της, οι αδερφές της την έπεισαν πως έπρεπε να δει το πρόσωπό του, και μάλιστα πως αφού δεν θέλει εκείνος να τον βλέπει, είναι ένα τέρας και θα τη σκοτώσει. Εκείνη λοιπόν, όταν γύρισε στο παλάτι, πήρε ένα λυχνάρι, έγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπό του με το λυχνάρι, είδε προς μεγάλη της έκπληξη τον πανέμορφο θεό Έρωτα. Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Έρωτα. Ο Έρωτας ξύπνησε από τον πόνο και πέταξε μακριά, λέγοντάς της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους κι εξαφανίστηκε, όπως την είχε προειδοποιήσει.

Η Ψυχή τον έψαξε παντού και έφτασε στη θεά Δήμητρα, που τη συμβούλευσε να μιλήσει στη θεά Αφροδίτη.

Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Έρωτα μέχρι να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθεί η πληγή του από το καυτό λάδι. Είπε στην Ψυχή πως για να δει τον αγαπημένο της, θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες (τα μαρτύρια μιας ψυχής ερωτευμένης), με βοηθούς την Ανησυχία και τη Λύπη. Της επέβαλε λοιπόν τρεις δοκιμασίες, για να αποδείξει την αξία της: να ξεδιαλέξει σπόρους δημητριακών, να μαζέψει μαλλί από άγρια πρόβατα και τέλος, το σημαντικότερο, να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να πάρει από την Περσεφόνη το ελιξίριο της νιότης για την Αφροδίτη, με την προϋπόθεση να μην ανοίγει το δοχείο του ελιξιρίου. Εκείνη δεν τήρησε τη συμφωνία, άνοιξε το δοχείο και έπεσε σε βαθύ ύπνο. Μέσα στο δοχείο ήταν τελικά ο Μορφέας. Ο Έρωτας έμαθε τα μαντάτα και έτρεξε στον Όλυμπο.

Ζήτησε από τον Δία να σώσει την Ψυχή. Ο Δίας, συγκινημένος από την αγάπη του θεού Έρωτα, την έκανε αθάνατη, επιτρέποντας σ’ εκείνον να ενωθεί μαζί της για πάντα. Η στιγμή που αποτυπώνεται στο γλυπτό είναι η στιγμή που ο Έρωτας ξυπνά την Ψυχή με ένα του φιλί.

Στο έργο του Apuleius, η Ψυχή είχε προειδοποιηθεί από την Αφροδίτη ενάντια στο άνοιγμα του βάζου με το ελιξίριο που της δόθηκε: «Αλλά σου δίνω μια ιδιαίτερα ισχυρή προειδοποίηση. Μην ανοίξεις ούτε να κοιτάξεις στο βάζο και κατάπνιξε όλη την περιέργεια ως προς τον «φυλακισμένο θησαυρό της θείας ομορφιάς». Αλλά έδωσε τη θέση της στην περιέργεια όπως ακριβώς επέστρεψε από το ταξίδι της στον Κάτω Κόσμο, κοιτάζοντας στο βάζο για να πάρει μέρος της Θείας Ομορφιάς για τον εαυτό της, όμως η Περσεφόνη δεν την είχε γεμίσει με την ομορφιά, αλλά με τον «ύπνο του εσωτερικού σκοταδιού, που απελευθερώθηκε από το κελί της, έσπευσε πάνω της και διείσδυσε ολόκληρο το σώμα της με ένα βαρύ σύννεφο ληθάργου ” Είναι η στιγμή κατά την οποία η Ψυχή είναι” ένα σώμα που κοιμάται “αναβιώνει ο Έρωτας που ο Canova επέλεξε να απεικονίσει.” “Ξυπνώντας τη με ευκολία από τον ύπνο της, ο Έρωτας άφησε την Ψυχή με ένα γοητευτικό τσίμπημα του βέλους του “. Διάφορες λεπτομέρειες, όπως το βάζο πίσω από την ψυχή, υπαινίσσονται την ιστορία από τον Apuleius, καθώς η Ψυχή είχε μόλις ανοίξει και είχε πέσει σε ύπνο, έτσι ώστε το βάζο είναι λογικό να παραμένει δίπλα της. Επιπλέον, το βέλος που ο Έρωτας χτύπησε την ψυχή για να την ξυπνήσει βρίσκεται επίσης κοντά στο βάζο.

Υπάρχει μια λαβή κοντά σε ένα από τα πόδια της Ψυχής καθώς το άγαλμα προοριζόταν να μπορεί να περιστρέφεται στη βάση του. Πολλά από τα γλυπτά της Canova είχαν προσαρμοσμένες χτισμένες ρυθμίσεις ή μια συσκευή που θα μπορούσε να μετακινήσει τη βάση, οπότε η λαβή αποτελούσε μέρος της κίνησης του αγάλματος . Αυτή η κίνηση υπογραμμίζει το συναίσθημα και την ομορφιά του γλυπτού, ενώ προκαλεί το ενδιαφέρον από όλες τις γωνίες. Ο Carl Ludwig Fernow, κριτικός του Canova, διαμαρτυρήθηκε για τη ζωτικότητα των αγκαλιασμένων μορφών, καθώς δεν υπάρχει μοναδική άποψη από την οποία θα πρέπει να το δούμε. Ο Fernow προχώρησε παρακάτω λέγοντας ότι αν η άποψη ενός θεατή έχει ένα μοναδικό σταθερό σημείο δεν είναι εφικτό να προσεγγίσει το σύνολο του έργου. Η κριτική του Fernow για το έργο του Canova είναι μια καταγγελία ότι πρέπει οι θεατές να βλέπουν το γλυπτό περπατώντας γύρω του και όχι από μια οπτική γωνία. Ο Fernow συνεχίζει, “ο παρατηρητής προσπαθεί μάταια να βρει μια οπτική γωνία από την οποία να βλέπει και τα δύο πρόσωπα μαζί και να μειώνει κάθε ακτίνα έκφρασης σε ένα κεντρικό σημείο σύγκλισης”.

Η Ελένη ως νοητική εποπτεία από τη μυθολογία, τον Όμηρο έως τον Ελύτη και τον Ρίτσο

Λίγη τέχνη…

Μάθημα του Δημήτρη Λιαντίνη, προς τους μετεκπαιδευόμενους δασκάλους του Μαράσλειου Διδασκαλείου.

Απομαγνητοφώνηση:

ΘΕΜΑ : Η Ελένη ως νοητική εποπτεία από τον Όμηρο έως τον Ελύτη

…….Ο γερο-Πρίαμος, ο πιό φρόνιμος, ανάμεσα στους Τρώες, ο εκατοχρονίτης, εκείνος ο βασιλιάς Πρίαμος, από την πλευρά των Τρώων ο Πρίαμος, από την πλευρά των Ελλήνων, σαν φρόνιμος άνθρωπος, ο γερο-Νέστορας, όπως ξέρετε.Λοιπόν, εκεί είναι κάποιοι που γνωρίζουνε και λέει, αυτός εκεί μακρυά που βλέπεις είναι ο Αγαμέμνονας, αυτός είναι ο Μενέλαος, αυτός είναι ο Αίαντας, με το επταβόηον κέρας, την ασπίδα με τα εφτά δέρματα βοδιού…Τούτος είναι.. γι’αυτό λέγεται τοιχοσκοπία ονομάστηκε η ραψωδία από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους.

Εκείνη τη στιγμή, έρχεται και ανεβαίνει επάνω στις επάλξεις, στο τείχος, η Ελένη. Συνοδεύεται από δύο κυρίες των τιμών, θα λέγαμε, που κρατάνε το λευκό της πέπλο που φοράει κι ανεβαίνει, προφανώς, θέλοντας να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στον πεθερό της, γιατί ήταν νόμιμη και ευλογητή γυναίκα του Πάρη, του Αλέξανδρου-Πάρη, στο πεθερό της να μεταφέρει ένα μήνυμα, δηλαδή κάποια ικετήρια παράκληση, έ… να γίνουν σπονδές και θυσίες στο ναό της θεάς Αθηνάς, για να εξευμενιστεί η θεά διότι έχει στραφεί με ιδιαίτερη οργή εναντίον των Τρώων, εκείνη τη στιγμή, και τα λοιπά.

Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πλησιάζει η Ελένη κοντά στους γέροντες που κάθονται εκεί και συζητούν και βλέπουν. Όταν λοιπόν έρχεται κοντά και τη γνωρίζουν και βλέπουν ότι αυτή είναι η Ελένη, εκεί ο Όμηρος βάζει στο στόμα του Πριάμου, τους ακόλουθους στίχους: Θα σας τους πω στο άγιο πρωτότυπο και θα σας τους μεταφράσω :

Ου νέμεσις τοιήδ’ αμφί γυναικί Τρώας και εϋκνήμιδας Αχαιούς χρόνον πολύν άλγεα πάσχειν: αινώς αθανάτησι θεής εις ώπα έοικεν
(Γ, 156 – 8 ) .

Σημαίνουν αυτοί οι στίχοι: Χαλάλι, τόσοι παιδομοί για μιά τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη.

Αυτή είναι όλη, η μόνη και η όλη περιγραφή που γίνεται της Ελένης από τον Όμηρο. Τα σημεία στα οποία σταματάμε εδώ, είναι πρώτον: αυτή η λέξη, η φοβερή λέξη, φρικτά, μοιάζει στην όψη, θα το πούμε, – πού είναι η κιμωλία μου; – αινώς, λέει ο Όμηρος, έτσι, αυτό θα πει φρικτά, αινώς, φρικτά μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές.

Η λέξη αυτή, αμέσως μας δίνει την εικόνα του ωραίου. Η ομορφιά σκοτώνει, αγαπητοί μου φίλοι. Η ομορφιά σκοτώνει. Το κάλλος, η ομορφιά, είναι η αρχή του τρομερού, θα μας πει ένας νέος, Ευρωπαίος ωραίος λυρικός, ο Ρίλκε, στις Ελεγείες του Ντουίνο, γιατί η ομορφιά είναι η αρχή του τρομερού που μόλις την αντέχουμε και γαλήνια περιφρονεί και να μας καταστρέψει ακόμη. Η ομορφιά σκοτώνει.

Και από δω κάνοντας μιά προέκταση με μία μεγάλη… έτσι να πούμε ένα άλμα, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί όλοι οι μεγάλοι έρωτες μέσα στην ιστορία ή όπως τους έζησαν οι ποιητές, έχουνε την καταστροφή. Θυμάστε, λέγαμε κάποια μέρα σε άλλες συναρτήσεις ότι δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας, που να μην έχει μέσα του την καταστροφή. Εκείνο είναι που τον δικαιώνει και τον οδηγεί σε ακραία ακμή, που τον κάνει αρχέτυπο.

Λοιπόν, η ομορφιά σκοτώνει. Αυτό το μεγάλαιο κεφάλαιο, ν’ αρχίσουμε να πούμε γιατί σκοτώνει και τί είναι η ομορφιά, να δώσουμε δηλαδή την κατηγορία του ωραίου, όπως λέμε στην αισθητική, σ’ αυτό τον κλάδο της φιλοσοφίας.

Ομορφιάς έχουμε δύο είδη: έχουμε το ωραίο, το pulchrum, λατινικός όρος, ωραίο, κανονικές μορφές, έ; – αναλογίες, τομές, το όρισε ο Fechner, πρέπει να υπάρχουν ωρισμένες αναλογίες στη μορφή, στην όψη. Αυτό που λέμε ένα ωραίο τριαντάφυλλο, μία ωραία μορφή, μία ωραία γυναίκα, ένα ωραίο πρόσωπο, ένας ωραίος άντρας, μιά ωραία δύση του ηλίου, μιά ωραία ανατολή, έ; – ένα ωραίο…. η θάλασσα, απλές μορφές, αυτή είναι η κατηγορία του ωραίου.

Αλλά υπάρχει και το υπέροχο, σαν κατηγορία ομορφιάς, μας λέει ο Καντ, στην Κριτική του καθαρού λόγου, Kritik der Urtheilskraft στην αισθητική του δηλαδή, το υπέροχο είναι εκείνο που είναι μιά ανώτερη μορφή, από αυτό το αυτό….. και να πει το pulchrum, το ωραίο που έχει μέσα της τον κίνδυνο. Δηλαδή, ένας κεραυνός, όταν σκάζει δίπλα μας και καταλάβει ο τόπος και μας πιάνει αυτή η φρίκη στον ήχο του, έ; – Τι ομορφιά που έχει! Αλλά σκοτώνει. Μιά τρικυμία, μιά άγρια τρικυμία! Έχει ομορφιά μέσα της. Με κίνδυνο. Ένας σεισμός! Αυτό είναι το υπέροχο! Das Erhabene.

Όταν λέει λοιπόν, φρικτά μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές, θέλει να βάλει κι’αυτή την κατηγορία του υπέροχου. Εντάξει. Όλα αυτά τα πράγματα δεν δικαιολογούν το γεγονός ότι η Ελένη είναι η πιό όμορφη γυναίκα και θα είναι και στο μέλλον.

Κάποια άλλα στοιχεία που πρέπει εδώ να προσέξουμε, θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τί σημαίνει αυτή η κρίση του Πριάμου, αυτή η περιγραφή δηλαδή.

Το πρώτο είναι ότι … ποιός μιλάει για ποιόν; Μιλάει ένας γέροντας εκατό χρονών, γεμάτος φρόνηση, γεμάτος ανθρώπινη σοφία, γεμάτος ανθρώπινη πείρα, έ; – Δε μιλάει ένα τζόβενο, ένας έφηβος που είδε μιά ωραία γυναίκα και ξαφνικά κόπηκε στα δύο, έρωτας κεραυνός και δεν ξέρει τί λέει. Μιλάει ένας φρόνιμος άνθρωπος. Έτσι. Να πάθουμε όσα πάθαμε, έ; – δέκα χρόνια τώρα, σφαγή, λοιμός, πείνα, καταστροφή, αγωνία, να πάθουμε όσα πάθαμε, κι’άλλα γι’αυτή τη γυναίκα. Ένας φρόνιμος το λέει.

Και δεύτερον: ποιός είναι αυτός ο φρόνιμος; Είναι εκείνος που θάχε κάθε λόγο να μιλήσει με σκυλίσιο τρόπο, να βρίσει δηλαδή, και να ελεεινολογήσει και να ατιμάσει την Ελένη. Γιατί; Γιατί αυτή είναι η αιτία της συμφοράς του λαού του. Απλά και μόνο να θυμήσουμε το γεγονός ότι ως τη στιγμή εκείνη, στο δέκατο χρόνο του πολέμου που γίνονται αυτά, ως τη στιγμή εκείνη, ο Αχιλλέας του είχε σκοτώσει είκοσι παιδιά, του Πριάμου. Είκοσι παιδιά. Επομένως, τι γνώμη εξ’αντικειμένου, θα λέγαμε, έπρεπε νάχει γι’αυτή τη γυναίκα, που είναι η πέτρα του σκανδάλου, που λέμε. Και όμως. Έ; Έμμεσα πιά συνάγεται το τί γυναίκα πρέπει να ήτανε, για να μιλάει αυτός ο φρόνιμος και ο πολύπαθος, έτσι, για την Ελένη. Αλλά, παρά ταύτα, δε φτάνουμε στο σημείο να πούμε ότι είναι η γυναίκα που προεξόφλησε την ομορφιά του αιώνια θηλυκού, όπως μας λέει ο Γκαίτε, και στο μέλλον. Μία γυναίκα μπορεί να γεννηθεί πιό ωραία.

Εδώ, για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, θα πρέπει πάλι να σκεφτούμε κάτι άλλο. Τί; Πως ήτανε αυτή η Ελένη; Για να πούμε ότι είναι η γυναίκα, η αξεπέραστη ομορφιά. Ήταν ψιλή, ήταν λιγνή, ηταν καμαροφρύδα; έ; Είχε ψιλό λαιμό, είχε ωραίες κνήμες, τί μέση; Τα στήθη της; Ήταν πλούσιο το στήθος της; “Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά”, θα πει ο Σεφέρης στη δική του Ελένη. Ρούσα ήταν; Τα κινήματά της, τα μάτια της, πως ήταν γαλανά, μαύρα; Για κοιτάξτε. Κανένα απ’αυτά τα στοιχεία. Δεν μας δίνει κανένα συγκεκριμένο φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό. Τι σημαίνει αυτό; Εδώ είναι η επίνοια και η εφεύρεση του Ομήρου. Την άφησε την Ελένη να την πλάσει ο καθένας μας όπως θέλει, κι όσο μπορεί κι όπου μπορεί και φτάνει με τη φαντασία του. Διότι αν μούλεγε ότι είχε μεγάλα στήθη, θάλεγα, ξέρεις εμένα μου αρέσουν οι μικροβύζες. Αν μούλεγε ότι είναι ξανθιά, η Μέριλιν Μονρόε, να πούμε, θάλεγα, ξέρεις, εμένα μ’αρέσει η Ρόμυ Σνάϊντερ, πούναι καστανή. Αν μούλεγε τούτο, εκείνο, περιόριζε δηλαδή την ομορφιά, καταλάβατε; Την περιόριζε, την έκανε πεπερασμένη, που σημαίνει ότι της αφαιρούσε το στοιχείο του απείρου. Ενώ τώρα, έτσι όπως την έδωσε, η Ελένη είναι το σύμβολο που έχουμε, η ιδέα που έχουμε, η αισθητική καλλιέργεια, σε τελική ανάλυση, που έχει ο καθένας μας, που τον οδηγεί πού; Για την ομορφιά.

Για να το πούμε πολύ απλά, θα σας θυμίσω ένα στίχο, έναν ωραίο στίχο του Ναζίμ Χικμέτ, του ωραίου αυτού τούρκου …………….. πάνω από σωβινιστικές μερικότητες, που λέει σ’ένα τραγούδι του, οι πιό ωραίοι έρωτες, είναι εκείνοι που δε ζήσαμε. Αυτό το πράγμα κάνει ο Όμηρος εδώ. Είναι εκείνο που, δεν μιλάμε για κορυφές πιά, είναι μία ακραία μορφή ομορφιάς. Μιλάμε γιά ύψος. Και στο ύψος δε βρίσκουμε άκρη. Ανοιγόμαστε σε μιά άπειρη διάσταση. Είναι δηλαδή μια εφεύρεση, ένα τρικ, αν θέλετε, που επινόησε ο Όμηρος, αν και είναι συνηθισμένο και γιά άλλες μορφές αυτό, αλλά χαρακτηριστικά με την Ελένη,που προεξοφλεί ότι και στο μέλλον δε θα γεννηθεί γυναίκα καλύτερη από την Ελένη. Ωραιότερη, η Belle Ellene.

Πάει καλά λοιπόν ως εδώ. Ερχόμαστε στο δεύτερο τώρα σημείο. Γιατί αυτή την υπέροχη γυναίκα, το αρχέτυπο του θηλυκού, οι Έλληνες τη θελήσανε μοιχαλίδα και άπιστη; Ρε αδερφέ, ήταν ανάγκη μ’αυτή τη ρετσινιά τη φοβερή; Εδώ, αγαπητή φίλοι, έχουμε ένα από τα πιό σημαντικά σημεία της ελληνικής φιλοσοφίας, της ελληνικής κοσμοθεωρίας και της ελληνικής ηθικής. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο αυτό. Γιατί τη θελήσανε πόρνη αυτή τη γυναίκα και άπιστη. Ξελογιάστηκε με τον ωραίο αυτό Πάρη, κάτω εκεί, στους πορτοκαλεώνες της Λακεδαίμονας και στους καλαμιώνες του Ευρώτα και σηκώθηκε και έφυγε. Μα μιά γυναίκα, το αρχέτυπο του θηλυκού, επιτρέπεται να τη θέλουμε άπιστη και μοιχαλίδα;

Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο, θάπρεπε να γίνει ειδική ανάλυση επάνω σ’αυτό, γιατί κατεβάζει ολόκληρη την ψυχολογία κι ολόκληρη τη φιλοσοφική ανθρωπολογία κάτω, και θέτει μπροστά στα πόδια μας..Θα σας το πω πολύ συνεπτυγμένα όμως. Πολύ συνοπτικά. Και είναι και η ουσία, το κεντρικό σημείο της ελληνικής ηθικής. Δεν είναι αυτό που λένε, που ακούμε στην τρέχουσα να λένε, ότι μία ωραία γυναίκα δεν ανήκει, δεν μπορεί να ανήκει ποτέ σε ένα μόνο άντρα. Έτσι λέει ο κόσμος, η αρβύλα και τα λοιπά. Μιά ωραία γυναίκα δεν μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα. Το πιό ισχυρό αρσενικό, είναι προορισμένο από τη φύση να την κατακτά. Και κατά τούτο είναι δραματική αυτή η γυναίκα. Δε λέω τραγική φύση, αλλά είναι δραματική. Το πιό; Αν κάτι ασυνείδητα από τη φύση της τη φέρνει, να θέλει, ίσως πληρώνει τα λύτρα της στην ευδοκία, στην εύνοια που της έδωσε η φύση να την κάνει τόσο όμορφη. Πληρώνει τα λύ… Είναι προορισμένη δηλαδή να κατακτιέται από το πιό ισχυρό, όταν λέμε πιό ισχυρό εννοούμε πιό ωραίο, αλλά ωραίο, έχουμε πει κι άλλη φορά, είναι βασικά κατηγορία δύναμης και νόησης η ομορφιά, έ; Μην τα λέμε αυτά, τα έχουμε ξαναπεί. Να κατακτιέται από το πιό ισχυρό αρσενικό γι’αυτό δε μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα, που σημαίνει κάπου, μοιχαλίς ή άπιστη. Αυτή η ερμηνεία, είναι μιά ερμηνεία που μπορεί να φτάσει μέχρι σ’ένα σημείο, αλλά δεν είναι εκείνο το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες. Το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες…και γι’αυτό θέλησαν να πλάσουν έτσι την Ελένη, δηλαδή μοιχαλίδα, είναι το γεγονός ότι την ανθρώπινη φύση μέσα στον ορίζοντα της ηθικής, έτσι; μέσα στην κατηγορία της ηθικής, την είδανε οι Έλληνες σαν μία φυσική απορροή, μέσα από τη φυσική πραγματικότητα.Εάν φύγουμε από την ηθική και πάμε στη φύση, εκεί δεν υπάρχει πίστη και απιστία ανάμεσα στα φύλλα, στο αρσενικό και στο θηλυκό. Δεν υπάρχει πίστη. Είναι άλλοι οι νόμοι που λειτουργούν. Και βέβαια το σωστό, το ακέραιο, το αληθινό, δεν είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από την οποιαδήποτε ηθική μιάς εποχής ή ενός πολιτισμού και τα λοιπά, αλλά είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από τη φυσική οδηγία. Και η φυσική οδηγία, εν προκειμένω, όταν θέλουμε να φτάσουμε πιά σ’αυτά τα βάθη, σ’αυτούς τους μυχούς, σ’αυτό το βαθύτερο κοίτασμα της φυσικής πραγματικότητας, των φυσικών νόμων, μας λέει ότι είναι μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, να μην ανήκει αυτή η έννοια της κατοχής και της κτήσης που έχουμε, σε παντρεύτηκα, με παντρεύτηκες, είσαι κτήμα μου, είμαι κτήμα σου.. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, είπε ο Pouldot, από τους τοπικούς σοσιαλιστές, τον περασμένο αιώνα. Λοιπόν. Κι’αυτό είναι που σκοτώνει τον έρωτα, γιατί τον περιορίζουμε, τον εγκλωβίζουμε και τα λοιπά.

Εν πάσει περιπτώσει, αυτές οι απόψεις πάνε κάπως κόντρα, έ; – Εναντιώνονται στις τρέχουσες ηθικές αντιλήψεις και μάλιστα σε μία αστική, μικροαστική ή μεσοαστική αντίληψη.Θα ιδούμε, από την άλλη πλευρά, για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, ότι και μέσα στην ιστορία, ποτέ δεν εφαρμόστηκε ο νόμος της μονογαμίας, γι’αυτό σας έλεγα κάποτε, το ου μοιχεύσεις, η όγδοη εντολή του Μωσαϊκού Νόμου, είναι, ό,τι το πιό απάνθρωπο, επινόησε, καθιέρωσε και επέβαλλε η Ιστορία, στην Ηθική. Είναι μιά δαμόκλειος… είναι μιά σπάθα, που κατεβαίνει και κόβει κεφαλές. Γι’αυτό το μόνο νόημα που έχει αυτή η εντολή, έχουμε ξαναπεί, είναι σταθερά, μέσα στην Ιστορία, να παραβαίνεται. Γιατί παραγνωρίζει την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που θα λέγαμε, στην έσχατη και πιό επιεική περίπτωση, για το γεγονός ότι θέλησαν οι Έλληνες την Ελένη μοιχαλίδα, είναι ότι είδανε αυτό το βάθος της ανθρώπινης φύσης που δε σημαίνει ότι εισάγει την ερωτική αναρχία ή την ηθική αναρχία.

Το πρόβλημα αυτό, μας δόθηκε η ευκαιρία, νομίζω, και το θίξαμε προχθές, που μιλήσαμε για Πλατωνικό Έρωτα, θυμάστε; Το πρόβλημα είναι, νάσαι πάντα ηθικά εγρήγορος και να αγωνίζεσαι. Κι αν πέσεις, να μπορέσεις να ξανασηκωθείς. Εκεί είναι η ομορφιά και η δραματικότητα, αν θέλετε, και το μεγαλείο, ο πόνος και η οδύνη, που έχει η ηθική, σα ζωντανή ηθική, που λειτουργεί με αίμα και με οστά και όχι με σχηματοποιημένες λύσεις και συνταγές και εντολές και σχήματα, να δίνουμε αυτόν τον περιορισμό, ο οποίος – εδώ θα συμφωνήσετε μαζί μου – εγώ επιχειρώ… δεν οικειοποιούμαι αυτές τις θέσεις, μην τα αποδίδετε σ’εμένα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον Όμηρο, έτσι; Θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης και της ιστορικής πείρας, το δίκιο είναι με τους Έλληνες και όχι με τους Εβραίους, με το ου μοιχεύσεις, δηλαδή. Η απιστία είναι μέσα στους κανόνες και πάντα … Απόδειξη το γεγονός, που έχουμε πει πολλές φορές, ότι σήμερα στους τρεις ο ένας χωρίζει. Τι θα πει χωρίζει; Έχει προηγηθεί απιστία. Έχει προηγηθεί μοιχεία ας το πούμε. Έχει προηγηθεί, το γνήσιο αυτό φυσικό κοίτασμα της Ελένης, όπως τη θελήσανε οι Έλληνες. Αλλά. Για νάχουμε και ολοκληρωμένη την εικόνα, πρέπει να πούμε και κάτι άλλο. Εάν ο Όμηρος μας έδωσε την Ελένη μοιχαλίδα, μ’αυτό το στίγμα, μ’αυτή τη ρετσινιά, και στεκόμαστε κριτικά και με επιφυλάξεις απέναντί του, μιά περιορισμένη ηθική αντίληψη, εν πάσει περιπτώσει, αν δώσουμε τα νόμιμα του δικαίου, του δικαιώματος αυτής της αντίληψης, μη ξεχνάμε από την άλλη μεριά ότι ο Όμηρος μας έδωσε και το αντίθετο, τον άλλο πόλο. Η Ελένη άπιστη, αλλά μας έδωσε και την Πηνελόπη, την πιστή. Την Πηνελόπη την πιστή. Και δεν έχουμε σταθεί στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τί σημαίνει Πηνελόπη πιστή, στην Οδύσσεια. Κοιτάξτε να δείτε. Απλοποιούμε, αγαπητοί μου φίλοι. Για φανταστείτε μιά ωραία γυναίκα, στα είκοσι, εικοσιπέντε της χρόνια, που φεύγει, που έχει πλήρη ερωτική εμπειρία και ερωτική λειτουργία. Όμορφη, θηλυκό, βρυαρό, πλούσιο, τρυφερό, γεμάτο, που θέλει και διψάει το αρσενικό, να το’χει και να το χαίρεται, κάθε μέρα. Φανταστείτε ξαφνικά να μένει μόνη της, μέσα στα δώματα, και να περιμένει είκοσι χρόνια να γυρίσει ο άντρας της. Φέρτε στο μυαλό σας, κάντε μία ψυχική μετάθεση, και φέρτε το σε μία σύγχρονη γυναίκα. Μία, από σας, που είσαστε όλες ζωντανές. Λοιπόν. Τι σημαίνει είκοσι χρόνια να καίγεται και να σταυρώνεται και να πεθαίνει το θάνατο μέσα σ’αυτή τη στέρηση, τη θεία στέρηση, την πενία, που λέει ο Πλάτων. Και να μπορέσει να αντέξει αυτό το πράγμα. Ποιά θα το άντεχε; Κάποιες θα το αντέχανε, αλλά ποιές; Με την έννοια αυτή, η Πηνελόπη είναι μία νοητική εποπτεία, όπως λέμε, ένας τύπος που έχει πλάσει η παγκόσμια λογοτεχνία, άκρως δραματική. Εγώ δε λέω, καθόλου λιγότερο δραματική από τον Οδυσσέα, που πλέει στις θάλασσες και ταξιδεύει, αυτός γνώρισε και τον έρωτα σε όλα του τα μεγαλεία, έ; ………… ofurk (?) στον έρωτα.
Λοιπόν. Αυτή την εποπτεία όμως τη νοητική, σαν αντίθετο πόλο, μας την έδωσε ο Όμηρος. Ένας αντίλογος δηλαδή και μία απάντηση ότι αυτή είναι η Ελένη αλλά αυτή είναι και η Πηνελόπη. Πάει λοιπόν αυτό. Δε θα επιμείνω άλλο στην εικόνα που μας παρουσιάζει ο Όμηρος για την Ελένη, για να πάμε τώρα σε άλλα πράγματα, να ιδούμε πως επεξεργαστήκανε αυτή την υπέροχη μορφή, άλλες σπουδαίες στιγμές της κλασσικής, ελληνικής πρώτα, Τέχνης και ναρθούμε λίγο και στη νεώτερη.

Ο δεύτερος, αγαπητοί μου φίλοι, που δούλεψε αυτό το μοτίβο, αυτό το θέμα, το θέμα Ελένη, μετά τον Όμηρο, είναι ο Στησίχορος. Ο Στησίχορος είναι ένας λυρικός ποιητής, της χορικής ποίησης μάλιστα, δωρικής καταγωγής, δωριαίας, κάτω από τα δωρικά φύλλα της Πελοποννήσου, ο οποίος λέγεται και Στησίχορος διότι, κατά μία εκδοχή, έστησε χορόν, καθώς άρχιζε ο χορός, η λυρική έγινε μελική, και η μελική, έγινε χορική ποίηση. Λυρική με λύρα, μέλος τραγουδούσανε κιόλας, χορική χορεύανε. Εκεί λοιπόν, είχανε κάποιες κινήσεις που κάνανε και σε μιά στιγμή κάνανε τέσσερα-πέντε βήματα και στεκόντουσαν, ας πούμε. Έστησε χορόν. Και μετά, αυτό που λέμε στροφή-αντιστροφή, μετά στην Τραγωδία και λοιπά. Λοιπόν. Ο Στησίχορος, αναφέρεται μία υπέροχη ιστορία από τους Έλληνες για το Στησίχορο. Σκέφτηκε μιά μέρα την Ελένη σα μοιχαλίδα και τον έπιασε οργή. Και πιάνει και γράφει ένα pamflet, ένα λίβελλο. Πιάνει μιά ωδή και της ψέλνει τα εξ’αμάξης, που λέμε. Άτιμη, πόρνη, ελεεινή, φόνισσα, τούτα κείνα, με αφορμή τη μοιχεία της δηλαδή, ποιός είδε το Θεό και δεν τόνε φοβήθηκε! Τί της καταμαρτύρησε, που λέμε… Εκείνη λοιπόν, όταν τελείωσε την ωδή, και το ευχαριστήθηκε κι’όλας, τάψαλλε, ξέρουμε, κι’΄άλλους ποιητές που ήταν και μισογύνηδες, έτσι; Κάποιοι λυρικοί, σπουδαίοι, ένας Σιμωνίδης Αμοργίνος, και λοιπά. Όταν λοιπόν τελείωσε αυτή την ωδή, – αχ, της τάψαλλα και ησύχασα, είπε. Ηρέμησε ο άνθρωπος! Εκείνη τη στιγμή, τυφλώθηκε, κατά την παράδοση. Έχασε το φως του. Χωρίς να υπάρχει λόγος. Δεν ήταν καταρράκτης, δεν ήταν γλαύκωμα. Έχασε το φως, τυφλώθηκε. Βρε τι έπαθα, στα καλά καθούμενα, το φως του… Έμεινε μερικές μέρες εκεί τυφλός, και τότε, εκεί του ήρθε ολίγο ο νους και αρχίνησε να λέει: Βρε, ποιός είμαι εγώ, που έβρισα την Ελένη; Την Ελένη! Τη Διογέννητη Ελένη! Την κόρη του Δία! Τη θεά! Που τη γέννησε σαν ωραίος κύκνος με τη λύρα, κάτω εκεί στον Ευρώτα. Αυτή την υπέροχη γυναίκα, το αξεπέραστο πρότυπο της ομορφιάς και της θηλυκότητας. Ποιός είμαι εγώ ο άθλιος, ο ελεεινός, που έβρισα την Ελένη; Τούρθαν οι τύψεις. Κι αμέσως πιάνει, αγαπητοί μου φίλοι, και γράφει μία πάλιν ωδή, μία άλλη ωδή, ωδή γράφει πάλιν, στην οποία ωδή, πέφτει εκεί, ένδακρυς και ικέτης και ζητάει συγγνώμη και λέει: συγχώρεσέ με, μεγάλη Θεά. Βρέθηκα σε μιά στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας, σε μιά στιγμή ποιητικής και καλλιτεχνικής και ηθικής έκπτωσης, και σε έβρισα. Εσένα, το πιό αγνό, το πιό υπέροχο, το πιό όμορφο πλάσμα που αξιώθηκε να γεννήσει η φύση. Συγχώρεσέ με, αν έχεις τη μεγαλοψυχία. Και αμέσως, ξαναβρήκε το φως του. Απ’αυτό το πάλιν ωδή, σώθηκε σε όλες τις γλώσσες, ελληνικά πρώτα, και μετά και στις ευρωπαϊκές και τα λοιπά, η λέξη παλινωδία. Έτσι; Που λέμε μην παλινωδείς, λέω και ξελέω. Έτσι; Η λέξη παλινωδία, να ξέρετε ότι έχει την καταγωγή της εδώ, από το Στησίχορο.

Αυτή η ιστορία παραδίδεται και μάλιστα εκεί μας λέει πιά ο… εισηγείται, δε θυμάμαι αν το κάνει εδώ, ή, εάν πιά παίρνει την αφορμή, εδώ να φτάσουμε στο τρίτο μεγάλο σημείο, στον τρίτο κόμβο της επεξεργασίας της Ελένης, στον Ευρυπίδη. Αλλά ας το κατηγορήσουμε στον Ευρυπίδη, γιατί δε θυμάμαι εάν λέει ο Στησίχορος ότι δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Ο τρίτος μεγάλος που ασχολήθηκε με την Ελένη και Απαία η τιμή πάλι εδώ, είναι ο τρίτος τη τάξει μεγάλος τραγικός, ο Ευρυπίδης. (να μου σβύνει κάποιος τον πίνακα, θα σας χαλάσω τις αυτές… γελάει ) Ο Ευρυπίδης, στις δεκαεπτά σωσμένες, από τις ογδόντα περίπου τραγωδίες που έγραψε, μας έγραψε και μιά Ελένη. Που τύχη αγαθή, θα λέγαμε, πολύ καλότυχοι είμαστε, σώθηκε αυτή η Τραγωδία του. Έχει τον τίτλο Ελένη. Εκεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Ευρυπίδης εισηγείται, εισάγει και επεξεργάζεται μία νέα εκδοχή για την Ελένη, η οποία δεν υπάρχει στον Όμηρο. Τι μας λέει; Μας λέει ότι η Ελένη της Σπάρτης δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Στον Όμηρο δεν υπάρχει αυτό. Τι θα πει δεν πήγε ποτέ στην Τροία; Μας λέει ότι όταν πήγε να την αρπάξει ο Πάρης, ο Αλέξανδρος- Πάρης και την έβαλε κει κάτω, στο νησάκι Κρανάη, – ποιόν έχουμε από το Γύθειο; – στο νησάκι Κρανάη, από κει την πήρε, στο Γύθειο, στο Μαραθονήσι, που λένε, στο Λακωνικό κόλπο, στο μυχό, είναι ένα μικρό νησάκι κι από κει την έβαλε στο πλοίο και την πήρε. Όταν λοιπόν την έβαλε στο πλοίο, την αγκάλιασε, στα χέρια του αγκαλιά και την πήρε στο πλοίο για να φύγει, να πάει στα Πέργαμα, στην Τροία δηλαδή, εκείνη τη στιγμή επενέβη η θεά Ήρα, η οποία αγαπούσε εξεχόντως, ευνοούσε δηλαδή τους Δωριείς και μάλιστα το βασιλιά της Σπάρτης, το Μενέλαο, και δε θέλησε να του κάνει τέτοια ατιμία και έβαλε στην αγκαλιά του άρπαγος, του Πάρη, το είδωλο της Ελένης. Το είδωλο. Πως γίνεται αυτό;Έ, με λίγη ποιητική ελευθερία, φανταστείτε, κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και τον βλέπουμε εκεί. Αυτό είναι είδωλο, δεν είναι υλικό πράγμα.

Πέστε ότι τό κανε η θεά, τού δωσε, έτσι, υλική υπόσταση, και του βάζει το είδωλο της Ελένης και την αληθινή Ελένη την παίρνει, την έβαλε σ’ένα άλλο πλοίο και την έστειλε στην Αίγυπτο, στα παλάτια του βασιλιά Νηρέα, νομίζω. Εκεί, στις εκβολές, στο Δέλτα του Νείλου. Την έστειλε και της λέει… Ανάθεσε στο βασιλιά εκεί, να τη φυλάει στο παλάτι, ωσότου μια μέρα θα ρθεί ο σύζυγός της και θα την πάρει. Και περίμενε εκεί, αγνή, – έ; – πιστή, καθαρή, αμόλυντη, η Ελένη, δέκα ολόκληρους χρόνους. Και στην Τροία πήγε, ποιος Πήγε το είδωλο της Ελένης. Αυτή είναι η ιστορία, και μας λέει μετά πώς, ύστερα, η Τραγωδία αυτή, ύστερα από μύριες περιπέτειες, κατάφερε και ανακάλυψε ο Μενέλαος ότι είναι εκεί κάτω και την έφερε στη Σπάρτη. Έτσι λήγει, δεν είναι Τραγωδία, είναι… δεν είναι τραγική υπόθεση, είναι δραματική, όπως λέγαμε, κάθε φορά που κάναμε τη διάκριση ανάμεσα σε τραγικό και δραματικό, γιατί λήγει καλά, δε λήγει με καταστροφή.

Μας λέει λοιπόν.. Τώρα δε βρίσκει κανείς πού είναι η ουσία σ’αυτό το ποίημα που έπλασε ο Ευρυπίδης. Εντάξει, μας λέει μιά διαφορετική ιστορία. Υπάρχει μιά φοβερή ουσία! Υπάρχει μιά ουσία που θα μας κάνει, θα μας αφήσει άναυδους! Δε θα σας την πω αυτή τη στιγμή, θα σας την πω, μην αγωνιάτε, σήμερα θα σας το πω, αλλά θα σας το πω στην κατάλληλη θέση, όταν θα μιλήσουμε για την Ελένη του Γιώργου Σεφέρη.

Σαν κατακλείδα κλείνοντας, διότι ο Γιώργος Σεφέρης, τη δική του Ελένη που έπλασε, στην τελευταία περίοδο της ποιητικής του δημιουργίας, την ενεπνεύσθη από την Ελένη του Ευριπίδη Εκεί λοιπόν θα πούμε πού είναι η ουσία και τί φοβερή πάλι ιδέα έπιασε ο Ευριπίδης μ’αυτή την Ελένη! Για να’ρθούμε στην τέταρτη μεγάλη κορφή, μετά τον Ευριπίδη, ώχ! εδώ θέλω λίγο γερά νεύρα, έ; – στον Πλάτωνα. Πώς ο ωραίος αυτός αρσενοκοίτης, επεξεργάστηκε αυτό το υπέροχο πρότυπο, την Ελένη, Ο Πλάτων λοιπόν. Λέμε: Όμηρος, έτσι; Στησίχορος, Ευριπίδης, Πλάτων. Kαι θα σταματήσουμε εκεί, να μην πάμε… ο Γοργίας έχει πλέξει, ο περίφημος αυτός σοφιστής, ένα ωραίο εγκώμιο στην Ελένη, την ύμνησε, αλλά έχουν σωθεί λίγα, δεν έχει σωθεί,νομίζω, ολόκληρο το αυτό… και είναι μάλλον ένα γύμνασμα ρητορικό, οι σοφιστές ήταν και ρήτορες, αλλά εκεί τους πλέκει ωραία το εγκώμιο ο Γοργίας.

Πάμε λοιπόν στον Πλάτωνα. Στον Πλάτωνα έχουμε μία κορυφή, στην επεξεργασία του ειδώλου, που είναι αυτόχρημα της ίδιας ποιότητας με τον Ευρυπίδη και με τον Όμηρο, θάλεγα. Κοιτάξτε τί γίνεται: την Ελένη, του δίνει αφορμές για επεξεργασίες και ορθώματα καλλιτεχνικά, του Πλάτωνα, η Ελένη, στο διάλογο Φαίδρος.Ο Φαίδρος, ο Πλατωνικός Φαίδρος. Σας έχω πει πολλές φορές και τόχετε εντυπώσει πιά. Ο Πλατωνικός Φαίδρος είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο βαθμό, αγαπητοί φίλοι, που είναι ένας επαρκής αναγνώστης, δε βρίσκω πιό ΟΜΟΡΦΟ και πιό μεγάλο κατόρθωμα, στο χώρο της ερωτικής ποίησης, από τον Πλατωνικό Φαίδρο. Σας έλεγα κάποτε μάλιστα, ότι εδώ αναπτύσσει και τη θεωρία των Ιδεών, στοιχειωδώς. Καθώς επίσης και πολλά άλλα πράγματα λέει εδώ, ποιός είναι ο συγγραφέας, αυτά που λέμε που ψάχνουμε να βρούμε ο μεγάλος συγγραφέας, τα κριτήρια και τα λοιπά, υπέροχο!Μας λέει τους υπέροχους μύθους των Τεττίγων, του Θεύθ, του Θαμούζ, τις ανακαλύψεις, τις εφευρέσεις, τι κακό φέρνουν οι εφευρέσεις, χίλια δύο υπέροχα πράγματα, αλλά είναι ο κατ’εξοχήν ερωτικός διάλογος.

Για να δείτε, θα σας πω λίγα λόγια, είμαστε υποχρεωμένοι, να σας δώσω την εικόνα, έτσι; – τη σκηνογραφία του διαλόγου, για να ιδούμε πώς φτάνει στην Ελένη. Ένα πρωϊ, έτσι αρχίζει ο Φαίδρος, ένα πρωϊ, ένας ωραίος έφηβος, ο Φαίδρος, βρίσκει στην Αγορά, στην Αρχαία Αγορά, εκεί που την είδαμε προχθές, που είχαμε πάει στην Ακρόπολη, κάτω, να περιφέρεται ο Σωκράτης. Πάντα σε στοές, σε κρήνες, ο Σωκράτης, έ; – σε άλση και τα λοιπά. Πήγε λοιπόν και τον παίρνει από κοντά. – Καλημέρα, Σωκράτη. – Καλώς τον ωραίο, τον πάγκαλο!Τον Σωκράτη τον ετρέλαινε η ομορφιά, μας λέει σε πολλούς Διαλόγους ο Πλάτων, στο Θεαίτητο, κυρίως, όπου έβλεπε ωραίο αγόρι, ωραίο έφηβο… Του λέει: ξέρεις, ο Φαίδρος, θέλω να σου πω κάτι. – Πες το μου Χθες, του λέει, μού στειλε ένα γράμμα ερωτικό ο Λυσίας, ο ρήτορας Λυσίας. Θυμάστε, στο Γυμνάσιο μαθαίναμε Λυσίου Υπέρ Αδυνάτου , που μαθαίναμε. Μού στειλε ένα γράμμα, λέει, και μου τα ρίχνει κατευθείαν, μου την έριξε (γελάει) που λέτε σεις, στη γλώσσα σας, η νέα γε … (μου την έπεσε), μου την έπεσε, που λέτε στη γλώσσα σας, η νέα γενεά. Λοιπόν. Μού χει γράψει ένα γράμμα, μ’έχει ζαλίσει. Σαν το κοτόπουλο είμαι, του λέει. Δεν ξέρω, είμαι έτοιμος να εν δώσω – Και τί κάθεσαι; του λέει ο Σωκράτης. Άμα σούχει γράψει τέτοια πράγματα…- Κοίταξε, του λέει, προτού πάρω τις όποιες αποφάσεις, ο Φαίδρος, μιλάμε τώρα, ερχόμαστε, κάνουμε μία πολύ συνοπτική αναφορά στο φαινόμενο ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, είναι τεράστιο το πρόβλημα, δεν μπορούμε να το επεξεργαστούμε σήμερα, η σχέση, ως γνωστόν, ήτανε ανάμεσα στον έφηβο από δεκαπέντε έως είκοσι, εικοσιδύο χρονών και στον ώριμο άντρα, από σαράντα έως πενήντα χρονών. Ο ώριμος ήταν ο εραστής, που έπαιζε το ρόλο του παιδαγωγού, έκανε “καλόν καγαθόν”, έφτανε μιά στιβαρή και ρωμαλέα προσωπικότητα εξωτερικά και εσωτερικά, από γυμνάσματα μέχρι καλλιέργειες πνευματικές, το ρόλο του παιδαγωγού, και ο ερώμενος, ήταν το αγόρι, ο ωραίος αυτός έφηβος, που η ομορφιά του, η ομορφιά του και η δροσιά του, το ίουλον και το χνούδι και τα τούτα και τα κείνα, ενέπνεε, διότι υπάρχει μιά ιδιότυπη αντίληψη στους Έλληνες, και όχι μόνο στους Έλληνες, για την ομορφιά, πώς μπορούσε ένα αγόρι, άντρας, να συγκινεί άντρα, από την άλλη μεριά έχουμε το ανάλογο φαινόμενο του λεσβιακού έρωτα, έτσι; Η Σαπφώ και τα λοιπά, γυναίκα με γυναίκα, αυτό που λέμε σήμερα… αχ, σήμερα πού έχουμε φτάσει… σε τι εκπεσμούς… Λοιπόν. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο αυτό, η απλή εκδοχή που μας λένε οι καλλιτέχνες, οι γλύπτες, οι ζωγράφοι, οι ποιητές, και τα λοιπά, είναι ότι από πλευράς καθαρά αντικειμενικής, ένα αντρικό σώμα, σαν ομορφιά, αισθητικά, είναι πολύ πιό άρτιο, πολύ πιό τέλειο, από ένα γυναικείο, έστω και αν αυτή η γυναίκα είναι η Ελένη, το σώμα.

Λοιπόν.Πολύ συνοπτικά, πολύ γενικά, σας λέω, να μην αρχίσω την ιστορία, πώς άρχισε το φαινόμενο, πώς εξελίχθηκε, πώς τους λέγανε, ονοματολογίες, είναι ολόκληρη φιλολογία, σας λέω. Σας παραπέμπω εκεί. Ελπίζω να σας δώσω και βιβλιογραφία καμιά φορά, κάπου έχω, μου είχε στείλει πέρσι, ένας μετεκπαιδευόμενος, μία άρτια βιβλιογραφία! Χάζεψα όταν την είδα! Απ’όλους τους αρχαίους, δηλαδή, τί λένε γι’αυτό το … τους μεγάλους συγγραφείς. Λοιπόν. Του λέει, αυτό κι αυτό, είμαι ζαλισμένος με το γράμμα που μούστειλε. –

Εντάξει, του λέει ο Σωκράτης.- Όχι, λέει, θέλω πρώτα να στο διαβάσω. Και να μου πεις η γνώμη σου. Να μου πεις, αν πράγματι είναι σωστή η κρίση μου. – Να μου το διαβάσεις του λέει ο Σωκράτης. Πάμε, του λέει, από δω, από την Αγορά. – Πού να πάμε; – Πάμε να καθίσουμε εκει πέρα, στο ποταμάκι, στον Ιλισσό, εκεί στα πόδια του Αρδηττού λόφου, που είναι το Καλλιμάρμαρο, που λέμε σήμερα, έρεε το ποταμάκι τότε, μέσα σε πλατάνια, δροσιές, (δεν ξέρω τα βάρβαρα….. ) εκεί που είναι η οδός Καλλιρόης σήμερα, απέναντι από τις στήλες. Πήγαν λοιπόν, καθίσαν εκεί, ξυποληθήκανε, βάλανε και τα πόδια τους να τα βρέχει το νεράκι, και πιάνει και του διαβάζει το γράμμα, του Λυσία. – Πές μου, του λέει, δεν είναι πράγματι ωραίο γράμμα;Του λέει ο Σωκράτης:

– Απορώ πώς κάθεσαι! Αυτό δεν είναι γράμμα, παιδί μου. Αυτό, του λέει, κόβει κεφαλές. Ωραιότερο γράμμα, δεν θα μπορούσα να ακούσω να μου διαβάζουν.

– Είδες που στά λεγα, του λέει ο Φαίδρος, είδες που στά λεγα;

– Έχεις δίκιο, του λέει, όρμα του!

-Δε μου λες, του λέει, του κάνει μιά επίθεση ο Φαίδρος. Εσύ, τάχα, του λέει, δεν θα μπορούσες να γράψεις ένα τέτοιο γράμμα;

-στο Σωκράτη. Τον κοιτάζει ο Σωκράτης, μ’ εκείνη την ειρωνία, την τραγική ειρωνία.

– Καϋμένε μου, του λέει. Σου γράψω γω, σου γράψω γράμμα μόνο τέτοιο; Σου καλουπώσω άγαλμα εγώ! Άγαλμα! Εκατό φορές καλύτερο!

– Γράφτο! του λέει ο Φαίδρος.

– Πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε, του λέει ο Σωκράτης.

Και πιάνει λοιπόν και του υπαγορεύει ένα γράμμα, ερωτικό. Που παίζει το ρόλο ο Σωκράτης εδώ του εραστή, που προσπαθεί να πείσει τον ερώμενο ότι πρέπει να δεχτεί να γίνει ο ερώμενός του, να δημιουργήσουν αυτό το δεσμό. Όταν λοιπόν τελειώνει το γράμμα, διάβασε, τώρα, του λέει, στο Φαίδρο. Και πες μου αν σ’αρέσει.

Το διαβάζει ο Φαίδρος και λέει: έχεις δίκιο, Σωκράτη. Ωχριά το γράμμα του Λυσία, μπροστά σ’αυτό το γράμμα που μού γραψες εσύ. Κανείς δε μπορεί να γράψει καλύτερο!Είδες που στάλεγα; – του λέει ο Σωκράτης. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί όμως εδώ, είναι ότι η όλη επεξεργασία του προβλήματος, ήτανε απάνω σε μία τακτική ή σε ένα επίπεδο μηχανιστικό. Δηλαδή. Το ερωτικό γράμμα πού χε γράψει ο Λυσίας στο Φαίδρο, τού λεγε ότι οφείλεις να διαλέξεις απ’όλους τους ώριμους άντρες, τους επίδοξους εραστές, εμένα για εραστή σου. Διότι θα είναι η καλύτερη επιλογή που έχεις να κάνεις διότι εάν διαλέξεις εμένα έχεις να πάρεις αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό. Θα κερδίσεις όλα αυτά τα πράγματα. Χίλια δύο! Φερεγγυότητα, πλούτο, ιδέες, καλλιέργεια, παιδαγωγική, αξιοπιστία, ότι δεν θα τον προδώσει, ότι δεν θα τον διαβάλλει, θα τον κατασυκοφαντήσει, θα τον εξευτελίσει, χίλια δυό πράγματα! Και συ θα μου δώσεις, λέει, αυτό, που θα μου δώσεις. Ήτανε δηλαδή ένα ερωτικό γράμμα, απάνω σε μιά… στη διαδικασία του do ut des, που λέμε. Σου δίνω, για να μου δώσεις. Σου δίνω για να μου δώσεις. Αυτό είναι έρωτας. Αυτό πράγματι γίνεται. Στην πιό χυδαία, στην πιό απλή, έτσι; – στην πιό εμπράγματη εκδοχή, αυτό γίνεται.Σου δίνω για να μου δώσεις. Όταν συναντιούνται δύο, να πούμε, και… σ’αυτή την οαριστήν, την ερωτική συνάντηση, o ένας δίνει στον άλλον και παίρνει από τον άλλον, είναι δηλαδή μία εμπορική σύμβαση. Ένα είδος τέτοιας, μηχανιστικής, συμπεριφοράς, – καταλάβατε; Κι απάνω σ’αυτό το μοτίβο είχε γράψει το γράμμα ο Λυσίας. Και βεβαίως ο Σωκράτης, ήταν υποχρεωμένος να του απαντήσει στο ίδιο ύφος. Στην ίδια προβληματική και στην ίδια …

Εκεί λοιπόν ήταν που υπερείχε το γράμμα του Σωκράτη. Εκείνη τη στιγμή, που έχει μείνει εκστατικός ο Φαίδρος, μπροστά στην ανάγνωση του γράμματος του Σωκράτη, γίνεται κάτι παράξενο! Κάτι αλλόκοτο, αγαπητοί μου φίλοι.

Ξαφνικά αναποδογυρίζει το μάτι του Σωκράτη, να φανεί το ασπράδι. Μιά ταραχή και μιά σύγχυση, σαν τις αυτές .. τις.. κρίσεις ή τις εκστάσεις που πάθαινε ο Βοναπάρτης πριν απ’τις μεγάλες μάχες, όταν έπιανε τα σχέδια, πώς θα την κάνω, εκεί γινότανε τέρας! Γύριζε το μάτι του ανάποδα! Γιατί αυτό ήταν η φοβερή σύλληψη, εκείνο που δεν το πήρε κανένας άλλος, έτσι; Αναποδογυρίζει το μάτι του Σωκράτη, πέφτει κάτω σε μιά κατάσταση υστερίας, σελληνιασμός! Τον έπιασε μιά κρίση…

– Τί έπαθες του λέει ο..

– Ι……. Φαίδρε, του λέει, ω, Φαίδρε καλέ, ώ ρε Φαίδρε, τι κόντεψα να πάθω!

– Τι έπαθες Σωκράτη; – του λέει

– Δεν έπαθα αλλά θα το πάθω, του λέει. Θα πάθω εκείνο που έπαθε ο Στησίχορος. Θα τυφλωθώ! Θα με τυφλώσει ο έρωτας! Γιατί; Γιατί τον ύβρισα! Τί είναι αυτά τα πράγματα που έπιασε ….. αυτό είναι ο έρωτας; Ντετερμινιστική διαλεκτική, εμπόριο, συναλλαγή, τέτοια αισχρή και ωμή, να πάρω για να πάρεις, σα να πουλάμε κρομμύδια και σκόρδα;

– Ι……Και πέφτει κάτω και ικετεύει, Ω, θείε έρωτα συγχώρεσέ με,που πρόφτασα την τελευταία στιγμή και γλύτωσα γιατί τώρα θα περιγράψω τον αληθινό έρωτα. Τώρα θα πω ποιός είναι ο έρωτας! Κάνει δηλαδή την παλινωδία του ο Σωκράτης προτού τυφλωθεί. Κάνει την παλινωδία του, με την έννοια ότι περιγράφοντας μ’αυτό τον χυδαίο τρόπο τον αυτόν.. και περιγράφει πιά τον έρωτα σαν ουσία, σα βάθος, σαν πέμπτη ουσία, σαν την ομορφιά, σαν τον βαθύτερο κοσμικό Νόμο που κυβερνάει ολόκληρο το σύμπαν. Η αγάπη που τον ήλιο κινάει και τάλλα τ’αστέρια. Έτσι τελειώνει πάντοτε τα τρία μέρη της Κωμωδίας του ο Δάντης. Κι ο Αριστοτέλης θα μας πει, ο Θεός είναι αγάπη, έρωτας δηλαδή με την έννοια του κινούντος-ακινήτου, ως ερωμένου.

Σας τόχω πει ποτέ αυτό; Αυτό είναι συγκλονιστικό! Τι λέει; Ο Αριστοτέλης μας λέει ότι ο Θεός είναι.. από έρωτα έπλασε τον κόσμο και ο έρωτας είναι αυτός που κινεί τον κόσμο, κατά την εξής έννοια: είναι το κινούν ακίνητον ο Θεός που έπλασε και όλα γυρίζουν γύρω, γύρω του, από μία ερωτική αναζήτηση. Τι σημαίνει αυτό, πολύ απλά; Φέρτε στο μυαλό σας την εξής εικόνα: ένας έφηβος ερωτεύεται ένα κορίτσι, μία κόρη, στα δεκαοχτώ της χρόνια. Έρωτας σφοδρότατος! Η κόρη δεν το ξέρει. Και κάθεται μες το σπίτι της, διαβάζει τα μαθήματά της, κεντάει σαν την Αρετή του Ερωτόκριτου, κάνει τις αυτές της… , είναι χαρούμενη, τραγουδάει, γελάει, και τα λοιπά. Ο νέος όμως έχει άγριο έρωτα! Και δεν της έχει πει ακόμη τίποτα. Και όλη η σκέψη του είναι κολλημένη απάνω της. Τι κάνει τώρα,πού είναι, τρέχει στο σπίτι της μήπως τη δει από το παράθυρο, γυρίζει γύρω-γύρω, κάνει κύκλους, ό,τι κάνει το κάνει για να σταθεί μιά μέρα άξιος όταν θα την ζητήσει, – να τι έκανα εγώ και τα λοιπά, εμπνέεται, εργασι … όλες οι κινήσεις, όλες οι δράσεις, όλες οι σκέψεις, εμπνέονται δηλαδή από το αντικείμενο του έρωτά του. Έτσι μας λέει ο Αριστοτέλης είναι και ο Θεός. Έπλασε τα πλάσματά του κι από ένα φοβερό έρωτα, όλα γυρίζουν γύρω από αυτόν κι αυτός δεν ξέρει τίποτα! Όπως η κόρη δεν ξέρει τίποτα! Κι αυτό, λέει, είναι το κινούν ακίνητον, ως ερώμενον, ο Αριστοτέλης, – ο έρωτας. Κάτι ανάλογο λοιπόν, αυτόν τον έρωτα, με όλο αυτό το βάθος και όλη την ουσία και όλη την ευγένεια, αυτό το άρωμα, τώρα, λέει, θα το περιγράψω, ο Σωκράτης. Κι αρχίζει λοιπόν να μας περιγράφει την εικόνα του αυθεντικού έρωτα.

Εδώ θα σταματήσω. Δεν θα πω πώς περιέγραψε την εικόνα του αυθεντικού έρωτα γιατί τα ξέρουμε. Είναι εκείνο το άρμα της ψυχής, που λέγαμε προχθές, με τα δύο κακά άλογα, έ; – Ο Ηνίοχος στη μέση, η άγρια πάλη που γίνεται, – έ; – Οι δυνάμεις, από τη μία να συναντηθούν τα κακά άλογα, επιπηδάν, να ζευγαρώσουν, και τούτα, από την άλλη το σεμνό άλογο, με την αιδώ και τα λοιπά, που αντιστέκεται, η βούληση, ο Ηνίοχος που δεν αφήνει, και όοολη αυτή η ιστορία που είδαμε, αυτά τα υπέροχα πράγματα, αυτό το βάθος και η ομορφιά, η μαγεία και η δραματικότητα της ελληνικής ηθικής, όπως λέγαμε, είναι πιά αυτό το πράγμα που μας λέει ο Σωκράτης κι εκεί δίνεται και η λύση, από μία οπτική, η λύση αυτή, που την έχει αποσιωπήσει η σεμνότυφη παιδεία μας, ότι δεν αποκλείεται ο Σωκράτης να είχε και ερωτική, -πώς το λένε; – σωματική επαφή με τους μαθητές του, ή και όπως τα είπαμε τότε, “την υπό των πολλών μακαριστήν αίρεσιν ειλέσθειν τε και διεπραξάσθην”, “και διαπραξαμένω”, άπαξ, θα το ξανακάνουν, πλην “σπανία δε”, που λέγαμε, όλα αυτά τα πράγματα. Αυτή λοιπόν είναι η Ελένη στον Πλάτωνα. H περίφημη παλινωδία μέσα, που του δίνει αφορμή δηλαδή να περιγράψει μ’αυτόν τον υπέροχο τρόπο, το ερωτικό φαινόμενο.

Θα αφήσω τους αρχαίους, για να πάμε σε μία πιά νεώτερη, πολύ μεγάλη μορφή, που δούλεψε την Ελένη… λίγο-πολύ, όλους τους ποιητές, και στην ευρωπαϊκή μέσα λογοτεχνία, η Ελένη τους έχει απασχολήσει, αλλά θα πάμε σε ένα ακραίο μέγεθος, που έχει τις αξιώσεις, της ίδιας ποιότητας, όπως είναι ο Πλάτων, όπως είναι ο Ευρυπίδης και τα λοιπά. Θα σας πω μόνο πώς είδε ο Γκαίτε την Ελένη, ο μεγάλος αυτός γερμανός ποιητής, ο Ολύμπιος Γκαίτε, όταν λέμε Γκαίτε εννοούμε ο Ευρωπαίος καλλιτέχνης,ποιητής, θεωρητικός, και όλα αυτά τα πράγματα. Πώς την είδε λοιπόν ο Γκαίτε την Ελένη και θα τελειώσουμε, ύστερα, θα κάνουμε μία σύντομη επισκόπηση, πώς την είδανε πιά οι Νεοέλληνες μεγάλοι ποιητές, τέσσερα-πέντε αναστήματα, πολύ μεγάλα, να τελειώσουμε την εισήγησή μας.

Ο Γκαίτε, όπως ξέρετε αγαπητοί μου φίλοι, το μεγάλο του αυτό έργο, η Τραγωδία είναι ο Φάουστ, δούλεψε όπως λέγαμε πενήντα χρόνια, είχαμε μιλήσει, στην ερώτηση της Μαργαρίτας, να μην τα ξανα-υπενθυμίζουμε και τα λοιπά. Ο Φάουστ έχει δύο μέρη: πρώτον και δεύτερον. Φάουστ eins και Φάουστ zwei. Το πρώτο μέρος είναι τέσσερεις, τεσσερσίμισυ περίπου χιλιάδες στίχοι κα το δεύτερο μέρος είναι επτά χιλιάδες στίχοι.Και τα δύο δηλαδή, μας δίνουν μία Ηλιάδα σχεδόν. Το έργο αυτό το δούλευε σε πενήντα χρόνια και εκεί υπάρχει, να πούμε, όλη η σοφία του.. όλες οι δεξαμενές του ευρωπαϊκού πνεύματος. Το δεύτερο μέρος, ο Γκαίτε, του δίνει υπότιτλο Die Tragedie vom Helena. H Tραγωδία της Ελένης. Αυτή η Ελένη, είναι η Ελένη της Σπάρτης. Και μας λέει εκεί, βέβαια ακολουθεί τη ροή, την υπόθεση, την πλοκή του μύθου του, με το Φάουστ, με το Μεφιστοφελή, όλες αυτές οι ιστορίες, η γνώση του κόσμου, η εμπλοκή με την πείρα και την πίκρα και τη μαγεία του κόσμου, όλα αυτά τα σημεία και τα τέρατα που λέει, αλλά συνεχώς παρουσιάζεται η Ελένη, είναι δηλαδή η διοίκουσα γραμμή, η σπονδυλική στήλη, θάλεγε κανείς, ε…. με πολλούς τρόπους την ανασταίνει, δηλαδή, την Ελένη, αυτός την ανάστησε – κάτι ανάλογο θα επιχειρήσει να κάνει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια, αλλά αυτουνού… θα πάθει νεκροφάνεια, θα βγει βρυκόλακας η Ελένη, δε θα αναστηθεί, όπως και ο Οδυσσέας του, του Καζαντζάκη δυστυχώς δε θα αναστηθεί στην Οδύσσειά του, γι’αυτό δε διαβάζεται – έχει διαβάσει κανείς σας την Οδύσσεια ολόκληρη, του Καζαντζάκη; Να κάνουμε και εφαρμογές, έ; Να κάνουμε και εφαρμογές.

Λοιπόν. Του Γκαίτε η Ελένη αναστήθηκε όμως. Ζωοδοτήθηκε και ξαναπερπάτησε, σαν την Ελένη του Ομήρου. Λοιπόν. Στο τέλος, η όλη του ιδέα είναι, για να μη τα πολυλογώ, αν θέλετε να μάθετε ελληνική ιστορία, ελληνική γεωγραφία, κλασσική εννοώ, ελληνική μυθολογία, θα πάτε να διαβάσετε το δεύτερο Φάουστ του Γκαίτε. Δεν ξέρετε τι λέει για την Ελλάδα εκεί! Ολα τα λέει και τα περιγράφει λεπτομερώς. Από κοντά του θα τον ακολουθήσει ο Χέλντερλιν, την ίδια εποχή, παρ’ότι αυτοί οι δύο μεγάλοι ευρωπαίοι ποιητές δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα. Δεν ήρθαν, δεν την είδαν, δεν την επισκεφθήκανε, όπως ο Μπάϋρον, παραδείγματος χάριν, ενώ ζήσαν και την επανάσταση, και τα λοιπά. Ο Γκαίτε, μάλιστα, έχει προφητεύσει και τη δολοφονία του Καποδίστρια, σας τόχω πει, από τους Μαυρομηχαλαίους, ένα-δυό χρόνια προτού πεθάνει.

Λοιπόν. Γιατί μας βάζει την Ελένη, μέσα στο Φάουστ ο Γκαίτε; Την Ελένη τη βάζει σαν σύμβολο της κλασσικής ιδέας. Αυτό που λέμε το κλασσικόν, όχι το κλασσικιστικόν. Το κλασσικόν. Η κλασσική αντίληψη ζωής και Τέχνης, έτσι; Κλασσική Ελλάδα, Κλασσικός κόσμος, Κλασσική Γραμματεία, Κλασσική Τέχνη. Το Κλασσικό. Το κλασσικό είναι μία τεχνοτροπία, όπως λέμε το ρομαντικό, ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός – έ; , ο υπερρεαλισμός, τούτα-κείνα, ο ιμπρεσσιονισμός, εξπρεσσιονισμός, όλα αυτά τα πράγματα, είναι μία τεχνοτροπία, ένας τρόπος δηλαδή με τον οποίον γράφεις, και στους αντίποδές του έχει το ρομαντικό, το ρομαντισμό,αλλά εδώ κάνουμε μία πρώτη βασική παρατήρηση. Είναι οι δύο μόνες τεχνοτροπίες που συνιστούν και ολοκληρωμένους τρόπους ζωής. Δεν είναι απλώς τεχνοτροπία το κλασσικό. Σύμφωνα μ’αυτή την αντίληψη, μπορείς να ζήσεις από το Α ως το Ω, ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία. Το ίδιο και το ρομαντικό. Πράγμα που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με τις άλλες αυτές… αισθητικές κατηγορίες, παραδείγματος χάριν με τον υπερρεαλισμό. Δεν μπορείς να ζήσεις με τον υπερρεαλισμό. Υπερρεαλιστικά δεν μπορείς να ζήσεις. Μπορείς να γράψεις Τέχνη, να συγκινείς και τα λοιπά, αλλά να ζήσεις, όχι. Γι’αυτό ακριβώς είναι και μερικότερα αυτά τα φαινόμενα και κάποτε εξαντλούνται ενώ το κλασσικό και το ρομαντικό είναι ανεξάντλητα.

Λοιπόν. Μας παίρνει λοιπόν την Ελένη και τη βάζει στο δεύτερο Φάουστ, με την έννοια ότι πίσω από αυτό το σύμβολο, υπάρχει η κλασσική Ελλάδα. Και η αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για τη ζωή, η κοσμοθεωρία τους και η αντίληψη αυτή, όπως ήρθε στη νεώτερη εποχή και επηρέασε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, μετά την Αναγέννηση. Από την άλλη μεριά όμως, υπάρχει το ρομαντικό. Το άλλο μισό. Ο ρομαντισμός είναι αντίθετο πράγμα. Δεν είναι τώρα της στιγμής, να πιάσουμε να δώσουμε τα βασικά γνωρίσματα, τι είναι κλασσικό, τι είναι ρομαντικό, απλώς σας δίνω την εικόνα και αφορμές για προβληματικές προσωπικές. Δυστυχώς, πολλά πράγματα θα τελειώσουμε και δε θα προφθάσουμε να τα πούμε.

Λοιπόν. Ο ρομαντισμός είναι η Ευρώπη. Το ρομαντικό πνεύμα. Γι’αυτό η Ευρώπη, ο Ρομαντισμός, αρχίζει με τον Οсean, μας λέει ο Σολωμός μας, τον 3ο μ.Χ. αιώνα, αυτόν τον Σκώτο αοιδό και φτάνει, αποκορυφώνεται την εποχή, στα τέλη του 18ου αιώνα – έτσι; Λαμαρτίνος, θυμηθείτε εκεί, όλος…. Ουγκώ, όλος αυτός ο αγώνας, ο ρομαντισμός στην Ευρώπη, η εποχή της Schturm und Drang, oρμής και θύελλας, που λένε στη Γερμανία, ρομαντικοί, και φτάνει στην Ελλάδα, έρχεται καθυστερημένος και πιά όταν έχει περάσει η ακμή του στην Ευρώπη, άρρωστος δηλαδή, και πολύ καθυστερημένος, η ρομαντική σχολή των Αθηνών, που λέμε, οι Φαναριώτες, μετά το 1830, όλα αυτά τα κινήματα, αντίθετα από τη σχολή του Σολωμού, τους Επτανησιώτες, που έχουνε περισσότερο κλασσικίζοντα χαρακτήρα. Λοιπόν.

Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν για τον Γκαίτε ήταν: μπορούν αυτά τα δύο ρεύματα, που είναι αντίθετα, το κλασσικό και το ρομαντικό ή η Αρχαία Ελλάδα και η Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, μπορούν αυτά τα δύο να συνδυαστούν, να αποτελέσουν μία εύκρατη, μία οργανική σύνθεση και να μας δώσουν το τέλειο; Εκεί είναι τα δύο μισά, που εάν είναι δυνατόν να τους γίνει η σύνθεση η σωστή, θα μας δώσουν το τέλειο. Κι’αυτό το πρόβλημα ερευνά εισάγοντας την Ελένη. Ρομαντισμός, θα πρέπει ίσως να πούμε δυό-τρία στοιχεία για να καταλάβετε, σαν εντελώς βασικές πληροφορίες, Α-Β, που λέμε η Ευρώπη είναι ρομαντική, ο σκοτεινός μεσαίωνας, που είναι η μήτρα, δέκα αιώνες κείται ο νέος άνθρωπος, ο Ευρωπαίος, στο Μεσαίωνα, για να τον τινάξει η Αναγέννηση και ναρθεί σαν σύνθεση κλασσικών, ελληνικών και λατινικών στοιχείων και από την άλλη μεριά χριστιανικών στοιχείων. Ο ρομαντισμός λοιπόν, είναι αυτό το σκοτεινό, το ομιχλώδες, τα δάση εκεί της Βόρειας Ευρώπης, με τις μάγισσες, φέρτε στο μυαλό σας τον Μακμπέθ, του Σαίξπηρ, το ακαθόριστο, αυτή η φαντασία, να δουλεύει έτσι τα πάθη, το συναίσθημα. Συναίσθημα, αυτό είναι ρομαντικό. Ενώ το κλασσικό, είναι λογική περισσότερο, είναι καθαρότητα, είναι επιστήμη, είναι εμπειρία, πιστεύω πρώτα στα μάτια μου και μετά προχωρώ. Εδώ είναι και η αντίθεση που σας λέω, υπάρχει πολύ μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην Αρχαία Ελλάδα και στο Χριστιανισμό, στη Χριστιανική διδασκαλία. Αυτά τα πράγματα είναι ασυμβίβαστα, είναι η φωτιά με το νερό. Γι’αυτό πολεμήσανε με τόση μανία οι Χριστιανοί τους πρώτους αιώνες και τα σπάσανε όλα τα κλασσικά, δεν αφήσαν τίποτα, έ; Κι ήρθε ο Θεοδόσιος και δεν άφησε ούτε σχολές, έκλεισε τις σχολές, ούτε θέατρα, ούτε αγώνες γυμναστικούς, υπάρχει μιά φοβερή σύγκρουση εδώ η οποία δεν είναι φαινομενική, είναι από τις μεγάλες κοσμικές αντινομίες, που μας λεει ο Καντ. Δεν συμπληρώνονται (?) ποτέ αυτά τα πράγματα.
HelenMenelaus
Λοιπόν. Η ιδέα του Γκαίτε ήταν, μπορούν να συνδυαστούν αυτά τα πράγματα και να μας δώσουν το τρίτο, το τέλειο πιά; Και πάνω σ’αυτό δούλεψε την παράστασή του με την Ελένη. Μας παρουσιάζει λοιπόν την Ελένη, την οποίαν, τη φέρνει στη Σπάρτη, την ανεβάζει απάνω στο Μυστρά, όχι κλασσική Σπάρτη πιά αλλά ο ρομαντικός Μυστράς, με το Μεσαίωνα, οι Βιλλεαρδουίνοι, τα Κάστρα, το Χρονικό του Μωρέως, θυμάστε, η πρώτη κατάκτηση της πόλης … την ανεβάζει απάνω στο ρομαντικό Μυστρά, φέρνει και το Φάουστ από την Ευρώπη, το ρομαντικό Φάουστ, και τους παντρεύει. Τους παντρεύει λοιπόν, τον Ιππότη, αυτό το Φάουστ, την έκφραση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και την Ελένη, την κλασσική μορφή με το ρομαντικό. Τους παντρεύει, τους φέρνει εις γάμου κοινωνίαν, που λέμε, προσπαθώντας να ιδεί εάν από τη σύνδεση αυτή θα βγεί το τέλειο,που θάναι οργανικό, θάναι …..

Λοιπόν. Πράγματι. Μετά από εννέα μήνες, αυτός ο γάμος δίνει έναν υπέροχο καρπό. Γεννιέται ένα αγοράκι, ο Εyphoreon: Ευφορίων. Ο Ευφορίων. Eyphoreon, το λέει ο Γκαίτε. Ένα υπέροχο αγοράκι, το οποίον από μικρό είναι θαυματουργό και τί δεν κάνει, αυτό το αγοράκι! Πίσω από αυτό το σύμβολο ο Γκαίτε θα σαρκώσει την εικόνα του Μπάϋρον, που την εποχή εκείνη κατεβαίνει στην Ελλάδα. Βλέπετε υπάρχουν εσωτερικοί οιρμοί, που την εποχή εκείνη κατεβαίνει στην Ελλάδα ο Μπάϋρον και μάλιστα, όπως ξέρουμε θα πεθάνει στην Ελλάδα, ο ρομαντικός Μπάϋρον. Μας δίνει λοιπόν… γεννιέται αυτό το παιδάκι, από τον καρπό του έρωτα του Φάουστ και της Ελένης, του κλασσικού και του ρομαντικού, αλλά το παιδάκι αυτό είναι θνησιγέννητο. Όταν θα γεννηθεί, μετά από λίγο θα πεθάνει. Η ιδέα, δηλαδή, του Γκαίτε, είναι πιά ότι αυτά τα δύο πράγματα δεν μπορούν να οδηγηθούν σε οργανική σύνθεση, να δέσουν. Έχουνε τέτοιες αντίθετες δυνάμεις μέσα τους, εσωτερικές και διαλυτικές, που ποτέ δε θα φτάσουν στη χρυσή σύνθεση. Εκεί θα καταλήξει όλη η σοφία του Γκαίτε. Ότι πιά ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από τον ελληνικό πολιτισμό. Μπορεί να πήρε πολλά στοιχεία, να τα αφομοίωσε, κάτω από την οδηγία και την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας, γιατί η Ευρώπη είναι χριστιανισμός, έτσι; Μην το ξεχνάμε. Η Ευρώπη είναι τα πεντακόσια εκατομμύρια του Πάππα. Τα εφτακόσια εκατομμύρια του Πάππα, Ευρώπη και Αμερική. Ο Πάππας κυβερνάει, δεν κυβερνάνε οι Βοstpon πώς τους λέτε; Και Major. Πώς τον λένε το Γάλλο; Ντεμιρέλ. Το Γάλλο το… Μιτεράν, Μιραμπώ, παρολίγο να πω… Μιραμπώ. Λοιπόν. O Πάππας είναι αυτός που κυβερνάει. H Eυρώπη είναι χριστιανική και ο Νίτσε λέει κάπου, τέσσερι άνθρωποι τη χτίσαν την Ευρώπη, σας τόχω ξαναπεί, έ; Ένας ωραίος ποιητής πάναγνος, ένας φοβερά πονηρός οργανωτής, ο Παύλος, που την έκανε κοσμικό σύστημα, η Μαρία, αυτή η πάναγνη κόρη και ο Πέτρος, που είναι η βάση, η πέτρα, πάνω στην οποία χτίστηκε, είναι η συνέχεια των αποστόλων, ο Πέτρος, το Βατικανό, δηλαδή.

Μεγάλες ιστορίες, τα αφήνουμε αυτά. Η ιδέα του Γκαίτε είναι ότι αυτά τα δύο πράγματα δε μπορούν να συνδεθούν και θα μείνουν, γι’αυτό δίνει να πεθαίνει ο καρπός. Εδώ θέλω να κάνω τώρα μία σύνδεση, μιά σύνδεση με τον μεγάλο μας Σολωμό. Σας λέω πολλές φορές, σας έλεγα όλο το χρόνο πολλές φορές, τι γίγαντας ποιητής είναι ο Σολωμός! Και μου λέγατε, σας έβλεπα να αμφιβάλλετε, στα μάτια σας τόβλεπα, τί μας λέει τώρα… ο Σολωμός.. Αυτή η φοβερή πρόταση του Ελύτη στο “Άξιον Εστί” , ο Σολωμός είναι ένας από τους πέντε ή δέκα μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων και όλων των λαών. Πάσχα των Ελλήνων, έλεγε ο … – είχαμε Πάσχα προχθές, λέει ο Σικελιανός. Ημέρα της Λαμπρής, θα πει ο Σολωμός. Δε θα πει Πάσχα, εβραϊκή λέξη. Λαμπρή! Όπως βγήκε μέσα από τη λαχτάρα και την ομορφιά και την ευσέβεια του Έλληνα. Λαμπρή! Ξέρετε πόσο χάος αισθητικό και χάος μεγαλοσύνης, υπάρχει ανάμεσα στους δύο ποιητές ; Απ’αυτή μόνο τη λέξη! Ημέρα της Λαμπρής! Και θα μας δώσει τις περίφημες αυτές τρεις οκτάβες, που είναι ίσως από τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα.

Λοιπόν ο Σολωμός, όλη του τη ζωή, από τη στιγμή που άρχισε να γράφει και συνειδητοποιήθηκε, την πέρασε μέσα σε μία φρικτή αγωνία, συμπληγάδες πέτρες, να ενώσει το ρομαντικό με το κλασσικό. Για να βρει το τρίτο είδος, μικτό, αλλά νόμιμο, όπως το λέει, το τρίτο είδος, το μικτό, αλλά νόμιμο, η σύνθεση η μεγάλη, με το οποίον αυτό ύφος να επιχειρήσει να κάνει την Τέχνη του. Αυτό, μας τόχει πει μ’εκατό φωνές, θα το βρείτε στα γράμματά του, στα γράμματα προς τον πατέρα του Γεράσιμου Μαρκορά, θα το βρείτε μέσα στο… πέστε το…. μέσα στους στοχασμούς του ποιητή, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ότι, άχ, λέει, στους φίλους του, πόσο χαίρομαι που δεν σας βασανίζει αυτό που με βασανίζει εμένα, να συνθέσω το ρομαντικό με το κλασσικό, και να φέρει σαν άκρα παραδείγματα του κλασσικού, τον Όμηρο. Και σαν άκρα παραδείγματα του ρομαντικού, του ρομαντισμού, τρεις Ευρωπαίους ποιητές, το Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Εδώ πάει, τον Γκαίτε λιγώτερο. Τον Δάντη και τον Σαίξπηρ. κυρίως. Και όλος του ο αγώνας είναι να συνθέσει αυτά τα δύο πράγματα και να μπορέσει να δώσει ποίηση. Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Ότι ο Σολωμός δεν μας έδωσε ποίηση. Γιατί δεν μας έδωσε ποίηση, αγαπητοί μου φίλοι; Γιατί συντρίφτηκε μέσα σ’αυτά τα χασματικά του μετέωρα. Σ’αυτή την αδυνατότητα. Ο Σολωμός δεν το επεξεργάστηκε θεωρητικά το πρόβλημα σαν τον Γκαίτε. Ο Γκαίτε το επεξεργάζεται θεωρητικά, γι’αυτό μας καταλήγει με τον Ευφορίωνα, ότι θα πεθάνει ο Ευφορίωνας. Ο Σολωμός, τόζησε στην πράξη, όχι σαν θεωρητικός. Αλλά σαν αγωνιστής, με την έννοια ότι προσπάθησε να κάνει ποίηση. Μ’αυτή τη σύνθεση και αυτό, επειδή δεν μπορεί να γίνει αυτή η σύνθεση, το τρίτο είδος το μικτό αλλά νόμιμο, όπως το λέει, τρίτο είδος μικτό αλλά νόμιμο, επειδή δε μπορεί να γίνει η σύνθεση αυτών των πραγμάτων, γι’αυτό δε μας έγραψε ο Σολωμός και δεν μας άφησε ποίηση, αλλά μας άφησε αποσπάσματα, μόνο φραγκμέντα, στίχους, που κάθε ένα απόσπασμα όμως, κάθε ένας στίχος, αγαπητοί μου φίλοι, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, στην τελευταία φάση του Σολωμού, – ξέρετε πόσο βαραίνει; Για δέκα τόμους. Πάτε να διαβάσετε, εκείνος που κατανοεί βαθειά ποίηση και τέχνη, ένα… όταν λέει ο στίχος… ο Σολωμός, το στίχο: “ολίγο φως και μακρινό, σε μέγα σκότος κι’έρμο” .. , να μπορέσει να αναγνώσει κανείς και να ερμηνεύσει αυτό το στίχο. Θέλει να γράψει δέκα τόμους! Όταν λέει ο Σολωμός στα Τελικά του, “αχ, πού είν’ο ύπνος ο γλυκός και τ’όμορφο όνειρό του”… ένας στίχος, δέκα τόμους θα γράψει! Όταν λέει ο Σολωμός “άγγελε, μόνο στ’όνειρο, μου δίνεις τα φτερά σου”, δέκα τόμους θα γράψεις! Και για να φτάσεις σε μιά τέτοια αυτή… μπορεί να βασανιζότανε ένα, δυό, τρία χρόνια, αυτό που λέγαμε.. Ποιές είναι οι κατηγορίες της Τέχνης; Ο Σολωμός λοιπόν δεν μας έδωσε ποίηση διότι στην πράξη επεχείρησε να κάνει, γιαυτό συντρίφτηκε, αυτό που θεωρητικά το έκανε ο Γκαίτε την ίδια εποχή και το δούλεψε. Ο μεγάλος Γκαίτε. Κάπου, ο Ελύτης, σε μιά στιγμή του ευνοημένη, τόπιασε αυτό, και μας τόπε σε δύο ωραίους στίχους, έλα δω Γιώργη, που έχεις κοντά σου το “Άξιον Εστί”, πούν’ο Γιώργης; Πες τους ωραίους αυτούς στίχους, που λέει … μετά.. θα σας τους πω εγώ. Θα μας τους σχολιάσει ο Γιώργος.

Πρώτον. Οι περίφημοι εκείνοι στίχοι, που λέει, κάπου: “Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί, όπου και να θολώνει ο νούς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη“. Αλλά έχει δύο στίχους θεωρητικούς, που δεν τους κατάλαβε και ο Ελύτης. Είμαι βέβαιος, την ώρα που τους έγραφε, δεν ήξερε τί γράφει. Λέει: – δεν ήξερε, δηλαδή αυτό κάνουν οι μεγάλοι ποιητές, ο poete vates που λένε, ο μάντης ποιητής (η μούσα, η έμπνευση) η μούσα είναι αυτή, ναι, η μανία, δηλαδή. Γιά κοιτάξτε δύο στίχους, λέει: “Ποιητής”, – στο Δοξαστικό, το τρίτο μέρος στο ” Άξιον Εστί“, “Ποιητής, που δουλεύει το μαχαίρι, στο ανεξήτηλο τρίτο του χέρι“. Για κοιτάξτε, τί θέλει να πει ο Ελύτης. “Ποιητής, που δουλεύει το μαχαίρι, στο ανεξήτηλο τρίτο του χέρι”. Ποιό είναι το τρίτο χέρι; Δύο χέρια έχουμε. Ετούτο και κείνο. Ποιό είναι το τρίτο χέρι; Που είναι και το ανεξίτηλο, το πραγματικό; Ήτανε αυτό το ύφος που αναζήτησε ο Σολωμός, σε όλη του τη ζωή. Τον πρόφτασε δηλαδή τον Γκαίτε, στην ίδια εποχή, ο Γκαίτε προηγήθηκε, όπως πρόφτασε και τη φοβερή σφαγή που έγινε ανάμεσα στον Νίτσε και το Βιλαμόβιτς, που σας έλεγα, που περιέγραψε, που κατηγορεί τον Ευρυπίδη, γιατί σκότωσε την αρχαία τραγωδία, που λέει ότι ο μεγαλότολμος Αισχύλος, την υποψιάστηκε, το ρομαντισμό, που θαρθεί μετά από οκτώ αιώνες στην Ευρώπη, αυτά όλα στους στοχασμούς του ποιητή, χίλια δύο άλλα πράγματα, και, όπως προέβλεψε λοιπόν αυτή τη φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στο Νίτσε και στο Βιλαμόβιτς, έτσι δούλεψε και στα επίπεδα του Γκαίτε, πολύ πιό αγνός όμως, γιατί αυτός έσπασε και τα μούτρα του κι έπεσε μέσα και συντρίφτηκε, εκεί που ο Γκαίτε, μακριά από την Ευρώπη, αυτό το πράγμα το είδε σαν θεωρητικός και το επεξεργάστηκε με τον τρόπο που επεξεργάστηκε. Θα μου πείτε: Αυτά βγαίνουν εμμέσως. Με την ίδια την Ελένη, έχει καμιά σχέση ο Σολωμός; Όπως θα ιδούμε έχει ο Ελύτης, έχει ο Σεφέρης, έχει, ξέρω εγώ, ο Σικελιανός, έχει ο Καβάφης. Για την Ελένη μας έχει δώσει ένα μόνο στίχο, ο οποίος δεν υπάρχει στην κλασσική έκδοση του Λίνου Πολίτη, που έχει κάνει ο “Ίκαρος”, θα τον βρείτε στα αυτόγραφα έργα του, τις φωτοτυπίες δηλαδή, που τις φωτοτυπήσανε, τα χειρόγραφα που τα φωτοτύπησε ο Λίνος Πολίτης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο οποίος όμως αυτός στίχος, είναι από εκείνους τους στίχους που λέμε βαραίνει, βαραίνει, όσο ένα κυβικό εκατοστό από μάζα μελανής οπής. (γελάει)

Θυμάστε που σας έλεγα πόσο βαραίνει, ένα κυβικό εκατοστό μάζα, ένα ζάρι δηλαδή, δέκα εις την δεκάτην πέμπτη γραμμάρια, ένα δισεκατομμύριο τόνους δηλαδή. Ποιός είναι ο στίχος; “και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα, μνήσθητί μου“. Το “μνήσθητί μου” ο παπάς το λέει για να τον ακούσουμε, τη φριχτή ώρα του θανάτου, που πεθαίνουμε, “και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα, μνήσθητί μου”. Για μιά στιγμή την έχασα, δηλαδή, την Ελένη, και χάνομαι. Αυτός ο στίχος είναι από τον “Κρητικό“, το απόσπασμα, το περίφημο εκείνο ποίημα, το απόσπασμα ο “Κρητικός” και θα σας πω, είναι αξιόλογο, ότι αυτό το “μνήσθητί μου”, θα σας δώσω τη γραφή για να δείτε, στο “Σολωμό” μου τόχω βάλει, στο βιβλίο που είχα γράψει παλαιότερα στα νιάτα μου για το Σολωμό, τόχω βάλει μετωπίδα, όταν γρα…συμπεριλαμβάνω τον “Κρητικό” γιατί πιστεύω ότι είναι το καλύτερο κομμάτι του, το γράφει ως εξής: “μνί-σθι-τί μου” , όλα γιώτα, μία λέξη, φωνητική γραφή. Φωνητική, ούτε ορθογραφίες, ούτε τίποτα. Άλλωστε η γραφή του Σολωμού ξέρετε ότι είναι τέτοια, έ; Δεν υπάρχουν ούτε ορθογραφίες, τίποτα, από τα αυτά… Πόσο μακριά έβλεπε, δηλαδή, ή πόσο βλέπει, σε δύο αιώνες, γιατί δε θα γίνουμαι ποτέ, θα εξαφανιστούμε…

Έχω την ιδέα, θα σας πω κάτι πολύ μελαγχολικό, εάν εισαγάγουμε το λατινικό αλφάβητο και μεις, όπως τόκανε ο Ατατούρκ με τους Τούρκους, θα εξαφανιστούμε μέσα στην Ευρώπη. Είναι φοβερό αυτό που σας λέω. Και σαν υπόθεση ακόμη. Αλλά δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, τί τραγική μοίρα που έχουμε εμείς, ο μόνος λαός, μέσα στα εκατόν ογδόντα έθνη του ΟΗΕ, που έχουμε μία γλωσσική παράδοση τόσο ισχυρή, με τέτοιο πλούτο και με τέτοια δύναμη και που ζουν στις εκατό οι πενήντα λέξεις, όπως τις έλεγε ο λαός μας την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, και είμαστε τόσο απομονωμένοι από την Ευρώπη με το αλφάβητο αυτό, γιατί τα γράμματά μας τα βλέπουνε όπως βλέπουμε εμείς… , – σταματήσατε ποτέ σε Κινέζικα; σταματήσατε ποτέ σε Γιαπωνέζικα; σταματήσατε ποτέ στη γραφή του Ισραήλ; ‘Ετσι τα βλέπουνε. Δέκα Γερμανοί μούχαν πει, κατά καιρούς που έκανα στη Γερμανία, πότε, τέλος πάντων, θα βάλετε το λατινικό αλφάβητο, να σας διαβάσουμε και εμείς. Αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα φοβερό, απάνω σ’αυτό, γιατί ένας λόγος είναι να βάλεις το λατινικό αλφάβητο! Ένα δίλημμα φοβερό, σαν αυτό που αντιμετώπισε ο Σολωμός, με το κλασσικό και το ρομαντικό και συντρίφτηκε. Είναι μεγάλη ιστορία, θα μας πάει σε άλλα νερά…

Λοιπόν, τελειώνω με το Σολωμό και κάνω, πολύ, σε τρία λεπτά τελειώνω, πολύ σύντομες αναφορές. Σικελιανός, δεν έπιασε η Ελένη του, όπως δεν έπιασε τίποτα του Σικελιανού, έχει κάτι ωραίους στίχους, πολλά έχει γράψει για την Ελένη, την περίφημη εκείνη “κι ανάμεσα στ’αδέρφια της,που ακροποδίζουν το βουνό, σκυμμένη μέσα σε πέπλο αθάνατο, κατηφοράει σαν το νερό η Ελένη“, – από τον Ταϋγετο που κατεβαίνει, ανάμεσα στους Διοσκούρους, – ε; στον Κάστορα και στον Πολυδεύκη, Δυοσκούροι, οι κούροι του Διός, τα αδέρφια της, οι δύο αστερισμοί που βλέπουμε πάνω τώρα να μεσουρανούν, το βράδυ, στις δέκα η ώρα, έντεκα, οι Δίδυμοι, που λέμε, και είναι, νομίζω, και τώρα η εποχή των Διδύμων, έ; Τα ζώδιά σας και οι βλακείες τους. Οι Δίδυμοι δεν είναι τώρα; Το ζώδιο των Διδύμων είναι. Λοιπόν. Ο Ταύρος είναι. Μετά είναι οι Δίδυμοι. Τώρα είναι ο Αλντεμπαράν! Ω, τι έχουμε να πούμε αύριο για το Αλντεμπαράν του Εμπειρίκου ! Λοιπόν. Τίποτα, δε στάθηκε τίποτα για το (Σικελιανό) , είπε, αλλά δεν την άγγιξε την Ελένη. Την Ελένη την άγγιξε ο Καβάφης. Προσέξτε! Με την εξής ιδιοτυπία. Ο Καβάφης δεν έχει γυναίκες μές την ποίησή του. Το ξέρουμε αυτό. Τέσσερεις,πέντε μορφές, αλλά αυτές σεβάσμιες γυναίκες, η Κρατησίκλεια, αυτή η ωραία Σπαρτιάτισσα, η μάνα του Κλεομένη του Β’ και δυό-τρεις άλλες, να πούμε, Αλεξάνδρα και Ιαναίος, και τέτοια, δεν έχει γυναίκα γιατί έχει τους εφήβους, είχε τη γνωστή αυτή… ωραία , τον ελληνικό έρωτα, ομοφυλοφιλική συμπεριφορά του, αλλά το σύμβολο της Ελένης, θα μπορούσε να πει κανείς, το πέρασε μέσα στο ιδεώδες ζεύγος του Πατρόκλου και του Αχιλλέα, οι οποίοι ήτανε ερωτικό ζευγάρι, όπως ξέρετε, έτσι; Ερώμενος ο Αχιλλέας και εραστής ο Πάτροκλος. Αυτά μας τα λέει.. θα τα διαβάσετε στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Αλλά και άλλες \ μαρτυρίες… , όπως επίσης ερωτικό ζευγάρι ήτανε ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, οι δύο αυτοί τυραννοκτόνοι που παραδίδονται, πηγαίνετε στο Θουκυδίδη να τα βρείτε αυτά. Και βέβαια για τον…. είπαμε ομοφυλοφιλικό έρωτα στην Ελλάδα, δεν έχουμε καιρό.. να ιδείτε τί .. λέει ο Πίνδαρος, έβλεπε ένα αγοράκι δώδεκα χρονών και λέει “λυώνω, όπως λυώνει το κερί της κερύθρας τον Ιούλιο”, ή τι λέει ο Φειδίας ή τι λέει ο Σοφοκλής, είναι άλλα πράγματα, μας στέλνουνε μακριά. Τώρα απλώς, έτσι, αφορμές σας δίνω, αλλά μετά φόβου Θεού τα πλησιάζουμε αυτά.

Λοιπόν. Το ζευγάρι αυτό, ο Αχιλλέας και Πάτροκλος, οι περίφημοι, είτε “Η Κηδεία του Σαρπηδόνος” είτε τα περίφημα ” Άλογα του Αχιλλέως”, θάλεγε κανείς, μέσα από την ομοφυλική του ιδιαιτερότητα την ερωτική, συμπε… Εκείνος που πολλά έχει να πει για την Ελένη, αλλά όχι βέβαια στα βάθη του Σολωμού, – για το Θεό δηλαδή! – , μη μας ακούσουνε, είναι ο Ελύτης που όπως σας έχω πει και άλλοτε, το όνομά του το πήρε από το ΕΛ – της Ελένης, Ελ, Ελένη, Ελευθερία, Ελλάδα, και λοιπά, το Υ grecum, το μόνο ελληνικό γράμμα, παγκόσμια, το Υ grecum, το υ το ποτηράκι, που λέτε, και η αρχαιοπρεπής κατάληξη – ΤΗΣ. Μας έχει δώσει και δύο-τρία ωραία ποιήματα για την Ελένη ο Ελύτης, ήδη από τους Προσανατολισμούς, έτσι; “κι όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα“, “με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι“, και άλλα μετά, “η Ελένη με το πρόσωπο και με το πλάι, “κάτασπρο γιασεμί και μυ και μυ και μυστικέ μου Αποσπερίτη, φέρτε με, φέρτε με στη Κρήτη και μη και μη ρωτάτε το γιατί ” . “Ελένη, σελήνη, σελήνη, Ελένη σελήνη αναβρυτή, Ελένη χώρα του Ήδυπνου, πόρπη ασημένια Ελένη“…. , μας έχει δώσει πολλά ωραία, ο Ελύτης, και σταματάμε στο Γιώργο Σεφέρη.

Τρία λεπτά και τελειώνουμε. Η περίφημη Ελένη του Σεφέρη, είναι της ύστερης ποιητικής δημιουργίας του Γιώργου Σεφέρη, μετά το 1950, είναι στο “Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ’“, …Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…», στα ποιήματα για την Κύπρο, την ενεπνεύσθη από κει, και εδω, σαν πηγή, δεν λαβαίνει πιά τον Όμηρο, αλλά λαβαίνει τον Ευρυπίδη. Μας λέει ότι – θυμάστε, εκεί, ότι πήγανε και πολεμούσαν δέκα χρόνια, οι Έλληνες, στην Τροία, και σκοτωνόντουσαν και γέμισε ο Σκάμανδρος κουφάρια, “και τα κορμιά μας σαν τα σταρόσπυρα στις μυλόπετρες”, που τ’αλωνίζανε, γιατί; “Γιά ένα πουκάμισο αδειανό, για μιάν Ελένη“. Ο κλασσικός στίχος. Για κάτι που δεν υπήρχε, δηλαδή, για ένα στόχο που δεν υπήρχε, τούτα και κείνα. Αυτή είναι η ιδέα του Ευρυπίδη, βέβαια, στην Τραγωδία, αυτό που σας είπα τώρα, ξαναγυρίζουμε στον Ευριπίδη, γι’αυτό έχει και μετωπίδα στο ποίημά του αυτό ο Σεφέρης, τους στίχους αυτούς του Ευρυπίδη, κάποιους στίχους από την Ελένη,που λέει “ουκ εύα εις Πέργαμα Τροίας”, δεν πήγε ποτέ στην Τροία, ούτε μπήκε στα “γαλαζόπλωρα καράβια”, “αλλ’είδωλον ην”, το είδωλό της ήταν αυτό που πήγε. Το ερώτημα, εδώ απάνω, αγαπητοί μου φίλοι, είναι το εξής: από τον Ευρυπίδη ο Σεφέρης απλά το μιμήθηκε και θέλησε να του δώσει και μιά πολιτική απόχρωση, με την ασβολερή μοίρα της Κύπρου, τώρα με την κατοχή από τους Άγγλους, την εποχή εκείνη που τόγραφε, και τα λοιπά.

Γιατί πολεμούσαν οι Έλληνες δέκα χρόνια στην Τροία; Για ένα στόχο. Για ένα σκοπό. Υπήρχε στόχος και σκοπός. Και για αυτό τον στόχο τάδωσαν όλα. Φύγανε, αφήσανε οικογένειες, πατρίδες, χωριά, περιουσίες, πλούτη, ειρήνη, χαρά, έρωτες και πηγαίναν και σκοτωνόντουσαν μέχρι τέλους και μέχρις εσχάτων. Ποιός ήταν αυτός ο στόχος; Να πάρουν την Ελένη. Η Ελένη δεν ήταν στην Τροία. Που σημαίνει ότι πίσω από αυτό το στόχο, δεν υπήρχε νόημα, δεν υπήρχε ουσία. Ο στόχος ήταν μία απάτη. Ήταν κάτι δηλαδή χωρίς λόγο, μιά ανοησία, μιά απάτη. Ως εδώ πάει καλά. Από εδώ το πράγμα γίνεται δραματικό και καταντάει τραγικό και μπορούμε να καταλάβουμε την ιδέα του Ευρυπίδη.

Μήπως, μήπως και όλοι αυτοί οι στόχοι που έχουμε και εμείς στη ζωή μας, δεν έχουνε ένα αντίκρυσμα, δεν έχουνε ένα κοίτασμα; Δεν έχουν μιά πραγματικότητα; Είναι μία απάτη; Και την παθαίνουμε και εμεις, όπως εκείνοι που πολεμούσαν για το τίποτα και πεθαίνανε; Μήπως όλη η ζωή μας είναι χωρίς λόγο; Που εισάγεται πιά ένας πεσσιμισμός, μιά απαισιοδοξία, μιά …
Αυτό το πρόβλημα από την αρχαία εποχή απασχολεί τους έλληνες στοχαστές, και μάλιστα την εποχή που, έγραφε, είχε προηγηθεί του Ευρυπίδη, το είχανε επεξεργαστεί οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και το είχαν κλείσει κάτω από τη φοβερή αυτή στέγη, στην ιστορία της φιλοσοφίας που λέμε γιγαντομαχία της “περί της ουσίας”. Εδώ γίνεται γιγαντομαχία, ουσία υπάρχει ή δεν υπάρχει;

ΤΕΛΟΣ

Ώρα για…

Λίγη μυθολογία…

1.Ποια ήταν η Ωραία Ελένη;

Ο μύθος της, πολύ περίπλοκος, εξελίχτηκε πολύ από τα ομηρικά έπη και ύστερα και φορτώθηκε με στοιχεία πολύ διαφορετικά, που προοδευτικά κάλυψαν την αρχική αφήγηση. Στα ομηρικά έπη η γενεαλογία της είναι ακό­μη σαφής· κόρη του Δία και της Λήδας, έχει ως «ανθρώπινο» πατέρα τον Τυνδάρεο και αδελφούς τους Διοσκούρους, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Αδελφή της είναι η Κλυται­μνήστρα. Αλλά από πολύ νωρίς η Ελένη θεωρή­θηκε κόρη του Δία και της Νέμεσης. Η Νέμε­ση, προσπαθώντας να αποφύγει τον Δία, διέτρε­ξε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ άλλαζε συνέχεια μορφή. Στο τέλος μεταμορφώθηκε σε χήνα. Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο και μ’ αυτή τη μορφή ενώθηκε μαζί της στον Ραμνούντα, στην Αττική. Ύστερα από την ένωση αυτή, η Νέμε­ση γέννησε ένα αυγό, που το εγκατέλειψε μέσα σε ένα ιερό δάσος. Ένας βοσκός το ανακάλυψε και το έφερε στη Λήδα. Εκείνη το έβαλε μέσα σε ένα καλάθι και, τον καιρό που έπρεπε, άνοιξε το αυγό και γεννήθηκε η Ελένη, την οποία η Λή­δα ανέθρεψε σαν να ήταν δική της κόρη.

Η πα­ράδοση, που θεωρεί τη Λήδα μητέρα της Ελέ­νης, διηγούνταν με ανάλογο τρόπο πως ο Δίας είχε ενωθεί μαζί της με τη μορφή κύκνου και πως αυτή είχε γεννήσει ένα αυγό, από όπου βγή­κε η κόρη της. Ή ακόμη πως είχε γεννήσει δύο αυγά· από το ένα βγήκαν η Ελένη και ο Πολυ­δεύκης και από το άλλο η Κλυταιμνήστρα και ο Κάστορας. Εκτός και αν, σύμφωνα με μία τελευταία εκδοχή, η Ελένη, ο Κάστορας και ο Πο­λυδεύκης βγήκαν από το ίδιο αυγό, ενώ η Κλυ­ταιμνήστρα, κόρη του Τυνδάρεου, γεννήθηκε με φυσιολογικό τρόπο.

Άλλες ακόμη παραδόσεις θεωρούσαν την Ελένη κόρη του Ωκεανού ή της Αφροδίτης. Της αποδίδουν επίσης ως αδελφές, εκτός από την Κλυταιμνήστρα, την Τιμάνδρα και τη Φυλονόη.

2.Ο (παρεξηγημένος;) έρωτας της Ελένης και του Μενέλαου

Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.

Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.

Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.

Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.

Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.

Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.

Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.

Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.

Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.

Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.

Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.

Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.

Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.

Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.

Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.

Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.

Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε

για να φανερώσει την αλαζονεία του.

Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.

Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.

Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.

Ή έτσι πίστευαν.

Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.

Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.

Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.

Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.

3. Το τέλος της Ωραίας Ελένης

Την τραγικότητα του ρόλου της γυναίκας που “έστειλε” χιλιάδες άνδρες να πολεμήσουν στον δεκαετή πόλεμο της Τροίας όλοι τον γνωρίζουμε. Η ωραία Ελένη μισήθηκε, υμνήθηκε κατηγορήθηκε και ενέπνευσε. Όμως τι απέγινε η ωραία Ελένη; Ποιο ήταν το τέλος της; Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου.
Μετά την φυγή της από την Σπάρτη, μετά τα χρόνια του Τρωικού πολέμου, μετά την πολυτάραχη επιστροφή της στην Σπάρτη, μετά τον θάνατο του Μενέλαου, η Ελένη βρέθηκε ανάμεσα σε δύο προγόνους που την απεχθάνονταν: τον Νικόστρατο και τον Μεγαπένθη. Τότε πήρε την απόφαση να ξαναφύγει, αυτή την φορά μόνη, -κατά μία άλλη εκδοχή εξορίστηκε από τους γιους του Μενέλαου-, για να βρεθεί με μια παιδική της φίλη. Ταξίδεψε μέχρι την Ρόδο και μετέβη στην αργολική αποικία της Ρόδου, όπου βασίλευε η Πολυξώ, χήρα τότε από τις πολλές του Τρωικού πολέμου. Η Ελένη αναζητούσε επιτέλους καταφύγιο κοντά σε μια γυναίκα στις παιδικές της αναμνήσεις. Η Πολυξώ όμως ήθελε να εκδικηθεί για τον άντρα της τον Τληπόλεμο. (Παυσανίας – 3.19.9-11). Όπως πολλές άλλες γυναίκες επέρριπτε στην Ελένη την ευθύνη για τον χαμό του. Αλλά υποδέχθηκε την Ελένη ευγενικά. Για πρώτη φορά δεν παρενοχλούσαν την Ελένη άντρες.
Μια μέρα ονειροπολούσε ξαπλωμένη στην μπανιέρα, όταν εισέβαλαν μερικές θεραπαινίδες της Πολυξούς μεταμφιεσμένες σε Ερινύες. Την έσυραν έξω γυμνή ενώ έσταζε ακόμη νερά και την κρέμασαν σε ένα δέντρο, σε ένα πλάτανο, δέντρο αγαπημένο της θεάς Αφροδίτης αλλά και της Εκάτης. Αργότερα οι Ρόδιοι αφιέρωσαν ναό δίπλα στον πλάτανο που την είχαν βρει κρεμασμένη και λατρεύτηκε σαν Ελένη Δεντρίτις. Η Ελένη των δέντρων, η δενδρίτις τιμήθηκε με πλήθος γονιμικά αφιερώματα. Η δεντρολατρεία φαίνεται πως είναι θέμα πολλών μυκηναϊκών έργων τέχνης. Έτσι συναντάμε στον μύθο την Αριάδνη, θεά της Κρήτης να απαγχονίζεται μόνη της όπως έκανε και η Ηριγόνη της Αττικής, ενώ η Άρτεμις η απαγχονισμένη, είχε ιερό στην Κονδυλαία της Αρκαδίας.

Ο Απολλόδωρος παραδίδει ότι η Ελένη μεταφέρθηκε στα Ηλύσια πεδία, όπου έζησε με τον Μενέλαο. Ο Ευριπίδης (Ορ. 1629 κ.ε.) την είχε ανεβάσει στους ουρανούς με παρέμβαση του Απόλλωνα, που με προσταγή του Δία, σώζει την Ελένη από τα σπαθιά των δύο φίλων, Ορέστη και Πυλάδη, την υψώνει στους αιθέρες, όπου η Ελένη θα ζήσει αθάνατη δίπλα στα αδέλφια της τους Διόσκουρους, παραστέκοντάς τους στο έργο τους για την προστασία των ταξιδιωτών της θάλασσας.
Άλλοτε πάλι λέγεται ότι η Ιφιγένεια τη θυσίασε στην Ταυρίδα ή ότι η Θέτιδα τη σκότωσε στο ταξίδι της επιστροφής για να εκδικηθεί τον θάνατο του Αχιλλέα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση η Ελένη παντρεύτηκε τον Αχιλλέα και έζησαν μαζί στο νησάκι Λευκή. Έκαναν μάλιστα και ένα γιο, τον Ευφορίωνα.
Η Ελένη έζησε περιτριγυρισμένη από τον έρωτα μερικών αντρών, από το μίσος πολύ περισσοτέρων και εκείνο όλων των γυναικών. Έτσι η Ελένη επέδειξε την ίδια άσεμνη θρασύτητα των θεαινών, όταν εμφανίστηκε μια νύχτα στον Όμηρο και του έδωσε την εντολή να γράψει ένα έπος για τους πολεμιστές του Τρωικού πολέμου, θέλοντας να παρουσιάσει τον θάνατό τους πιο ζηλευτό από των άλλων, και κατά κάποιο τρόπο χάρη στην τέχνη του Ομήρου, αλλά ιδιαίτερα εξαιτίας της, εκείνο το έπος είναι τόσο θελκτικό και διάσημο ανάμεσα σε όλα.
Αντί να κλάψει τις ενοχές της, παρήγγειλε, σαν βασίλισσα, την Ιλιάδα στον Όμηρο, για να την υμνήσει. Η λογοτεχνία υπάκουσε στο κέλευσμά της απορροφώντας την αφροδίσια μαγεία της. Ο Στησίχορος -που μας διηγείται την ιστορία του ο Πλάτωνας στον Φαίδρο- την κατηγόρησε ως “δίγαμη και τρίγαμη, αυτή που εγκαταλείπει τους άντρες”. Χρειάστηκε να τυφλωθεί και να αναιρέσει τα λόγια και τις κατηγορίες του για την Ελένη και να επανέλθει απολογητικά λέγοντας: “Δεν είναι αληθινός τούτος ο λόγος· δεν μπήκες στα υπερήφανα καράβια κι ούτε έφτασες στης Τροίας το κάστρο”.
Η ένταση ανάμεσα στο είδωλο και το σώμα της Ελένης, σαν είδωλο και μια ομορφιά που εκκολάφτηκε από το αυγό της Ανάγκης, ήταν πολύ δυνατή. Για πολλά χρόνια οι Έλληνες δεν κατάφεραν να την αντέξουν. Στον Όμηρο το σώμα και το είδωλο συνυπάρχουν σιωπηλά. Μετά το Όμηρο, ο κόμπος που τα σφίγγει σε ένα και μόνο πλάσμα χαλαρώνει όλο και περισσότερο, μέχρι που διαχωρίζονται. Από την μια πάντα θα υπάρχει η ένοχη γυναίκα με τους πολλούς άντρες, επανειλημμένα πουλημένη για την ομορφιά της, όπως μια οποιαδήποτε εταίρα. Από την άλλη θα εμφανίζεται η Ελένη, θύμα της ουράνιας μοχθηρίας.
Με έναν εσωτερικό κόσμο αμφισβητήσιμο και με πρόθεση να επιδεικνύεται και να εξαπατά, η ωραία Ελένη για αιώνες υπέμεινε προσβολές και βλαστήμιες. Αλλά ήταν πάντα η μοναδική γυναίκα στην οποία ο Δίας, επέτρεψε να τον αποκαλεί πατέρα.

Πηγές: Ρ.Καλλάσο” Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας”. Ρ.Γκρέιβς “Οι Ελληνικοί Μύθοι” και “Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας” της Δήμητρας Μήττα

http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2017/12/blog-post_5.html?m=1

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαιας Ελλαδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

https://www.willowisps.gr/main/-/14/2/2017-2

https://www.sakketosaggelos.gr/Article/2655/

http://educandus.forumotion.com/t614-topic

https://antikleidi.com

Η “άσημη” ζωή του “άγιου” των Εξαρχείων, Νικόλα Άσιμου

Σαν σήμερα βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του ο Νικόλας Άσιμος που έθεσε τέλοςστη ζωή του με απαγχονισμό το 1988. Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα…”- Ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .», η λέξη «άσημος» παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου». «Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια … Έτσι ξεκινάει την αυτοβιογραφία του ο Νικόλας Άσιμος και το τέλος το δίνουμε εμείς. Νικήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό καθώς βρέθηκε κρεμασμένος από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Για να αφηγηθούμε όσο το δυνατόν πληρέστερα σε λίγες σειρές μια επεισοδιακή ζωή για έναν προκλητικό καλλιτέχνη.

Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949 και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κοζάνη. Το κανονικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος και ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου, ενώ η μητέρα του είχε προσφυγική καταγωγή. Υπήρξε μέτριος μαθητής, ωστόσο στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γιώργου Σουρή. Ακόμη διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας στιχάκια κατά κύριο λόγο πάνω σε ξένες επιτυχίες της εποχής. Ένα από τα τραγούδια που μετέτρεψε ήταν το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966 που τραγούδησε ο Sacha Distel. Μάλιστα έστειλε το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «’Άσιμος». Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.

Η πρώτη του εμφάνιση στο κοινό ως τραγουδοποιός και ως ηθοποιός έγινε τον Δεκέμβριο του 1972. Εκείνη την περίοδο ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του. Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 δε, σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό.

Το 1975 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Ωστόσο έπεσε θύμα λογοκρισίας καθώς δεν μπορούσε να μεταδοθεί από την δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ωστόσο μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει από τα δισκοπωλεία. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης. Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.

Λίγο πριν τις εκλογές του 1977 προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Ωστόσο μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος. Το 1978 ξεκινά η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή καθώς προσποιήθηκε ότι ήταν ψυχοπαθής και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, την οποία τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.

Από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι και το 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια. (Ήταν η περίφημη «υπόγα» του ‘Ασιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983).

Ο Νικόλας Άσιμος, ο μεγάλος Κροκάνθρωπος, που έγινε χαμογελαστός Ονειροβάτης, στην σκάλα της Ουτοπίας. Είναι Νοέμβρης του 1981, έξω από την κατάληψη της Βαλτετσίου (Εξάρχεια). Με την ακροβατική αυτή περφόρμανς, ο Άσιμος έδειχνε με σημειολογικό τρόπο, τις διαθέσεις του:
Εμπρός να ανεβούμε εδώ και τώρα, έστω και αν αυτό το ανέβασμα δεν οδηγεί πουθενά. Είκοσι μέρες μετά την νίκη του ΠΑΣΟΚ (18 Οκτ 1981) και την άνοδό του στην εξουσία, έγινε η κατάληψη σε διώροφο κτίριο της οδού Βαλτετσίου 42, στα Εξάρχεια. Άτομα του ελευθεριακού χώρου πήγαν εκεί, με σκοπό να δημιουργήσουν το δικό τους σπίτι – κοινόβιο, έξω από τα κοινωνικά πρότυπα που ένιωθαν να τους πνίγουν. Πρώτος και καλύτερος ο Νικόλας Άσιμος.
Νεαροί καλλιτέχνες γέμισαν τους τοίχους με ζωγραφιές και συνθήματα. Ζητούσαν «να ξεφύγουμε από την μιζέρια του περιθώριου», «Φαντασία στη ζωή», «Λίγο γέλιο – αξίζει όσο χίλιες λέξεις». Ζητούσαν ακόμη στέγη για άστεγους, απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, ανθρώπινες σχέσεις και εργασία που δεν θα έμοιαζε με καταναγκαστικά έργα.
Η Κατάληψη προκάλεσε ηθικό πανικό. Οι εφημερίδες τους παρουσίαζαν περιθωριακούς, αργόσχολους και αλήτες. Οι περίοικοι ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την κρατική προστασία. Ακολούθησε πόλεμος ανακοινώση και τελικά, στις 11 Ιανουαρίου 1982, δυνάμεις των ΜΕΑ και ΜΑΤ έκαναν έφοδο και έσπασαν την κατάληψη. Το όνειρο τελείωσε.Ήταν αναμενόμενο, η ελληνική κοινωνία μπορούσε να ανεχτεί μπορδέλα και χαρτοπαικτικές λέσχες, όμως της ήταν αδύνατον να δεχθεί να υπάρχει εστία νεανικής Ουτοπίας.

Ο Νικόλας Άσιμος σαν ένας προφήτης, το ήξερε αυτό και το είχε πει, συμβολικά, ανεβασμένος στην σκάλα. Ήταν ωραίο αυτό το ανέβασμα, αλλά δεν οδηγούσε πουθενά. Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος για να αλλάξει. Αλλά ούτε και να δεχτεί τον ίδιο και αυτό που αντιπροσώπευε.

Η δεκαετία του 1980, όμως, ήταν πολύ δύσκολη για τον Νικόλα. Η εμμονή του στο έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου Κάρολος Καστανιέδα τον έκανε να πιστεύει ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και πειραματίζοντας την αθανασία σκότωνε άτυχα ζώα και προσπαθούσε να τα αναστήσει. Προφανώς χωρίς επιτυχία. Έπαθε νευρική κρίση και χρειαζόταν νοσηλεία. Οι φίλοι του κινητοποιήθηκαν προκειμένου να μην εγκλειστεί σε ίδρυμα, ωστόσο ο ψυχικός τραυματισμός τουυπήρξε ανεπανόρθωτος. Όλο αυτό ήρθε να επιδεινώσει η κατηγορία από μια φοιτήτρια για βιασμό που συγκλόνησε τόσο τον καλλιτεχνικό κόσμο, όσο και την κοινή γνώμη. Η νεαρή κοπέλα που τον κατηγόρησε ήταν επίσης ασταθούς πνευματικής κατάστασης. Τον είχε ακολουθήσει στο διαμέρισμά του, διότι της είχε υποσχεθεί να την μυήσει σε μια θρησκεία πο ο ίδιος είχε επινοήσει. Κατάφερε να αποφυλακιστεί με εγγύηση, ωστόσο η δίκη δεν ολοκληρωθηκε ποτέ. Ο στιγματισμός και η βαριά κατηγοιρία επιβάρυναν τον ευαίσθητο ψυχισμό του και απετέλεσαν την αρχή του τέλους του. Μόνος του, δίχως φίλους ή συνεργάτες στο πλευρό του, έμεινε να παλεύει με τους δαίμονές του, ώσπου παραδόθηκε σε αυτούς. Τηλεφώνησε σε έναν από τους λιγοστούς που του είχαν απομείνει, τον Νίκο Ζέρβα για να τον πληροφορήσει για τις προθέσεις του, αλλά εκείνος δεν τον πίστεψε μέχρι την επομένη, όταν έφτασε στα αυτιά του η δυσάρεστη είδηση.

Στο σπίτι του, η αστυνομία θα βρει 6 χειρόγραφα σημειώματα του Νικόλα, στα οποία εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Στα γράμματα αυτά έδινε οδηγίες και για διάφορες άλλες εκκρεμότητες που άφηνε πίσω του καθώς και κάποια μηνύματα όπως: «Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με». Η αστυνομία βρήκε οκτώ χειρόγραφα αλλά μόνο έξι από αυτά φαίνεται να έγραψε ο Νικόλας. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα δύο χειρόγραφα το ένα είναι γραμμένο από την Λίτσα Περράκη και το άλλο είναι αμφιβόλου πατρότητας καθότι ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει από αυτόν του Άσιμου.

Παρακάτω παραθέτουμε το τελευταίο γράμμα που ο ίδιος απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του. Το γράμμα αυτό κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι στη Θεσσαλονίκη:

Μήνυμα προς όλους, για όλα.
Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.
Magic Theater fur fur.
Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία.
Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη.
Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας.
Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.
Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.
Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ.

Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας. Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.

Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη.
Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω.
Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε.
Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία.
Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.

Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν. Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη.
Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου.
Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ.
Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.

Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ.
Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα. Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλω λοιπόν δημόσια.

Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.
Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό.’Εκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε.

Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί. Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες.
Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.
Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός.

Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι.
Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω. Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.

Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο. Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλο όχι. Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους. Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.

Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.

Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.
Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.
Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία. Όπως το “1984” του Όργουελ, “τον λύκο της στέπας” του Έρμαν Έσσε, τις “ιστορίες δύναμης” του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη “δολοφονία του Χριστού” του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διγενή με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει.

Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου “Αναζητώντας Κροκάνθρωπους” και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην.
Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο .Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω: ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.

Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.

Ευχαριστώ μετά τιμής
Και όλο το magic theater fur fur

Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.

Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:

“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”

Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι.
Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:

”Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος”

Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι.
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

Ένα αστέρι, διαφορετικό από τα άλλα έσβησε στο ουράνιο στερέωμα της μουσικής, αλλά το έργο του συνεχίζει να υπάρχει, να ακούγεται, να εμπνέει. Ο Άσιμος δεν υπήρξε αναρχικός με την έννοια που χρησιμοποιείται η λέξη σήμερα, αλλά ήταν ένας καλλιτέχνης αντισυμβατικός που δεν προσάρμοσε στις ανθρώπινες απαιτήσεις τα όνειρα του και αφέθηκε στην τρέλα του και μιαν ονειροπόληση δίχως τέλος. Και όμως αυτή η άρνηση του στην κενή και ρηχή πραγματικότητα που βαφτίστηκε αντιεξουσιασμός και παράνοια ήταν η πιο υγιής στάση ενός ανθρώπου που δεν εγκαταλείπει τις ιδέες του και τις επιθυμίες του, ούτε τις θυσιάζει. Αυτή είναι η αληθινή αναρχική φύση ενός μη αναρχικού που έφυγε άδικα, ξεχασμένος και παραγκωνισμένος, θύμα της εκμετάλλευσης της βιομηχανίας και ενός κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχθεί το αποκλίνον και το διαφορετικό και άφησε πίσω του γενεές να καπηλεύονται με τρόπο που σίγουρα δε θα ενέκρινε το έργο και τη στάση ζωής του…

Ο ελληνικός λαός είναι υπεύθυνος για την ιστορία του και τη σημερινή του κατάσταση, Κορνήλιος Καστοριάδης

Eρώτηση Δημοσιογράφου: Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρίς προγραμματισμό», «χωρίς βάρος». Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά περιορίζονται συνήθως μόνο στις διαπιστώσεις. Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθιά. Ποια είναι η ερμηνεία σας για όσα συμβαίνουν; Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες οι βαθύτερες αιτίες;

Καστοριάδης: Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι, είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.

Δημοσιογράφος: Νομίζω ότι θα ενοχλήσει πολύ αυτή η διατύπωσή σας.

Καστοριάδης: Τι να κάνουμε. Μιλώ για την πραγματική πολιτική ζωή του λαού ως αυτόνομου παράγοντα. Δεν μιλώ για μάχες, για αυτοκράτορες, για Μεγαλέξανδρους και Βασίλειους Βουλγαροκτόνους. Μετά τον πέμπτο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις -και πάντως, μετά τον περίεργο τέταρτο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει.

Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ουσιαστικά μοναρχίες. Εξάλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως οι Πέρσες μπροστά στο Μεγάλο Βασιλέα – πράγμα ανθελληνικότατο, (: Είπαμε ότι ο ορισμός της ελληνκότητας είναι το “ΟΥΧ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙΝ”)

Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής, (: ελληνιστικό = σαν ελληνικό), οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις δεν έχουν παρά μόνον κοινοτική ζωή. Κατόπιν, έρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία. Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των «δυνατών» και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως σ΄ αυτήν του Πεκίνου.

Δημοσιογράφος: Όλα αυτά αφορούν ένα πολύ μακρινό ιστορικό παρελθόν. Η Ελλάδα ως σύγχρονο νεοελληνικό κράτος έχει, ήδη, ιστορία εκατόν εβδομήντα ετών. Θα θέλατε να επικεντρώσετε σ΄ αυτή την περίοδο;

Καστοριάδης: Μα, αυτή η περίοδος είναι ακατανόητη χωρίς τους είκοσι έναν αιώνες ανελευθερίας που προηγήθηκαν. Λοιπόν, μετά το Βυζάντιο έρχεται η τουρκοκρατία. Μην ανησυχείτε, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα αναφέρω μόνο ότι επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους. Συνεπώς, ούτε σ΄ αυτή την περίοδο μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ζωή. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, διαπιστώνουμε από τη μια μεριά τον ηρωισμό του λαού και από την άλλη, σχεδόν αμέσως, την τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία. Την επομένη της πτώσης της Τριπολιτσάς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι.

Δημοσιογράφος: Πού οφείλεται αυτή η «τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία»; Ποιοι είναι οι λόγοι;

Καστοριάδης: Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτησή σας για ποιο λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή.

Δημοσιογράφος: Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στην ελληνική περίπτωση;

Καστοριάδης: Ορισμένα τα εντοπίζουμε, ήδη, στους εμφύλιους πολέμους της Επανάστασης του 1821. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με «ταξικά» συμφέροντα.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης.

Δημοσιογράφος: Εξαιρέσεις δεν βλέπετε να υπάρχουν; Εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στον 19ο και στον 20ό αιώνα;

Καστοριάδης: Ε, υπάρχουν δυο-τρεις εξαιρέσεις: ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, το βενιζελικό κίνημα στην πρώτη περίοδό του. Αλλά τα όποια αποτελέσματά τους καταστράφηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον ρόλο του παλατιού, τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, την πασοκοκρατία. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο σταλινισμός που κατόρθωσε να διαφθείρει και να καταστρέψει αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί ως εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε ακόμη.

Μου ζητάτε να σας εξηγήσω. Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς, γιατί οι Έλληνες, που σκοτώνονταν εννέα χρόνια, για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, θέλησαν αμέσως μετά ένα βασιλιά; Και γιατί, αφού έδιωξαν τον Όθωνα, έφεραν τον Γεώργιο; Και γιατί μετά ζητούσαν «ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά»;

Δημοσιογράφος: Μα, οι δικές σας απαντήσεις ενδιαφέρουν ιδίως όταν αφορούν ερωτήματα που εσείς θέτετε. Θα θέλατε, λοιπόν, να διατυπώσετε τις απόψεις σας;

Καστοριάδης: Σύμφωνα με την παραδοσιακή «αριστερή» άποψη, όλα αυτά τα επέβαλαν η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο. Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα.

Δημοσιογράφος: Πώς την εννοείτε αυτή την ευθύνη;

Καστοριάδης: Δεν δικάζουμε κανέναν. Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμισθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων.

Δημοσιογράφος: Θέλετε να πείτε ό,τι έγινε -αντιθέτως- σε άλλες χώρες, στη Δυτική Ευρώπη;

Καστοριάδης: Εκεί, αυτό έγινε! Ο μακαρίτης ο Γιώργος Καρτάλης έλεγε κάνοντάς μου καζούρα στο Παρίσι το 1956: «Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική Επανάσταση». Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματά του. Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;». -Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στο χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι.

✒️Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε σαν σήμερα το 1922 και ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.

Πηγή: Βιβλίο, Η ελληνική ιδιαιτερότητα- Τόμος Β΄, εκδόσεις Κριτική

O αλυσοδεμένος ελέφαντας, Χόρχε Μπουκάι


Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ ο μαγικός κόσμος του τσίρκου. Ενθουσιαζόμουν όταν έβλεπα από κοντά όλα αυτά τα ζώα που ταξίδευαν μέσα στα τροχόσπιτα από την μια πόλη στην άλλη. Στην παράσταση όλα μου φαίνονταν μαγικά και λαμπερά, αλλά τη στιγμή που εμφανιζόταν ο ελέφαντας ήταν η αγαπημένη μου.

Το γιγάντιο ζώο ήταν τρομερά επιδέξιο, τρομερά μεγάλο και τρομερά δυνατό.

Σίγουρα ένα ζώο σαν κι αυτό θα μπορούσε να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δέντρο μ’ ένα μικρό τράβηγμα, το δίχως άλλο…

Μου έκανε εντύπωση, όμως, που μετά από κάθε επίδειξη το προσωπικό του τσίρκου αλυσόδενε τον ελέφαντα σ’ ένα μικροσκοπικό ξυλαράκι, ελάχιστα βυθισμένο στην άμμο.

Αυτό ήταν για μένα μεγάλο μυστήριο. Ακόμα και αν η αλυσίδα ήταν χοντρή και γερή, ένα ζώο που μπορούσε να γκρεμίσει ολόκληρο τοίχο μ’ ένα του τράβηγμα, εύκολα θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το ξυλαράκι και να το βάλει στα πόδια.

Τι συγκρατούσε τον ελέφαντα; Γιατί δεν το έσκαγε;

Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, πίστευα ακόμα ότι οι μεγάλοι τα ήξεραν όλα. Έτσι πήγα και ρώτησα τους δασκάλους μου, το θείο και την μητέρα μου για το μυστήριο του ελέφαντα.

Εκείνοι μου εξήγησαν ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαγε επειδή τον είχαν δαμάσει. Τότε, όπως ήταν λογικό, τους ρώτησα: «Αν είναι δαμασμένος και γι’ αυτό δεν το σκάει, γιατί τον δένουν;».

Κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση.

Πολύ καιρό μετά, μια νύχτα, γνώρισα κάποιον πολύ σοφό που είχε ταξιδέψει στην Ινδία και αυτός με βοήθησε να βρω την απάντηση.

Ο ελέφαντας του τσίρκου είχε μείνει δεμένος σ’ ένα ξυλαράκι από τότε που ήταν μικρός.

Θυμάμαι που έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα το μικρό, το νεογέννητο ελεφαντάκι να κάθεται δεμένο στο ξύλο. Το φαντάστηκα να σπρώχνει και να τραβάει την αλυσίδα κάθεμέρα νύχτα, όλη μέρα και να προσπαθεί να λυθεί.

Σχεδόν μπορούσα να το δω να κοιμάται κάθε νύχτα εξαντλημένο από την κούραση με τη σκέψη πως το επόμενο πρωί θα ξαναπροσπαθούσε.

Όλα ήταν μάταια: το ξυλαράκι ήταν πολύ γερό για ένα νεογέννητο ζωάκι, ακόμα και αν μιλάμε για ελέφαντα.

Ώσπου, μια μέρα, την πιο θλιβερή μέρα της μικρής ζωής του, το ελεφαντάκι δέχτηκε ότι δενμπορούσε να ελευθερωθεί και παραδόθηκε στη μοίρα του. Κατάλαβα τότε γιατί ο πανίσχυρος και τεράστιος ελέφαντας που έβλεπα στο τσίρκο έμενε αλυσοδεμένος. Ήταν πια σίγουρος πως ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από το ξυλάκι του.

Το κακόμοιρο ζώο είχε πια την αποτυχία χαραγμένη στην ελεφαντινή μνήμη του και ποτέ, ποτέ πια δεν θα ξαναδοκίμαζε τη δύναμή του…

Κάποιες νύχτες ονειρεύομαι ότι πλησιάζω τον αλυσοδεμένο ελέφαντα και του λέω στο αφτί:«ξέρεις κάτι; Εμείς οι δύο μοιάζουμε.

Νομίζεις ότι και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα επειδή, μια φορά, προσπάθησες και δεν τα κατάφερες. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο καιρός πέρασε και σήμερα είσαι πια πιο μεγάλος και πιο δυνατός από παλιά.

Αν ήθελες στα αλήθεια να απελευθερωθείς, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσες να το πετύχεις. Γιατί δεν το δοκιμάζεις;»Μερικές φορές ξυπνάω με τη σκέψη ο ελέφαντάς μου, τελικά, κάποια μέρα το επιχείρησε και κατάφερε να ξεριζώσει το ξύλο.

Τότε χαμογελάω και φαντάζομαι ότι το τεράστιο ζώο συνεχίζει να ταξιδεύει με το τσίρκο επειδή χαίρεται να βλέπει τα παιδιά να διασκεδάζουν, αλλά χωρίς αλυσίδα.

Πηγή: Χόρχε Μπουκάι

Οφηλία: Η ιστορία πίσω από τον πιο γνωστό πίνακα του Μιλέ

Το έργο «Οφηλία» αποτελεί ίσως το πιο γνωστό έργο του Τζον Έβερετ Μιλέ. Απεικονίζει μια γυναίκα που κείται νεκρή σε ένα ποτάμι, στην πραγματικότητα είναι η αγαπημένη του Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που οδεύει στην υγρό της τάφο. Το πιο θλιβερό, όμως, δεν είναι ο πίνακας αυτός καθ’ αυτός αλλά η ιστορία πίσω του.

Η γυναίκα που πόζαρε για τον ζωγράφο ήταν η Ελίζαμπεθ Σιντάλ. Η νεαρή κοπέλα, μόλις 19 τότε, έπρεπε να παραμείνει ξαπλωμένη φορώντας τα ρούχα της στο μπάνιο του καλλιτέχνη, αφού ήταν αδύνατο λόγω του κρύου να επιχειρηθεί το αντίστοιχο στον ποταμό, όπως αρχικά σχεδίαζε ο καλλιτέχνης. Με λάμπες πετρελαίου μάταια προσπαθούσαν να θερμάνουν το παγερό νερό. Όταν η μία λάμπα έσβησε, η κατάσταση για την Ελίζαμπεθ έγινε ακόμα πιο αφόρητη. Αλλά εκείνη δεν παραπονέθηκε ούτε στιγμή. Λόγω αυτού, αρρώστησε βαριά με πνευμονία και ο πατέρας της κατηγορώντας τον Μιλέ για αυτό, τον εξανάγκασε να πληρώσει τα ιατρικά έξοδα.

Για να γιατρευτεί, ταξίδεψε στη Νίκαια και το Παρίσι. Έπασχε από φυματίωση, αλλά πολλοί υποστηρίζουν πως είχε ανορεξία και άλλες ψυχικές διαταραχές λόγω της απιστίας του συζύγου της, ποιητή Ροσέτι. Εξαιτίας των ασθενειών που την ταλανιζαν και της κατάθλιψης που άρχισε να τη φλερτάρει, έλαβε μεγάλες ποσότητες από το φάρμακο της εποχής το λάβδανο, ένα μείγμα από αλκοόλ και όπιο, με αποτέλεσμα να εθιστεί σε αυτό. Το τελειωτικό χτύπημα ήταν ο θάνατος του νεογέννητου παιδιού της. Όταν συνειδητοποίησε πως ήταν έγκυος για δεύτερη φορά, αυτοκτόνησε στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης από υπερβολική δόση.

Πηγές:http://mythagogia.blogspot.com/2016/03/blog-post_9.html?m=1

https://www.tate.org.uk/art/artworks/millais-ophelia-n01506

https://en.m.wikipedia.org/wiki/Elizabeth_Siddal