Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος έχει αποδείξει επανειλημμένα την αξία του. Ταινίες από όλη την Ευρώπη εχουν βραβευτεί πολλές φορές σε παγκόσμια βραβεία, ενώ πολλές από αυτες ξεχωρίζουν για την υψηλή αισθητική τους….
Continue reading “5+1 Αριστουργήματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου”Ετικέτα: Ιταλία
Το τρένο των παιδιών: μια συγκινητική παιδική ματιά της ιστορίας
Αντί προλόγου
Το τρένο των παιδιών της Βιόλα Αρντόνε σε μετάφρασης της Φωτεινής Ζέρβου συγκαταλέγεται μεταξύ των πρόσφατων κυκλοφοριών των εκδόσεων Πατάκη. Ένα βιβλίο που φαίνεται ελκυστικό τόσο από την όψη όσο και από την περίληψη της ιστορίας που αφηγείται. Πράγματι, δεν είναι απλά συγκινητικό, αλλά βαθύτατα ανθρώπινο. Είναι μια ιστορία, τόσο μακρινή και ταυτόχρονα τόσο κοντινή μας που μιλά για την αλλαγή, για την αγάπη, για την στοργή.
Continue reading “Το τρένο των παιδιών: μια συγκινητική παιδική ματιά της ιστορίας”Λουδοβίκος Λιπαρίνι: ένας όχι και τόσο γνωστός φιλέλληνας καλλιτέχνης
Σαν σήμερα το 1800 γεννιέται ο Ιταλός ζωγράφος Λουδοβίκος Λιπαρίνι, ένας όχι και τόσο γνωστός φιλέλληνας καλλιτέχνης. Ο Λιπαρίνι εμπνεύστηκε από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Διάσημα έργα του που έχουν σχέση με την επανάσταση είναι “Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας” και “Ο Όρκος του Λόρδου Βύρωνα”.
Continue reading “Λουδοβίκος Λιπαρίνι: ένας όχι και τόσο γνωστός φιλέλληνας καλλιτέχνης”«Η υπέροχη φίλη μου»: ένας ύμνος για τις φιλίες που μας καθορίζουν
Η συναρπαστική σειρά «Η υπέροχη φίλη μου» (My Brilliant Friend/L’ Amica Geniale), βασισμένη στο ομότιτλο μπεστ σέλερ μυθιστόρημα της Ιταλίδας συγγραφέως Έλενα Φεράντε, είναι η νέα σειρά που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στην online πλατφόρμα της ΕΡΤ, ΕΡΤFLIX. Η δεύτερη σεζόν της δημοφιλούς σειράς προβλήθηκε από την COSMOTE TV.
«Η υπέροχη φίλη μου» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της «Τετραλογίας της Νάπολης» και αφηγείται την ιστορία δύο γυναικών, της Έλενα και της Ραφαέλα, με φόντο τις φτωχογειτονιές της Νάπολης, ξεκινώντας από την παιδική τους ηλικία, τη δεκαετία του ’50.
Όταν η πιο σημαντική φίλη της ζωής της εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη, η Έλενα Γκρέκο, μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, ανοίγει τον υπολογιστή της και αρχίζει να γράφει τη δική της ιστορία και αυτήν της Ραφαέλα, που ανέκαθεν φώναζε Λίλα. Διηγείται την ιστορία της φιλίας τους, που άρχισε στο σχολείο τη δεκαετία του 1950 σε μια επικίνδυνη αλλά γοητευτική Νάπολη, και της ζωής τους επί εξήντα χρόνια. Μια ιστορία που ξεδιπλώνει το μυστήριο που καλύπτει τη Λίλα, την καλύτερη φίλη και, ταυτόχρονα, την χειρότερη εχθρό της Έλενα.
Η οικογένεια του τσαγκάρη, του θυρωρού, της τρελής χήρας, του μαραγκού, του δον Ακίλλε… Στους τίτλους αρχής, με την εξαιρετική μουσική υπόκρουση του Μαξ Ρίχτερ, οι κάρτες μας συστήνουν τις οικογένειες της σειράς σαν ένα νοσταλγικό view master χαρακτήρων. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν μέσα από τα πρόσωπα, την ενδυματολογική επιμέλεια και το σκηνογραφικό φόντο τη σκληράδα, αλλά και τις τρυφερές συγγένειες των μελών, κάνοντας σαφές πως οι δυναμικές που θα αναπτύξουν οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες αποτελούν το υπόστρωμα της πλοκής. Παράλληλα, δίνουν πρόσωπο σε μία εποχή και συνδέουν τις φτωχογειτονιές της Νάπολης της δεκαετίας του ‘50 με συγκεκριμένες σχέσεις.
Οι μικρές Ελίζα Ντελ Τζένιο και Λουντοβίκα Νάστι στους ρόλους των Έλενα Γκρέκο και Λίλα Τσερούλλο χτίζουν άμεσα χημεία και αποτελούν οπτικά ένα πολύ ενδιαφέρον δίπολο. Η ξανθιά, ήσυχη Έλενα που προσπαθεί για το καλύτερο και η μελαχρινή, ατίθαση Λίλα, που τα καταφέρνει αβίαστα. Και οι δυο όμως είναι ανήλικα κορίτσια σε έναν κόσμο που δεν τις υπολογίζει. Οι σκηνές που οι μικρές φίλες εκπαιδεύονται με τις «Μικρές Κυρίες» της Λουίζα Μέι Άλκοτ, το γοερό κλάμα της χήρας καθώς διαλύει το σπίτι της όταν η οικογένεια του εραστή της αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη, η θαρραλέα παράκληση των δυο κοριτσιών στο κατώφλι του δον Ακίλλε, είναι μερικά από τα highlights του πρώτου επεισοδίου που φιλτράρονται μέσα από την αυθεντικότητα της ναπολιτάνικης διαλέκτου κι αφήνουν μακριά το μελόδραμα και τους συναισθηματισμούς.
Μόνο η πιστότητα, που φαίνεται να θαυμάζει το «υπέροχο» μυθιστόρημα σαν ευαγγέλιο, και δεν αφήνει δημιουργικές ελευθερίες φαντάζει μέχρι τώρα μειονέκτημα στη σειρά που θέλει περισσότερο να ικανοποιήσει, κι όχι να εκπλήσσει με όραμα. Ακόμα και σε σκηνές που το voice over – μόνιμη υπενθύμιση της λογοτεχνικής πηγής – δεν κρίνεται απαραίτητο, από τη στιγμή που οι εικόνες μπορούν να «μιλήσουν» με αυτάρκεια.
Η συγγραφέας Έλενα Φερράντε εμπλέκεται στο σενάριο της σειράς, που το συνυπογράφει με τον Φραντσέσκο Πίκολο («Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο»), τη Λάουρα Παολούτσι (παραγωγό του «Γόμορρα) και τον σκηνοθέτη, ενώ στην παραγωγή φιγουράρει το όνομα του Πάολο Σορεντίνο («Η Τέλεια Ομορφιά»).
Η τηλεοπτική μεταφορά των βιβλίων σπάει πολλούς κανόνες κι αυτό είναι που την κάνει να ξεχωρίζει. Η τετραλογία της Elena Ferrante έκανε τόσο μεγάλη αίσθηση, αρχικά στην Ιταλία και μετά παγκοσμίως ώστε να τραβήξουν την προσοχή του HBO. Αυτή είναι και η πρώτη παράδοση που σπάει, αφού αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά για τα ιταλικά τηλεοπτικά δεδομένα. Ο αγώνας των γυναικών για τα δικαιώματα και την ανεξαρτησία στον ιταλικό νότο της εποχής διαγράφεται με μαεστρία μέσα από το καλογραμμένο σενάριο. Κι το σπάσιμο των κανόνων συνεχίζεται. Οι ηθοποιοί της σειράς Elisa Del Genio / Margherita Mazzucco σαν παιδιά και Ludovica Nasti / Gaia Girace σαν έφηβες, είναι πραγματικά καλοί. Αν και για τις δύο μικρές είναι η πρώτη τηλεοπτική εμφάνιση. Ένας ακόμα κανόνας που κάνει τη διαφορά είναι η αποφυγή των στερεότυπων που αφορούν τη μαφία και την εγκληματικότητα της εποχής στη Νάπολη.
Με μία πιο προσεκτική ματιά η σειρά τελικά αφορά πολλά περισσότερα πράγματα από την τρυφερή ιστορία δύο κοριτσιών. Αριστερή πολιτική, έμφυλη βία, υπέροχα παπούτσια. Στρατιωτική δύναμη της πατριαρχίας, γυναικεία δημιουργικότητα. Μία δυνατή φωνή για το ταξίδι-άλμα τη ζωής που μας χαρίζεται μέσω της εκπαίδευσης και για την πρόσβαση της εύπορης τάξης στην τέχνη και στα γράμματα.
Παρά την ποιότητα της σειράς τα δημοσιεύματα στη γειτονική χώρα περιγράφουν την τεράστια προκατάληψη που επικρατεί. H σειρά προβάλλεται από το κανάλι Rai 1. Στην Ιταλία υπάρχει μία κοινή πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν ‘πραγματικές’ τηλεοπτικές σειρές αλλά μόνο σαπουνόπερες. Οι Millenials και οι διανοούμενοι σνομπάρουν τη μυθοπλασία που παράγεται στη χώρα τους. Όσο καλή κι αν είναι η παραγωγή για τους επιλεκτικούς παραμένει μία προβολή στο Rai 1 άρα και ‘επαρχιακή’. Όσο κι αν αναβοσβήνει το λογότυπο του HBO στους τίτλους, όσο κι αν η φωτογραφία είναι αντάξια μεγάλων παραγωγών, όσο κι αν οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, μία μερίδα Ιταλών την απορρίπτουν πριν καν τη δουν κι έτσι η σειρά βρίσκει αναγνώριση κυρίως εκτός των Ιταλικών συνόρων.
Ένας ύμνος για τις φιλίες που μας καθορίζουν, ακόμα κι αν οι δεσμοί τους δεν παραμείνουν άρρηκτοι με τα χρόνια, την ζήλεια και τη λατρεία που τροφοδοτεί την άμιλλα, «Η υπέροχη φίλη μου» ξεδιπλώνει την ιστορία μιας φιλίας, μιας γειτονιάς κι εντέλει ενός έθνους που βιώνει κοσμοϊστορικές αλλαγές με το πέρασμα των δεκαετιών. Γήινο και τρυφερό, μία αναλογία του μικρόκοσμου που παρατηρούμε ως παιδιά και μας προετοιμάζει ως ενήλικες, η τηλεοπτική «Υπέροχη Φίλη μου» ξεκινά παράλληλα με πολλές υποσχέσεις. Σας προτρέπουμε να σπεύσετε να το απολαύσετε!
ΠΗΓΕΣ: https://www.ert.gr/radiotileorasi/politismos-radiotileorasi/technes-radiotileorasi/i-yperochi-fili-moy-i-synarpastiki-dramatiki-seira-stin-ert2/ , http://cinemagazine.gr/nea/arthro/my_brilliant_friend_review-130993288/ , https://www.savoirville.gr/i-iperoxi-fili-mou/ , https://www.ladylike.gr/life/savvato-i-iperochi-fili-mou-ine-i-sira-pou-eprepe-na-echis-idi-di/
Αφιέρωμα στον Γκουίντο Ρένι, έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του Μπαρόκ
Ο Γκουίντο Ρένι, ο οποίος φεύγει από την ζωή σαν χθες το 1642, ήταν Ιταλός ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Μπαρόκ. Γεννήθηκε το 1575 και υπήρξε αρχικά μαθητής του Φλαμανδού Ντιονίζιο Κάλβααρτ, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στην Ακαδημία των Καράτσι. Μετά το 1600 μετακόμισε στη Ρώμη, όπου φιλοτέχνησε τη “Σταύρωση του Αγίου Πέτρου” (1604-5, Μουσείο Βατικανού) και εργάστηκε για τη διακόσμηση δύο παρεκκλησιών.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Μπολόνια και ζωγράφισε τον “Ο Σαμψών θριαμβευτής” (1611-12, Εθνική Πινακοθήκη, Μπολόνια), έργο στο οποίο διακρίνεται η έντονη επίδραση του κλασικού αισθητικού ιδεώδους της αρμονίας, και ολοκλήρωσε την περίφημη σύνθεση “Η σφαγή των αθώων” (1611, Εθνική Πινακοθήκη, Μπολόνια), η οποία προαναγγέλλει τον Νικολά Πουσέν.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από την βιβλική σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ που διέταξε ο Ηρώδης όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη. Εικονίζει μια σειρά επεισοδίων που λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα δημιουργώντας μια εικόνα στην οποία επικρατεί το χάος, η σύγχυση και αναταραχή.
Ο Ρένι εργάστηκε επίσης για ένα διάστημα στο παρεκκλήσι του Σαν Τζενάρο στη Νάπολη και ζωγράφισε πλήθος πινάκων με θέματα μυθολογικά, όπως οι τέσσερις πίνακες που περιγράφουν την Ιστορία του Ηρακλή, Ο ιερός έρωτας και ο βέβηλος έρωτας και “Η Αταλάντη και ο Ιππομένης” (1622-25, Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε, Νάπολη).
Στην μυθολογία ο Ιππομένης ήταν ένας από τους μνηστήρες και τελικώς σύζυγος της Αταλάντης. Η Αταλάντη, επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί, ζητούσε από τον καθένα από τους μνηστήρες της να παραβγεί στο τρέξιμο μαζί της. Επειδή ήταν πολύ γρήγορη, πάντα κέρδιζε σε αυτό τον αγώνα. Ο έξυπνος Ιππομένης όμως ζήτησε τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης. Η θεά έδωσε στον Ιππομένη τρία χρυσά μήλα. Στον αγώνα λοιπόν, όποτε η Αταλάντη κόντευε να προφθάσει τον Ιππομένη, αυτός της πετούσε ένα από τα μήλα. Η Αταλάντη σταματούσε για να το μαζέψει και έτσι ο Ιππομένης τερμάτισε πρώτος και κέρδισε το στοίχημα και την Αταλάντη γυναίκα του. Ο Ιππομένης όμως, πάνω στη χαρά του, ξέχασε να ευχαριστήσει και να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Αντίθετα, πήρε την Αταλάντη και πήγαν στον ναό του Διός Καλλινίκου , όπου ενώθηκαν σαρκικά στο εσωτερικό του ναού. Ο Δίας οργισμένος από την ιεροσυλία, τους μεταμόρφωσε σε λιοντάρια. Αργότερα, η Κυβέλη τους λυπήθηκε και τους εξασφάλισε δια βίου παίρνοντάς τους για να σέρνουν το άρμα της.
Ο Γκουίντο Ρένι διακρίθηκε για τον κλασικό ιδεαλισμό του στην απόδοση μυθολογικών και βιβλικών θεμάτων, επηρεασμένος από τον κλασικισμό των ζωγράφων της οικογένειας Καράτσι (Carracci). Εκτός από την οικογένεια Καράτσι, οι κύριες πηγές έμπνευσης του Γκουίντο Ρένι υπήρξαν οι νωπογραφίες του Ραφαήλ και τα αρχαία ελληνικά γλυπτά.
Στους μυθολογικούς και θρησκευτικούς του πίνακες, ο Ρένι διαμόρφωσε μια τεχνοτροπία που άμβλυνε την υπερβολή και την πολυπλοκότητα του μπαρόκ με μια κλασική αρμονία. Το έργο του αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη του Μπαρόκ και οι μυθολογικές και θρησκευτικές συνθέσεις του τον ανέδειξαν σε ένα από τους διασημότερους ζωγράφους της εποχής του στην Ευρώπη και σε πρότυπο για τους Ιταλούς καλλιτέχνες του Μπαρόκ.
ΠΗΓΕΣ: http://peritexnisologos.blogspot.com/2014/03/guido-reni-1575-1642.html , https://www.timesnews.gr/gkoy-nto-reni-1575-1642-italos-zografos-toy-mparok-apo-toys-spoydaioteroys-toy-16oy-aiona/
Πάολο Βερονέζε, ένας μεγάλος Αναγεννησιακός
Πάολο Βερονέζε (1528 – 1588) ήταν ένας φημισμένος Ιταλός ζωγράφος του τέλους της Αναγεννήσεως, από τους κυριότερους εκπροσώπους της Βενετικής Σχολής στη Χρυσή εποχή της. Γεννήθηκε στη Βερόνα, από όπου και η προσωνυμία του. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα, σε ένα περιβάλλον οπισθοδρομικό σε σύγκριση με τη Βενετία, διαποτισμένο όμως από τον κλασικισμό του Ραφαήλ και του Μιχαήλ-Αγγέλου, που είχε διαδοθεί στην περιοχή από τους ζωγράφους της Αιμίλια. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του Γκαμπριέλε Καλιάρι ή αν μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζοβάννι Καρότο ή του Αντόνιο Μπαντίλε. Ο αντιπρόσωπος αυτός του βενετσιάνικου νατουραλιστικού κλασικισμού, ο θησαυροφύλακας της βενετσιάνικης ζωγραφικής άρχισε την σταδιοδρομία του ως μανιεριστής.
Αλλά το 1553, όταν διακοσμεί τις τρεις αίθουσες του Συμβουλίου των Δέκα στο ανάκτορο των δόγηδων στη Βενετία, έχει ήδη απομακρυνθεί από τον αρχικό μανιερισμό του και τοποθετεί τις μορφές στο γαλάζιο βάθος του ουρανού, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί μεγάλες μάζες χρώματος και πινελιές καθαρά διαχωρισμένες και εκτυφλωτικά φωτεινές. Τόσο στα μικρά λατρευτικά έργα του, όσο και στις μεγάλες θρησκευτικές συνθέσεις, μεταχειρίζεται συμπληρωματικούς τόνους σε αντιθετική παράθεση, πλουτίζοντας την έκφρασή του και φτάνοντας βαθμιαία στην ωριμότητα. Αρκεί να αναφερθεί το εικονογραφικό σύνολο του Αγίου Σεβαστιανού στη Βενετία, όπου οι συνεπτυγμένες με τολμηρές προοπτικές βραχύνσεις μορφές, κινούνται ελεύθερες στον καθαρό και ανέφελο χώρο και προσφέρονται στη χαρά του φωτός.
Γαλήνιες επίσης και κομψές είναι και οι σύγχρονες προσωπογραφίες του, εμπνευσμένες ασφαλώς από τη δροσιά της άμεσης επαφής με το μοντέλο. Της ίδιας περίπου τεχνοτροπίας είναι το «Δείπνο στην Εμμαούς» και το «Δείπνο στο σπίτι του Σίμωνος». Το θέμα του «δείπνου», που ο Βερονέζε θα επαναλάβει και αργότερα, του χρησιμεύει ως πρόφαση για να παρουσιάσει μια μεγάλη ποικιλία ενδυμασιών κάτω από επιβλητικές κιονοστοιχίες σε παλάτια, εμπνευσμένα από τα αρχιτεκτονήματα του Σαμμικέλε, του Παλλάντιο και του Σανσοβίνο. Όπως «Δείπνο στο σπίτι του Φαρισαίου» 1570, «Δείπνο του Γρηγορίου του Μεγάλου» 1572 και «Δείπνο στο σπίτι του Λευΐ» 1573. Αλλά όλη η ποίηση του Βερονέζε, βρίσκετε στο κρυστάλλινο και διαφανές χρώμα του. Με αυτό προσφέρει μια αισθητική και οπτική απόλαυση ακόμα και όταν χειρίζεται θέματα όπως τον «Εν Κανά Γάμο», με μεγαλοπρέπεια ύφους, αλλά και με έναν τόνο κοσμικής επιδείξεως.
Το 1573 ο Βερονέζε ολοκλήρωσε τον πίνακά του Το Δείπνο στου Λευί που προοριζόταν για την τραπεζαρία της βασιλικής του Σαν Ζανίπολο (San Zanipolo). Αρχικά ο πίνακας είχε σα θέμα τον Μυστικό Δείπνο, που σχεδιάστηκε για να αντικαταστήσει έναν παρόμοιο πίνακα του Τιτσιάνο που καταστράφηκε σε μία πυρκαγιά. Ο πίνακας είχε ύψος 5 μέτρων και πλάτος 12 μέτρων και αποτελεί αναμφισβήτητα τον καλύτερο πίνακα του καλλιτέχνη, με σκηνές δείπνων. Η θεματολογία αυτή τη φορά δεν είχε μόνο τη σκηνή του δείπνου αλλά και άλλα στοιχεία όπως Γερμανούς στρατιώτες, κωμικούς νάνους και μια ποικιλία εξωτικών ζώων. Η χρωματική επιδεξιότητα του Βερονέζε φτάνει στον πίνακα αυτό σε νέα ύψη έντασης και λαμπρότητας και μια νεοαποκτηθείσα επιμέλεια στις ανθρώπινες εκφράσεις και τον εσωτερικό κόσμο των φιγούρων του, σηματοδοτεί μία στροφή του καλλιτέχνη σε ένα πιο προσωπικό και στοχαστικό ύφος.Αυτή η επίδειξη ενόχλησε τις εκκλησιαστικές αρχές και το 1573, με το πρόσχημα ότι ζωγράφισε ένα μαύρο δούλο πολύ κοντά στη μορφή του Χριστού στο«Δείπνο στο σπίτι του Λευΐ», τον παρέπεμψαν στον ιεροεξεταστή. Παρά την καταδίκη του, κατόρθωσε να την αποφύγει χωρίς να μετατρέψει τον πίνακα, το εργαστήριό του κατακλύζεται από παραγγελίες, τόσο ώστε αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια μαθητών του και του αδερφού του Μπενεντέττο, στην κατασκευή λιγότερο σημαντικών πινάκων. Αργότερα η συνεργασία με τον γιό του Καρλέττο, μέτριο ζωγράφο, σε παραγγελίες επαρχιών, ζημίωσε πολύ την ποιότητα των έργων.
Δείπνο στην Εμμαούς, λεπτομέρεια
Έπειτα από ένα ταξίδι του στη Ρώμη το 1560, ο Βερονέζε ανέλαβε τη ζωγραφική διακόσμηση της επαύλεως Μπάρμπαρο στο Μάζερ κοντά στη Βενετία. Την έπαυλη είχε κτίσει ο Παλλάντιο στην κορυφή ενός λόφου, σε διάφορα επίπεδα, για να εναρμονίσει την κατασκευή με την ανωμαλία του εδάφους. Σε αυτή ακριβώς την κίνηση των επιπέδων αντιστοιχεί και ο ρυθμός των προοπτικών σκηνογραφιών του Βερονέζε, που με τους ζωγραφισμένους ανοιχτούς χώρους των καθαρών ουρανών, δημιουργούν στο εσωτερικό του κτιρίου την ψευδαίσθηση του υπαίθρου. Η υπόλοιπη διακόσμηση, έργο του αδερφού του Μπενεντέττο, ήταν προσαρμοσμένη στην περίπλοκη αρχιτεκτονική σύλληψη και τόνιζε την μεγάλη ευμάρεια της οικογένειας Μπάρμπαρο.Είναι αξιοθαύμαστο πως ο Βερονέζε κατόρθωσε να συνδυάσει τον απατηλό ανοιχτό χώρο, τον γεμάτο μυθολογικές μορφές και κλασικά ερείπια, με σκηνές της καθημερινής ζωής της οικογένειας. Ακόμα πως κατόρθωσε να περάσει από την ελεύθερη απόδοση των τοπίων του Άζολε, του Γράππα και της κοιλάδας του Πιάβε, στις επιτήδειες οφθαλμαπάτες, όπως εκείνη με το κορίτσι που προβάλλει από μια μισάνοιχτη θύρα και μοιάζει να προχωρά προς τον θεατή.
Το έργο «Το μαρτύριο της Αγίας Ιουστίνης», δεν αποδίδεται ομόθυμα στον Βερονέζε, αλλά στον Καρλέττο. Ο Φιόκκο το θεωρεί αριστούργημα της νεανικής ηλικίας του Βερονέζε. Ίσως είναι σύγχρονο αντίγραφο, από αυθεντικό νεανικό έργο του Βερονέζε. Η παρεμβολή του αρχιτεκτονικού στοιχείου είναι άκαιρη, υπάρχει όμως μια ενδιαφέρουσα χρωματική αρμονία με το ζωηρό κόκκινο της φορεσιάς στη φιγούρα δεξιά, με τα νερά στο φόρεμα της αγίας και με τα φωτεινά μεταξωτά μανίκια από όπου ξεπροβάλλουν τα τρεμάμενα χέρια της.
Στο έργο του «Ευαγγελισμός», που εκτελέσθηκε το 1556 περίπου, δίνετε η εντύπωση μεγαλύτερης διαστάσεως κυρίως από τη δομική σύνθεση, που απλώνεται οριζόντια και σημαδεύεται από την παρένθεση που δημιουργούν οι δύο λευκές κολώνες και η πύλη, που ανοίγεται σε μια δενδροφυτευμένη λεωφόρο. Το πλούσιο χαρωπό χρώμα βάλλεται με δυνατές κίτρινες λάμψεις, σαν να αντιφεγγίζει το φως που εκπέμπει η δόξα των αγγέλων.
Ο Πάολο Βερονέζε πάντα αγαπούσε να απεικονίζει «Δείπνα». Το πιο φημισμένο από τα σχετικά έργα του είναι το «Δείπνο στο σπίτι του Λευΐ», της Ακαδημίας της Βενετίας. Η προτίμηση αυτή δικαιολογείται, μεταβάλλοντας τα διάφορα επεισόδια του ιερού θέματος σε πομπώδεις τελετουργίες, ο ζωγράφος εισάγει όχι μόνο το κοσμοπολίτικο και παρδαλό πλήθος της Βενετίας του 16ου αιώνα, αλλά και ολόκληρη ακολουθία από υπηρέτες, γελωτοποιούς, εξωτικά ή κατοικίδια ζώα, πολύτιμα σκεύη, κεντητά τραπεζομάντηλα. Τοποθετεί το σύνολο σε ένα φωτεινό αρχιτεκτονικό διάκοσμο, πύλες, σκάλες, βεράντες πλημμυρισμένες από το θριαμβευτικό φως της ημέρας. Αυτό το φόντο φέρνει στο νου μια Βενετία από μάρμαρο και την αρχιτεκτονική τοπική παράδοση που θυμίζει τον σύγχρονο κλασικισμό του Παλλάντιο.
Ο Γάμος εν Κανά, 1562-1564
Στο έργο του «Ο Γάμος εν Κανά» (1562-1564), παρατηρούμε γιγάντιες κολώνες που περισφίγγουν ολόγυρα ένα ατελείωτο πλήθος από μουσικούς, υπηρέτες και συμποσιαστές, Βενετσιάνους, Τούρκους, Λεβαντίνους. Συνωστίζονται τόσες λεπτομέρειες, μουσικοί, υπηρέτες, γελωτοποιοί, σκυλιά, καλεσμένοι με κοστούμια, που δύσκολα προσέχει κανείς το Χριστό, καθισμένο ήσυχα στο κέντρο. Τα πρόσωπα και οι φορεσιές παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Ο μαγνητισμός αυτός από τις γιορτές και τις καθημερινές απολαύσεις, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βενετσιάνικης ζωγραφικής. Το έργο έχει αξία κυρίως σαν μαρτυρία. Δείχνει μια περίοδο αναζητήσεων και κρίσεως, μετά την οποία ο Βερονέζε θα βρει λεπτότερες λύσεις. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία θα είναι καλύτερα ενσωματωμένα στις συνθέσεις και η λευκή τους ακινησία θα αντιπαραβάλλεται με έναν τρόπο πιο καθαρό και οριστικό στον χρωματισμό των μορφών.
Το πορτραίτο του Ντανιέλε Μπάρμπαρο, 1565-1570
Ο καλλιτέχνης βρισκόταν σε επαφή με τους αδερφούς Μπάρμπαρο, τον Ντανιέλε και τον Μαρκαντόνιο, από την εποχή που διακόσμησε την έπαυλή τους στο Μάζερ, το 1561. Ο Ντανιέλε Μπάρμπαρο, ουμανιστής και μεταφραστής του Βιτρουβίου, ήταν ίσως αυτός που συνέλαβε τα αλληγορικά και μυθολογικά θέματα του κύκλου εκείνου των τοιχογραφιών που τόσο εντυπωσιακά κορυφώνει τη νεανική περίοδο του Βερονέζε. «Το πορτραίτο του Ντανιέλε Μπάρμπαρο» (1565-1570), είναι μεταγενέστερο και με πολύ πιο αυστηρή δομή από τις τοιχογραφίες. Επιστρέφοντας στο πρότυπο του Ραφαήλ, ο ζωγράφος απεικονίζει τη μορφή κατά τα τρία τέταρτα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Οι σχέσεις είναι αρχιτεκτονικές και ο όγκος της μορφής παίζει συστηματικά με τα άλλα στοιχεία της συνθέσεως, την κολώνα, το βιβλίο και το κάθισμα. Ο Μπάρμπαρο παριστάνεται να ανοίγει τη μετάφρασή του της «Αρχιτεκτονικής» του Βιτρουβίου, που είχε εκδοθεί το 1566.
Ο Βερονέζε, ο Τιτσιάνο (Titian) και ο Τιντορέττο (Tintoretto) αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της Βενετικής Σχολής στη «Χρυσή εποχή» της Βενετίας στο τέλος της Αναγέννησης (16ος αιώνας). Ο Βερονέζε είναι γνωστός για τις ικανότητά του να χρησιμοποιεί με μαεστρία λαμπρούς χρωματικούς τόνους και για τις πλούσιες διακοσμήσεις τόσο των τοιχογραφιών όσο και των πινάκων που φιλοτέχνησε. Τα πιο διάσημα έργα του είναι περίτεχνες απεικονίσεις σκηνών που χαρακτηρίζονται από έναν πομπώδη χρωματικά, δραματικό, και σχεδόν τελετουργικό, χαρακτήρα, με πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία και πλούσιο διάκοσμο. Οι μεγάλοι του πίνακες βιβλικών σκηνών που εκτελέστηκαν για να διακοσμήσουν τις τραπεζαρίες μοναστηριών στην Βερόνα και στη Βενετία είναι ιδιαίτερα αξιόλογοι. Το 1572 δικάζεται από το Ιεροδικείο της Ιεράς Εξέτασης, για τον πίνακα Μυστικός Δείπνος, στη μονή των Αγίων Ιωάννη και Παύλου. Ο Βερονέζε υποστήριξε ότι οι ζωγράφοι πρέπει να «απολαμβάνουν την ελευθερία που απολαμβάνουν οι ποιητές και οι τρελοί», χωρίς όμως ποτέ να εισακουστεί. Η μετονομασία του τίτλου σε «Δείπνο στο σπίτι του Λευί», σύμφωνα με ένα απόσπασμα από το Κατά Λουκά Ευαγγέλιο, διέσωσε ένα σημαντικό έργο, σήμερα στην Ακαδημία της Βενετίας .