Η “Επιστροφή του ασώτου υιού” είναι μια ιστορική ελαιογραφία, ένας από τους τελευταίους πίνακες στη δημιουργική πορεία του Ρέμπραντ που έχει ως θεματολογία τη Παραβολή του Ασώτου του Ιησού, όπως αναφέρεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και είναι ένα από τα διασημότερα έργα του Ερμιτάζ. Το έργο είναι ελαιογραφία 262 επί 205 εκ. και χρονολογείται περί το 1668.
Στο Ευαγγέλιο Σύμφωνα με τον Λουκά (15: 11-32), Ο Χριστός αναφέρει την παραβολή του τον άσωτο Υιό. Ένας γιος ρωτά τον πατέρα του για την κληρονομιά του και φεύγει από το γονικό σπίτι, μόνο για να απολέσει τον πλούτο του. Φτάνοντας επιτέλους σε ασθένεια και φτώχεια, επιστρέφει στο σπίτι του πατέρα του. Ο γέρος τυφλώνεται από δάκρυα καθώς συγχωρεί τον γιο του, όπως ο Θεός συγχωρεί όλους εκείνους που μετανοούν. Όλο αυτό το έργο κυριαρχείται από την ιδέα της νίκης της αγάπης, της καλοσύνης και της φιλανθρωπίας. Το γεγονός αντιμετωπίζεται ως η ανώτατη πράξη της ανθρώπινης σοφίας και της πνευματικής ευγένειας, και λαμβάνει χώρα σε απόλυτη σιωπή και ακινησία.
Την παραβολή του ασώτου, με την οποία ασχολείται στην τελευταία περίοδο τη καριέρας του, την αντιμετωπίζει ως ένα παράδειγμα της ανθρώπινης εμπειρίας που αντιστοιχεί σε μια πανανθρώπινη κατάσταση και σε καθολικές αξίες. Ο Ρέμπραντ αποφεύγει κάθε διακοσμητικό στοιχείο και συγκεντρώνεται σε μια αφήγηση που βασίζεται αποκλειστικά στα ζωγραφικά μέσα: το χρώμα και το φως αποκαλύπτουν την ιστορία του ακόλαστου νέου ο οποίος επιστρέφει για να ζητήσει συγχώρεση από τον πατέρα του. Σε αυτήν τη συμφωνία λαμπερών και σκοτεινών τόνων, έντονου φωτός και σκιάς, που γαληνεύει μυστηριωδώς, η ενέργεια του ηλικιωμένου πλέον ζωγράφου διατηρείται απαράλλαχτη. Το πρόσωπο του τυφλού πατέρα ακτινοβολεί από το εσωτερικό φως και το φως που συγκεντρώνεται στα πέλματα του ασώτου αποκαλύπτει μια ιδιαίτερα εκφραστική λεπτομέρεια: τα φθαρμένα υποδήματα και τα γδαρμένα πόδια, μαζί με τα κουρελιασμένα ρούχα διηγούνται την ιστορία του νέου ότι ο δρόμος της επιστροφής ήταν μακρύς και δύσβατος. Στο αδιαμόρφωτο δωμάτιο, που σχεδόν στερείται τις συντεταγμένες του χώρου, η εντύπωση του βάθους δημιουργείται από τα πρόσωπα, τα οποία αναδύονται από το σκοτάδι και σημαδεύονται από επιφάνειες φωτός που σταδιακά εξασθενούν.
Το δράμα και το βάθος της αίσθησης εκφράζονται στις μορφές του πατέρα και του γιου, με όλη τη συναισθηματική ακρίβεια με την οποία ο Ρέμπραντ ήταν προικισμένος. Οι ευρείες, σκιαγραφούμενες πινελιές του ύστερου ύφους του καλλιτέχνη επιτείνουν τη συγκίνηση και την ένταση αυτού του αριστοτεχνικού πίνακα. Αυτή η παραβολή στη θεραπεία του Ρέμπραντ απευθύνεται στην καρδιά όλων.
Πρόκειται για ένα έργο που ήταν ανέκαθεν αντικείμενο θαυμασμού για τη στοχαστική του συμβολή στο θέμα της συγχώρησης, το οποίο είναι και ένα διαρκές μέλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Επιπλέον, αντιπροσωπεύει επάξια την ίδια την αναστοχαστική στάση του Ρέμπραντ στην ζωγραφική και στην ζωή, η οποία μεταφέρει το πνεύμα του Χριστιανισμού στην πλέον πεφωτισμένη του εκδοχή και θεωρείται επίσης ότι συνδέεται στενά με την προσωπική του βιογραφία και τα χρόνια της ασωτίας του, τα οποία συνέπεσαν με τα πρώτα χρόνια του γάμου του με την σύζυγό του, Saskia. Παρά την δημοτικότητα του θέματος στο θέατρο και την τέχνη της Ολλανδίας του 16ου και 17ου αιώνα, ο Ρέμπραντ εικονογραφεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο την πασίγνωστη βιβλική παραβολή του ασώτου υιού από το Ευαγγέλιο του Αγίου Λουκά, εκμεταλλευόμενος το χρώμα και την φωτοσκίαση, chiaroscuro, προκειμένου να αυξήσει την δραματική ένταση στην απεικόνιση του βιβλικού συμβάντος.
Σαν σήμερα το 1610 φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 39 ετών ο μεγαλοφυής ζωγράφος Καραβάτζιο, ο οποίος σφράγισε την εποχή του Μπαρόκ και, παρά τη σύντομη ζωή του κατάφερε να εισαγάγει ένα προσωπικό του ύφος, τον “Καραβατζισμό”.
Στην εφηβεία του, πιθανότατα περί τα τέλη του 1588, ο αδέκαρος και πάντοτε περιπετειώδης Καραβάτζιο μετακομίζει στη Ρώμη, όπου εργάζεται σε εργαστήρια γνωστών ζωγράφων. Το ευέξαπτο του χαρακτήρα του ωστόσο και το ασύλληπτο ταλέντο του τον κάνουν να μη στεριώνει πουθενά, με τον ίδιο να αλλάζει συνεχώς εργαστήρια καθώς οι περισσότεροι ζωγράφοι έβλεπαν με φθόνο πως ο νεαρός ήταν καλύτερος από τους ίδιους στο σχέδιο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Μικελάντζελο Μερίζι, όμως έμεινε γνωστός με το όνομα Καραβάτζιο. Έχασε πολύ μικρός, μόλις 6 ετών, όλη του σχεδόν την οικογένεια από την πανούκλα που έπληξε την Ευρώπη και το τραυματικό αυτό γεγονός επηρέασε καθοριστικά τον ψυχισμό του μικρού Μικελάντζελο. Ο ορφανεμένος νεαρός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πάρει τους δρόμους, σύντομα ωστόσο θα έρθει σε επαφή με «μια ομάδα ζωγράφων και ξιφομάχων που ζούσαν με το πρότυπο nec spe, nec metu, “χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο”» .
Λίγο αργότερα, έμελλε να αρρωστήσει βαριά από τη φτώχεια και τις κακουχίες και να περάσει έξι μήνες σε νοσοκομείο απόρων. Εκεί ζωγραφίζει ένα από τα πρώιμα αριστουργήματά του, τον «Νεαρό Βάκχο» (1593-1594), που θεωρείται ως αυτοπροσωπογραφία του.
Το 1597 ο Καραβάτζιο κέρδισε τον διαγωνισμό για τη διακόσμηση του παρεκκλησίου Contarelli μέσα στη βασιλική του San Luigi dei Francesi της Ρώμης. Το έργο έμελλε ωστόσο που παρέδωσε να προκαλέσει τόσο την Εκκλησία όσο και το φιλότεχνο κοινό, κάνοντας τον άγιο πιο «γήινο» από ποτέ: ο χρωστήρας του Καραβάτζιο απομακρύνθηκε με τόλμη από τη συνήθη λατρευτική αναπαράσταση των αγίων και τον φώτισε με ένα σαφώς ρεαλιστικότερο φως, γεγονός απαράδεκτο για την εποχή.
Ο Καραβάτζιο συνέχισε να προκαλεί τα χρηστά ήθη με τις «γήινες» αναπαραστάσεις του: η πρησμένη κοιλιά και τα γυμνά πόδια της Παρθένου Μαρίας στον «Θάνατο της Παρθένου» συγκέντρωσαν τη μήνη της εκκλησίας και το έργο απορρίφθηκε ως ιερόσυλο από τους Καρμελίτες που το είχαν παραγγείλει. Ο αντισυμβατικός τρόπος που προσέγγιζε τα θρησκευτικά θέματα, αποτυπώνοντας τους αγίους ως κοινούς θνητούς, θα ήταν ο κύριος λόγος που θα στερούσε από τον Καραβάτζιο την επίσημη αναγνώρισή του ως κορυφαίου ζωγράφου…
Το αμφιλεγόμενο των παραστάσεών του και η επιδίωξη της πρόκλησης το μόνο που έκαναν ωστόσο ήταν να πυροδοτούν κι άλλο την επιτυχία του ζωγράφου. Όσο μεγάλωνε βέβαια η φήμη του, τόσο αυξανόταν και ο βαθμός αναταραχής στη ζωή του: ο ίδιος ήταν βίαιος και κυκλοθυμικός, με τις δραστικές αλλαγές διάθεσης να προκαλούν πλήθος καυγάδων. Ταυτοχρόνως, αφηνόταν συχνά στα θέλγητρα του ποτού και του τζόγου.
Μια από τις περίφημες μονομαχίες του, όταν επιτέθηκε σε συνάδελφο ζωγράφο και τον τραυμάτισε, θα κατέληγε σε σύντομη περίοδο φυλάκισης το 1603. Τα επόμενα χρόνια θα έβλεπαν τον χαρακτήρα του ζωγράφου να γίνεται ακόμα πιο ευέξαπτος και ευερέθιστος, με πλήθος βίαιων επεισοδίων να σημαδεύουν τη ζωή του: το 1604 εκσφενδονίζει πιάτο με αγκινάρες καταπάνω σε σερβιτόρο, ενώ την επόμενη χρονιά επιτίθεται σε φρουρούς με πέτρες. Παρατηρεί ο βιογράφος του σχετικά: «Έπειτα από ένα δεκαπενθήμερο δουλειάς, θα περνούσε τους επόμενους 1-2 μήνες κομπάζοντας, πάντα με το σπαθί στο πλευρό του και τον υπηρέτη του να τον ακολουθεί, πηγαίνοντας από καπηλειό σε καπηλειό, μονίμως έτοιμος να εμπλακεί σε καυγά».
Το βίαιο του χαρακτήρα του θα κλιμακωνόταν τελικά το 1606, έπειτα από αναρίθμητα δείγματα της καταστρεπτικής του μανίας, όταν σκότωσε έναν γνωστό μαστροπό της Ρώμης, τον Ρανούτσιο Τομασόνι, για λόγους που δεν είναι γνωστοί. Ο Καραβάτζιο τραυματίστηκε στη συμπλοκή, κατάφερε ωστόσο να διαφύγει.
Ο ζωγράφος εγκατέλειψε τη Ρώμη αμέσως μετά το φονικό, ενώ λίγο αργότερα θα καταδικαζόταν ερήμην σε θάνατο: ήταν πλέον φυγάς. Ο Καραβάτζιο αναζήτησε καταφύγιο σε μια σειρά από περιοχές, όπως τη Νάπολη, τη Μάλτα και τη Σικελία, με τη φήμη του ωστόσο να προηγείται: παρά το γεγονός ότι έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή του, έβρισκε πάντα χρόνο να εμπλακεί σε νέες περιπέτειες.
Συνέχισε, ωστόσο, να εργάζεται ως ζωγράφος και, μάλιστα, ήδη πασίγνωστος στα ιταλικά κρατίδια, αναλαμβάνοντας ακόμα και παραγγελίες εκ μέρους της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία του Βατικανού τον κυνηγούσε σε όλη τη χώρα Συνέχισε, ωστόσο, να εργάζεται ως ζωγράφος. Το πολυτάραχο της ζωής του περνά πλέον στο έργο του, και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά: ο ζωγράφος φοβάται για τη ζωή του, είναι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, μετακινείται συνεχώς και αναγκάζεται να κοιμάται πλέον με τα ρούχα του και το μαχαίρι στο προσκεφάλι.
Τα βίαια ξεσπάσματά του δεν έχουν πλέον τέλος: τον Ιούλιο του 1608 βρίσκεται και πάλι στη Μάλτα, όπου επιτίθεται σε ιππότη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, με τον ζωγράφο να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για το περιστατικό, κατάφερε ωστόσο να αποδράσει έπειτα από έναν μήνα πίσω από τα κάγκελα.
Οι ιππότες δεν ξέχασαν βέβαια τον βίαιο φιλοξενούμενό τους και, σύμφωνα με τους βιογράφους του, εκείνοι κρύβονταν πίσω από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του στη Νάπολη το 1609: κάποιος επιτέθηκε στον Καραβάτζιο από πίσω έξω από καπηλειό και τον τραυμάτισε σοβαρά, παραμορφώνοντας το πρόσωπό του. Η επίθεση θα είχε πρωτοφανή επίδραση στη σωματική και νοητική του κατάσταση: η όρασή του επηρεάστηκε από το περιστατικό, όπως και τα χέρια του, γεγονός που είναι έκδηλο στους κατοπινούς πίνακες που φιλοτέχνησε.
Ενώ βρισκόταν πλέον στο γειτονικό λιμάνι της Ρώμης, το Πόρτο Εκόλε, στις 18 Ιουλίου 1610, κυκλοφόρησε η είδηση για τον θάνατό του, κάτω από αδιευκρίνιστες μάλιστα συνθήκες. Η ακριβής αιτία του χαμού του (αρρώστια, δολοφονία ή άλλος λόγος) συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο ιστορικής έρευνας (και έριδας).
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Στα πρώιμα έργα του Καραβάτζιο κυριαρχεί η καθαρότητα των περιγραμμάτων και η σχεδιαστική ακρίβεια. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η γλυπτικότητα των αντικειμένων και των σωμάτων μέσα σε μια ατμόσφαιρα ερωτικής φόρτισης. Στα ώριμα έργα του προστίθεται ένα ουδέτερο σκοτεινό φόντο. Ο Καραβάτζιο ρίχνει πάνω σε σημεία των μορφών ένα φως πλάγιο, σχεδόν νυχτερινό που καταργεί το φως της μέρας αναδεικνύοντας την φορτισμένη ενέργεια στο εσωτερικό.
Πρόκειται για την τεχνική του κιαροσκούρο(των έντονων αντιθέσεων που προκαλεί το φως) και του τενεμπρισμού(ύφος που χαρακτηρίζεται από μεγάλες βαθύχρωμες ή σκοτεινές επιφάνειες που συνδυάζονται με μικρότερες περιοχές κατάλληλα φωτισμένες με τη χρήση χρώματος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δραματικών φωτοσκιάσεων) που πρώτος ο Καραβάτζιο χρησιμοποίησε με τέτοια ένταση και μαεστρία. Αυτή η επαναστατική τεχνική του, με τον επιλεκτικό φωτισμό των μορφών που προβάλουν μέσα από βαθιά σκιά, αποτέλεσε κύριο χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του Μπαρόκ. Εισήγαγε, επίσης, το ιδίωμα της θεατρικότητας που επίσης ακολουθήθηκε πιστά από τους μετέπειτα ζωγράφους.
Ο Καραβάτζιο θεωρήθηκε νατουραλιστής, όμως ο νατουραλισμός του ήταν ασυνήθιστος. Κατήργησε εντελώς τις ρητορικές αντιθέσεις και τις υφολογικές εκλεπτύνσεις των μανιεριστών του 16ου αιώνα. Με τον Καραβάτζιο «καταργείται» ουσιαστικά ο ιδεαλισμός της Αναγέννησης. Ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος απομακρύνεται σχεδόν ολοκληρωτικά από την εξιδανικευμένη απόδοση των θρησκευτικών θεμάτων, μεταφέροντάς τα στο επίπεδο της λαϊκής εκδοχής της καθημερινότητας. Μάλιστα, τα μοντέλα του τα αναζήτησε στους δρόμους και τα ζωγράφισε ρεαλιστικά σαν τα βιβλικά επεισόδια να συνέβαιναν μπροστά του.
Για παράδειγμα, στο έργο του «Η Μεταστροφή του Αγίου Παύλου» (1601), ο Άγιος Παύλος είναι ένας άξεστος νεαρός στρατιώτης, ενώ ένας ρυτιδωμένος και φαλακρός χωρικός βαστάει το άλογό του. Ο πίνακας, με τις ρεαλιστικές μορφές σε φυσικό μέγεθος, αποτελεί μια ανοιχτή πρόσκληση για συμμετοχή στο «μυστήριο της μεταστροφής». Είναι χαρακτηριστικό ότι το δραματικό στοιχείο γίνεται καλύτερα αντιληπτό αν ο θεατής παρατηρήσει τον πίνακα γονατιστός από την είσοδο του παρεκκλησίου (στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο της Ρώμης).
Ωστόσο, η ιδιαίτερη αυτή απόδοση των θρησκευτικών θεμάτων από τον Καραβάτζιο, θεωρήθηκε αρκετές φορές στην εποχή του ιερόσυλη από τις θρησκευτικές αρχές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αναγκάστηκε να ζωγραφίσει δεύτερες εκδοχές των πινάκων του όπως των μορφών του Αγίου Ματθαίου (παρεκκλήσι Κονταρέλι), της Παρθένου Μαρίας κ.α.
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!